22/6/10

Η χαμένη αθωότητα

επειδή “η εκδίκηση είναι τέχνη”
αλλά και “η τέχνη, εκδίκηση” καμία φορά.

Για το βιβλίο του Iain Pears “Το πορτρέτο: Η εκδίκηση είναι τέχνη”, εκδ. Άγρα

“... Για μια σύντομη χρονική περίοδο, πραγματικά δεν με ενδιέφερε η γνώμη των άλλων.
Κι αυτό είναι ο ζωγράφος. Ένας άνθρωπος που προσεύχεται με τον χρωστήρα του, κάτι που ο τεχνοκρίτης δεν μπορεί ούτε να κάνει ούτε να το καταλάβει. Από κει και πέρα ήθελα να ξανακερδίσω την παραδεισένια στιγμή που έζησα μέσα σ' εκείνο το θορυβώδες εργαστήριο...”
Ένας ταλαντούχος ζωγράφος που μια χαρά τα κατάφερε και να τον παίζουν κιόλας, παίρνει τα όρη τ' άγρια βουνά φαινομενικά “χωρίς λόγο”, αυτοεξόριστος στα δυτικά παράλια της Γαλλίας. Αρχές του εικοστού αιώνα, όλοι οι μεγάλοι παίζουν αυτή την εποχή, αλλά στο βιβλίο το σύμπαν παίζεται σε ένα χειμώνα. Ο επιστήθιος φίλος του υποτίθεται, τεχνοκρίτης- θεσμός, τέσσερα χρόνια μετά τον αναζητά σ' αυτήν την εξορία. Αφορμή, ένα πορτρέτο που έχουν αφήσει μισό. Αιτία, μια αρκετά μπερδεμένη ιστορία.
Η πανάρχαιη ιστορία δημιουργίας και κριτικής, σε ένα μικρό αριστουργηματικό βιβλίο: “Το πορτρέτο: Η εκδίκηση είναι τέχνη” του Ίαν Πήαρς που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να είναι και τα δυο, τεχνοκριτικός αλλά ταυτόχρονα και συγγραφέας.
Το βιβλίο ένας σπαρακτικός μονόλογος ποταμός, ενός ταλαντούχου που έχασε τον δρόμο. Στο δόκανο της παγίδας “ό,τι αρέσει στο κοινό”, θυσίασε στην πορεία την σκοτεινή αυθεντική πλευρά της ψυχής του. Αλλά και ο απόλυτος μέντορας, που υποκλίνεται υποτίθεται μονάχα στην τέχνη, ανθρώπινο βέβαια πλην όμως απολύτως καταστροφικό, εκμεταλλεύεται φήμη, επιρροή, συγγραφική άνεση και επιχειρηματολογία και γονατισμένος απ' τα εγωιστικά πάθη του, “δολοφονεί” με τρόπο που δεν τιμωρεί ο νόμος.
Το πορτρέτο – τρίπτυχο, αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη ζωή: ακμή, παρακμή και την πλήρη αποσύνθεση- πτώση ενός άνδρα. “Μπορούμε να σκοτώσουμε για την τέχνη;” Και “Ποιον θα επιλέγαμε;” αναρωτιέται ο αυτοεξόριστος ζωγράφος. “Τους κακούς ζωγράφους; Θα είχαμε λουτρό αίματος. Τους ανόητους προστάτες; Οι δρόμοι θα γέμιζαν πτώματα. 'Εναν – δυο τεχνοκρίτες; Ίσως να υπάρχει κάποια έχθρα ανάμεσά μας. Ο κριτικός είναι σε σχέση με τον ζωγράφο ό,τι ο ευνούχος σε σχέση με τον άντρα, όπως το θέλει η παροιμία. Μα αυτό δεν μας εμποδίζει να τρέχουμε ξοπίσω σας, έτσι δεν είναι; Κάποιος πρέπει να ασχοληθεί με τη βρόμικη δουλειά, κι εσείς αναλαμβάνετe αυτό το καθήκον”. Εν αντιθέσει με “τον καλλιτέχνη που είναι ο δημιουργός του αιώνιου”.
Σκληρό βιβλίο, με αναίμακτους φόνους κι αλήθειες που συνήθως αποφεύγουμε να εκστομίσουμε, αλλ' όμως “λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ, ωστόσο λάμπει”...

YG. “Είναι φρικτό να σε εξευτελίζουν έτσι βάναυσα δημοσίως. Εσύ, βεβαίως, δεν το γνωρίζεις' εσύ εξαπολύεις επιθέσεις, δεν τις υφίστασαι, ενώ ουδέποτε έγινες στόχος. Είναι θαρρώ, ενδιαφέρον ο τρόπος που αντιδρά το μυαλό' προηγείται η δυσπιστία, ακολουθούμενη από την επιθυμία να αποστρέψεις το βλέμμα, η οποία, ωστόσο, πολύ εύκολα υποχωρεί μπροστά στην ισχυρή πίεση να διαβαστεί το κείμενο μέχρι τέλους. Εν συνεχεία έπεται η μάχη για να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου, να μην πτοηθείς, ενώ σιγά σιγά, συνειδητοποιείς ότι η άμυνά σου καταρρέει. Ο πανικός φουντώνει καθώς σε κατακλύζουν οι λέξεις, η μια μεταφορά μετά την άλλη, η μια προσβολή μετά την άλλη. Σε κυριεύει ο τρομερός φόβος πως ό,τι διαβάζεται είναι αλήθεια, πως δεν είναι απλώς η γνώμη ενός προκατειλημμένου, κακόβουλου ανθρώπου. Τα λόγια βγαίνουν από το στόμα σου, καθώς απαντάς στις κατηγορίες- λόγια που ποτέ κανείς δεν θα ακούσει γιατί γνωρίζεις ότι δεν θα υπάρξει απάντηση' ο τεχνοκρίτης δεν πρόκειται ποτέ να λογοδοτήσει. Δεν συνηθίζεται.
Κι ύστερα, έρχεται το μίσος. Η τυφλή αλλά απολύτως ανίσχυρη αποστροφή για τον άνθρωπο που βλέπει αυτό το πράγμα με τόσο παγερή αδιαφορία. Βλέπεις το πώς η αναισθησία βαφτίζεται οξυδέρκεια, η βλακεία εξυπνάδα και η αναλγησία εφήμερη ψυχαγωγία για τον αναγνώστη. Συνειδητοποιείς ότι ο συντάκτης έγραψε με ευχαρίστηση την κριτική, βλέπεις νοερά την αυτάρεσκη έκφραση του προσώπου του όταν την τέλειωσε...”
Αυτά, ευγνωμονώντας αιωνίως ζωή και Θεό που με βοήθησε να ανήκω και στα δυο. Κι ας θεωρείται ελάσσων κριτικός εκείνος που αγαπά τον δημιουργό και ας θεωρείται ελάσσων συγγραφέας εκείνος που βιοπορίζεται τολμώντας να “κρίνει”.
Ένα βιβλίο- σοκ για όσους αβρόχοις ποσί (και με κάθε ευκολία) “κρίνουν”. Μη δ' εμού εξαιρουμένης, εννοείται, ναι; Γιατί και η σιωπή, κρίση δεν είναι?
Αφιερωμένο σε όσους δεν μπορούν να κατανοήσουν το πόσο σημαντικό είναι να ασχοληθείς με σεβασμό και αγάπη μαζί τους, σ' εκείνους που γράφουν κι αγωνιούν- κακώς, κάκιστα, - επί τω προκειμένω πηγαίνεις μονάχα εσύ και το χάος, το μόνο που μετρά είναι αυτή καθ΄εαυτή η δημιουργία και βεβαίως στους αυτάρεσκα κρίνοντες, με ταπείνωση προσεγγίζει κανείς και την κριτική και την τέχνη. Προσωπική άποψη, βέβαια (εντάξει και του Πήαρς). Εξαιρούνται όσοι καβάλησαν το καλάμι (σε όποια πλευρά κι αν ανήκουν), με αφορά η ήττα και το βάσανο, η αλήθεια και η επίγνωση στη ζωή. Και στην επίγνωση δεν χωρά το καλάμι και το καμάρι.