20/5/10

Τα ταξίδια είναι πρόσχημα, για τους μοναχικούς

“Βλέπεις όλοι έχουμε τα σημάδια μας. Είναι οι ιστορίες των προσωπικών μας πολέμων. Όλα θα τελειώσουν σε λίγο. Δίχως πόνο. Η ζωή πονάει. Ο θάνατος, όχι”.

“Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΡΕΦΤΑΚΙ” της Μοσχούλας Κοντοσταύλου. Εκδ. “Αρμός”, σελ. 248, € 15

“Πόσα πράγματα που μας έχουν ενοχλήσει έρχεται η στιγμή που θέλουμε να τα προσκυνήσουμε!” Αυτό λέει, έτσι σαν ανάσα, αεράκι, απαλά- απαλά, κι αυτό κάνει. Σκύβει και προσκυνά τους νεομάρτυρες. Φωτίζοντας τις σκοτεινιές, τη μοναξιά, το πάθος και το λάθος, το μάθος και την χαρμολύπη μιας ζωής που είναι αυτό ακριβώς: φως και φωτιά, βάσανο και βάλσαμο, φαρμάκι και θεραπευτικό βοτάνι.
“Γιατί είσαι απαρηγόρητη, Θεοκτίστη;”
“Γιατί γεννήθηκα και γιατί θα πεθάνω”.
“Και το ενδιάμεσο που ζεις;”
“Ζωή τη λες;”
“Όμως υπάρχει κάτι παντοτινό, ε; Δεν υπάρχει;”
“Για την αγάπη λες; Τόσο παντοτινή, όσο και οι στιγμές που τη νιώθεις”.
“Την αγάπη δεν τη νιώθεις. Την έχεις”.
Η Μοσχούλα Κοντοσταύλου, στα διηγήματά της “Η γυναίκα με το καθρεφτάκι” (εκδόσεις “Αρμός”, με το εντυπωσιακά ενταγμένο στο θέμα εξώφυλλο, έργο του ζωγράφου Άλκη Γκίνη.
“Τα ταξίδια είναι πρόσχημα, για τους μοναχικούς”, είπε.
“Τριάντα πέντε χρόνια ψάχνω εμένα την ίδια” του απάντησα “αναζητώντας τις αναμνήσεις μου, στάλα στάλα”.
Την γνωρίσαμε με “Τα γιασεμιά του Αυγούστου”, διηγήματα επίσης, από τις εκδόσεις “Φιλιππότη”. Φωνή βαθιά και ουσιαστική, αλλιώτικη.
“Πιες” μου λέει “εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Σ' το υποσχέθηκα”.
Πίνω. Γλυκιά, ζεστή, μυρωμένη αίσθηση, σαν αγάπη. Το χέρι μου προσπαθεί ν' ανηφορίσει στο πρόσωπό του. Δεν τα καταφέρνω. Αφήνομαι στο στήθος του. Κι άλλη αχλύ σκεπάζει τα μάτια μου. Τα κλείνω. Το σώμα και η χλαίνη του μυρίζουνε σαν χλοισμένος κάμπος.
Η Ειρήνη απ' την αυλή του Πειραιά, η Αρμελίνα, η Αννέτα με το καθρεφτάκι, η Γρανέτα, ο Πιέρρος, η Τζανετίνα με το Μπατιστάκι της, ο Φραντζέσκος, ο Βιτόριο, όλοι και όλα ανάμεσα στις πρασινάδες.
Απλώνω τα χέρια να τους αγκαλιάσω”.
Πέντε νουβέλες που θα μπορούσαν να γίνουν – είναι- μυθιστορήματα ζωής, σπαράγματα ιστορίας, κοινωνιολογίας, ψυχολογίας, τα κομματάκια είναι όλων των γυναικών, που μέσα από έναν αυθεντικό κόσμο που χάνεται, πάει, πέφτει σε κώμα, τολμούν και κοιτούν στο καθρεφτάκι τους, άλλοτε το φεγγάρι στο πηγάδι, κι άλλοτε το πεπρωμένο που υπάκουα ακολούθησαν, ή τ' άλλο που διεκδίκησαν επαναστατώντας.
Πληρώνοντας το τίμημα στο ακέραιο, κάθε φορά.
Στην πρώτη ιστορία, “Η γυναίκα με το καθρεφτάκι” που δίνει και τίτλο στη συλλογή, δυο γυναίκες σε παράλληλους βίους. Να συναντούνται καθημερινά, να αλληλοστηρίζονται, κι από απόλυτο σεβασμό στην ζωή και στα μυστικά, και η μία στην άλλη, να σωπαίνουν. Στο μεταξύ, ερωτεύονται, απογοητεύονται, στοιχειώνουν μέσα στην αναμονή, στο ρόλο, στο νησί τους και στη μοναξιά. Τολμούν κι η μία επαναστατεί, η άλλη κάνει το άλμα και πέφτει στον καθρέφτη σαν την Αλίκη των θαυμάτων για να λυθούν τα αινίγματα. Ηλιοτρόπια, όπως κι οι άλλες...
Στα “Ηλιοτρόπια”, που ακολουθούν, η αυλή των θαυμάτων: Η προπολεμική Ελλάδα και η Ελλάδα του μεσοπολέμου. Η Ελλάδα της αντιπαροχής και της εσωτερικής μετανάστευσης. Σπαράγματα ζωής που είναι, εν τέλει, το Όλον. Μια αυλή που είναι η πινακοθήκη μιας Ελλάδας που ματώνει αλλά ζει, που γονατίζει αλλά ελπίζει. Η Αρμελίνα κι η Λαμπρινή, η Εργινούλα, η Αμαλία και η Αρετή, η Καλυψώ, αλλά κι ο Σταύρος, ο Μιχάλης... Άλλες με σκυμμένο κεφάλι, πιστές, υπάκουες και ταπεινές. Επαναστατημένες και ξεστρατημένες άλλες, όλες πιστές το ρόλο τους σε μια παράλογη παράσταση που η συγγραφέας σκύβει με αγάπη και δέος, αφουγκραζόμενη κάθε μυστική φωνή.
Στο “Ταξίδι στο Κάπρι” η Γρανέτα κι ο Λούκας αξιώνονται τον επί της γης παράδεισο. Καταλύοντας σύνορα, χώρο και χρόνο. Διορθώνοντας σαν καλλιτέχνες το όποιο λάθος ζωής. Αλλά και πάλι ανθρώπινο λάθος, από ανθρώπινο χέρι.
Στη “Φαρμακολύτρια” ξανά συναντούνται οι άτολμοι εραστές. Έστω, όταν “πού πια καιρός”, αλλά ωστόσο φτάνουν. Στην αλήθεια του ο καθένας και στα μύχια βάθη της δικής του ψυχής. Μια γυναίκα συναντά τον πρώτο της έρωτας σχεδόν στο πουθενά, μετά από χρόνια.
Στην “Θεοκτίστη”, η συγγραφέας κάνει κύκλο και επιχειρώντας την υπέρβαση με σουρεαλιστική αυτή τη φορά αφήγηση σαν ζωή, μήπως αυτό δεν είναι η ζωή; Όνειρο μέσα σε όνειρο; Ενώνει τα ασύνδετα, κι απλώνει το χέρι σε ζώντες και σε νεκρούς. Σε ήρωες διότι υπάρχει και η έκτη ήπειρος των ηρώων και των ιστοριών, και πηγαίνοντας εκεί, όλους τους βρίσκει και τα δικά της χαμένα κομμάτια, αναζητώντας τον τελικά ξανακερδισμένο χρόνο. Διότι όλα είναι κύκλος. Κι όλα αρχίζουν ξανά και ξανά και ξανά...
“Όσο σκαρφάλωνα γύριζα το κεφάλι κι αντίκριζα την καταστροφή. Νούλα κι ανώφελα όσα μάταια και χρήσιμα πασχίζανε οι άνθρωποι στη ζωή τους...
Το νησί, βράχος στρογγυλός στη θάλασσα, μ' έμαθε από νωρίς, πως η ζωή δεν είναι ευθεία στεριά να τη διασχίσεις και να φτάσεις κάπου στα σίγουρα, αλλά όσο κι αν βαδίζεις, όπου κι αν πας, πάντα θα καταλήγεις στην αρχή, για να την ψάξεις. Κι άκρη δεν υπάρχει. Ανέβαινα λοιπόν να κρυφτώ στα σπλάχνα της γης. Για μια καινούργια αρχή ή τέλος, ποιος ξέρει”.
Στο ενδιάμεσο, αλήθειες που αιμορραγούν:
“Δεν ήθελα να γίνω μάνα. Αβάσταχτο. Το μόνο που ήθελα ήταν να μ' αφήσουν αθέατη κι αθόρυβη ν' ανοίγω ορύγματα εντός μου”.
Και ανομολόγητοι φόβοι:
“Μη φοβηθείς” μου λένε. “Βλέπεις όλοι έχουμε τα σημάδια μας. Είναι οι ιστορίες των προσωπικών μας πολέμων. Όλα θα τελειώσουν σε λίγο. Δίχως πόνο. Η ζωή πονάει. Ο θάνατος, όχι”.
Όλα τα λέει. Σε ένα κείμενο σαν ακριβό υφαντό, τόσο πυκνό, που αντέχει σαν μπάμπουσκα σε πάμπολλες αναγνώσεις. Με έναν αφηγηματικό τρόπο σαν ύμνο βυζαντινό, μουσικό, με λέξεις σαν τα λουλούδια του κάμπου, αχειροποίητα εντελώς κι ας παίζει η ίδια με τόση δεξιοτεχνία: “Μυρτίς, μύρτον, μύρτα...”
Τόσο σνομπ και τόσο αθώα...
“Λες και φοβόμουν πως θα περιορίσω το απέραντο αν μάθω πως το λένε. Πού να 'ναι τώρα όλοι τους; Πόσοι ζουν και σε ποιες γωνιές του κόσμου; Μερικές φορές ξυπνάω με την αίσθηση της παρουσίας τους. Τους ψάχνω τότε ανάμεσα στις αρχαίες κολόνες. Δεν είναι οι ίδιοι. Είναι τα ίχνη τους από τις κυριακάτικες Λειτουργίες. Τα βήματά τους ανεξίτηλα στα μάρμαρα, τα χείλη τους στα εικονίσματα, τα πρόσωπά τους τα βρίσκω στις αρχετυπικές μορφές των αγίων”.
Διότι το αποτέλεσμα, αυτό είναι: Γυναίκες αλλά και άνθρωποι γενικά στην αρχετυπική τους μορφή. Με μια γλώσσα σχεδόν σωματική, αυθεντική, απροσποίητη, αχειροποίητη, σαν αεράκι θαλασσινό, σαν την ανάσα ενός παιδιού. Ιστορίες σαν θεία μετάληψη έτσι που να λες, δόξα τω Θεώ, ακόμα τίποτε δεν έχει χαθεί. Και ναι “οίνος γλυκός και η ζωή μου στην αγκάλη των ανθρώπων” ακριβώς όπως το λέει! Με τα φτεράκια του αγγέλου ν' ακούγονται διαρκώς. Για να πηγαινοφέρνει ζωή και τ' ανθρώπινα, από το φως στο σκοτάδι. Πάλι και πάλι και πάλι...

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στην Πάρο και μεγάλωσε στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος και συμβολαιογράφος στον Πόρο και στον Πειραιά.
Έγραψε διηγήματα με τίτλο “Τα γιασεμιά του Αυγούστου”, που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις “Φιλιππότη” και μελέτη για τον ποιητή Αρχίλοχο, με τίτλο “Μουσική και Ποίηση” που εκδόθηκε από το Δήμο Πάρου.