“Γιατί αυτή η επιθυμία; Γιατί η ζωή πίσω από το παραβάν; Μήπως δεν θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να απολαύσει και πρέπει να ζω μέσα από τις επιθυμίες των άλλων κλέβοντάς τους;”
“ΕΥΑ” της Έρσης Σωτηροπούλου. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 216. € 14.50
Μοναξιά, η ζωή πίσω από το παραβάν και μονίμως αναζητώντας “το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο”, η Έρση Σωτηροπούλου, μια από τις σπουδαιότερες συγγραφείς της εποχής μας, επιχειρεί και επιτυγχάνει να κοιτάξει την εποχή πέρα από τα φαινόμενα, τον χρόνο, έξω από τα πολύχρωμα λαμπιόνια, τη γυναίκα πίσω από τους ρόλους και τα προσωπεία, το ζευγάρι πέρα από τα συμβατικά χαμόγελα, την ανθρώπινη μοναξιά ως αναπόδραστο της ύπαρξης. Στην ολοκαίνουργια (αλλά ταυτοχρόνως και τόσο παλιά, με αυτό το αρχετυπικό όνομα) “Εύα”.
Όλα αρχίζουν μέσα στη λάμψη της γιορτής, ρεβεγιόν, σ' ένα μπαρ όπου όλοι είναι ο ρόλος. Η ηρωίδα της, επιλέγει για να επιστρέψει στο σπίτι της μια άλλη διαδρομή, μετά από ένα αλλόκοτο βράδυ. Επιχειρεί να διασχίσει μια Αθήνα που κρατάμε κρυφή, με κλέφτες, σκουπίδια, μπορντέλα. Εκεί, θα συναντήσει έναν κλέφτη, τον Έντι, και μέσα από την δική του διαδρομή, θα κάνει ως μελλοθάνατη και την δική της και πάλι. Από το απώτερο παρελθόν, όταν ήλπιζε κάπως και το πρώτο ταξίδι:
“Αυτό ήταν το ταξίδι του μέλιτος. Είχε πάει στη Βενετία με δυο αναφορές στο μυαλό της. Το βιβλίο του Μακ Γιούαν “Ξένοι στη Βενετία” και το “Μετά τα μεσάνυχτα”, μια ταινία με την Τζούλι Κρίστι και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ. Ειδικά την ταινία, γιατί οι ερωτικές σκηνές ήταν τόσο δυνατές, τις θυμόταν τόσο έντονα που καμιά φορά νόμιζε ότι τις είχε ζήσει η ίδια: μια πόλη βυθισμένη στην ομίχλη, η γεύση μιας απειλής που πλησιάζει κι αυτοί οι δυο, ο Σάδερλαντ με την Τζούλι Κρίστι, γυμνοί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τους να κάνουν έρωτα σαν να ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας. Έξω να βρέχει ασταμάτητα, ο κλοιός της απειλής να σφίγγει και τα σώματα να αγκαλιάζονται, να χωρίζουν στο βελούδινο φως, να σμίγουν πάλι. Τελικά δεν έβρεξε ούτε μια φορά, είχε καύσωνα, η μπόχα ανέβαινε από τα κανάλια. Και κάθε βράδυ στο πνιγηρό τους δωμάτιο, ο Νίκος με το σώβρακο μετρούσε τις λιρέτες για να βεβαιωθεί ότι θα φτάσουν μέχρι το τέλος του ταξιδιού”.
Μέχρι το χθεσινό τους καυγά που, την ταπεινή του αιτία μαθαίνουμε μόλις στην τελευταία σελίδα.
Στο μεταξύ, εκείνη και γύρω οι άλλοι. Στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο όπου επίσης ένας κλέφτης της κλέβει την τσάντα, του την ξαναπαίρνει. Ο πατέρας στο γηροκομείο. Οι άνθρωποι ως υπνοβάτες στο δρόμο και τώρα σε μια νύχτα γιορτής αποκαλυπτική, πίσω από το παραβάν της ήδη γνωστής πόλης, σαν αχτίδα φωτός, αλήθειες που ήταν εκεί αλλά δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει ποτέ της:
“Ήμουν ήρεμος και μέσα μου κάτι καραδοκούσε. Κάτι καραδοκούσε. Μια σπίθα, μια υπόσχεση. Αδειάζοντας το δεύτερο Κοσμοπόλιταν, η Άμπυ και το πορτοφόλι του κοντού είχαν συνδυαστεί στο μυαλό μου”.
“Τίποτα δεν ήταν εντάξει. Το ήξερα. Κι όχι μόνο αυτός ο τελευταίος χρόνος. Τα πράγματα είχαν σαπίσει εδώ και καιρό. Το ήξερα από την αρχή κι έδινα παρατάσεις στον εαυτό μου”.
Ένας ξένος διάλογος και εκείνη που, τελικά, είναι οι άλλοι:
“ΡΑΜΟΝ: Θα μας πεις επιτέλους γιατί έγινες κλέφτης;
ΕΝΤΙ: Γιατί αυτή η επιθυμία; Γιατί η ζωή πίσω από το παραβάν; Μήπως δεν θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να απολαύσει και πρέπει να ζω μέσα από τις επιθυμίες των άλλων κλέβοντάς τους; Κάθε ερώτηση οδηγεί σε μια άλλη, και η άλλη σε άλλη, σ' έναν κυκεώνα ερωτηματικών...”
Διότι και η δική της ζωή, μια ζωή, πίσω από το παραβάν, σαν τον Έντι:
“ΕΝΤΙ: Δεν καταλαβαίνεις, το παραβάν είχε συμβολική σημασία. Γιατί εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι είχα περάσει όλη τη ζωή μου πίσω από ένα παραβάν. Κρυφοκοιτάζοντας τι κάνουν οι άλλοι, καραδοκώντας την κατάλληλη ευκαιρία. Γιατί έγινα κλέφτης; ρώτησα τον εαυτό μου. Γιατί; Γιατί; Θυμήθηκα την εποχή που ήμουν παπαδάκι, την πρώτη φορά που έκλεψα το παγκάρι. Οι γλυκές ψαλμωδίες στο βάθος. Αυτή η έξαψη, η συγκίνηση. Και θα σας πω και κάτι άλλο, οι πρώτες κλοπές, οι πρώτες απόπειρες να σουφρώσω κάτι, ψιλοπράγματα δηλαδή, συμπίπτουν στην περίπτωσή μου με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Πώς το εξηγείτε αυτό; Γιατί πρέπει να υπάρχει κάποια εξήγηση...”
Η εξήγηση που επιθυμούν διακαώς και οι δυο, που και οι δυο υποθέτουν ότι ενδεχομένως και να κατέχει ο άλλος:
“ΕΝΤΙ: Μια πολύ λεπτή κλωστή. Λεπτή σαν τρίχα, σαν αχτίδα φεγγαριού. Εύθραυστη, αόρατη, μυγιάγγιχτη. Ξέρετε πόσες φορές παρουσιάζεται αυτή η ευκαιρία σ' έναν άνθρωπο; Η ευκαιρία ν' αρπάξει αυτή τη κλωστή, να την ακολουθήσει με ευλάβεια για να καταλάβει επιτέλους τι συμβαίνει; Πόσες; Δυο τρεις φορές το πολύ. Σε μερικούς καθόλου. Η κλωστή μπορεί να οδηγήσει στο νόημα της ζωής. Να απαντήσει στο κορυφαίο ερώτημα: γιατί βρίσκομαι εδώ και τι θέλουν αυτοί γύρω μου;
Τι κάνουμε εδώ; Και τι θέλουν αυτοί από μας; Και μονομιάς, χάρη στην κλωστή, μπορείς να τα δεις όλα να εξηγούνται μέσα στο άπλετο φως. Αν και δεν πρόκειται για φως αλλά για σκοτάδι πήχτρα! Ακολουθείς την κλωστή κι είναι σα να μπαίνεις σε τούνελ, σε αλλεπάλληλα στρώματα σκοταδιού. Κάθε σκοτάδι πιο αβυσσαλέο απ' το προηγούμενο”.
Η Έρση Σωτηροπούλου στην καλύτερή της συγγραφική στιγμή όπου με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, με μαύρο χιούμορ και κρυφό σπαραγμό, κοιτάζει κατάματα τη γυναικεία μοίρα. Την ανθρώπινη μοίρα, του άλλου, του διαφορετικού, του μοναχικού και του κρυμμένου προσώπου της πόλης. Ξεκινώντας από το προσωπείο της γιορτής, φτάνει ως τον πάτο, για την ελάχιστη έστω εκείνη αχτίδα. Βαδίζοντας ζιγκ ζαγκ όπως γνωρίζει καλά. Υπονοώντας τα πιο πολλά, και κλείνοντας το μάτι σε ό,τι σκοτεινιάζει αυτόματα πριν να το καλοδούμε.
Ένα άγριο, σύγχρονο, φιλοσοφικό και υπαρξιακό μυθιστόρημα που είναι και η ζωή μιας γυναίκας, ενός κλέφτη, τα δυο πρόσωπα της αυτής πόλης. Οι δυο όψεις του παραβάν. Ζωή, ούτως ή άλλως, κλεμμένη.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Έρση Σωτηροπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτιστική ανθρωπολογία στη Φλωρεντία και εργάστηκε ως μορφωτική σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη. Έχει γράψει ποιήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Το βιβλίο της "Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές", τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2000 και με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού "Διαβάζω".
Έγραψε:
«Μήλο + Θάνατος +…+…» (Εκδ. «Πλέθρον», 1980)
«Διακοπές χωρίς πτώμα» (Εκδ. «Ακμων», 1980, Εκδ. «Καστανιώτη», 1997)
«Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» (Εκδ. «Νεφέλη», 1982, Εκδ. «Κέδρος», 2001)
«Η Φάρσα» (Εκδ. «Κέδρος», 1982)
«Μεξικό» (Εκδ. «Κέδρος», 1988)
«Χοιροκάμηλος» (Εκδ. «Κέδρος», 1992)
«Ο βασιλιάς του Φλίπερ> (Εκδ. «Καστανιώτη», 1998)
«Ζιγκ- Ζαγκ στις νερατζιές» (Εκδ. «Κέδρος», 1999)
«Ο ζεστός κύκλος» (Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2000)
«Δαμάζοντας το κτήνος» (Εκδ. «Κέδρος», 2003)
«Αχτίδα στο σκοτάδι» (Εκδ. «Κέδρος», 2005)
“Εύα” (Εκδ. “Πατάκη”, 2009)