“ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΑΞΕΣΟΥΑΡ” της Βίλης Κανελλοπούλου. Εκδ. “Μελάνι”, σελ. 174. € 14
“Α, να ξέραμε πόσο χάρτινοι είμαστε!”
Φράση φαινομενικά μαλακή κι ανάλαφρη, διαπίστωση που όταν την διαβάζουμε απορούμε πώς και δεν την κάναμε, στο μυθιστόρημα της Βίλης Κανελλοπούλου στο οποίο αποκτά σχήμα και εικόνα το ανείδωτο, φράση το ανείπωτο και σε εποχές που όλα επανατοποθετούνται, η συγγραφέας έρχεται για να μας γνωρίσει έναν καινούργιο αφηγηματικό τρόπο. Εκείνον που επιτρέπει να φανούν οι αρμοί της ζωής. Οι ρίζες του αναπόφευκτου, η εξήγηση στην απορία που δεν έχει ακόμα εκφραστεί.
“Το παιχνίδι με τα αξεσουάρ” είναι ένα παιχνίδι καθοριστικό και επικίνδυνο, τόσο βαρύ που, τελικά, μονάχα ως παιχνίδι αντέχεται.
Διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στους ορόφους μιας σχετικά νεόδμητης πολυκατοικίας. Και συμμετέχουν οι πάντες και τα πάντα εκεί, κι εδώ ακριβώς έγκειται και η διαφορά του απ' ό,τι παρόμοιο. Εκτός από το ζευγάρι που κληρονομεί το ρετιρέ από την πεθαμένη αδελφή και τους ενοίκους του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου ορόφου, και η Ψυχή του γκρεμισμένου σπιτιού, ένα νεκρό τρίχρονο παιδί, η νεκρή αδελφή αλλά και ο κοινός Φόβος των πάντων. Απ' άλλη πηγή και με διαφορετική ρίζα για τον καθένα, κάθε φορά.
Με έναν αφηγηματικό τρόπο σχεδόν εσωτερικό, συναισθηματικά οξυδερκές και μια ακρίβεια στις λέξεις που σοκάρει και εντυπωσιάζει.
Τριτοπρόσωπα ή πρωτοπρόσωπα, αφηγούμενη έναν θάνατο από κεραυνό στο βουνό, μια αυτοκτονία από κάποιο μπαλκόνι στην πόλη, ή αναφερόμενη σε γεγονότα που αφορούν το παρελθόν, μια καταστροφή από ένα αναμμένο και λησμονημένο σίδερο για παράδειγμα, μια σκηνή ευθανασίας, έναν κήπο, ή το γκρέμισμα του παλιού διώροφου, η Βίλη Κανελλοπούλου με ανάσες ακριβείας,- καθαρά ποιητική η γραφή της, - και σκηνές που αναδεικνύουν το θέμα και μόνο, αναφέρεται ακριβώς στον πυρήνα της ζωής, χωρίς τίποτε περιττό ή αυτάρεσκο:
“...Κοιτάχτηκαν ίσια στα μάτια με επίγνωση. Έμειναν μαρμαρωμένοι σε μια τελευταία τρυφερή συνεννόηση, με πλήρη συνείδηση, ανασυνθέτοντας για λίγο μια επιτύμβια αναθηματική σκηνή. Το πανάρχαιο ανάγλυφο ζωντάνεψε στιγμιαία, πετάχτηκε ολόγλυφο από την πλάκα του προτού βυθιστεί οριστικά από κάτω. Πρόλαβε ωστόσο να δει ο ένας στο βλέμμα του άλλου το νεύμα του αποχαιρετισμού. 'Ύστερα ο καθένας γλίστρησε εκεί όπου όφειλε να βρεθεί...”
Με μια γλώσσα σχεδόν σωματική, αρκετές φορές, αναδεικνύει την γλώσσα του σώματος ή την αξία της σιωπής:
“...Γιατί οι άτακτοι μονόλογοι φτάνουν πάντα μόνο μέχρι ένα σημείο, κι όλοι γνωρίζουν πως, άμα οι άνθρωποι μιλούν πολύ, έχουν κάτι που δεν θέλουν να ξεστομίσουν. Μόνο όταν έχεις μοιραστεί ατέλειωτες ώρες κοινής σιωπής, η σκέψη γίνεται διάφανη κι ο λόγος, επιτέλους, περιττός...”
Σε μια ιστορία που είναι γέννηση, θάνατος, αλλά και έρωτας και ζωή, απλώς με πλήρη επίγνωση του ανθρώπινου πεπερασμένου:
“...Πόσες μορφές μπορεί να πάρει ο έρωτας, δεν είμαι εγώ που θα απαριθμήσω. Έχουν πολλοί συλλογιστεί πάνω σ' αυτό, ποιητές, φιλόσοφοι και τυχοδιώκτες, δώσαν ονόματα, σκόρπισαν σάρκα, κυνήγησαν σαν γνήσιοι χαμένοι ό,τι δεν βρίσκεται πουθενά παρά στο σύντομο τραγούδι ενός στιγμιαία μαγεμένου από μια ανόητη μορφή, από μια παρουσία. Τόσοι καταπιάστηκαν με την απώλεια, με την οδύνη του πόθου, με τις ατέλειωτες εκκεντρικότητές του, τα βίτσια ή τις ιλαρότητές του. Λες και δεν στάθηκε αρκετή η δύναμή του, ολόγυμνη, λες και ο πόθος για ένα άλλο πρόσωπο, υγιής, ανεμπόδιστος, ολοκληρωμένος, δεν είναι κιόλας από μόνος του μια τραγωδία. Αυτός ο παραλογισμός, στην ευτυχή του εκδοχή, κατάφερε να αυτονομηθεί, να γίνει λόγος ύπαρξης και να διαφεντεύει όποιους απλά δέχτηκαν να αναλώσουν μια περιττή ζωή μες στο μυστήριό του. Πόσοι μπορούν να ισχυριστούν άραγε πως είχα για μοναδικό σκοπό- έστω για λίγο καιρό, μια και οι μακροχρόνιοι προορισμοί δεν είναι του σκαριού μας- αυτήν τη στράτευση;...”
Αποφλοιώνοντας από τα περιττά ψευδαισθησιακά στολίδα της, την όντως ζωή:
“...Πάντα είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις την καθημερινότητα των ανθρώπων. Συνήθως την παραχαράσσουν οι ίδιοι με τα μικροτεχνάσματα που βρίσκουν προκειμένου να ντύσουν με γοητεία την κοινοτοπία της...”
Εξάλλου,
“...Τίποτα δεν είναι αυτονόητο σ' έναν κόσμο με πάθη θνητά...”
Αρκεί η ίδια η ζωή εφόσον...
“...Δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει γνωρίσει κάποια στιγμή τον γνωστό αιφνιδιασμό: τη ζωή να τον προσπερνάει...”
Το φινάλε είναι η μέγιστη έκπληξη, μια μεγάλη ανατροπή που δικαιώνει αυτούς τους αλλόκοτους και αινιγματικούς κύκλους που κάνει η ζωή και τη φωτιά που βρίσκεται πάντοτε εκεί όταν κανείς δεν την περιμένει μας καίει. Οι χαρακτήρες, αν και γραμμένοι με έναν τρόπο ποιητικά ελλειπτικό, τόσο μεστοί που κυριολεκτικά ξεχειλίζουν σάρκα και αίμα. Το παιχνίδι με την Απώλεια και τον Χρόνο αναδεικνύει τον ξανακερισμένο καιρό, έστω με επώδυνο τρόπο αλλά και δεν υπάρχει άλλος μάλλον για να αντιμετωπίσει κανείς τα φαντάσματα εκείνα που τον στοιχειώνουν.
Και για το τέλος, δυο αποσπάσματα που εξηγούν τον τίτλο αλλά και την εποχή μας: “Ο στρατηγός ενέδωσε πρώτος. Ακόμα κι αυτό όμως το έκανε με την αξιοπρέπεια ηγέτη που έχει οδηγήσει άντρες στη φωτιά. Παρέδωσε το νου του να κυλιστεί αργά και με τάξη στο κενό, σαν στρατιώτης παλιός που έχει ζήσει σχεδόν δυο παγκόσμιους κι έναν εμφύλιο, αναρίθμητα πραξικοπήματα, στάσεις, διεθνή κραχ και εγχώριες πτωχεύσεις. Κάτω απ' το άγρυπνο βλέμμα της συντρόφου του έχανε λίγο λίγο σαν παρατημένο αυτοκίνητο τα αξεσουάρ του, πρώτα το βήμα του, κάπως την όραση, όλο και περισσότερο την ακοή του και θεαματικά τα μυαλά του...”
“Στην πραγματικότητα είναι εκείνοι που μας πλάθουν κατ' εικόνα και ομοίωσή μας, για να μας ζητήσουν ύστερα τα πιο δικά τους πράγματα. Τους ανήκουμε πλέον ολοκληρωτικά, με τα λόγια μας και με τα αξεσουάρ μας, όπως μας προτίμησαν και όπως μας αντέχουν. Ποτέ πριν δεν θα τολμούσαν να μας ορίζουν τόσο απόλυτα”. Κι εδώ είναι οι νεκροί μας, ως τα πλέον ασύλληπτα αξεσουάρ!
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Βίλη Κανελλοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965.
Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Έχει κάνει πολλές ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής!
Όμορφο, όμορφο χιόνι!