13/5/10

Κρυφό, μύχιο συναίσθημα, ερμητικά απροσπέλαστο.

“Το γράμμα που λείπει, κατά την προσωπική μου αντίληψη, δεν είναι παρά η διαρκής αναζήτηση του προσώπου ή των προσώπων που γεννά η ίδια η ποιητική γλώσσα. Μια γλώσσα που δεν ερμηνεύεται. Βιώνεται μόνο, ανυπεράσπιστη, σκοτεινή, μυστική και απολύτως σιωπηλή. Για τον λόγο αυτό το γράμμα που λείπει δεν θα το βρούμε ποτέ όσο κι αν είμαστε σίγουροι ότι ξέρουμε καλά αυτή τη γλώσσα”.

“Το γράμμα που λείπει” της Ελένης Γκίκα (Εκδ. “Αγκυρα)
5-5-2010, Ηράκλειο Κρήτης

Από τον Ζαχαρια Κατσακό

Kυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω το διεθνές βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης καθώς και όλους τους συντελεστές που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνέβαλαν ώστε να πραγματοποιηθεί αυτή η εκδήλωση. Θέλω επίσης να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την ποιήτρια κα Ελένη Γκίκα για τη μεγάλη τιμή και την εμπιστοσύνη της. Οφείλω επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ιδιοκτήτες του υπέροχου αυτού χώρου που μας φιλοξενεί. Αλλά πάνω από όλα να ευχαριστήσω εσάς που αγαπάτε και στηρίζετε τον πολιτισμό και το βιβλίο.
Στις αναμνήσεις ενός χώρου, ίσως της πιο κρυφής αλλά ιδιαίτατα αιχμηρής φωνής μας, στις ευωδιές της νύχτας που μπαίνουν απ’ έξω εδώ μέσα, στους ανθρώπους που αναζητούν μιαν άλλη ‘δι-έξοδο’, θα έλεγα ένα άλλο ‘ποιητικό πέρασμα’, φαίνεται πως ακουμπά αυτό το βιβλίο. Κι είμαι σίγουρος πως σε λίγο, αν σηκώσουμε το κεφάλι μας θα δούμε ψηλά στο σκοτεινό ουρανό τ’ αστέρια ν’ ακουμπούν επάνω μας και να γίνονται «αντίδωρα μικρά για της διαδρομής το τέρμα» όπως η ποιήτρια εξομολογείται.
Δεν θα μπορούσα να περιγράψω διαφορετικά την αισθήσεις που ένιωσα μελετώντας το βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Το γράμμα που λείπει» από τις εκδόσεις Άγκυρα.
Αναρωτιέται όμως κανείς πως μπορεί να μιλήσει για μια γυναίκα με πολύ ιδιαίτερη γραφή, με εντονότατη παρουσία στα ελληνικά γράμματα, μια γυναίκα που έχει στο ενεργητικό της δεκάδες βιβλία, μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές βιβλίων, ποίηση και τόσα άλλα. Η Ελένη Γκίκα είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα, η γραφή της είναι ενίοτε αποκαλυπτική, άλλες φορές σπαρακτική, με έντονη γλωσσική ροή, πάθος και ειλικρίνεια. Θα προσπαθήσω λοιπόν να προσεγγίσω την ποιητική της φωνή αποφεύγοντας κατά το δυνατόν τις προσωπικές αναγνώσεις.
Το βιβλίο «Το γράμμα που λείπει» φαίνεται να καλύπτει ένα προσωπικό οδοιπορικό δύο χρόνων. Τα ποιήματά της άλλες φορές είναι σκοτεινά, δίνουν όμως διέξοδο στη σιωπή και στην πραγματικότητα, η ποιήτρια ανοίγει δρόμους και αποκαλύπτει τα κλειδιά της. Σε άλλα ποιήματα το ποιητικό υποκείμενο παρατηρεί τον κόσμο και την προσωπική του διαδρομή. Άλλες φορές τα ποιήματα έχουν ένα σκληρό κέλυφος από έντονη αγωνία ενώ άλλα συντηρούν με επιμονή και τεχνική αρτιότητα τις υπόγειες εκείνες διαχύσεις για να μας βγάλουν στις εκβολές μιας πολύ ιδιαίτερης ποιητικής συγκίνησης. Τέλος, μερικά ποιήματα με φωτεινές και ονειρικές πυκνώσεις μας οδηγούν στο τέρμα της περιπέτειας και της αναζήτησης. Το ποιητικό σώμα οικοδομεί λοιπόν το περίγραμμα μιας ποιητικής συλλογής που έχει κεντρικό θεματικό άξονα και σαφή προσανατολισμό. Έχει κανείς την αίσθηση ότι η γλώσσα γίνεται ένα κρυφό ή μυστικό σύμβολο και αποτυπώνεται σαν εκδοχή ή εκδοχές ενός ποιητικού χρονικού. Κατατείνει σ’ αυτό και η σχεδόν ημερολογιακή υπογραφή στο τέλος κάθε ποιήματος.
Ως προς τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του βιβλίου θα έλεγα ότι οι στίχοι των ποιημάτων της είναι πολύ κοντά σε έναν «ιδιότυπο πεζολογικό λυρισμό». Το υπόστρωμά τους έχει έναν ενδογενή ερωτισμό που αναφύεται μέσα από μια γλώσσα καθαρή και άμεση, σχεδόν επικοινωνιακή. Όταν αναφέρομαι στο λυρισμό δεν εννοώ φυσικά ούτε αυτόν της προκλασικής ποίησης ούτε βέβαια σ’ εκείνον που ανοίγει το αίσθημα χωρίς όρια. Υπαινίσσομαι δηλαδή έναν γήινο, πεζολογικό λυρισμό που ντύνει το αίσθημα με μια δραματικότητα εσωτερική, σχεδόν εξομολογητική. H συγκινησιακή εκφορά της ποιητικής γλώσσας έχει έντονες ποιητικές κορυφώσεις όταν γίνεται πιο προσωπική, ενώ είναι πιο δραματική όταν μιλά το ίδιο το αίσθημα και όχι ο μύθος. Στο ποίημα «Ρωγμές σε σώμα που χάθηκε», που είναι ένα από τα πιο βιωματικά ποιήματα της συλλογής και ένα από τα κορυφαία σημεία του βιβλίου, διακρίνονται η προσωπική και δραματική χρήση της συγκίνησης. Ακούστε το: σελ. 59
Στο επίσης κορυφαίο ποίημα της συλλογής «Να σε ξανακερδίσω θέλω γι’ αυτό γράφω», κορυφαίο επίσης για την αφηγηματική του στόφα, ο στίχος ξετυλίγεται σαν μονόλογος, συναιρείται το αίσθημα με το προσωπικό βίωμα και δημιουργεί ένα έντονο σε δραματική πυκνότητα ποιητικό γεγονός. Τέλος, στο «Μια σοκολάτα στο σκοτάδι», ένα από τα πιο ετερόκλητα και πολυσυλλεκτικά σε αίσθημα ποιήματα του βιβλίου, αναδύεται ένας σκοτεινός ειρωνικός τόνος και μια οξεία κριτική διάθεση. Ακούστε το: σελ.51
Το βιβλίο προτείνει μια ρωμαλέα και διαυγή δημοτική γλώσσα με ώριμη ποιητική συγκίνηση και αρχιτεκτονική αίσθηση του στίχου. Ο ρυθμός και η έκτασή του λειτουργούν με μέτρο, χωρίς παρατονισμούς και εκζητήσεις. Λόγος με μελαγχολικές και σιωπηλές κορυφώσεις, συναισθηματικές έλξεις και απώσεις, μικρές ενότητες με ειρωνικές και αυτοσαρκαστικές νύξεις, συναίρεση διαγλωσσικών ψηφίδων που οδηγούν σε ένα ήπια πολυροϊκό, αυτόνομο corpus.
Το ποιητικό υποκείμενο εστιάζει στο κρυφό, στο μύχιο συναίσθημα που είναι ερμητικά απροσπέλαστο. Όταν όμως αυτό σπάσει, όταν ο ποιητικός κώδικας δηλαδή συναντήσει τη δική σου ματιά, μπαίνεις μέσα στο έργο σαν κωπηλάτης. Ειρεσία ψυχής. Κωπηλατείς μπροστά ή πίσω, ανοίγεις και κλείνεις πόρτες, βυθίζεσαι και νοσταλγείς. Ένα συναίσθημα που είναι το κλειδί για να διαπιστώσεις τις, γύρω από σένα, φωτεινές και σκοτεινές εξαιρέσεις. Τις πιο απίθανες μορφές της γλώσσας και της προσωπικής κατάθεσης.
Θα έλεγα ότι σε ένα άλλο επίπεδο η ποιητική συλλογή δεν είναι παρά μια κραυγή. Ή ίσως ένας δραματικός μονόλογος. Έντονη η βιωματικότητα των στίχων. Το φεγγάρι, η θάλασσα, το σκοτάδι, το φως, ο ουρανός, η ενοχή, η απώλεια είναι μερικοί από τους βασικούς πυρηνικούς άξονες γύρω από τους οποίους χτίζεται το ιστορικό παρόν. Ο κωπηλάτης συλλαμβάνει ρεαλιστικές απεικονίσεις και όψεις μιας καθημερινής ζωής καθόλου οξειδωμένης από υπόγεια ρεύματα ή αυταπάτες. Οι μνήμες, αν και προσωπικές, βιώνονται σαν σιωπηλές στιγμές αναπόλησης, περνούν μέσα από το φίλτρο της προσωπικής ιστορίας και τελικώς απελευθερώνονται.
Το γράμμα που λείπει, κατά την προσωπική μου αντίληψη, δεν είναι παρά η διαρκής αναζήτηση του προσώπου ή των προσώπων που γεννά η ίδια η ποιητική γλώσσα. Μια γλώσσα που δεν ερμηνεύεται. Βιώνεται μόνο, ανυπεράσπιστη, σκοτεινή, μυστική και απολύτως σιωπηλή. Για τον λόγο αυτό το γράμμα που λείπει δεν θα το βρούμε ποτέ όσο κι αν είμαστε σίγουροι ότι ξέρουμε καλά αυτή τη γλώσσα. Στο ποίημα «η εμπιστοσύνη των λέξεων» σ. 25 ανατρέπεται, ενδεχομένως, αυτή τη λογική.
Έχω έντονη την αίσθηση, μελετώντας προσεκτικά τα ποιήματα της Ελένης Γκίκα, ότι αν όχι σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, στα περισσότερα όμως, η αίσθηση της απώλειας και της νοσταλγίας παίρνουν μορφή. Συμβολοποιούνται και καθαίρονται. Αυτή η ποιητική μορφή που παίρνουν οι έννοιες απώλεια και νοσταλγία δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το ανθρώπινο σώμα μέσα στο οποίο η ψυχή καίγεται και ανεβαίνει στους ουρανούς καθαρμένη. Ένα σπήλαιο σώμα που ελέγχει «από μέσα» τον κόσμο, τον καθαίρει, τον αναδημιουργεί. Η απόλυτη γαλήνη και η χρονική ακινησία με φέρνει σε δρόμους απάτητους, παρθένους. Βλέπω το corpus του βιβλίου σαν δύναμη που ενεργοποιεί τις ξεχασμένες μας αλήθειες. Η ποίηση της Ελένης Γκίκα δεν είναι οι ψευδαισθήσεις μας, ούτε βέβαια οι εμμονές μας. Είναι η πιο μυστική μας μνήμη, που έρχεται κωπηλατώντας και ιχνηλατώντας. Σας ευχαριστώ πολύ.

Ζαχαρίας Κατσακός

ΥΓ. Γιορτάζει η Νεφέλη “της Αναλήψεως” σήμερα, όμως, κι αυτό είναι ένα τρισευτυχισμένο συναίσθημα, καθ' όλα ορθάνοιχτο και προσπελάσιμο.