«ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΡΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΒΑΘΡΑΣ» της Έλενας Μαρούτσου, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 348, τιμή: 16 ευρώ.
«Είναι ολοφάνερο πως το πορτρέτο που μου έφτιαχναν οι άλλοι ήταν ως ένα βαθμό αυθαίρετο, αποτέλεσμα δικών τους επιθυμιών, φόβων, ταυτίσεων, αλλά το ίδιο ισχύει και με το πορτρέτο που έφτιαχνα εγώ για τον εαυτό μου. Το τελευταίο μάλιστα, σκεφτόμουν ξαπλωμένη στον καναπέ της Εύας, έτεινε στη δική μου περίπτωση να προσπαθεί συνέχεια ν’ αντιγράψει το πορτρέτο που ζωγράφιζαν οι άλλοι για μένα. Ήμουν μ’ ένα πινέλο στο χέρι κι έσπευδα να προσθέτω στο πορτρέτο μου κάθε χαρακτηριστικό ή γκριμάτσα, κάθε ελκυστική ή απωθητική λεπτομέρεια, που μου απέδιδε αυτός που ήταν κάθε φορά στο πλάι μου. Ήμουν το κοινωνικό καλόβολο εγγόνι της γιαγιάς μου, η βασανισμένη φιλόσοφος της μαμάς μου, η φιλήδονη μοιχαλίδα του Φίλιππου, η ονειροπαρμένη αστή που κυνηγάει χίμαιρες του Αλ, η ευαίσθητη φίλη των φίλων μου, η ψύχραιμη συγγραφέας του εαυτού μου».
Θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο- πορτρέτο. Ένα πορτρέτο πάτσγουορκ, κατακερματισμένο. «Ένα πορτρέτο κολάζ» όπως έχει ήδη γραφτεί, εφόσον με όσα έχουμε γράφουμε, με ό,τι είμαστε. Και δεδομένου του ότι η συγγραφέας αυτό έχει κάνει: λογοτεχνία, κολλάζ και εικαστικές τέχνες.
Έτσι, ως είναι φυσικό, στο μυθιστόρημα μπαινοβγαίνουν συνειρμικά και συμβαδίζουν πίνακες του Μαργκρίτ, ιστορίες εμπνευσμένες απ’ αυτούς ως πανεπιστημιακή διατριβή, η ζωή μιας γυναίκας σύγχρονης που ταξιδεύει ανάποδα στο τρένο. Κοιτάζοντας στο κεφάλι της και στο παρελθόντα αεί μεταβαλλόμενο χρόνο ενώ βιώνει ταυτόχρονα και μια πραγματικότητα που θυμίζει το παιχνίδι με τις μπάμπουσκες ή τα κάτοπτρα, μοιάζει με κινούμενη άμμο.
Εξάλλου: «Ο χρόνος είναι σαν τρένο. Μέσα του είμαστε στοιβαγμένοι σαν τα ζώα επί σφαγή ή σαν πολύχρωμες πεταλούδες που, αργά ή γρήγορα, θα βγουν απ’ το παράθυρο. Η ποιότητα της μεταφοράς εξαρτάται τόσο από αντικειμενικές συνθήκες (θερμοκρασία, ώρα της μέρας, τυχόν συνωστισμός), όσο κι από υποκειμενικές. Οι τελευταίες είναι δύσκολο να οριστούν και να καταγραφούν, χοντρικά όμως θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουν να κάνουν με τις σκέψεις που κουβαλάει ο καθένας στο κεφάλι του στη διάρκεια της μεταφοράς του στον εκάστοτε προορισμό. Οι σκέψεις αυτές μπορεί ν’ αναμασούν χθεσινά γεγονότα, παλιότερες αναμνήσεις, σχέδια για το μέλλον, ευχές, βρισιές, τους στίχους ενός τραγουδιού, τι έφταιξε για το άλφα ή το βήτα ή γενικότερα, άγχη σχετικά με την ώρα άφιξης, το τελευταίο μήνυμα στο κινητό. Γι’ αυτόν το λόγο είναι δύσκολο να πούμε αν το ταξίδι είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, εδώ καλά καλά δεν ξέρουμε πόσο διαρκεί. Οι γνώμες έχουν φτάσει να διχάζονται ακόμα και ανάμεσα σε άτομα που διανύουν την ίδια ακριβώς διαδρομή…»
Κι ενδεχομένως αυτό να είναι και το κλειδί όλου του βιβλίου.
Το κοριτσάκι που ήθελε να γίνει Χριστός και που μεγάλωσε, η Λίνα που ερωτεύεται, προδίδει, γίνεται για κάποιον Μιχαλοίνα και προδίδεται, ανακαλύπτει μυστικά οικογενειακά μέσα στα μπαούλα, μπαινοβγαίνει ανάμεσα σε πραγματικότητα, τέχνη και όνειρο, και ταυτίζεται με τις κατακερματισμένες φιγούρες του ζωγράφου που λατρεύει.
Τριγύρω τους γονείς, αδέλφια, φίλοι και εραστές, γιαγιά που όταν συνέρχεται απ’ τη νάρκωση μιλάει γαλλικά που δεν γνωρίζει, σπαρταριστές ιστορίες εγκιβωτισμένες. Άλλες φανταστικές κι άλλες από την οικογενειακή μυθολογία.
Σαν κουβαράκι πολύχρωμο που ξετυλίγεται αριστουργηματικά, αφήνοντας στους συνειρμούς τον πρώτο λόγο.
Με γλώσσα θηλυκή και κομψή, με φαντασία γεμάτη χρώμα που οργιάζει, με χιούμορ ιδιότυπο και αυτοδιάθεση… ταξιδιωτική: εφόσον όλα είναι δρόμος και η ζωή μας όλη «μεταξύ συρμού και αποβάθρας».
Μια ιστορία σαν καθρέφτης σε καθρέφτη. Ποιητική (ανοιγοκλείνει Τάσος Λειβαδίτης τα κεφάλαια), ατμοσφαιρική, άλλοτε θρίλερ κι άλλοτε τρυφερό παραμύθι. Που επιτυγχάνει τα πάντα, ενώ φαινομενικά δεν επιδιώκει τίποτα: «Τίποτα δε θέλω να πω με τη ζωγραφική μου. Η ζωγραφική μου είναι μια γλώσσα από μόνη της». «Όπως η μουσική;» «Όπως η μουσική. Ο καθένας την ακούει και σκέφτεται τις δικές του ιστορίες». Τότε θα μου μπει η ιδέα ν’ αφήσω τους καλλιτέχνες, να σηκώσω το βλέμμα μου στο ταβάνι και να ρωτήσω απευθείας το Θεό: «Τι συμβαίνει σε αυτό το τρένο εκεί κάτω;» Κι εκείνος αντί για απάντηση θα κελαηδίσει σαν αηδόνι».
Αυτό είναι το βιβλίο, μια ιστορία που σου μιλά σε πολλές γλώσσες. Μπορεί και στον καθένα μας, να «τραγουδήσει» διαφορετικά. Αναλόγως με τις μουσικές που, ο καθένας μας κουβαλάει.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Έλενα Μαρούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967.
Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία και στις Εικαστικές Τέχνες στο Reading University, στην Αγγλία.
Έχει ασχοληθεί με τη φωτογραφία και με το κολλάζ.
Το μυθιστόρημα «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» είναι το τρίτο βιβλίο της. Τα δύο προηγούμενα είναι οι συλλογές διηγημάτων:
«Του ύψους και του βάθους» και
«Οι προδοσίες των ονομάτων».
ΥΓ. Γύρισα. Απ' την Αγία Πετρούπολη γύρισα, αλλά ο νους μου βρίσκεται ακόμα εκεί. Να πίνει καφέ εκεί όπου ήπιε το τελευταίο ο Πούσκιν και να ακολουθεί την διαδρομή του στο θάνατο, να ανάβει κεράκι εκεί όπου άναβε ο Ντοστογιέφσκι κάποτε. Στην κούκλα και στο αλογάκι στο δωμάτιο των παιδιών. Σε εκείνο το συγκλονιστικό γραφείο. Στην τρύπα στο μέρος της καρδιάς, σ' εκείνο το μαύρο γιλέκο. Στις Λευκές Νύχτες που πρόλαβα, εκείνη την τελευταία. Τώρα, Λευκές Νύχτες, αλλιώς. Και Ντοστογιέφσκι και Πούσκιν και Τσέχωφ και Τολστόι αλλιώς. Και “Άννα Καρένινα” διπλή στα ρωσικά. Ίσως κάποτε μάθω να την διαβάζω σωστά. Την άλλη φορά, “μεταξύ συρμού και αποβάθρας”, από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη με τρένο, σαν... Καρένινα. Αμέ!