«Το γράμμα που λείπει» της Ελένης Γκίκα, (ποιήματα, Εκδ. “Αγκυρα, 2010)
του Σπύρου Συρόπουλου (Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστημίο Αιγαίου)
Το γράμμα που λείπει
Το πρώτο που πρόσεξαν
Ήταν το φεγγάρι,
ένα φεγγάρι τεράστιο
κατακόκκινο
σαν φλεγόμενη βάτος
έτσι όπως ανέτειλε ανέλπιδα
πάνα από τις κεραμοσκεπές
εκείνη το έβλεπε
μέσα από τα φοινικόδεντρα
σαν έναν τεράστιο λωτό.
Υπάρχει Θεός,
ανακουφισμένη σκέφτηκε,
αφού υπάρχει ένα τέτοιο φεγγάρι.
Υπάρχει Θεός
αφού υπάρχει τέτοια Ομορφιά
κι έγειρε μόνη στο μαξιλάρι
σαν σε προσευχή
Υπάρχει το γράμμα που λείπει
Αναλογίστηκε
κι ας μην το βρει ποτέ της
Τρίτη, 31 Αυγούστου 2004
Μαραθώνας
Είναι περίεργο να ακούει κάποιος τη φωνή του να απαγγέλει ποίηση… Γιατί η ποίηση είναι σιωπηλή.. Έτσι όπως γεννιέται μέσα στο μυαλό και στην καρδιά του δημιουργού της, έτσι όπως διοχετεύεται μέσα από τα χέρια και παραδίνεται στο άφωνο χαρτί, έτσι όπως τη διαβάζει κανείς, με τα χείλη κλειστά και με τα μάτια της ψυχής και του σώματος ορθάνοιχτα. Και είναι πολύ περίεργο. Γιατί η ανάγνωση, είναι μια εσωτερική φωνή, που έχει το ηχόχρωμα της φωνής σου, αλλά ξέρεις ότι δεν είσαι εσύ που λες αυτά τα λόγια. Είναι τα λόγια κάποιου άλλου. Η σιωπηλή εξομολόγηση του ποιητή.
Έτσι μιλούσε η Ελένη Γκίκα στο μυαλό μου, όταν τη διάβαζα μέσα από τις σελίδες του γράμματος που λείπει. Και προσπαθούσα να την ανιχνεύσω. Να την γνωρίσω μέσα από αυτά που έλεγε.
Πως γνωρίζεις, όμως, μια ποιήτρια, μέσα από τα ποιήματά της; Αν τολμούσα μια αντιπαραβολή του λόγου με την εικαστική έκφραση, θα έλεγα ότι η ποίηση δεν είναι φωτογραφία αλλά ζωγραφική. Δεν αποτυπώνει την άμεση οπτική εικόνα του ποιητή, αλλά αποτελεί απεικόνιση των συναισθηματικών του διαστάσεων. Αυτό έβλεπα μέσα στα ποιήματα της Ελένης Γκίκα. Μία γυναίκα, που ζωγράφιζε το συναισθηματικό σύμπαν της, με χρώματα κλεμμένα από τις παλέτες των βιωμάτων της. Θλίψη, απώλεια, αναζήτηση, μικρές ελπίδες βεβιασμένες σχεδόν, και μια ρουτινιάρικη καθημερινότητα, που καμιά φορά απλά την αντέχεις χωρίς να την αποδέχεσαι και καμιά φορά είναι λυτρωτική, αφού σε απομακρύνει από την αέναη αναζήτηση αυτού που σου λείπει, και το ψάχνεις, και δεν το βρίσκεις, γιατί απλά δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι για να το βρεις…. Αυτές είναι οι πινελιές της Ελένης.
Κι ο πίνακας αλλάζει…μέρα τη μερα….Αλλάζει πρόσωπο. Γωνία οπτική… Άλλοτε βλέπει τον εαυτό της από μακριά. Σαν μια ταινία που κάποιος είδε και της διηγήθηκε η ζωή της, σε τρίτο ενικό.
Άλλοτε σε δεύτερο πρόσωπο. Άλλοτε με ξεκάθαρο αποδέκτη εκείνον που έφυγε, κι άλλοτε ένα εσύ γενικό … και δεν ξέρεις, Σε ποιον απευθύνεται. Σ’ εσένα που το διαβάζεις…ή σ’ εκείνην την ίδια;
Μα είναι κι εκείνες οι φορές που στο πιο αδυσώπητο και ειλικρινές πρώτο πρόσωπο, η Ελένη Γκίκα ορθώνεται σε όσα την βασανίζουν και λέει, εγώ….
Δεν έχει ανάγκη να επινοήσει λέξεις. Στην ποίησή της δεν υπάρχει επιτήδευση. Σαν να μιλάει και ν’ ανοίγει την καρδιά της. Οι λέξεις είναι απλές, άμεσες, κατανοητές… μόνο που στο πάντρεμά τους τα νοήματα γίνονται βαριά, σκληρά πολλές φορές. Οι λέξεις την παίρνουν σε παράξενα ταξίδια, στο πήγαινε-έλα ανάμεσα στο χθες και το αύριο, σταματώντας σε ένα παρόν που δεν τη λυτρώνει από αυτήν την εσωτερική μοναξιά. Η συντροφιά της είναι αυτοί που τους γνώρισε μέσα από τις δικές τους λέξεις. Ο Πεσόα, ο Πόε, ο Κέρουακ, κι ένα καβαφικό «αξιώθηκες…», να θυμίζει τις καταβολές της.
Η ακόρεστη πείνα… το ανικανοποίητο
Μέσα στα ποιήματα της Ελένης, υπάρχει μια ακόρεστη πείνα. Καμιά φορά εκφράζεται μέσα από τις απροκάλυπτες παραδοχές βουλιμικών επεισοδίων. «Πεινώ», κραυγάζει στον πρώτο στίχο του ποιήματος η πείνα του «Χάμσουν», στη νύχτα μου [σελ. 50], «μέσα στην άγρια νύχτα/ πεινώ και διψώ/ με μια πείνα ψεύτικη και άγρια/ με μια δίψα αρχέγονη κι ακατάληπτη/ έτσι όπως πέφτει η νύχτα/ κι εγώ βυθίζομαι στις ρωγμές». Ένα ποίημα που η ίδια λέει ότι έγραψε «μετά από μεταμεσονύχτια βουλιμική κρίση ολκής» [σελ. 50]. Και μια σοκολάτα στο σκοτάδι [σελ. 51] μπορεί να νομίσεις ότι αναφέρεται στην ίδια ανάγκη κι αδυναμία. Αλλά το νιώθεις… άλλη είναι η πείνα που τη βασανίζει. Είναι αυτή η αίσθηση ότι κάτι δεν έφτασε. Κάτι δεν ήταν αρκετό. Σαν να δίνεις μια σταγόνα σε κάποιον που διψούσε θάλασσες [σελ. 53, τι να σου κάνει μια σταγόνα, όταν διψάς για τον ωκεανό]. Σαν «ίχνη που συνάντησαν οι πιο τυχεροί και μια παράξενη γαλάζια φλόγα ν’ αναβοσβήνει», στη σκάλα του πύργου της νίκης [σελ. 62-3]. Αλλά κι αυτή «όμως ποτέ δεν ήταν αρκετή». Μένει πάντα κάτι που δεν ειπώθηκε [ένα ολοζώντανο τίποτα ανείπωτο, σελ. 76] …. Ένα φιλί που δεν δόθηκε [ζωντανό φιλί, σελ. 71], ένα γράμμα που δεν βρέθηκε [αν έβρισκε το γράμμα, σελ. 90-1]. Κι όμως, αν μου μένει κάτι από αυτήν την αίσθηση του ανικανοποίητου, δεν είναι πάντα η απόγνωση μπροστά σ’ αυτό που ποτέ δεν θα μάθεις και δεν θα αποκτήσεις, αλλά η επίγνωση μπροστά σ’ αυτό που σου δόθηκε, κι ας μην το έχεις για πάντα. Το ποίημά της, η αρχαία πείνα [σελ. 72], είναι ίσως η πιο τρυφερή αποδοχή της έλλειψης, η πιο αισιόδοξη εξήγηση του μη αρκετού, αυτού που σε γεμίζει ομορφιά, επειδή δεν το χορταίνεις
Αρχαία πείνα
Πώς να χωρέσω μέσα μου τόση ομορφιά,
παίρνω βαθιές ανάσες
απ’ ό, τι ανασαίνεις
κοιτώ τον δρόμο σου
κι ό, τι βλέπουν τα μάτια σου
φεύγοντας θα βλέπω
δεν σε χόρτασα
όσες φορές κι αν έρχομαι
ποτέ δεν σε χορταίνω
ίσως γι’ αυτό φρόντιζες να μου
δίνεις τα ελάχιστα
ακριβώς για να μη χορταίνω
Δευτέρα, 10 Απριλίου 2006
Κέρκυρα, Arcadion,
βουλιμική πάντα
Η απώλεια που δεν χάθηκε…
Μέσα στις σελίδες της συλλογής της, τριγυρνάει ο Σπύρος. Μια απώλεια. Τι είδους όμως; Η λέξη ίσως δεν είναι αρκετή να περιγράψει αυτό που συμβαίνει. Γιατί ο Σπύρος δεν «χάθηκε» για εκείνην. Απλά… «έφυγε», όπως η ίδια υπενθυμίζει, ίσως στο εαυτό της.
Για έναν μισοτελειωμένο αποχαιρετισμό
Όλοι σε κλάψαμε.
Και ο καθένας μας, για κάτι άλλο.
Άλλος, γιατί ήσουν φίλος καρδιακός.
Οι περισσότεροι, γιατί ήσουν ο γιατρός τους.
Εκείνη η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά
επειδή ήσουν ο άντρας της.
Οι συγγενείς, επειδή «έτσι είθισται».
Οι γείτονες, επειδή φοβήθηκαν
αν δεις φωτιά στου γείτονα το σπίτι…
Κανένας δεν μπορούσε, όμως, να καταλάβει γιατί πλάνταζα.
Γιατί σαν την τρελή μαζεύω ακόμα,
χρόνια, μήνες, μέρες,
σπυρί-σπυρί και σαν το ζητιανάκι από παντού
και πού να φανταστούν εξάλλου
τον ολοφυρμό της μισοτελειωμένης κίνησης.
Όχι, δεν αποχαιρετιστήκαμε σωστά.
Κι ετούτο τον καημό, κανένας δεν θα μπορέσει
Τελικά να καταλάβει
Τρίτη, 11 Ιανουαρίου 2005
Η τέταρτη μέρα μετά τη φυγή του Σπύρου.
Κι όλο «φυγή» την ονομάζει αυτή την αποστέρηση της χαράς της. Αφιερώνει ποιήματα του Σπύρου που έφυγε σαν αύριο [σελ. 53], τον θυμάται κάποια μεσάνυχτα σαν σήμερα που «έφυγε» πέρσι τ΄απόγευμα ο Σπύρος [σελ. 55]. Είναι βαριά λέξη ο θάνατος. Δεν τη φοβάται. Μόνο που όταν χρησιμοποιεί το ρήμα, δεν είναι στο δεύτερο ενικό, ή στο τρίτο, αλλά στο πρώτο πληθυντικό
Τι να σου κάνει μια σταγόνα
όταν διψάς για τον ωκεανό [σελ. 53]
Τίποτε από μένανε δεν σου ‘φτασε.
Ό, τι κι αν έκανα, ήταν το ελάχιστο
μια τόση δα σταγόνα
σε σένα που διψούσες θάλασσες
αλλά κι εγώ
στην ξηρασία μου μαράθηκα·
ζητούσαμε ακριβώς το ίδιο
κάποιος για την αγάπη
να πεθάνει.
Έτσι πεθάναμε κι οι δύο.
Παρασκευή, 6 Ιανουαρίου 2006
ανήμερα των Φώτων,
του Σπύρου που έφυγε σαν αύριο.
Η ημερομηνία με ξάφνιασε. Η ποίηση των άλλων γίνεται αναπάντεχα συμπτωματική των δικών μας βιωμάτων καμιά φορά.. Μια ημερομηνία που έμπλεκε την αγάπη με τον θάνατο ερχόταν να μου θυμίσει ότι πρέπει να ζούμε και να δίνουμε και να δινόμαστε.
Και η Ελένη δόθηκε στον δικό της Σπύρο για τον χρόνο που της δόθηκε. Όλα γι’ αυτόν είναι. Το λέει στο ποίημα καινούρια αρχή με τα χρυσάνθεμα [σελ. 30-31]. «Αν είχα το κουράγιο, έτσι θα τα βάφτιζα: Ποιήματα για τον Σπύρο….». Τον έβλεπα κι εγώ, μου τον έδειχνε, μου τον ζωγράφιζε, με το κουστούμι του, με τους φόβους του για τα «φωνήεντα που τον πρόδιδαν, κι εκείνη τον καθησύχαζε με σύμφωνα, ακόμα και τώρα, μια ζωή, πέρα από τον θάνατο [Τα ανησυχητικά φωνήεντα, σελ. 80]. Κι ένιωθα την τρυφερότητά στη σκέψη της, σαν βλέμμα που γλυκαίνει τη ματιά όταν μιλάς για αγαπημένο πρόσωπο. Να το νιώθει ο Σπύρος, που έφυγε έχοντας αγαπηθεί τόσο πολύ… μα τόσο πολύ που ο θάνατός του να γίνεται γενέθλια, σαν να ξαναγεννιέται μέσα σ’ αυτήν που τόσο τον αγάπησε.
Χαρτί ολάνθιστο [σελ. 55]
Αυτή θα είναι η ημερομηνία των γενεθλίων σου,
απ’ εδώ και στο εξής
θα σε γιορτάζω κάθε χρόνο τέτοια μέρα
με δάκρυα-φιλιά
και χάδια-στίχους
με τη φωνή σου στο μαγνητόφωνο
και με τα χέρια σου
μπλεγμένα στη μέση μου.
Έτσι θα σ’ ονειρεύομαι
ωσεί παρόντα
αγαπημένο
σαν να μην πέρασε ανάμεσά μας θάνατος
πεθαίνουν εξάλλου οι καρδιές;
νικήθηκε ποτέ της η αγάπη;
Έτσι θα σε γιορτάζω
με το σώμα ολάνθιστο
και τ’ άσπρο χαρτί
ν’ αναπληρώνει την αφή σου.
Δες τα σημάδια που
άφησε τελικά το σώμα σου…
7 Ιανουαρίου 2006
μεσάνυχτα,
σαν σήμερα που «έφυγε» πέρσι τ’ απόγευμα ο Σπύρος.
Κι εκείνη δεν αναρωτιέται αν υπάρχει άλλη ζωή για να βρεθούν ξανά. Δεν περιμένει να τον βρει στην άλλη ζωή. Τον καλεί. Περιμένει εκείνος να γυρίσει, κι ας φοβάται «Αλήθεια, αν ξαναρχόσουν/ πώς θα σε γνωρίσω;» [σελ. 59]. «Φοράω κόκκινα για να ‘ρθεις…» του φωνάζει [σελ. 47]…. «Για να με δεις επιτέλους και να μείνεις», γράφει στην κεντρομόλο καρδιά, σαν να αρνείται αυτόν τον θάνατο, σαν να περιμένει από εκείνον να κάνει την υπέρβαση των κοσμικών κανόνων. «Γιατί γράφουμε τόσο γι’ αυτά που μας πονούν», αναρωτήθηκα. Κι εκείνη μου έδωσε μόνη της την απάντηση. Δεν γράφουμε επειδή είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε, αλλά για να τον νικήσουμε τον καιρό εντέλει. [σελ. 67]. Moυ θύμισε ένα βιβλίο που έγραψε ο Nuttal για την αρχαία ελληνική τραγωδία. Why does Tragedy give pleasure? – Γιατί μας προκαλεί ευχαρίστηση η Τραγωδία; Είναι ο τίτλος του. Και η απάντηση είναι, γιατί μέσα από την αφήγηση του πόνου εξορκίζουμε το κακό. Και η ίδια η Ελένη κάπου το γράφει.
…Γράφω για να νικήσω την απώλεια· κορόιδευα. Τον εαυτό μου
πρώτα κι ύστερα τους άλλους.
Να σε ξανακερδίσω, θέλω, γι’ αυτό γράφω. Να μη σε χάσω, μη
σε ξεχάσω· να μη χαθώ.
Μόνο κοιτώντας σε βλέπω το πρόσωπό μου. [σελ. 66].
Αποκαλύψεις…
Καθώς διάβαζα τα ποιήματα της Ελένης Γκίκα, έπιασα τον εαυτό μου συχνά να αρχίζει από αυτές τις μικρές σειρές κάτω από τον τελευταίο στίχο της. Εκεί που η ίδια μου επέτρεπε να κρυφοκοιτάξω μέσα από μία κλειδαριά ρεαλισμού τη στιγμή που μόλις είχε μετουσιώσει σε ποίημα. (Τετάρτη 25 Αυγούστου 2004, Ο Κακλαμανάκης πήρε το Αργυρό. Golden Coast, Μαραθώνας, πίνοντας Margarita [σελ. 18]).Μου έδινε η ίδια πληροφορίες, για να νιώσω ότι κάτω από τη μετεώριση της ποίησης, υπάρχει μια απτή πραγματικότητα, κάποτε ανώδυνη σαν τόπος και ημερομηνίες (Τρίτη, 31 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας (σελ. 15), κάποτε λίγο πιο ρεαλιστική, αλλά έκδηλη μιας αίσθησης μοναξιάς… σχεδόν καλέσματος για μια συντροφιά, να τη συνοδεύσει σε αυτό το ποτό, που ξέρεις ότι με κάποιον συγκεκριμένο θα προτιμούσε να το μοιραστεί…. (Τετάρτη, 25 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας, πίνοντας Τζιν Τόνικ, Πέμπτη, [σελ. 20], 26 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας, πίνοντας Manhattan [σελ. 21], Πέμπτη, 20 Ιουλίου 2006, πίνοντας τσάι στο Φινλανδικό, στις Εκατό Χουρμαδιές, ημέρα δεύτερη).
Μου είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα… παρακολουθούσα αχόρταγα, σχεδόν ηδονοβλεπτικά, αυτές τις αληθινές πληροφορίες. Ήξερα τι έκανε… Την ημέρα της γιορτής του Σπύρου το 2006 βρισκόταν στο Πνευματικό Κέντρο στις 5 μ.μ. [σελ. 28], γράφοντας τη μικρή συνέχεια μιας μεγάλης πτώσης. Στις 5 Δεκεμβρίου του 2005, συνόδευε το παιδί του λαού, στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης [σελ. 38]. Την Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2005 ήταν λίγο πριν αρχίσει η καινούρια ιστορία (ο Υγρός Χρόνος»). [σελ. 44].Οι πληροφορίες ήταν σκληρές καμιά φορά…(Τετάρτη, 4 Ιανουαρίου 2006, μετά από μεταμεσονύχτια βουλιμική κρίση ολκής [σελ. 50], Δευτέρα 10 Απριλίου 2006, Κέρκυρα, Arcadion, βουλιμική πάντα [σελ. 72]. Γεμάτες από υστερόγραφες ποιητικές δηλώσεις για Τον θάνατο που τη σημάδεψε…(Κυριακή, 30 Ιουλίου 2006, Κορωπί, του Σπύρου, πώς πέρασε αλήθεια ο καιρός; [σελ. 88]). Την διάβαζα και ένιωθα ότι το καταφύγιο της ποίησης, δεν σταματούσε για ‘κείνην ούτε καν μετά την πρόσκαιρη ανακούφιση του ποιήματος. Το άδειασμα της ψυχής, που θαρρούσες ότι είχε μόλις τελειώσει, συνεχιζόταν με μικρότερη γραμματοσειρά, αλλά διόλου μικρότερη σε ένταση… Σάββατο, 4 Μαρτίου 2006, Β΄ Ψυχοσάββατο, του Σπύρου για να βρει τον δρόμο και να ΄ρθει. Κι όλα αυτά, να τα βλέπει κι η ίδια, κι εκεί ακόμη, σ’ αυτές τις λιγοστές λέξεις, να ανασαίνει μια ύστατη απόγνωση μιλώντας στον εαυτό της, και να γράφει Δευτέρα, 10 Απριλίου 2006, Κέρκυρα, Arcadion, τι ψεύτρα, Θεέ μου! [σελ. 71].
Είχα διαβάσει κάπου, ότι η ποίηση είναι ένας δραματικός μονόλογος. Μου άρεσε η φράση. Τη συγκράτησα. Πίστευα ότι είναι μια πολύ σωστή περιγραφή της εξωτερίκευσης των μέσα. Μια βιωματική αφήγηση στιγμών και συναισθημάτων, μία παράθεση των πιο μύχιων αφουγκράσεων της ψυχής. Η ποίηση άλλωστε αυτό δεν είναι; Λέξεις που δεν σου είναι εύκολο να τις εκφέρεις, όταν η διάταξή τους είναι πιο περίπλοκη και πιο δύσκολη από το ειδικό βάρος τους.
Κι όμως, όσο διάβαζα τις εξομολογήσεις της Ελένης Γκίκα, τόσο ένιωθα ότι μόνο μονόλογος δεν ήταν αυτά που κρατούσα στα χέρια μου… Η ποιήτρια συνδιαλεγόταν σε έναν αισθαντικό διάλογο με την ψυχή της. Άλλοτε μιλώντας στο πρώτο πρόσωπο, άλλοτε στο δεύτερο, κι άλλοτε αφηγούμενη από το μακρινό τρίτο πρόσωπο την επώδυνη πορεία της μέσα από τα δύσκολα. Από το σκληρό εγώ, στο προσωπικό εσύ, στο συμπαντικό εκείνη…
Μα τα βράδια, όταν έκλεινα πια το βιβλίο της και έριχνα μια τελευταία ματιά στο εξώφυλλό του, η σημειολογική σημασία του υπερνικούσε τα όρια της εικόνας. Μια μάσκα με ένα βεβιασμένο χαμόγελο, που τα θλιμμένα όμορφα μάτια της πρόδιδαν ότι είναι ψεύτικο… βγαλμένη. Κρεμασμένη στον τοίχο, πάνω από βιβλία κλεισμένα, τοποθετημένα στη θέση τους στο ράφι. Κι όποιος τη φορούσε, απογυμνωμένος πια από το βάρος της βρισκόταν κάπου μακριά, αληθινός.
Κι όταν κοιτούσα την εικόνα, έτσι ένιωθα ότι μιλούσε πια η Ελένη Γκίκα. Η νύχτα με τις αλήθειες της είχε πέσει. Η μάσκα της ευγενικά χαμογελαστής συμβατικής καθημερινότητας κρεμασμένη πάνω από τα κλειστά βιβλία που τίποτα πια δεν έχουν να προσφέρουν. Δεν θυμόμουν ακριβώς τα λόγια της, αλλά ο απόηχός τους με έφτανε ακόμη. Σαν τα συγκεχυμένα νοήματα που ακολουθούσαν τον θεατή που έφευγε από τον χώρο των αρχαίων δραματικών παραστάσεων. Σαν αυτόν που κουβαλούσε μέσα του ένα ακαθόριστο συναίσθημα, καθορισμένο από λέξεις που δεν τις θυμόταν ακριβώς, αλλά τον είχαν αγγίξει βαθιά. Πιο βαθιά από όσο θα μπορούσε να περιμένει. Τότε ήταν που ήμουν σίγουρος, ότι η Ελένη Γκίκα δεν έκανε μονολόγους μέσα από τα ποιήματά της. Κι ούτε οι διάλογοι με την ψυχή της έφτανε να μου περιγράψουν αυτό που είχε τελεστεί.. Γιατί, εκεί που έκλεινε το βιβλίο, εκεί που άρχιζε η νύχτα και οι δικοί μου στοχασμοί πάλευαν για την καθοδήγηση μιας διαδρομής στις ανάγκες που θεωρούσα ως τότε προσωπικές, εκεί άρχιζε ο πιο αναπάντεχος διάλογος μ’ εμένα, που απαντώντας στην ανάμνηση αυτών που μόλις μου είχε εκμυστηρευτεί μέσα από τις σελίδες του «γράμματος που λείπει…», κουνούσα συνωμοτικά το κεφάλι και της ψιθύριζα, «ναι, Ελένη, το ξέρω…».
Σπύρος Συρόπουλος, Κείμενο που διαβάστηκε το Σάββατο 29 Μαίου 2010 στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου.