Τα θέματα προς συζήτηση, όπως μας δόθηκαν: Παρουσίαση βιβλίου: Διαφήμιση ή Βιβλιοκριτική; Ελληνικά, μεταφρασμένα ξενόγλωσσα κείμενα: Κριτήρια επιλογής και αναγνωστικό κοινό. Μεταφρασμένη λογοτεχνία: Απόδοση ή Δημιουργία; Λογοτεχνία της περιφέρειας ή «περιφερειακή» λογοτεχνία; Η διοργάνωση ανήκε στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου, με μεγάλη διεθνή, πολιτιστική και εκδοτική δράση πίσω του, και το θέμα της ημερίδας ήταν «Τύπος και βιβλίο». Τα αποτελέσματα, έκπληξη και για μας τους ίδιους.
Βιβλία στοίβες που κοντεύουν να μας θάψουν, αγωνία να σταθούμε επαρκείς και έντιμοι στο ύψος των περιστάσεων, οι νέοι που απαιτούν ρίσκο και χρόνο, το κοινό που δεν καθοδηγείται αλλ’ επ’ ουδενί θα πρέπει και να μας καθοδηγεί, η επιλογή που είναι άποψη, ο κριτικός που οφείλει να υπηρετεί, εν τέλει, την λογοτεχνία. Η μετάφραση που είναι δημιουργία, η λογοτεχνία που αντέχει κι ανθίζει πέρα απ’ τον χρόνο κι απ’ τον χώρο. Διότι ειπώθηκε κι αυτό, όσον αφορά την «λογοτεχνία της περιφέρειας», μόνο οι δημόσιες σχέσεις μπορεί να έχουν αθηνοκεντρική αφετηρία. Η λογοτεχνία είναι ΜΙΑ και δεν γνωρίζει ούτε όρους, ούτε και όρια: χρονικά ή γεωγραφικά. Και ο χρόνος, ο μέγας φίλος της, ευτυχώς, που θα αναλάβει να ξεχωρίσει τα πάντα. Βιβλίο και Χρόνος, θα παραμείνουν οι καλύτεροι φίλοι.
Το μόνο που απαιτείται από μας, χρόνος και καρδιά ανοιχτή, επειδή – παραφράζοντας τον γέροντα Πορφύριο, «σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός- και το καινούργιο στη λογοτεχνία- δεν εισχωρεί, δεν παραβιάζει».
Υγ. Δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής,
Η βιβλιοθήκη του Σύμπαντος, Το βιβλίο- Ζαριά που καταλύει το τυχαίο
Ο Θεός, κατά τον Μπόρχες, είναι ένα κυκλικό βιβλίο.
Το σύμπαν, έχουν ισχυριστεί, είναι η Μεγάλη Βιβλιοθήκη Του. Ο Άνθρωπος, η Καινή Διαθήκη Του. Και ό,τι υπάρχει, είναι σκέψη του άπειρου Θεού: η Φύση είναι η πρόζα του και ο Άνθρωπος, η ποίησή του. Το Λεξικό είναι το Σύμπαν κατ’ αλφαβητική σειρά, κατά τον Ιμπν Αραμπί (και όλα αυτά στο «Μπέθ» του Δημήτρη Καλοκύρη).
Κι εμείς συμφωνώντας απολύτως με τον Μαλαρμέ, ναι «ο κόσμος έγινε για να χωρέσει σ’ ένα βιβλίο» δεν σας προτείνουμε τίποτα λιγότερο παρά: τον κόσμο, την σκέψη του άπειρου Θεού, ένα μέρος του σύμπαντος.
Οι προθήκες, απ’ αρχής δημιουργίας των βιβλιοπωλείων, ήταν γεμάτες από παράλληλους κόσμους που ερμηνεύουν το ακατανόητο, από αποκαλυπτικές ζωές που βάζουν τάξη στο χάος, από βιβλία για γνώση, για συντροφιά, από βιβλία ιαματικά, φιλοσοφικά, μαγικά και μαγευτικά, από βιβλία- ανθρώπους, από βιβλία- ταξίδια! Από βιβλία, όσα και οι αναγνώστες- συνδημιουργοί. Έτσι ή αλλιώς, διαβάζουμε, με ό,τι έχουμε, με ό,τι είμαστε. Ενδεχομένως γι’ αυτό και στην εποχή της υπερπληροφόρησης, οι βιβλιοθήκες μας πια και να θυμίζουν Βαβέλ. Φυσικά, βρίσκεις τα πάντα: άχυρα και διαμάντια, αρκεί η επιλογή να μην είναι… τηλεοπτικής λογικής.
Διότι αυτό που προέχει - σε όλα, τα κάνει άλλα- είναι το κίνητρο. Στα πάντα! Αλλά στα πάντα! Στην αμαρτία. Στο έγκλημα. Στην εξέλιξη. Στις επιδιώξεις. Στις επιλογές. Φυσικά και στην ανάγνωση και στη συγγραφή.
Αυτό το γνωρίζουμε ενδεχομένως και γι’ αυτό η Μάργκαρετ Άτγουντ «Συνομιλώντας με τους νεκρούς» μάζεψε κίνητρα. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Επειδή με ευχαριστεί. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο. Για να κοροιδέψω τον Θάνατο. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά. Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για προσωπική έκφραση. Για προσωπική ευχαρίστηση. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, δεν είναι μόνο συγγραφικό, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω. Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή.
Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για να σκοτώσω την ώρα μου. Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά.
Και τα… ευπώλητα, ίσως;
«Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν. Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ταρακουνά βίαια σαν γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο ν’ αρχίσουμε να το διαβάζουμε; Αυτό που χρειαζόμαστε είναι βιβλία που μας γρονθοκοπούν σαν την πιο οδυνηρή συμφορά, σαν τον θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο κι από τον εαυτό μας, που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να μας έχουν εξορίσει στα άγρια δάση, μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία, σαν αυτοκτονία. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό πιστεύω εγώ».
Αυτά πιστεύει ο Alberto Manguel στην περίφημη «Ιστορία της ανάγνωσης». Επειδή ένα βιβλίο μπορεί και να είναι για μας η «ζαριά που καταλύει το τυχαίο».
Αλλ’ επειδή, είπαμε, με ό,τι έχουμε διαβάζουμε, ό,τι είμαστε, για να μας συμβεί κάτι, θα πρέπει να το θελήσουμε, να είμαστε ήδη ανοιχτοί. «Σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός δεν εισχωρεί, δεν παραβιάζει» (γέρων Πορφύριος), και σε εποχές που συνηθίζουμε να βαδίζουμε τρέχοντας και όλοι μαζί, «ο μοναχικός αναγνώστης ίσως να είναι είδος προς εξαφάνιση». Ίσως και να έχει χάσει ήδη για πάντα «την απόλαυση αυτής της μοναξιάς». Την καταλυτική συνάντηση με ένα βιβλίο. Την ανάγνωση που, ως ζαριά, μπορεί και να καταλύσει το τυχαίο.
Εκείνο που παραμένει, ανώδυνο κι ασήμαντο: «σκοτώνω τον χρόνο μου», διαβάζοντας ό,τι με κολακεύει ή ό,τι μου είναι οικείο, φοβάμαι, τελικά.
Κι εδώ μπαίνει ο ρόλος μας. Η εντιμότητα, η ευθύνη μας, η ευχαρίστησή μας, εμείς: οι ενδιάμεσοι.
Κολλημένοι ο ένας – ίσως- στις επιλογές του άλλου. Παρασυρμένοι από την βιαστική, εμπορική, εκδοτική λογική. Σε λίγους μήνες ένα βιβλίο σαν γιαουρτάκι πια, λήγει, παλιώνει. Αυτό που απομένει είναι ό,τι βγήκε, ό,τι διαφημίστηκε, ό,τι κάτι μας θυμίζει ή μας ευχαριστεί. Το «σημαντικό» και το «διαφορετικό» προυποθέτει και Ρίσκο και Χρόνο. Κι η εποχή μας δεν είναι αυτής της λογικής.
Πριν από μερικά χρόνια, ξεγελαστήκαμε άπαντες ότι ζούμε εκδοτική και δημοσιογραφική άνοιξη, όσον αφορά το βιβλίο. Βιβλία πολλά και σελίδες αρκετές. Το βιβλίο, προιόν, από τις διαφημίσεις φτάναμε ως και στα… αφιερώματα. Οι κατάλογοι των ευπωλήτων να σε φέρνουν πριν από το… εγκεφαλικό: Έκο και Μάγισσες, ίσα κι όμοια, «Με λένε Μαίρη και είμαι καλά» και Μπόρχες, μαζί!
Η υποχρέωσή μας, να αναφερθούμε στα πάντα? Ή σε ό,τι αξίζει, και ποιος θα το αποφασίσει (και πώς) αυτό από μας?
Η τραγική, αλλά και ευνοημένη τελικά θέση μου στο να «πατώ σε δυο βάρκες» (δηλαδή γράφω αλλά και διαβάζω) μου έχει αποκαλύψει με τρόπο ομολογουμένως οδυνηρό, πολλά. Αντί να δώσουν λύση, εντείνουν το δίλημμα:
Επιλέγω ή παραθέτω ακρίτως;
Και όταν επιλέγω, αυτοσχεδιάζω, ακολουθώ, ή αναζητώ, διότι εν γνώσει μου πια «μέσα στη φασαρία το χάνεις το σημαντικό;» Και πώς αγνοείς εκείνο για το οποίο γράφουν οι πάντες; Πώς γυρίζεις την πλάτη σου, όσον αφορά την κριτική, στο αναγνωστικό κοινό;
Επ’ ουδενί βεβαίως η βιβλιοκριτική δεν μπορεί να είναι διαφήμιση, μπορεί όμως να είναι καθαρά προσωπική επιλογή: διαβάζω ό,τι μ’ αρέσει ή ό,τι εικάζω, ό,τι θα μ’ αρέσει και είμαι αρκούντως ανοιχτή: σε ό,τι καινούργιο, ακόμα και όταν μας υπερβαίνει. Αλλά «κακό χωριό τα λίγα σπίτια», και φοβούμαι ότι συνήθως δεν συμβαίνει αυτό.
Η σίγουρη… επιλογή- λύση, σε ελληνικά ή ξενόγλωσσα, το ήδη γνωστό! Ό,τι γνωρίζουμε, διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε, σαν φίδι που δαγκώνει την ίδια του την ουρά. Το διαφορετικό, απαιτεί κόπο και χρόνο, και η βραδύτης καθόλου δεν συνάδει με την βιαστική, γρήγορη, εύπεπτη εποχή.
Στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, κι εκεί, «το γνωστό» αποτελεί την εγγύηση. Εξάλλου ο μεταφραστής θα πρέπει να είναι με τον συγγραφέα, συγγενικής λογικής. Μπορείτε να φανταστείτε Μπόρχες χωρίς Κυρακίδη ή Καλοκύρη; Γιουρσενάρ δίχως Χατζηνικολή? Το πόσο σημαντική είναι η Πρου από τον Αύγουστο Κορτώ το διαπίστωσα. Και ποιος από μας που αγαπά τον Μαγιακόφσκι, αναλόγως τον Ρίτσο ή τον Ελύτη, δεν είναι ήδη σίγουρος για της μετάφρασης την δημιουργική λογική; Ακόμα και η θέση του «και», κάνει την πρόταση, μια άλλη.
Όσο για την «λογοτεχνία της περιφέρειας», μόνο οι δημόσιες σχέσεις μπορεί να έχουν αφετηρία αθηνοκεντρική. Η λογοτεχνία είναι ΜΙΑ και δεν γνωρίζει ούτε όρους, ούτε και όρια: χρονικά ή γεωγραφικά.
Και ο χρόνος, ο μέγας φίλος της, ευτυχώς, θα αναλάβει να ξεχωρίσει τα πάντα. Γι’ αυτό λοιπόν κανείς από μας ας μην ανησυχεί.
Βιβλίο και Χρόνος, θα παραμείνουν οι καλύτεροι φίλοι.
Τύπος και Βιβλίο… Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να σας πω.
Με ό,τι έχει κανείς επιλέγει, ό,τι είναι. Δυστυχώς, για τους περισσότερους από μας, αγαπάμε ό,τι μας μοιάζει και όχι ό,τι αξίζει.
Ελπίζω να μη σας κούρασα πολύ. Ευχαριστώ.
Υγ. Τα όσα είχα γράψει ως ελένη γκίκα για την Ημερίδα