“Ο αληθινός Θεός δεν είναι αυτός που ξοδεύεται, αυτός που εξευτελίζεται με πρόχειρες φανερώσεις κατά το θέλημα του ανθρώπου αλλά είναι αυτός που κρύβεται στις ταπεινές γωνιές και στις μυστικές στροφές της πορείας αυτής της ζωής”,
“ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ” του Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Εκδ. “Εκτυπωτική ΑΕ”, σελ. 262, € 12
“Η στιγμή του θανάτου είναι η κατ’ εξοχήν στιγμή που ορίζεται η ανθρώπινη αξία και κατανοείται η εγγύτητα του Θεού στον άνθρωπο. Για τον λόγο αυτόν και αντιμετωπίζεται με δέος, σεβασμό, αίσθηση μυστηρίου και ταπείνωση”, έγραφε μεταξύ άλλων στο βιβλίο του “Αλλήλων Μέλη”, επικαλούμενος τους υπέρλογους λόγους του γέροντος Παισίου “Αυτό που λέει η καρδιά μου είναι να πάρω το μαχαίρι, να την κόψω κομματάκια, να την μοιράσω στον κόσμο, και ύστερα να πεθάνω”.
Επειδή “Η αγάπη δεν είναι καθήκον, αλλά παροξυσμός’ δεν είναι προσφορά, αλλά αυτοπροσφορά’ δεν είναι φυσική συμπόνοια, αλλά πνευματική μετοχή’ δεν είναι ξόδεμα, αλλά επένδυση’ δεν είναι πράξη, αλλά μεταμόρφωση του είναι μας’ δεν είναι μείωση της περιουσίας, αλλά μοίρασμα’ δεν είναι κτήση, αλλά κένωση’ δεν είναι τήρηση του θεικού νόμου, αλλά υπέρβαση κάθε νόμου. Είναι οδός «καθ’ υπερβολήν»>.
Διότι “Η αγάπη δεν αποσκοπεί στο να «κερδίσουμε» τον Θεό, αλλά στο να κοινωνούμε με τον Θεό. Αγαπάμε, γιατί δεν μπορούμε να μην αγαπάμε”.
Ο Νικόλαος, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, τον οποίο ως συγγραφέα γνωρίσαμε με το βιβλίο του “Άγιον Όρος, το υψηλότερο σημείο της γης”, όπου μας αποκάλυπτε ένα άγνωστο, ταπεινό και γεμάτο από τη θεική Παρουσία που όμως αγαπά να κρύβεται, Όρος, στο καινούργιο βιβλίο του υποδεικνύει με διακριτικότητα και ανθρώπινο πόνο για τα βάσανα του σύγχρονου ανθρώπου το πανταχού παρόν πρόσωπο του Θεού. Και ιδιαίτερα τις στιγμές αυτές που δεν φαίνεται!
Ξεκινώντας από ένα ήδη βεβαιωθέν και ιστορικό θαύμα, εκείνο της Βηθεσδά, ανατέμνει την ορθόδοξη θεολογική σημειολογία για τον χρόνο και τον τρόπο της θεικής φανέρωσης, διότι περί αυτού πρόκειται, “ο Θεός δεν είναι απών που έρχεται, αλλά είναι παρών που κρύβεται”. Γιαυτό και “πρέπει να υπάρξει μια συνεργασία της στιγμής του Θεού για την ψυχής μας και της καθαρότητος των οφθαλμών μας, για να αναγνωρίσουμε τον εμφανιζόμενο Θεό”.
Αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει ένα κυνηγητό διαρκές του ανθρώπου με τον Θεό, διότι “ο αληθινός Θεός δεν είναι αυτός που ξοδεύεται, αυτός που εξευτελίζεται με πρόχειρες φανερώσεις κατά το θέλημα του ανθρώπου αλλά είναι αυτός που κρύβεται στις ταπεινές γωνιές και στις μυστικές στροφές της πορείας αυτής της ζωής”, αναφέρεται απλά και με σαφήνεια σε περιστατικά της θεικής παρουσίας, εκεί όπου για τα ανθρώπινα δεν υπάρχει πλέον επιστροφή. Αληθινά περιστατικά από την εποχή που ήταν στο νοσοκομείο της Βοστώνης για τα καρκινοπαθή παιδιά, αποκαλύπτει στον αναγνώστη το αληθινό νόημα του θαύματος που δεν είναι απλώς να ζήσουμε αυτή την ήδη και σίγουρα πεπερασμένη ζωή. Διότι με κάποιον τρόπο κάποια στιγμή θα πεθάνουμε, αυτό είναι βέβαιον, αλλά να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το μυστήριο του πόνου κατά το οποίο ο Θεός όσο ποτέ άλλοτε είναι παρών: “Η παρουσία του Θεού είναι απόλυτη και τέλεια στις δοκιμασίες και τους πειρασμούς μας, όταν η αίσθηση της εγκατάλειψής Του είναι εντονότερη. Είναι αδύνατον να απουσιάζει ο θεός από τη σωτηρία μας!”, γράφει και αναφέρεται στην μικρή Όλγα και στον Βαλάντη, σε γονείς τεράστιους που μέσα από τον πόνο τους του έδωσαν τα μεγαλύτερα μαθήματα ζωής. Στις σελίδες του με “Το μεγάλο θαύμα που δεν αντέχουμε” και εκείνα τα “ευλογημένα γιατί”, ο πατήρ Νικόλαος απλός και φωτεινός όπως πάντα μας οδηγεί “απαλά, απαλά” “Εκ του θανάτου εις την Ζωήν”. Σε ένα σωτηριολογικό και αναστάσιμο βιβλίο με τον ανθρώπινο πόνο να μας εγγυάται το θεικό μας πρόσωπο, εκείνο το “καθ' ομοίωση”, το “μείζον” και το “περισσόν” της αγάπης. Μια επί της ουσίας “Σταυροαναστάσιμη έξοδος” όπου όλα είναι Θεός και αιώνια ζωή. Αλλά και καθημερινότητα, κι αλήθεια, η ζωή που ζούμε εμείς.
Υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς με άκρως ρεαλιστικούς τρόπους ότι “η φανέρωση του Θεού στη ζωή μας είναι μυστική και πνευματική”. “Απόλυτη και τέλεια” στους πειρασμούς μας και στις δοκιμασίες και ότι “Τελικά, κόσμος δεν είναι αυτός που φαίνεται αλλά ένας άλλος που υπάρχει και που πρέπει εμείς να τον διακρίνουμε”.
Και με το βιβλίο αυτό μπορεί να το διακρίνει ο καθείς. Το θαύμα, διαρκές. Η καθαρή ματιά και καρδιά μας, για να το αξιωθεί είναι αρκετή.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.
Η ερευνητική και επιστημονική ενασχόλησή του με τον φυσικό κόσμο (Φυσική, Αστροφυσική) και τον άνθρωπο (Βιοιατρική Τεχνολογία, Βιοηθική), στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Harvard και MIT και σε νοσοκομεία της Μασαχουσέτης, και η προσωπική του αναζήτηση τον οδήγησαν στην <επιστήμη των επιστημών>, την θεολογία, την οποία σπούδασε μεν στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, στην Βοστώνη, “αναγνώρισε δε στα πρόσωπα των αγνώστων ασκητών, στην ζωή των απλών μοναχών και στις κρυφές γωνιές του αγιονύμου Ορους”.
Ο πόθος της βαθύτερης γνώσης της θεολογικής αλήθειας έγινε ανάγκη εγκαταβιώσεως στο πνευματικό πανεπιστήμιο και θεραπευτήριο του Αγίου Ορους, όπου παρέμεινε για δυόμισυ χρόνια στο ιερό κοινόβιο του Αγίου Παύλου.
Η επαφή του με την χάρη της αθωνικής ερήμου ανανεώνεται μέχρι σήμερα με την ευκαιριακή κάθοδό του στο… υψηλότερο σημείο της γης γι’ αυτόν, το Σιμωνοπετρίτικο κάθισμα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου>.
Εχει γράψει, μεταξύ άλλων:
“Αγιον Ορος, το υψηλότερο μέρος της γης” (Εκδ. “Καστανιώτη”,
“Ελεύθεροι από το γονιδίωμα” (Κέντρο Βιοιατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας),
“Αλλήλων Μέλη” Οι μεταμοσχεύσεις στο φως της Ορθόδοξης Θεολογίας και ζωής (Κέντρο Βιοιατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας),
“Ανθρωπος μεθόριος” (Εκδ. “Εν πλω”)
Υστερόγραφο που προτάσσεται, όμως:
ΝΟΝΟΥΛΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!
“Αλλ' όμως θα σε λέω νονούλα! Νονίκα; Νονούλα και νονίκα ναι;” Σάββατο του Λαζάρου κι η λαμπάδα της Αντιγόνης, υπερπαραγωγή: τριπλές γοργόνες σε ροζ φόντο, μαγική σφαίρα με νεράιδα. Παπούτσια, όλα σε χρώμα ασημί, σαν τ' ασημένια γοβάκια της σταχτοπούτας. Φορεματάκι “ροζ και μοβ”, η Νεφέλη έχει άποψη, αν και τεσσάρων χρονών, ξέρει να επιλέγει.
Καρδούλα μοβ ροζ κι αυτή, στέκα ασημένια και ροζ καρδιά βραχιόλι. Ζακέτα λευκή μπολερό, αλλά η δική μου καρδιά σε άλικο χρώμα.
Φοράμε κι οι δυο την καρδιά.
Κρατάμε με χαρά την λαμπάδα.
Ήταν, όταν την γνώρισα έντεκα μηνών, έπαιζε μουσική έκανε ακροβατικά, με ψάρωσε με το σοβαρό βλέμμα. Δεν ήξερα και πως αγκαλιάζεις ένα τόσο μικρό παιδί, άπλωσε τα χεράκια και μ' αγκάλιασε πρώτη. Αγαπηθήκαμε με τη μία.
Τώρα ποια επέλεξε ποια... Μάλλον εκείνη εμένα.
Η σχέση μας, σπάνια, με έκανε άλλη.
Πονά τ' αυτάκι της και μου πονά η ψυχή, με έχω πιάσει να προσεύχομαι ό,τι πικρό σε μένα η ζωή να το δίνει. Να γίνει ευτυχισμένη και τυχερή.
Τα ραντεβού μας, παντού, συχνά στο ίδιο όνειρο.
Η ιδέα, δική της. Πέτυχε και το επιχειρούμε συχνά.
Τα παραμύθια, μισά- μισά. Η κόκκινη κλωστή στο δικό της χέρι. Η παρέα μας, έξω απ' τον χρόνο. Σε σύμπαν παράλληλο, χρόνο αιώνιο.
Την πρώτη λαμπάδα- λες και τον γνώριζε τον καημό μου- την έφερε αυτή. Μωρό ακόμη. “Ήθελε να σου φέρει λαμπάδα”, η μαμά της Ντανιέλα. Η Νεφέλη τότε δεκαπέντε μηνών.
Καθιερώθηκε έκτοτε. Κάθε Πάσχα την λαμπαδίτσα να μου την φέρνει η Νεφέλη. Και την δική της να την αγοράζουμε σε αυτοσχέδια γιορτή, που κρατά σχεδόν μια ολόκληρη μέρα. Μια μέρα κάθε τέτοια εποχή να εξαφανίζει έναν παμπάλαιο πόνο.
Την δική μου λαμπάδα, τ' άσπρα παπούτσια και το τσουρέκι που αντί της νονάς μου τα έφερνε κρυφά ο πατέρας. Αλλά τον είδα κι ούτε τα παπούτσια ήθελα, ούτε και το μοβ στεφάνι της λαμπάδας.
Τη νονά μου ήθελα και τώρα να ένα παιδί που με φωνάζει νονίκα, νονούλα!
Η διαπίστωση ότι αυτό ήταν που ήθελα πάντα.
Με αναστάσιμη καρδιά και αγάπη αιώνια.
Το βράδυ οι Δερβίσηδες στο Μέγαρο με τέσσερις επαναφορές, ολοκλήρωσαν την υπόσχεση του κύκλου που αρχίζει και ξαναρχίζει, επιστρέφοντας επανορθωτικά σε κάθε αρχαία πληγή- προσμονή, διότι όλα είναι εδώ κι η φύση πάντοτε ξανανθίζει....
Καλή Ανάσταση, ναι?