“Ηταν σίγουρος ότι οι καθρέφτες, μπροστά στους οποίους οι γυναίκες στολίζονταν πριν τις φιλήσουν – ή πριν τις δολοφονήσουν-, αποτύπωναν κάτι από το πρόσωπό τους. 'Ομως, σε τούτο τον αδιάφορο κόσμο, κανείς δεν είχε σκεφτεί ν' ασχοληθεί μαζί τους.
“ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ” του Ισμαήλ Κανταρέ. Μετάφραση από τα αλβανικά: Τηλέμαχος Κώτσιας. Εκδ. “Ελληνικά Γράμματα”, σελ. 320, € 18
“Το ερώτημα, τι θα μπορούσαν να ήταν οι δυο κύριοι πρωταγωνιστές, ο Μπεσφόρτ Υ. και η Ροβένα Αγ., προέκυπτε αβίαστα ήδη από το μέσον του φακέλου. Δυο κοινοί άραγε άνθρωποι που έπαιζαν θέατρο, που προσποιούνταν δηλαδή πως ήταν εραστές, σύμφωνα με όλα τα κλισέ, και οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ο πελάτης με την πόρνη του, ή το αντίθετο; δυο εραστές πολυτελείας που, όπως οι αλλοτινοί πρίγκιπες, κυκλοφορούσαν ινκόγκνιτο στην πόλη, σαν κοινοί θνητοί, θέλοντας να κρύψουν τον έρωτά τους, παριστάνοντας εκείνη την πόρνη κι εκείνος τον καρδιοκατακτητή;
Σε μιαν άλλη πιο βαθιά προσέγγιση, ο ερευνητής θεωρούσε ότι ο Μπέσφορτ Υ. και η φίλη του ήταν απλώς δυο άτομα που είχαν παρεκκλίνει από την τάξη των πραγμάτων”...
Στην προκειμένη περίπτωση με μεγίστη δεξιοτεχνία ο Ισμαήλ Κανταρέ υπογράφει ένα μυθιστόρημα που σίγουρα παρεκκλίνει από την τάξη των... ειδών, εφόσον από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει μετά βεβαιότητος αν πρόκειται για μια φλογερή ερωτική ιστορία με μοιραίο τέλος ή για ένα λανθάνον αστυνομικό μυθιστόρημα, εξάλλου ο συγγραφέας μας έχει συνηθίσει σε ένα πάντρεμα ακριβώς των ειδών. Εγκιβωτίζοντας την ιστορία μέσα στην Ιστορία, τον έρωτα και το τυχαίο μέσα στην Πολιτική.
Και φυσικά αναποδογυρίζει ευθύς εξαρχής τα πάντα. Δηλαδή, ξεκινά απ' το τέλος. 'Ενα ταξί στην Αυστρία ξεφεύγοντας από την πορεία, οδηγεί στα τάρταρα και τον θάνατο τους δυο εραστές. Ο επιζήσας οδηγός δε θυμάται παρά το γεγονός ότι “προσπαθούσαν να... φιληθούν” να τον θέτει εκτός πορείας.
Οι ταυτότητες των ηρώων, οδηγούν αναγκαστικά τον ερευνητή και αφηγητή του βιβλίου σε σκέψεις σύνθετες και αινιγματικές:
“Υπάρχουν κι άλλες όψεις της αλήθειας, εκτός από εκείνη που νομίζουμε πως βλέπουμε”, είπε χαμηλόφωνα. “Αλλά δεν τις ξέρουμε. Δεν θέλουμε να τις ξέρουμε. Δεν το αντέχουμε. Ίσως να μην είναι ορατές”.
Και ακολουθώντας τις απαραίτητες αρχετυπικές, κανταρικές αναφορές, επιμένει:
“Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αρχαίοι υποψιάζονταν πως οι θεοί δεν έδωσαν στους ανθρώπους την υπέρτατη γνώση. Γι' αυτό και συνήθως δεν μπορούμε να διακρίνουμε αυτό που συμβαίνει- είμαστε τυφλοί'.
Για να προσεγγίσει την αλήθεια, καταφεύγει στις μαρτυρίες φίλων, γνωστών. Και συνθέτει το χρονικό ενός έρωτα, με δάνειο την διασωθείσα αλληλογραφία, έτσι ο αναγνώστης διαβάζει εγκιβωτισμένη στην ιστορία και την ερωτική ιστορία των εραστών. Αλλά ο Κανταρέ, αγαπά τα αινίγματα. Εξάλλου και στη ζωή πάντα δεν μένει ένα μισάνοιχτο τέλος; Ανοιχτό στο ενδεχόμενο και στο τυχόν λάθος ανθρώπινο υπολογισμό.
“Τώρα θα μείνει και πάλι μόνος, παρέα με το αίνιγμα των δυο ξένων, τη λύση του οποίου κανείς δεν του την είχε ζητήσει”, θα αποδεχθεί. Ακολουθώντας με τον γρίφο του και την δική του διαδρομή ως το τέλος. Μοναδικός μάρτυρας, ο καθρέφτης, “το πειστήριο”, ε θα τους ζητήσει, λοιπόν, να τον θάψουν μ' αυτόν!
“Ηταν σίγουρος ότι οι καθρέφτες, μπροστά στους οποίους οι γυναίκες στολίζονταν πριν τις φιλήσουν – ή πριν τις δολοφονήσουν-, αποτύπωναν κάτι από το πρόσωπό τους. 'Ομως, σε τούτο τον αδιάφορο κόσμο, κανείς δεν είχε σκεφτεί ν' ασχοληθεί μαζί τους.
Διατηρούσε την ελπίδα πως ό,τι συνέβη στο ταξί που μετέφερε τους δυο εραστές στο αεροδρόμιο, πριν από χίλια χρόνια, θα είχε αφήσει ένα ίχνος, έστω και εντελώς αδιόρατο, στην επιφάνεια του καθρέφτη”...
'Ενα αριστουργηματικό μυθιστόρημα- κομψοτέχνημα, που είναι όλα: ιστορία, έρωτας, κατασκοπεία, αστυνομικός ή υπαρξιακός γρίφος, ψυχολογικό παιχνίδι για γερά νεύρα, σκάκι για παίχτες γερούς, πολιτική, λογική... σπαζοκεφαλιά σαν το θεώρημα του Φερμά ή σαν την εικασία του Γκόλντμπαχ, τόσο φαινομενικά απλή αλλά πάντα, πάντα, για την λύση κάτι θα σου διαφεύγει.
Πολυεπίπεδοι χαρακτήρες, σχιζοφρενικά μεγαλοφυής ο ερευνητής, ερωτική ιστορία σαν κινούμενη άμμος, “έτσι είναι αν έτσι νομίζετε εσείς”, κι ο έρωτας σαν τον Θεό ή σαν την ιδεολογία, μπορεί αλήθεια, αλλά μπορεί και επινόηση. Ίσως ψευδαίσθηση, αλλά μπορεί και όντως ζωή.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο Ισμαήλ Κανταρέ (Ismail Kadare) είναι ένας από τους σημαντικότερους, σύγχρονους, διεθνώς αναγνωρισμένους Αλβανούς συγγραφείς. Γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1936 στο Αργυρόκαστρο της Αλβανίας. Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορικών και Φιλολογικών Σπουδών του Πανεπιστημίου των Τιράνων και στη συνέχεια στο Ινστιτούτο Γκόρκι της Μόσχας.
Οι απόψεις διίστανται ως προς το αν ο συγγραφέας υπήρξε αντιφρονούντας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του κομμουνιστικού καθεστώτος. Κάποια από τα γνωστότερα έργα του, όπως το μυθιστόρημα «Το παλάτι των ονείρων» το οποίο λογοκρίθηκε από την εξουσία, χρησιμοποιούν δυνατούς συμβολισμούς κι έξυπνες αλληγορίες προκειμένου να καταγγείλουν το κλίμα καταπίεσης και ολοκληρωτικής καταπάτησης των πολιτικών δικαιωμάτων που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του απολυταρχικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Κάποιοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι ο Κανταρέ δεν υπήρξε ποτέ αντιφρονούντας. Οι τελευταίοι βασίζουν την άποψή τους στον ισχυρισμό ότι ο συγγραφέας είχε ουσιαστικά την υποστήριξη του Χότζα. Στην πραγματικότητα, έως τη μεταβατική περίοδο που το καθεστώς άρχισε ν' αλλάζει πρόσωπο και να γίνεται αυταρχικό, ο Κανταρέ υπήρξε στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος, έχοντας το προνόμιο να ταξιδεύει σε χώρες του εξωτερικού.
Το 1960 η Αλβανία διακόπτει τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση και ο συγγραφέας φεύγει από τη Μόσχα κι επιστρέφει στην πατρίδα του. Έχοντας αρχικά συστηθεί στα αλβανικά γράμματα ως ποιητής, το 1963 εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο στρατηγός ενός νεκρού στρατού» με το οποίο καθιερώνεται ως ένας από τους σημαντικότερους Αλβανούς λογοτέχνες της γενιάς του. Από τότε έως τις μέρες μας ο Κανταρέ εξακολουθεί να βρίσκεται ανελλιπώς στην πρωτοπορία της πολιτιστικής ζωής του τόπου του. Κατά τη διάρκεια της τρομοκρατίας που εξαπέλυσε ο Χότζα στους αντιφρονούντες του καθεστώτος, ο συγγραφέας αντιστάθηκε στη σαρωτική επιβολή του ολοκληρωτισμού και τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με την απλότητα, την αμεσότητα και τις δυνατές αλληγορίες της γραφής του. Παράλληλα, υποσκάπτοντας το απολυταρχικό πνεύμα του καθεστώτος, παρέμενε τυπικά στις τάξεις του κόμματος, προκειμένου να μπορεί να εκδίδει ανενόχλητος τα έργα του.
Το 1990, λίγο πριν από την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία, ο Κανταρέ διέφυγε στη Γαλλία αναζητώντας πολιτικό άσυλο, διακηρύσσοντας ότι «η δικτατορία και η αυθεντική λογοτεχνία είναι δύο έννοιες ασυμβίβαστες κι εκ διαμέτρου αντίθετες», καθώς και ότι «ο συγγραφέας είναι από τη φύση του εχθρός της δικτατορίας». Σύντομα ο Κανταρέ αναγνωρίστηκε επισήμως από τον κύκλο των διανοουμένων στη Γαλλία και το εξωτερικό, οι οποίοι εκτίμησαν δεόντως την αξία του συγγραφικού του έργου. Την τελευταία δεκαετία, ο συγγραφέας μοιράζει πλέον το χρόνο του μεταξύ Γαλλίας κι Αλβανίας, έχοντας επιστρέψει στη χώρα του από το 1999, έπειτα από μια μεγάλη περίοδο απουσίας.
Ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα του Ισμαήλ Κανταρέ έχουν εκδοθεί σε περισσότερες από σαράντα χώρες ανά τον κόσμο, ενώ ο ίδιος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους πεζογράφους του 20ού αιώνα. Το 2005 τιμήθηκε με το πρώτο Διεθνές Βραβείο Μαν Μπούκερ (Man Booker International Prize), ενώ παράλληλα ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τα κυριότερα μυθιστορήματά του είναι: "Το γεφύρι με τις τρεις κάμαρες", "Το λυκόφως των θεών της στέπας", "Το χρονικό της πέτρινης πόλης", "Τα ταμπούρλα της βροχής", "Το κονσέρτο", “Ρημαγμένος Απρίλης”, "Το τέρας", "Η πυραμίδα", "Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών", "Ποιος έφερε την Ντορουντίν", "Spiritus", "Φεγγαρόφωτο", "Ο αετός", "Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και άλλες ιστορίες", "Φάκελλος Ο", "Τρία τραγούδια πένθιμα για το Κοσσυφοπέδιο". Επίσης τα δοκίμια: "Αισχύλος ο μεγάλος αδικημένος", "Πρόσκληση στο εργαστήρι του συγγραφέα".