“ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΟΥΡΑ” του Αντώνη Σουρούνη. Εκδ. “Καστανιώτη”.
Επειδή «όταν ήταν μικρός, όλα τα πράγματα και τα πλάσματα πάνω στη γη είχαν την ουρά τους», «παράδες με ουρά», «λίρες με ουρά» και διότι ή «την κουνάει η άλλη την ουρά της» ή ακόμα κι αν «φάγαμε τον γάιδαρο και μας έμεινε η ουρά», πάντοτε «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά», ο Αντώνης Σουρούνης συνεχίζοντας πάντα ζωή και γράψιμο απ' εκεί που το είχε αφήσει, «νύχτες με ουρά» παρέδωσε τα καινούργια, εντούτοις παλιά και διαχρονικά σπαράγματα που εμπεριέχουν το όλον προσποιούμενα -για άλλη μια φορά- το ελάχιστο.
Αυτοβιογραφικά κείμενα όσον αφορά το παρελθόν ή την καθημερινότητα, τη σκέψη, το όνειρο, ή τη φαντασία, παραπέμποντας στις «Κυριακάτικες ιστορίες» ή στα «Υπ' όψιν της Λίτσας», αποτελούν για άλλη μια φορά ένα ιδιότυπο κατακερματισμένο μυθιστόρημα ζωής.
Με γέλιο και δάκρυ, γνήσιο πόνο και αυτοσαρκασμό, χιούμορ και φιλοσοφική πάντα διάθεση, ευαισθησία και βαθιά ανθρωπιά, συγγραφική αλήθεια πάνω απ' όλα που σπανίζει στις μέρες μας, ο συγγραφέας με το ολοδικό του μοναδικό ύφος για ό,τι βλέπει και αισθάνεται, για όλους και για όλα μιλά.
Ταξιδεύοντας με το λεωφορείο Αλεξάνδρας-Ραφήνα ή με το πλοίο στην Aνδρο, επιστρέφοντας πάντα στη γενέθλια Οδό Μουσών, ανεβοκατεβαίνει της ζωής την ανηφόρα-κατηφόρα, χαρίζοντας μας το δικό του στωικό, ιδιοφυές, επικούρειο τρόπο ζωής. Ηδονή και ευγνωμοσύνη για το ελάχιστο που αποτελεί το μέγιστον, σε μια διαρκή γιορτή για τη ζωή και για τον θάνατο, φωτίζει την Αθήνα, τα ταξίδια του, τη Θεσσαλονίκη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, τα έγκατά του και το πλησίον του, αποκαλύπτοντας το βαθύτερο και ανθρώπινο πρόσωπο της φαινομενικά αποξενωμένης και άσπλαχνης εποχής.
Όλα τον κόφτουν. Από τη συγγραφή ως την μαγειρική κι από τον Μπραμς μέχρι και την παρέλαση. Και όλους τους θυμάται. Από τον στρατιώτη Παπούλια, ως τη Μαρίνα στο Πάρκο, αγγίζοντας τα πάντα, από τη Σμύρνη που καίγεται και το λεωφορείον ο Πόθος ως τη Χιονάτη και τον. . . αστερισμό των Διδύμων, μιλά για τη δική του ζωή, τη δική μας ζωή, ξεδιπλώνοντας την άλλη κρυφή όψη της, την ανθρώπινη και την επί της ουσίας θεολογικά ουμανιστική, γελαστή, τρυφερή.
Επιτρέποντας στον εαυτό του να γίνεται όλο και πιο ανοιχτός και τρυφερός συν τω χρόνω, πιο απλός και συνάμα πολύπλοκος, ρεαλιστικός αλλά με ένα βιωμένο σουρεαλισμό ζωής που είναι η ζωή του γιατί ο Αντώνης Σουρούνης όπως γράφει έτσι και ζει.
Για όσα ζει, γράφει. Δίχως να προσποιείται ή να παριστάνει τίποτα, χωρίς να φοβάται τίποτα, επειδή ξέρει να ζει και να παρατηρεί. Να αναδεικνύει εκείνο που οι πάντες ξέχασαν: το αυτονόητο που μόνο δεδομένο δεν είναι όπως αυτή καθ' εαυτή η αξία της ελευθερίας, της αγάπης και της ζωής.
Φράσεις που μοιάζουν με αεράκι και με ανάσα ανθρώπινη, λογοτεχνία που εξακολουθεί μέσα σε όλο αυτό το εικονικό και το δήθεν, να είναι ιαματική.
Ιστορίες που θεραπεύουν σε ολόφωτες νύχτες, μετεωρίτες μιας όντως ζωής.
Ύφος στακάτο, προτάσεις καλοκαρφωμένες, μικρές, καθαρότητα αφήγησης και στυλ. Δίχως προσπάθεια παρά μόνο αθωότητα, διότι οι ιστορίες σαν τη ζωή, του έρχονται, κι εκείνος θα πρέπει να είναι άξιος, για να τις ζήσει, να τις δει, να τις αφηγηθεί. . .
«. . . Συνήθως κοιμάμαι νωρίς και συνήθως με ξυπνάει γύρω στις τέσσερις κάποιο όνειρο, που ώσπου να το εξηγήσω δεν σηκώνομαι από το κρεβάτι. Σκάλιζα σήμερα το μυαλό μου απορημένος μ' αυτό που πέρασε από πάνω μου. Τη λέξη «ουρά» είχα να τη δω ή να την ακούσω χρόνια κι έβλεπα για πρώτη φορά κάτι τέτοιο στον ύπνο μου. Και μάλιστα παρέα με μια άλλη λέξη, που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. «Λεφτά με ουρά», αυτό έγραφε στο πλακάτ που κρατούσε το όνειρό μου και γέλασα με το πόσο γρήγορα έλυσα το γρίφο. «Νύχτες με ουρά λοιπόν», είπα δυνατά και σηκώθηκα να συνεχίσω το γράψιμο από κει που το άφησα χθες» γράφει, διότι έτσι του βγήκε κι ο τίτλος. Κι οι ιστορίες. Σαν όνειρο. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, με μια ανάσα, αρκεί να διακρίνει με την καθαρή συγγραφική του ματιά την ουρά. Και πιστέψτε με, διότι αυτά που σας λέω τα ξέρω καλά.
TAYTOTHTA
Ο Α. Σουρούνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942.
Οταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς. Μετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, ο συγγραφέας διακόπτει τη φοίτηση και ταξιδεύει δουλεύοντας. Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.
Εγραψε: «Οι συμπαίχτες», μυθιστόρημα, 1977, «Το μπαστούνι», παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, 1979, 1996, Μερόνυχτα Φραγκφούρτης», διηγήματα, 1982, «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου», διηγήματα, 1983, «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι», μυθιστόρημα, 1985, «Πάσχα στο χωριό», νουβέλα, 1991, «Υπ' όψιν της Λίτσας», 1992, «Ο Χορός των ρόδων», μυθιστόρημα, 1994 (Κρατικό βραβείο, 1995), «Μισόν αιώνα άνθρωπος», αφηγήματα, 1996, «Γκας ο γκάνγκστερ», μυθιστόρημα, 2000, «Κυριακάτικες ιστορίες», 2002, «Το μονοπάτι στη θάλασσα», μυθιστόρημα, 2006.
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
elgika@pegasus. Gr
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.
ΥΓ: Σε εποχές που όλα προσποιούνται ό,τι δεν είναι, η καθαρότητα είναι επανάσταση, τελικά. Γι αυτό ας μη μας θλίβει εκείνο που μας συμβαίνει, από το ψεύδος που ζούσαμε για χρόνια αρκετά, καλύτερα η αλήθεια κι ας μείνουμε επάνω στα συντρίμμια να ξεθάβουμε ό,τι αντέχει και αν... Η ζωή έχει τη δική της δυναμική, παιδιά γεννιούνται, θα βρει την άκρη και θα 'χουν κι εκείνα τη δική τους διαδρομή. Εντάξει, τα κάναμε μαντάρα εμείς, αλλά έρχονται κι άλλοι...
ΥΓ2. Και το... τυχαίο της ημέρας. Μου τηλεφώνησε ζητώντας μου διευκρινήσεις για το "Αν". Ξέρετε ποιο, εκείνο του όλοι γνωρίζουμε αλλά το ξεχνάμε, του Κίπλινγκ. Ε αφού το είπαμε, σας το υπενθυμίζω, πάει ταμάμ με τις μέρες, το έχουμε ανάγκη:
"Αν μπορείς να κρατιέσαι νηφάλιος, σαν όλοι τριγύρο
τα 'χουν χαμένα και φταίχτη σε κράζουν για τούτο.
Αν μπορείς να πιστεύεις σε σένα, σαν όλοι για σένα αμφιβάλλουν,
μα και ν' ανέχεσαι εσύ ν' αμφιβάλλον για σένα.
Αν μπορείς να προσμένεις, χωρίς ν' αποκάνεις ποτέ καρτερώντας.
Κι αν, σα σε μπλέξουνε ψεύτες, εσύ σε ψευτιές δεν ξεπέσεις.
Κι αν μισημένος, κρατείς την ψυχή σου κλεισμένη στο μίσος,
μα χωρίς και να δείχνεις ποτέ περισσή καλωσύνη
κι ουδέ πάρα πολύ συνετός στις κουβέντες σου να 'σαι.
Αν μπορείς να ονειρεύεσαι, δίχως ωστόσο να γίνεις
των ονείρων σου σκλάβος ποτέ. Κι αν στοχάζεσαι πάντα,
μα χωρίς και να κάνεις τη Σκέψη σκοπό σου.
Αν μπορείς ν' ανταμώνεις τον Θρίαμβο κ' είτε την Ήττα
και να φέρνεσαι πάντα στους δυο κατεργάρους αυτούς ολοΐδια
Αν μπορείς να υποστείς μίαν αλήθεια που λες, να τη βλέπεις,
διαστρεμμένη απ' αχρείους, να γίνει για βλάκες παγίδα.
Κι αν της ζωής σο το έργο, μπορείς να το βλέπεις συντρίμμια,
και να σκύβεις ξανά, να το χτίζεις ξανά, με φθαρμένα εργαλεία.
Αν μπορείς να σωριάζεις μια στίβα τα κέρδη, το βιός σου,
και σε μια ζαριά να ρισκάρεις τα πάντα, μια κ' έξω,
και να χάνεις, και πάλιν ν' αρχίζεις απ' τ' άλφα,
δίχως ποτέ μια κουβέντα να πεις για τα κέρδη που πάνε.
Αν μπορείς ν' αναγκάσεις τα νεύρα, τους μυς, την καρδιά σου,
να δουλεύουν ακόμα για σε κι αφού σπάσουν, κι αφού παραλύσουν,
κι έτσι μπορείς να κρατήσεις ακόμα, σα μέσα σου πια δεν υπάρχει
τίποτα �ξον απ' τη θέληση που τους προστάζει: «Βαστάτε!».
Αν με τα πλήθη μιλώντας, φιλάξεις την πάσα αρετή σου.
Κι αν με Ρηγάδες παρέα, δεν χάσεις το νου σου.
Κι αν ούτε εχτροί, μα ούτε φίλοι ακριβοί, να σε πλήξουν μπορούνε.
Κι αν λογαριάζεις τους πάντες, αλλά και κανέναν περίσσια.
Και αν μπορείς να διατρέχεις στο κάθε λεφτό, που αδυσόπητο φεύγει.
όλο τον δρόμο που πρέπει να γίνεται μες στους εξύντα τους χτύπους,
τότε δική σου θα' ναι όλη η Γη, κι ό,τι μέσα της κλείνει,
και - τρανότερο! - τότε πια γένηκες ’ντρας, παιδί μου!"
Είπατε τίποτα? Επέζησες, θάλεγα, ή ξανανθρώπεψες (αδόκιμο ε? Ξανάγινες άνθρωπος ήθελα να πω...)