“ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ” του W.G. Sebald. Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης. Εκδ. “Άγρα”, σελ. 340, € 21
“Σε έναν κόκκο άμμου, πιασμένο στο στρίφωμα ενός χειμερινού φορέματος της Εμμά Μποβαρύ, είπε η Τζάνιν, ο Φλωμπέρ είχε αντικρίσει ολόκληρη τη Σαχάρα, και κάθε μόριο σκόνης ζύγιζε για τον ίδιο όσο η οροσειρά το 'Άτλαντα”. Γράφει ο Ζέμπαλντ και στους “Δακτύλιους του Κρόνου” ακριβώς το ίδιο ηθελημένα ή αθέλητα, υπηρετεί.
“Μακρά οδοιπορία στην Αγγλία” ο υπότιτλος. Και στις σελίδες του, η επί αποδείξει διαπίστωση ότι όλα είναι δρόμος και τα πάντα ρει. Ξεκινώντας, καθόλου τυχαία, την ιστορία του από το τέλος, στο νοσοκομείο τον Αύγουστο του 1992, ανασυνθέτει τον κόσμο από την φθορά και παρακμή. Ξαναθυμάται ό,τι έζησε, γιατί εν τέλει και όλα είναι μνήμη. Ξαναδιαβαίνει με τα πόδια πάντοτε την κομητεία Σάφφολκ της Ανατολικής Αγγλίας, μπαινοβγαίνει σε ερειπωμένες επαύλεις, διασχίζει ανθισμένους ερεικώνες, επισκέπτεται δοξασμένες πολιτείες που βουλιάζουν ή ήδη έχουν βουλιάξει, έχουν πια ολοσχερώς ηττηθεί.
Ξαναζεί στα ερείπια την αίγλη τους. Αντικρίζει στην παρακμή την μεγίστη ακμή. Αφουγκράζεται τους αρμούς της καταστροφής όσον αφορά τα ίδια τα ανθρώπινα αλλά και αυτή την εν πολλοίς ακατανόητη Ιστορία, διασώσει ιστορικά παράδοξα, καθημερινά θαύματα, μικρές αλλά αρχετυπικές ζωές.
Απ' τις σελίδες του, παρελαύνουν η ζωή και τα ταξίδια του Κόνραντ, ο άτυχος έρωτας του Σατωμπριάν, Το μάθημα ανατομίας στην πραγματικότητα και στο έργο του Ρέμπραντ, η ιστορία της μεταξουργίας και η εμπλοκή του Τρίτου Ράιχ σ' αυτήν.
Τολμά ν' αγγίξει τα πάντα, την μετενσάρκωση κατά ιατρόν Μπράουν, τη γερμανική αμνησία μπροστά στην καταστροφή, την κατά Ντεκάρτ “ιστορία της υποταγής”, την ανθρώπινη μηδαμινότητα μπροστά στην απεραντοσύνη του κόσμου...
Μέσα από ένα έργο που είναι πέρα από τα δεδομένα και συνήθη, είναι πολλά: αυτοβιογραφία και οδοιπορικό, ημερολογιακές σελίδες ταξιδίου, φιλοσοφικό και ταξιδιωτικό δοκίμιο, δοκίμιο περί της καταστροφής.
Εξάλλου το συνηθίζει αυτό το ανθρώπινο είδος, κι αναζητώντας τις ρίζες της ανθρώπινης εξουσίας κι αλαζονείας, διαπιστώνει ο Ζέμπαλντ πως “όσο πιο φανταχτερά είναι τα μέσα που ίδια χρησιμοποιεί προς επίδειξη, τόσο περισσότερο κυριεύεται από την αγωνία μην τυχόν και απολέσει την παντοκρατορία που έχει συγκεντρώσει στα χέρια της με τόσο καταστροφικό μόχθο, σε μιαν αποτυχημένη προσπάθεια να μιμηθεί τη φύση που νομοτελειακά αλέθει στον μύλο της καθετί που έχει πλάσει νωρίτερα”.
Εκλεκτικές συγγένειες, ζωές παράλληλες, η ρίζα της σύμπτωσης, μοιραίες διαδρομές, ανθρώπινα και ιστορικά παράδοξα, αλλόκοτες κι απρόσμενες καταστροφές, ξετυλίγονται στα έκπληκτα μάτια μας που για κλάσματα χρόνου κατανοούν. Για να χαθούν κατόπιν στο ανθρώπινο πεπερασμένο που προστατεύει απ' την ύβρη αλλά οδηγεί αναπόφευκτα στην απώλεια και τη φθορά.
Καθ' ότι όπως έλεγε ο Μπράουν “κάθε γνώση περιβάλλεται από αδιαπέραστο σκοτάδι”. Κι εμείς, μονάχα τόσοι, “Δεν αντιλαμβανόμαστε παρά τις ξαφνικές λάμψεις στην άβυσσο της άγνοιας, στο οικοδόμημα του κόσμου που κλονίζεται από βαθείς ίσκιους”.
Κάπως έτσι, και με τρόπο ολότελα προσωπικό ο Ζέμπαλντ κατορθώνει βαδίζοντας από ίσκιο σε ίσκιο να κάνει τη λάμψη του κόσμου να ανατείλει ξανά. Εξάλλου όλα καταστρέφονται από την ώρα ακριβώς που δημιουργούνται και όλα αφότου υπήρξαν, ακόμα και αν πεθάνουν και καταστραφούν που, και θα πεθάνουν και θα καταστραφούν, δεν γίνεται παρά να γεννιούνται αενάως. Ξανά και ξανά και ξανά...
Ένα βιβλίο που εύχεσαι ποτέ να μην τελειώσεις, μαγεία και λύση του γρίφου μαζί, για όσο διαρκεί. Η Σαχάρα σε κάθε γράμμα, σε κάθε λέξη, η ανθρώπινη φύση, σαν την ίδια την Φύση, αυτοκαταστροφική, για να μπορέσει πεθαίνοντας και να ξαναγεννηθεί...
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο W.G. SEBALD γεννήθηκε στις 18 Μαΐου του 1944 στο Βέρταχ του Άλλγκοϋ, στη νοτιοδυτική Βαυαρία. Ο πατέρας του υπηρέτησε στον χιτλερικό στρατό, διετέλεσε υπό γαλλική αιχμαλωσία, ενώ στη δεκαετία του '50 κατατάχτηκε στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, απ' όπου αποστρατεύτηκε το 1971 με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη.
To 1948 η οικογένεια μετακόμισε στην κοντινή κωμόπολη Ζόντχοφεν. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο του Όμπερσντορφ, το 1963, ο νεαρός Μάξ -όπως προτιμούσε να τον φωνάζουν- σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Φράιμπουργκ. Φοίτησε, επίσης, στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φριμπούρ, στη γαλλόφωνη Ελβετία, και στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, απ' όπου αποφοίτησε το 1968 με τη διπλωματική του πάνω στο έργο του Carl Sternheim (1878-1942). Από το 1966 έως το 1968 υπήρξε επιμελητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, δραστηριότητα την όποια διέκοψε προσωρινά για έναν χρόνο, όταν αποδέχτηκε την πρόταση να διδάξει Γερμανικά σε ελβετικό οικοτροφείο. Από το 1970 εγκαταστάθηκε στο Νόριτς της Ανατολικής Αγγλίας, διδάσκοντας σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία στο εκεί Πανεπιστήμιο. Το 1973 κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο Ο μύθος της καταστροφής στο έργο του Ντεμπλίν. To 1986, με την εργασία του Η περιγραφή της καταστροφής : Η αυστριακή λογοτεχνία από τον Στίφτερ στον Χάντκε, αναγορεύτηκε καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Το 1988 ανέλαβε την έδρα Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, ενώ το 1989 ίδρυσε το Βρετανικό Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας βρήκε τραγικό θάνατο στις 14 Δεκεμβρίου 2001, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε με φορτηγό.
Ήδη, προτού γίνει γνωστός στο γερμανικό αναγνωστικό κοινό, το λογοτεχνικό του έργο είχε αποκτήσει τεράστια απήχηση στις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ αξιόλογο υπήρξε και το κριτικό του έργο πάνω στη γερμανόφωνη λογοτεχνία καθώς και πάνω στο σύγχρονο γερμανικό θέατρο.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ ο ίδιος έχει τιμηθεί με το λογοτεχνικό βραβείο του Βερολίνου (1994) και της Βρέμης (2002), το βραβείο Heinrich Boll (1997), το βραβείο Heinrich Heine (2000), κ.ά. Επίσης υπήρξε υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας (1996).
Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Εκ του φυσικού (Nach der Natur, 1988), Οι ξεριζωμένοι (Die Ausgewanderten, 1992), Οι δακτύλιοι του Κρόνου (Die Ringe des Saturn, 1998), Άουστερλιτς (2001), Campo Santo (2003), κ.ά.
YG. Τώρα ό,τι είναι δικό μου μάλλον στην κοιλάδα της Ουρίκα και στην Ταγγέρη θα το βρω, αν δεν, ε τί να κάνω, ατύχησα, θα αρκεστώ στους Μπόουλς. Η Καζαμπλάνκα? Μπα, στην ταινία μόνον, μάλλον με περιμένει μια μαύρη απογοήτευση εκεί. Αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς. Να δω και τι βλακείες έγραφα κάποτε για το Μαρακές χωρίς να το γνωρίζω... Αλλά για να δεις εκείνο που βρίσκεται κάτω απ' τη μύτη σου, ούτε λόγος, θα πρέπει να απομακρυνθείς.
Και στο φινάλε, δεν είμαστε και το κέντρο του κόσμου, ούτε καν του κόσμου μας.