Οι εκατό Χουρμαδιές, το ALS, τα καλοκαίρια, η Ρόδος...
Της Τίτσας Πιπίνου
(από την εκδήλωση που έγινε την επέτειο της άλωσης- 29 Μαίου 2010- στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου)
Η Ελένη Γκίκα έχει μια μεγάλη και σημαντική διαδρομή στα ελληνικά γράμματα. Στην ποίηση, την πεζογραφία, το παιδικό παραμύθι, καθώς επίσης –αυτό είναι πασίγνωστο- στην κριτική βιβλίου από τις σελίδες του Κυριακάτικου Έθνους. Οι δικές της κριτικές δεν έχουν σχέση με το πώς παρουσιάζουν και μιλούν για τα βιβλία οι άλλοι δημοσιογράφοι, έχουν κάτι από τη δική της βαθειά ματιά.
Έχει και άλλες δραστηριότητες, πάντα σε σχέση με το βιβλίο, και κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει για ώρες για όλο αυτό το μεγάλο σε όγκο έργο. Για την τελευταία της ποιητική συλλογή θα μιλήσει ο κύριος Συρόπουλος και θα ακουστούν στίχοι της απόψε. Εγώ θα αρκεστώ σε λίγα από καρδιάς για όσους θέλουν να τη γνωρίσουν καλύτερα, μιας και είμαστε φίλες εδώ και χρόνια και θα πω λίγα παραπάνω για το τελευταίο της μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με την ποιητική της συλλογή.
Όταν πριν λίγο καιρό το Διεθνές Κέντρο έκανε την ημερίδα για τον τύπο, που συμμετείχε και η Ελένη, κάποιος είπε, δεν θυμάμαι αν ήταν η ίδια η Ελένη ούτε τα ακριβή λόγια θυμάμαι, αλλά κάπως έτσι: ότι είμαστε αυτό που γράφουμε. Αυτό έπεσε πάνω σε μία σκέψη που κάνω κατά καιρούς ότι στα γραπτά μας φαίνονται όλα. Εκτός από το ταλέντο- στο βαθμό που υπάρχει- φαίνεται η αισθητική, η εξυπνάδα, οι εμμονές μας. Στα γραπτά της Ελένης της Γκίκα περισσότερο από κάθε άλλο φαίνονται τα πάντα, μιας και η ίδια όχι απλά δεν φροντίζει να το κάνει συγκαλυμμένα αλλά το δείχνει έξω πέρα. Συχνά έχω την εντύπωση ότι το κραυγάζει. Πάνω από όλα, όσα γράφει έχουν τη δική της αισθαντικότητα. Τη δική της ποιότητα.
Το «Πλήθος είμαι», το τελευταίο της μυθιστόρημα, είναι μία ιστορία μνήμης, μία ιστορία έρωτα και ταυτόχρονα μια ιστορία θανάτου. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι τα δύο βασικότερα συστατικά των περισσότερων βιβλίων, κι αν τα βιβλία δεν μοιάζουν μεταξύ τους οφείλεται στο πόσο διαφορετικοί άνθρωποι είναι οι συγγραφείς και στα διαφορετικά βάθη που πάει η μνήμη.
Μας μιλά για την επιστροφή μιας γυναίκας στο πατρικό της σπίτι. Μέσα από τις πασχαλιές και τα ζουμπούλια του ρημαγμένου κήπου, μέσα από παλιά φθαρμένα αντικείμενα θα ψάξει «τα εύθραυστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο» όπως γράφει η συγγραφέας για να μπορέσει να καταλάβει. Σαν αυτά τα παράδοξα παιχνίδια μνήμης που μας έχει συνηθίσει ο Μπέργκμαν στις ταινίες του.
Σε αυτό το βιβλίο συνομιλεί σε κάθε κεφάλαιο με άλλα βιβλία διαλεγμένα ένα προς ένα, με αγαπημένους ήρωες και αγαπημένους συγγραφείς, όπως η Μαργαρίτα Καραπάνου, η Γιόκο Ογκάουα, ο Ντοστογιέφσκι, η Δάφνη Ντι Μωριέ, ο Στέφαν Τσβάιχ. Αυτά τα βιβλία προσπαθούν να φωτίσουν τη δική της ιστορία, και όπως η ιστορία της Σαβίνας, όλα περιστρέφονται γύρω από ανεκπλήρωτα πάθη, από ερωτικές εμμονές, από καρμικές συναντήσεις των ηρώων που όταν τους συμβαίνει δεν το καλοκαταλαβαίνουν ότι εκείνο που μόλις τους συνέβη ήταν τελικά το Σημαντικό. Η μνήμη τους κάνει να γυρνάνε σε ατέλειωτους κύκλους πίσω, όπως συμβαίνει στη θεωρία του Πουανκαρέ. Όταν στο βιβλίο της ανακάλυψα τη θεωρία του Πουανκαρέ, αυτή που πολύ απλά λέει ότι: η ζωή αρέσκεται στις επαναλήψεις που την χρησιμοποιώ κι εγώ στο βιβλίο μου την «Ονειροπαγίδα» δεν έμεινα έκπληκτη για τη σύμπτωση γιατί ξέρω ότι συχνά ανιχνεύουμε κοινούς προβληματισμούς και θεματολογία στη δουλειά μας που μάλιστα μας απασχολούν την ίδια εποχή, ανεξάρτητα αν η κάθε μία το λέει με τον τρόπο της.
Όλα αυτά τα βιβλία έχουν κάτι από εκείνην. Γιατί δεν είμαστε μόνο όσα γράφουμε αλλά είμαστε σίγουρα και όσα διαβάζουμε. Έχουμε συγγένεια με όσα μας αρέσουν.
Η ίδια χαρακτηρίζει κάπου τη γραφή μιας συγγραφέα: Σπαρταριστή, ελλειπτική, βαθιά, υπαινικτική, τολμηρή. Εγώ δεν θα έβρισκα καλύτερες λέξεις για να χαρακτηρίσω τη γραφή της ίδιας της Ελένης Γκίκα. Ελλειπτική, βαθιά, υπαινικτική και τολμηρή λοιπόν.
Στα βιβλία της, σχεδόν όλα, διαπιστώνει κανείς το πόσο σκληρή μπορεί να είναι η παιδική ηλικία ακόμη κι όταν στολίζεται με δαντελένιους φιόγκους, βελούδα, μετάξια, χάδια και υποκοριστικά. Όλα ξεκινούν από αυτή την αθώα φαινομενικά τρυφερή ηλικία. Στον απόηχο αυτών των χρόνων πορευόμαστε όλη μας τη ζωή, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι. Η Ελένη είναι από αυτούς που το γνωρίζουν και το επαναλαμβάνει στα βιβλία της με κάθε τρόπο. Στο κέντρο του σύμπαντος της υπάρχει πάντα ένα μελαγχολικό κοριτσάκι που γίνεται ο αποδέκτης των κραδασμών των γύρω της, των λόγων που λέγονται, αλλά κυρίως όσων αποσιωπώνται. Της απώλειας είτε αυτή είναι πραγματική είτε φανταστική, όρια δυσδιάκριτα ακόμη για ένα παιδί. Τα βιβλία της είναι ένα παλίμψηστο από θραύσματα συναισθημάτων. Το κοριτσάκι πότε γίνεται γυναίκα και πότε ξαναγυρνά στο κοριτσάκι που ήταν γιατί ο χρόνος της αφήγησης της είναι ο χρόνος της συναισθηματικής μνήμης. Μιλά επίσης για τη δύσκολη σχέση μάνας και κόρης. Εκεί που αρχίζουν και συχνά τελειώνουν όλα.
Σε μία βιογραφία της Μαρκερίτ Ντυράς διάβασα ότι η μητέρα της εξοργίστηκε όταν η κόρη της, της πήγε μια μέρα «Το φράγμα στον Ειρηνικό, και την κατηγόρησε πως είπε ψέματα και πως στο τέλος-τέλος δεν έγραφε παρά για το πτώμα του κόσμου κι, επίσης για το πτώμα της αγάπης. Η μητέρα της Ντυράς θα μπορούσε να είναι η μητέρα της Σαβίνας της ηρωίδας της Ελένης, που σε καμία περίπτωση δεν θα αναγνωρίσει τον εαυτό της σε όσα λέει η κόρη της.
Η συγγραφέας μας λέει πως η σχέση μας με τους ανθρώπους και η γνωριμία μαζί τους δεν τελειώνει με το θάνατο τους αλλά συνεχίζεται. Συνεχίζεται ακόμη κι όταν ο ένας από τους δύο δεν ζει πια. Είναι παράδοξο χωρίς τον άλλο πια στη σχέση να μπορούμε να τον εξηγούμε καλύτερα και να αποδίδουμε δικαιοσύνη, εκεί που παλιά υπήρχε θυμός. Ο θάνατος γίνεται ένας μεγεθυντικός καθρέφτης που χωρίς αυτόν όλα φαίνονται διαστρεβλωμένα.
Μας μιλά για τις βασανιστικές και απόλυτες σχέσεις των εραστών. Για δύσκολους αποχωρισμούς. Για τις ματαιώσεις. Δεν απευθύνεται σε αναγνώστες που θέλουν κάτι εύκολο κι ελαφρύ να ξεχαστούν στην παραλία γιατί τους βάζει έναν καθρέφτη μπροστά τους και τους αναγκάζει να κοιταχτούν.
Το βιβλίο είναι το χρονικό μιας ατελεύτητης αναζήτησης της αγάπης, πότε μέσα από ματαιώσεις, και πότε μέσα από ερωτικές συναντήσεις, εξ ορισμού όμως διαψευσμένες.
Κάποιες φορές γίνεται η ομολογία μιας συγνώμης ή λόγων που δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους. Γινόμαστε αποδέκτες αυτών των λόγων και σπάνιων εξομολογήσεων που κανονικά δεν μας ανήκουν. Είναι μια εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης.
Στο «Πλήθος είμαι» βάζει την ηρωΐδα της μπροστά σε ένα παράθυρο να ατενίζει το βουνό. Λες και μπορεί αυτό το βουνό να σου λύσει το αίνιγμα του άλλου, γράφει αμέσως πιο κάτω. Μου έφερε στο μυαλό μια εικόνα της ίδιας της Ελένης που θα σας περιγράψω αμέσως.
Αρκετά χρόνια πριν. Καλοκαίρι. Αποφασίσαμε να κάνουμε μαζί διακοπές και είχαμε δώσει ραντεβού σε ένα χωριό της Καρπάθου, την Αρκάσα. Η Ελένη είχε μια νεαρή συνάδελφο στην εφημερίδα που της είχε μιλήσει για το χωριό κι εγώ αγαπώ ιδιαίτερα την Κάρπαθο, τόπο καταγωγής της μητέρα μου, αν και στο χωριό αυτό δεν θυμόμουν να είχα ξαναπάει. Είναι ένας τόπος κοντά στη θάλασσα κτισμένος πάνω στην αρχαία Αρκασία με αρχαιοελληνικές κολώνες δίπλα στα βράχια της παραλίας και τις ριγωτές ομπρέλες. Τόπος ανακατεμένος και παράδοξος όπως τα τοπία του Ντε Κίρικο. Εκείνη ξεκίνησε από την Αθήνα και εγώ από τη Ρόδο. Είχε ήδη λίγες μέρες εκεί όταν έφθασα. Τη βρήκα αδιάφορη γι αυτό το σουρεαλιστικό τοπίο, μπροστά σε ένα παράθυρο με απλωμένα τα βιβλία και τα χαρτιά της, απορροφημένη να γράφει, γιατί εμπνέεται να γράφει στα απρόσωπα δωμάτια των ξενοδοχείων. Δεν ατένιζε το βουνό, αλλά τη θάλασσα. Μπορεί και να την ατένιζε χωρίς να τη βλέπει. Λες και η θάλασσα μπορούσε, για να επαναλάβω τα λόγια της, να λύσει το αίνιγμα του άλλου. «Το αίνιγμα του άλλου» είναι μια φράση που την έχει χρησιμοποιήσει και σαν τίτλο σε άλλο βιβλίο κάτι που δείχνει πόσο την απασχολεί. Είμαι σίγουρη ότι δεν το έλυσε, όπως και κανείς απ’ όσους γράφουμε δεν έλυσε το αίνιγμα του άλλου, γι αυτό συνεχίζει να γράφει, μιας και λογοτεχνία δεν είναι για να δίνει απαντήσεις αλλά κυρίως για να θέτει ερωτήματα. Κάπου αλλού μας λέει ότι το αίνιγμα του άλλου ακόμα κι ενός νεκρού άλλου, δεν έχει τελειωμό. Όπως δεν τερματίζεται η μνήμη και ο χρόνος.
Τη βλέπω επίσης μπροστά σε ένα άλλο παράθυρο σε ένα ξενοδοχείο στις εκατό χουρμαδιές πάλι να γράφει. Εδώ δεν ξέρω τι ακριβώς βλέπει από το παράθυρο της γιατί στην πραγματικότητα δεν την έχω δει με τα μάτια μου, αλλά μου έχει περιγράψει την εικόνα η ίδια. Δεν ξέρω όμως αν είναι απαραίτητο να ατενίζει κάτι από το παράθυρο της γιατί η προσοχή της είναι στραμμένη μέσα της. Βουτά στο σκοτεινό ανθρώπινο βυθό και βγάζει κάθε τόσο πράγματα. Η γραφή της είναι από τις πιο εσωτερικές που υπάρχουν στην ελληνική πεζογραφία.
Τις πιο βαθιά εσωτερικές.
Διαβάζω τα ποιήματα της από τη συλλογή της «Το γράμμα που λείπει» και ανακαλύπτω ποιήματα που από κάτω γράφουν «ALS, Εκατό Χουρμαδιές, Ρόδος, ημέρα πρώτη. Σε ένα άλλο ημέρα δεύτερη και πάει λέγοντας. Θυμάμαι ότι κάπου εκεί, στο ισόγειο του ξενοδοχείου ήμουν κι εγώ, την περίμενα για να πιούμε τον καφέ μας. Δεν ξέρω πότε έγραψε αυτά τα ποιήματα, πριν ή μετά από εκείνο το καφέ και τις κουβέντες μας, ποτέ δεν μου είπε όταν συναντηθήκαμε ότι τη διέκοψα, ή ότι μόλις έγραψε κάτι.
Εγώ απλά τα διάβασα στο βιβλίο.
Το να μιλάω για την Ελένη σαν συγγραφέα είναι τιμή. Το να μιλάω σαν φίλη είναι χαρά. Θα πρόσθετα και συγκίνηση γιατί είναι από τους ανθρώπους που βαθιά εκτιμώ.
Τέλος αναγνωρίζω εικόνες της Ρόδου στα γραπτά της ακόμη και αν δεν την αναφέρει πάντα με το όνομα της. Είναι μια Ρόδος πιο ποιητική και αινιγματική απ’ όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Αυτό μου επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι βλέπουμε αυτό που κουβαλάμε οι ίδιοι. Επιλέγουμε, ή μπορεί και να μη μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, να δούμε αυτό που κουβαλάμε μέσα μας. Το ωραίο ή το άσχημο ανάλογα. Στις σκόρπιες αναφορές της η Ρόδος εμφανίζεται πάντα με την πιο όμορφη, την πιο μυστηριακή και την πιο εσωτερική εικόνα που φυλάει για όσους την αγαπούν και την αφουγκράζονται.
ΥΓ. Η Τίτσα Πιπίνου είναι συγγραφέας και φίλη μου. Την ευχαριστώ. Για τη φιλία. Για το ταξίδι στην Χάλκη, στην Κάρπαθο, για την αισθητική, τις σιωπές της και την ευγένεια. Για την αγάπη όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς τόνους υψηλούς ή ευγενικά ψεύτικους. Για τα δύσκολα που ήταν στο πλάι μου.