«ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ ΤΟ ΓΑΛΑ» του Γιάννη Ξανθούλη, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 452, τιμή: 16 ευρώ.
«Θρηνούσε προκαταβολικά για μια ζωή που δεν του είχε αποκαλυφθεί, έκλαιγε ενθουσιασμένος για τους καινούργιους του ρόλους, για τον έρωτα που διάβρωνε βασανιστικά τα νεύρα και τους ιστούς του, για τους ανθρώπους του που απομακρύνονταν ώρα με την ώρα από κοντά του με δική του υπαιτιότητα. Μα δεν γινόταν αλλιώς…»
Διότι στο καινούργιο του μυθιστόρημα ο Γιάννης Ξανθούλης καταλύει τον χρόνο, κάνοντας με τρόπο μοναδικό, ενεστώτα τον αόριστο. Με τίτλο «Του φιδιού το γάλα», δάνειο από ταινία που παίζει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία, υπογράφει ένα βιβλίο μνήμης, που προσποιείται πρωτοεπίπεδα το θρίλερ και διαβάζεται με κομμένη την ανάσα, τελικά.
Στις 452 σελίδες του, ο Ανέστης Κομνηνός, εκδότης της «Αρτηρίας» μαζεύει σαν τον φιλάργυρο ψηφίδα- ψηφίδα τις αναμνήσεις του και την χαμένη του μνήμη.
Από τις πρώτες σελίδες της ιστορίας πληροφορούμαστε πως αμέσως μετά τον θάνατο της κόρης του Σοφίας (καθόλου τυχαία τα ονόματα, και το Ανέστης και η Σοφία), συνειδητοποιώντας ότι χάνει μεγάλα τμήματα των αναμνήσεών του, αποφασίζει να γράψει «έναν υπολογίσιμο αριθμό σελίδων που αφορούσαν τη νεότητά του».
Στη συνέχεια παραδίδει το χειρόγραφο σε έναν δικηγόρο με την εντολή να του επιστραφεί δεκατρία χρόνια μετά. Και δεν μιλά σε κανένα για την κίνηση αυτή.
Όταν, όμως, δεκατρία χρόνια μετά, το χειρόγραφο θα φτάσει στον εκδοτικό του οίκο «Αρτηρία» ο Ανέστης Κομνηνός θα είναι ήδη παρών- απών. Θα αναζητά και πάλι τον εκλιπόντα αδελφό του στο νοσοκομείο, θα τον θρηνήσει και πάλι ως μόλις νεκρό, θα ξαναδεί την χαμένη νεότητά του σε χρόνο ενεστώτα, θα ψηλαφίσει – θέλοντας και μη- τα παλιά τραύματα και τις αρχαίες πληγές. Θα ξαναπερπατήσει τον στοιχειωμένο στη μνήμη του σπίτι των Μέντα, θα γίνει και πάλι φίλος με τον ασθενικό Άλκη, θα ερωτευθεί μέχρι τρέλας ξανά την Μικόλ, θα ξαναζήσει τα περίεργα δείπνα στο σπίτι, θα ξαναδεί το φάντασμα του γίγαντα, εφόσον θα έχει επιλεγεί από τον καθηγητή Φυσικής Γεράκη ως «ο ιδανικός».
Βιώνοντας μια σχέση με την οικογένεια Μέντα που θυμίζει το «Θεώρημα» του Παζολίνι, θ’ αποτελέσει το αντικείμενο πόθου των πάντων, με φράση κλειδί έναν γερμανό ηθοποιό: Τον Χόρστ Μπούχολτς και τα πειρατικά του μάτια.
Το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας, η Μεγάλη Εβδομάδα, κυριολεκτικά για τον Ανέστη «η εβδομάς των παθών». Στη Μεγάλη Δευτέρα θα χωρέσει η διαπίστωση για τον ήδη νεκρό αδελφό. Στη Μεγάλη Τρίτη θα εισβάλλει αυτό το περίεργο χειρόγραφο όπου με τον τίτλο «Του φιδιού το γάλα» κάποιος άγνωστος που σφετερίζεται τ’ όνομά του φαίνεται να γνωρίζει τα πάντα γι’ αυτόν. Την Μεγάλη Τετάρτη η οικογένεια Μέντα θα έχει εισβάλει για τα καλά μέσα απ’ το παρελθόν. Την Μεγάλη Πέμπτη θα έχει για τα καλά εισχωρήσει στη «ζώνη της Μικόλ». Η Μεγάλη Παρασκευή θα δικαιώσει την παράδοση, θα πεθάνει ο Άλκης, και η Μικόλ θα τραυματιστεί, θα αναζητήσει την κόρη του Σοφία στο νεκροταφείο θα θρηνήσει την μισοξεχασμένη του ζωή. Το Μεγάλο Σάββατο θα κατακλυστεί από τα βιβλία, εκείνα που θα του στείλει ο Άλκης για να του αλλάξουν στο μέλλον ζωή. Και το Πάσχα θ’ αναληφθεί δικαιώνοντας κάπως και τ’ όνομά του. Μετά από χρόνια, και από την γραμματέα του Φωτεινή – μ’ εκείνον αγνοούμενο- «Του φιδιού το γάλα» θα εκδοθεί.
Στις σελίδες του, κατακερματισμένος ο χρόνος. Σπαράγματα μνήμης συνθέτουν το παζλ μιας ζωής: του Ανέστη, της εποχής. Στο παρελθόν, ένας προκαταβολικός θρήνος, στο παρόν, η μεγάλη σκιά από χθες. Στο ομιχλώδες μέλλον, τα πάντα: Ο χρόνος του Θεού ο άχρονος, όπου χάνοντάς τα όλα ο Ανέστης μπορεί ταυτοχρόνως και όλα να τα βρει. Παραμένοντας ταυτοχρόνως, όμως, και ο «ιδανικός» της λησμονιάς.
Εξαιρετικός παραμένει ο ολοζώντανος κήπος και ο δείπνος λίγο πριν απ’ το τέλος που παραπέμπει σ’ εκείνον της Μπαμπέτ (Κάρεν Μπλίξεν). Γοητευτικός όπως πάντα και ο- κατά- Ξανθούλη μαγικός ρεαλισμός: εκεί που ξυπνά μετά απ’ το όνειρο στο κήπο με φυλλαράκια δυόσμου και μερικά ξερά από λουίζα ανάμεσα στη μασχάλη και στο αριστερό βυζί. Καθώς κι εκείνο το σημείωμα εκ των υστέρων στο βιβλίο του νεκρού Άλκη «Δεν έπρεπε να πας…»
Ένα γοητευτικότατο βιβλίο μνήμης με ό,τι αυτή σηματοδοτεί και σημαίνει, που θίγει ζητήματα μέγιστα, άλυτα και υπαρξιακά: πού πάνε οι αναγνώσεις μας όταν σβήνουν, πώς διασώζει κανείς τον χαμένο χρόνο και τι είναι ο χρόνος κι η μνήμη, τελικά. Τι είναι ο καθένας μας δίχως τις αναμνήσεις του και πόσο θυμόμαστε ή επιλέγουμε τι θα θυμηθούμε απ’ όσα έχουν συμβεί. Πόσο μας εκδικούνται οι ξεχασμένες πληγές και τι είναι εκείνο που πονά τελικά: αυτό που θυμάται κανείς ή εκείνο που ξέχασε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ: Για την μικρή Γιλού που κατασπάραξε τη… μαμά της και για το χιούμορ που είναι η ηχώ του δράματος μεταλλαγμένη
Οι πρώτες εικόνες του, μια βυσσινιά κουβέρτα στο παράθυρο. Και τα σπίρτα. Προμηθεικό σύμπτωμα, «το πιο ελκυστικό παιχνίδι». «Το μενού των φαντασμάτων» του Γιάννη Ξανθούλη, εξάλλου, δεν είναι άλλο παρά κατακερματισμένες Εικόνες: Η Αλεξανδρούπολη Μεγαλοβδομαδιάτικα. Τα ζυμωμένα τσουρέκια και τα βαμμένα αυγά της λαμπρής με τα περίτεχνα σχέδια. Τα πρωινά του καλοκαιριού με την γιαγιά στα νεκροταφεία και τους μπαξέδες. Θείοι και θείες, στολισμένοι από τα χεράκια του δίσκοι μνημοσύνων (υπήρξε όπως γράφει στο βιβλίο, ο καλύτερος στολιστής), νεκροφάνειες και η μικρή Γιλού στο παραμύθι, που κατασπάραξε τη… μαμά της!
Η Αθήνα μπήκε στη ζωή του μυρίζοντας… σαλάμι. Ευτυχώς ακολούθησαν οι φρέζιες. Ο σταθμός Λαρίσης, η στάση των λεωφορείων στην οδό Μασσαλίας, το θέατρο Τέχνης με Τέννεσι Ουίλλιαμς, ο Χατζιδάκις στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο θέατρο «Αθηνών», το θέατρο «Βέμπο» της οδού Καρόλου, ένα πολύ ζεστό βράδυ καλοκαιριού.
Ολόκληρο το συγγραφικό έργο του Γιάννη Ξανθούλη είναι Εικόνες. Και Γεύσεις και Μυρωδιές που ποτέ δεν ξέχασε. Γεμάτο μ’ αυτές τις ανεπανάληπτες «μνήμες συναισθημάτων», που μόνο σε ιστορίες Ξανθούλη μπορεί να συναντήσει κανείς.
Για Εικόνες ζωής, λοιπόν, κι αυτή η καινούργια κουβέντα. Για τις Εικόνες της ζωής του που αποτελούν για τον συγγραφέα και την «τοξίνη της γραφής». Έμπλεες χιούμορ «συνυφασμένου με το αμυντικό οργανικό σύστημα», ηδονοβλεπτικές συμπεριφορές, μπουκέτα επινοήσεων, με ήρωες που τους μεταχειρίζεται με «αδεξιότητα Θεού». Που αποτελούν ίσως το… μοναδικό του μέσον επικοινωνίας. Διότι γράφοντας, βρίσκει και «αιτίες να ζει».
- Πρώτη εικόνα της ζωής σας που θυμάστε, κύριε Ξανθούλη;
- Νομίζω ότι έχω αποθηκεύσει κάπου εφτά ή οχτώ τέτοιες εικόνες. Γεννήθηκα το καλοκαίρι του 1947 αλλά οι αναμνήσεις μου ξεκινούν προτού αρχίσω να περπατώ. Θυμάμαι πυροβολισμούς και μια βυσσινιά κουβέρτα στο παράθυρο, για συσκότιση προφανώς. Όταν αγρίευε η κατάσταση με προστάτευε η μητέρα μου με το σώμα της κι εκείνη ο παππούς μου. Σε μια άλλη εικόνα εγώ μ’ ένα κουτί σπίρτα να βάζω φωτιά και να ορμούν να τα σβήσουν. Τα σπίρτα θα πρέπει να αποτελούσαν για μένα το πιο ελκυστικό παιχνίδι. Ισως πρόκειται για λανθάνον Προμηθεικό σύμπτωμα.
- Είχατε αδέλφια; Οι γονείς σας; Αυτές οι απίθανες θείες και θείοι;
- Υπήρχε ένα αγόρι, πριν από μένα, που πέθανε σε νηπιακή ηλικία από πνευμονία. Ήμουν ο μόνος απ’ την οικογένεια που διαιώνιζα με περίεργους τρόπους αυτό το πένθος. Οι γονείς μου είχαν το ήθος των επιζώντων από προσφυγιές και πολέμους. Ήθελαν να χαρούν τη ζωή τους με τον απλοικό τρόπο της δεκαετίας του ’50. Τους ζήλευα φριχτά που έζησαν περιπετειωδώς. Όλα τα παιδιά τότε λατρεύαμε τους πολέμους και σιχαινόμασταν την ηθική της ειρήνης. Οι θείες και οι θείοι αποτελούσαν τον σταθερό χορό στην προσωπική μου φαρσοτραγωδία. Είχαν χιούμορ και κάποιοι έρεπαν σαφώς προς τον σουρεαλισμό. Ετσι φέτος έβγαλα το απωθημένο μου βαφτίζοντας έναν ήρωά μου «Θείο Τάκη» κι ας είναι πολλαπλά βεβαρημένος με πάθη.
- Βρίσκατε αφόρητα πληκτικά τα παραμύθια, (διαβάζουμε στο «Μενού των φαντασμάτων») γι’ αυτό και αυτοχρηστήκατε παραμυθάς. Πώς πρωτογράψατε; Τι πρωτογράψατε;
Πώς αντιδρούσε το πρώτο αναγνωστικό κοινό σας; Το οποίο και ήταν;
- Ως υπερφλύαρο άτομο προτιμούσα να διηγούμαι. Τα παραμύθια τα ήθελα απαραιτήτως τρομακτικά με πολλά ερωτηματικά και πιθανή εμπλοκή γνωστών προσώπων. Οπότε μάλλον γινόμουν απαιτητικός ακροατής. Άκρως γοητευτικά έβρισκα τα υπονοούμενα των μεγάλων. Δεν ήξερα ακριβώς τι εννοούσαν, πάντως, ως κινηματογραφόφιλο ζώον, καταλάβαινα ότι τα «ακαταλαβίστικά» τους είχαν να κάνουν με το «αυστηρώς ακατάλληλο» των ταινιών. Το πιο διασκεδαστικό μου προφορικό σήριαλ ήταν η «Ασπασία και Αμαλία», δυο γιγαντιαίες κυρίες που αναλάμβαναν να τιμωρήσουν τους κακούς.
Αυτοσχεδίαζα με ιντερμέδια τραγουδιών και χορού. Αποδέκτες οι παιδικοί μου φίλοι και τα μικρότερα ξαδέλφια μου, που, απ’ τον τρόμο, πάθαιναν σπασμούς στον ύπνο τους. Πρωτόγραψα θεατρικά σκετς όταν πήγαιναν στην πέμπτη τάξη του Γ’ Δημοτικού Αλεξανδρουπόλεως. Ένα χριστουγεννιάτικο διάλογο μεταξύ δυο βοσκών, που παραπλανούνται από ένα άστρο και πηγαίνουν σε λάθος Φάτνη…
- Τα βιβλία που διαβάζατε;
- Τα «καλά» βιβλία ήταν πάντα με σκληρό εξώφυλλο. Τα άλλα τα θεωρούσαμε του πεταματού εκτός των «κλασσικών εικονογραφημένων», που μάλλον ζημιά έκαναν απλοποιώντας αφόρητα τόσα σημαντικά έργα. Μου άρεσαν οι Αδερφοί Γκριμ και ο Άντερσεν, που διαισθανόμουν ότι ήταν αντιπαιδαγωγικοί συγγραφείς. Απ’ τον Άντερσεν με συγκινούσε η «βασίλισσα του χιονιού», που κρατούσε τον μικρό ήρωα στο παγωμένο μπλε της βασίλειο, αντάξιο του δωματίου «υποδοχής» του σπιτιού μας, που ήταν βορινό και σπάνια θερμαινόταν. Απ’ τον Ιούλιο Βερν διασκέδαζα με το «Καίσαρ Κασκαμπέλ» Πάνω απ’ όλα ταυτιζόμουν με τους «Άθλιους» του Ουγκώ. Υπήρχε όμως κι ένα «αστραπιαίο» βαλκανικό παραμύθι που με προβλημάτιζε με τη φρίκη του. «Η Γιλού». Έτσι ονομαζόταν. Η Γιλού, λοιπόν, υπήρξε τόσο κακιά κι ελεεινή, που μόλις γεννήθηκε κατασπάραξε τη μάνα της και την έφαγε… Σκέψου!
- Τι παίζατε; Είσαστε μοναχικό ή κοινωνικό παιδί;
- Παιχνίδια του δρόμου. Αυτά προτιμούσαμε και, βέβαια, είχαμε αυτήν την ευχέρεια όσοι ζούσαμε σε επαρχία. Ποδόσφαιρο, πετροπόλεμο, κατσακλίκια τα βράδια (δυο μεγάλες ομάδες παιδιών η μία έψαχνε την άλλη). Ήμουν διοργανωτής θεάτρων στη γειτονιά μου, κάτι που εξόργιζε τους δικούς μου. Έτρεμαν την ιδέα του θεάτρου. Τελικώς μάλλον υπερίσχυε η μοναχική μου πλευρά και προτιμούσα την ονειροπόληση. Ταξίδευα πάνω στο χαλί της τραπεζαρίας με προορισμό την Γαλλία, υποθέτω λόγω «Αθλίων».
- Πότε φύγατε από την Αλεξανδρούπολη; Και γιατί Δημοσιογραφία; Θέατρο; Υπάρχει ακόμη η τόσο μεγάλη αγάπη του θεάτρου;
- Ουσιαστικά έφυγα το 1962. Στα δεκαπέντε μου, που, λόγω ασθένειας, άλλαξε παντελώς η ζωή μου. Βρισκόμουν εκεί αλλά με απασχολούσαν άλλα πράγματα. Διάβαζα με πάθος βιβλία και μισούσα το σχολείο. Ποτέ δηλαδή δεν μου πήγαινε το σχολείο. Ίσως για ένα μικρό διάστημα, που, μαζί με μια μικρή αιρετική παρέα, καννιβαλίζαμε το σύμπαν. Οριστικά έφυγα το 1966.
Έκανα δημοσιογραφία και σκηνογραφία – ενδυματολογία που την εφάρμοσα πολύ αργότερα σε έργα μου. Το θέατρο για μένα ήταν το παν και ο Κουν ο Θεός. Απ’ το 1962 που παρακολούθησα στο «Υπόγειο» τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο. Έγραψα καμιά σαρανταριά έργα παραπλανημένος ευχάριστα απ’ τον Μπέκετ, τον Μπρεχτ, τις ανοησίες του Ανούιγ και το υπέροχο αμερικάνικο θέατρο. Εκείνη την εποχή το ευαγγέλιό μου ήταν το περιοδικό «Θέατρο» του Νίτσου. Η Δημοσιογραφία υπήρξε για μένα… ένα σημαντικό παράθυρο, ένα αληθινά σοβαρό σχολείο.
- Η πρώτη εικόνα των… Αθηνών;
- Η πρώτη εικόνα της Αθήνας μύριζε σαλάμι, γιατί έμενα σ’ ένα ξενοδοχείο- υπάρχει ακόμη σαν κτίριο – ακριβώς απέναντι απ’ τη Βαρβάκειο αγορά. Θλιβερή εικόνα με γκρίζο μαρτιάτικο ουρανό. Εκεί μύρισα για πρώτη φορά και φρέζιες. Ευτυχώς η φρέζια υπερίσχυσε γρήγορα του σαλαμιού και η παρεξήγηση διαλύθηκε.
- Πώς φτάσατε να γράφετε το πρώτο βιβλίο σας;
- Από ένα στοίχημα κι απ’ το σύνδρομο διασκεδαστή που με κατείχε, όταν είχαμε – δηλαδή πάντα- μεταμεσονύκτιους επισκέπτες. Ήθελα να γράψω κάτι σαν την Χαλιμά που να τους κρατά ξύπνιους… Έτσι έγραψα τον «Μεγάλο Θανατικό» που, όσο προχωρούσα, αποφάσιζα ότι η διαδικασία του βιβλίου χρειάζεται σιωπή και εχεμύθεια, ασχέτως αν χρησιμοποιούσα την τεχνική του κόμικς. Στο μυθιστόρημα οδηγήθηκα ενστικτωδώς, κατάπληκτος πόσο αποκαλυπτικές μπορούσαν να είναι οι λέξεις με προορισμό την ανάγνωση.
- Και τι σημαίνουν, σήμερα, για σας οι ιστορίες και η γραφή;
- Για μένα τα βιβλία, οι ιστορίες μου και η ήρωές μου αποτελούν… ίσως το μοναδικό μέσον επικοινωνίας. Είναι το… κινητό μου, ο υπολογιστής μου, το αυτοκίνητο, όλα όσα πεισματικά αρνούμαι να υιοθετήσω από μια έμφυτη περιφρόνηση στα τεχνολογικά θαύματα. Χωρίς να σημαίνει ότι φλέγομαι για επικοινωνία, βρήκα μέσω γραφής μια δικαιολογία να ψευτοσυντηρώ την κοινωνικότητά μου. Ακούγεται ψεύτικο αλλά είναι… αληθινό.
- Τα παιδικά σας χρόνια κατά πόσο περνούν στο έργο σας;
- Όσο… τα αντέχει και νομίζω ότι τα αντέχει, αφού εκεί μέσα συνωστίζεται τρισδιάστατα ο χαρακτήρας μου και η αντίληψή μου για τον κόσμο. Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της φαντασίας μου, η πιο αντικειμενικά αμείλικτη. Παρακολουθούσα ψύχραιμα τη ζωή και το θάνατο, δυσπιστούσα στα καμώματα των μεγάλων, αγανακτούσα που δεν ανήκα στην ταχυδακτυλουργικού ήθους οικογένεια του Χριστού, αξιολογούσα λεπτομερειακά τις ώρες, τις εποχές… Πώς να τα ξεχάσω όλα αυτά και κυρίως πώς να ξεχάσω την αγάπη που εισέπραττα από τους δικούς μου, που σήμερα δεν υπάρχουν πια; Φυσικά ήμουν το μόνο παιδί που δεν έκανε όνειρα για το μέλλον του ως μεγάλος. Δεν είχα κανένα σοβαρό όνειρο, τώρα που το σκέφτομαι, γιατί δεν γούσταρα την ενηλικίωση. Όταν ήρθε η εφηβεία δεινοπάθησα με τον καινούργιο μου ρόλο. Φοβάμαι πως δεν τον ερμήνευσα σωστά ποτέ και αντίστοιχα ουδείς χειροκρότησε την μετριότατη ερμηνεία μου ως εφήβου.
- Και κατά πόσο τα βιβλία σας είναι ή δεν είναι αυτοβιογραφικά;
- Αυτοβιογραφικό είναι το συναίσθημα, που διοχετεύω στα πρόσωπα κάποιες φορές, και η ηδονοβλεπτική μου συμπεριφορά σε σχέση με τα πάθη τους. Αυτοβιογραφική είναι η χρονογραφική περιγραφή και η αρωματική της γεωγραφία. Έχοντας ακόμη την αίσθηση – ψευδαίσθηση πως οι συγγραφείς είναι μεσίτες για την αθανασία, περιγράφω άτομα που γνώρισα και δεν θέλω να ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου, εγκλωβίζοντάς τα σε μια ιστορία. Πρόκειται για ανόητη παρηγοριά αλλά το κάνω απολύτως συνειδητά. Το έκανα όσο μ’ έπαιρνε και στον «Θείο Τάκη».
- «Σχετικά με την παιδική ηλικία μου, θα μπορούσα να μιλώ ατέλειωτα αφού χαρτογραφήθηκε σχεδόν ακέραια. Δεν είναι διόλου πρωτότυπο αλλά, ναι, αυτή είναι η μοναδική μου πατρίδα και δηλώνω φανατικός πατριώτης». Πέντε εικόνες που σας σημάδεψαν;
- Αλησμόνητες εικόνες θεωρώ εκείνες της Μεγάλης Εβδομάδας. Αξέχαστες Μεγάλες Τετάρτες και Μεγάλες Πέμπτες, με τις ετοιμασίες του Πάσχα, τα ψώνια στους μπακάληδες, που ήταν δική μου δουλειά, το ζύμωμα των τσουρεκιών το βράδυ και η αγωνία να φουσκώσουν, καθώς και το βάψιμο των αυγών με τα περίτεχνα σχέδια που τους έκανα. Αξέχαστα τα πρωινά των καλοκαιριών, που με την γιαγιά μου πηγαίναμε στους πλούσιους μπαξέδες για μελιτζάνες, που ήταν το βασικό καλοκαιρινό μας έδεσμα. Μετά απ’ τους μπαξέδες θα σταματούσαμε οπωσδήποτε στο νεκροταφείο. Από τότε τα νεκροταφεία μου είναι οικεία. Αξέχαστο θα μου μείνει και το πέσιμο ενός δάσκαλου, τον οποίο είχα καταραστεί για τα χαστούκια που μου έδινε. Τσακίστηκε κυριολεκτικά απ’ τις σκάλες αλλά δυστυχώς επέζησε. Αλλά η πιο εντυπωσιακή εικόνα που κράτησα είναι που κάποιο Νοέμβρη, με φοβερό νοτιά, κοπάδια με παλαμίδες γέμισαν τις ακτές της Αλεξανδρούπολης και πλήθη με κουβάδες και σκάφες τις μάζευαν ζωντανές.
- Η Αθήνα σε πέντε εικόνες;
- Ο Σταθμός Λαρίσης, σε όλες του τις φάσεις. Το Θέατρο Τέχνης κάτω απ’ τον «Ορφέα» σε απογευματινή παράσταση με Τέννεση Ουίλλιαμς. Η στάση των λεωφορείων στην οδό Μασσαλίας απέναντι απ’ το νεκροτομείο, που δεν υπάρχει πλέον. Η άνοιξη του 1962 με το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο θέατρο «Αθηνών» λόγω Μάνου Χατζιδάκι. Ένα πολύ ζεστό βράδυ στο θέατρο «Βέμπο» της οδού Καρόλου.
- Οι «συλλέκτες ενοχών», εν τέλει, γράφουν; Εσείς γιατί γράφετε, κύριε Ξανθούλη;
- Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων.
- Και το χιούμορ, τι είναι; Άμυνα; Γενναιότητα; Καλή διάθεση ή επαναστατικός τρόπος;
- Το χιούμορ είναι η ηχώ του δράματος μεταλλαγμένη. Στη ζωή μου υπάρχει αφθονία τέτοιας παρήχησης. Μου αρέσει να τσαλακώνω την σοβαροφάνεια της πραγματικότητας έχοντας κανόνα ότι ο κόσμος είναι αντίφαση και παραλογισμός. Τελικά, νομίζω, ότι το χιούμορ είναι συνυφασμένο με το αμυντικό σύστημα του οργανισμού. Δυστυχώς μπορεί να έχω χιούμορ αλλά έχω και χοληστερίνη. Άλλοι πάλι ακριβώς το αντίθετο…
- Υπάρχει, τελικά, έμμονη ιδέα γραφής; Ξέρετε, εκείνο που ισχυρίζονται ότι μια ζωή το ίδιο βιβλίο γράφουμε, την ίδια μουσική σύνθεση τελειοποιούμε, τον ίδιο πίνακα επιδιώκουμε… Και οι δικές σας εμμονές, ποιες είναι;
- Άθελά μας γράφουμε για τις εμμονές μας, ακόμη κι όταν ορκιζόμαστε ότι αλλάξαμε πλώρη. Τριγυρνώ πολλά χρόνια στα ίδια τοπία, φωτισμένα διαφορετικά, οι ήρωές μου βυθίζονται σε ωκεανούς με γλυκό νερό που μυρίζει αλάτι. Παίζω μαζί τους, τους μεταχειρίζομαι με αδεξιότητα Θεού, τους αγαπώ σαδιστικά και συμπάσχω με τις αγωνίες τους. Στήνω δηλαδή κανονικά παγίδες στον εαυτό μου. Αυτό είναι όλο. Για άλλοθι έχω την πεποίθηση πως το πειραματόζωο είμαι εγώ. Είναι αρκετά κομπλικέ υπόθεση.
- Τι σημαίνει για σας η φράση «μνήμη μίλησε»;
- Να που φτάσαμε στον αγαπητό Ναμπόκοβ και στο «Μνήμη μίλησε». Το θέμα μας είναι αν θα ‘πρεπε να μιλά ή όχι. Αν θα ‘πρεπε να είμαστε φειδωλοί στο δημόσιο γύμνωμα προς χάριν τίνος; Αν θα ‘πρεπε να αποσπούμε τη μνήμη απ’ την ιδιωτική της σιωπή. Για τον περισσότερο κόσμο ευτυχώς δεν υφίσταται λόγος. Οι συγγραφείς όμως είθισται να εκβιάζουν πρόθυμα τη μνήμη τους μεγεθύνοντας τις εντυπώσεις κάποιων στιγμών με επιχειρηματολογία ειλικρίνειας. Λες και η ειλικρίνεια ποιεί συγγραφικό ήθος. Τέλος πάντων, ας πούμε ότι είναι έτσι.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Γ.Ξ. γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, το 1947, από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης.
Σπούδασε Δημοσιογραφία και Ενδυματολογία Θεάτρου.
Έγραψε θέατρο, πεζογραφία, εικονογράφησε βιβλία για παιδιά, ενώ το 1982 ξεκίνησε να γράφει τα «Σαββατιάτικα» στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». Από το 1989 κρατά συνεχώς στο ραδιόφωνο του DKY δυο σατιρικές εκπομπές.
Τα βιβλία του είναι:
«Ο μεγάλος Θανατικός» (1981),
«Οικογένεια Μπες- Βγες» (1982),
«Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα» (1984),
«Ο Σόουμαν δεν θα ‘ρθει απόψε» (1985),
«Το πεθαμένο λικέρ» (1987),
«Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας» (1989),
«Το ροζ που δεν ξέχασα» (1991),
«Η εποχή των καφέδων» (1992),
«Η Δευτέρα των αθώων» (1994),
«Το τρένο με τις φράουλες» (1996),
«Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες» (1998),
«Ο Τούρκος στον κήπο» (2001),
«Το τανγκό των Χριστουγέννων» (2003), όλα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».
«Κωνσταντινούπολη» (2004), από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο»,
«Το μενού των φαντασμάτων» (2004), από τις εκδόσεις «Πατάκη»,
«Ο Θείος Τάκης» (2005) και
«Του φιδιού το γάλα» από τα «Ελληνικά Γράμματα».
Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.