10/9/09

“Να ρουφήξουμε με τις γλώσσες μας την άβυσσο, τίποτα λιγότερο απ' την άβυσσο!”

“ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΦΟΡΕΣ” της Ζυράννας Ζατέλη. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 668, € 25.16.

“Αυτός είναι ο ουρανός, ωραία μου!... Μην τον φοβάσαι, μην τον τρέμεις- όσο δεν ρίχνει αστραπές, μην τον φοβάσαι... Κι εκείνος εκεί ο τζίτζικας, εκεί στην κορυφή του στύλου, είναι ο Συμεών ο στυλίτης- όλοι οι άγιοι σήμερα εδώ μαζευτήκαμε, όπως βλέπεις. Άλλοι κολλημένοι στην γη, άλλοι σκαρφαλωμένοι στον αέρα. Για χάρι σου!”
“Για χάρι μας” μοιάζει, εν τέλει, να έγιναν όλα. Αλλά μονάχα ο μαγεμένος μπορεί να μας μαγέψει.
Επτά χρόνια μετά από το πρώτο βιβλίο της τριλογίας “Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους” και το βιβλίο “Ο θάνατος ήρθε τελευταίος”, η Ζυράννα Ζατέλη, η συγγραφέας του επανέρχεται για να μας δώσει το αντίθετό του, αντίδοτό του: “Το πάθος χιλιάδες φορές”. Φροντίζοντας μέσα από την δεκατριάχρονη Λεύκα, τη μικρή μεσίτρα, να ρίξει γέφυρα στο εδώ και στο επέκεινα, και να αναστήσει για μια νύχτα Πρωτοχρονιάς, δηλαδή για πάντα, εφόσον έγιναν ήρωες πια- όλους τους άσωτους, όλους τους άσαρκους, όλους τους πεθαμένους. Σε ένα δείπνο που παραθέτει η μυστηριώδης συγγραφέας Λεύκα αλλά και Λύκα Ταυ και Ραμάνθις Ερέβους, σε ζώντες και κεκοιμημένους. Ένα βράδυ χιονισμένης Πρωτοχρονιάς κατά το οποίο καταλύονται τα σύνορα. Τα αινίγματα τίθενται επί τάπητος και ψάχνονται όλοι κρατώντας το κλειδάκι του έκαστος, το το πρωί.
Διότι μετά απ' εκείνο το ανεκλάλητο γεύμα, την άλλη μέρα έχουν να ιστορούν και να αναλύουν οι ζώντες:
Η Λεύκα “αλλιώτικη απ' τις άλλες, τί να κάνουμε” που καίγεται από πάθος για το πάθος και γράφει ανάποδα για να διαβάσει τα ανείπωτα του κόσμου. Ο παππούς της ο Τριαντάφυλλος και Ντάφκος, που καθαρίζει τα παπούτσια του για να πάει πέρα στους τάφους, κρατώντας το τσεκούρι σαν ομπρέλα, και οι άλλοι της οικογένειας, που βρέθηκαν αρχικά στην ξενιτιά: η Θωμαή κι ο Νικήτας (μάνα και πατέρας), η γιαγιά Ελένη και τα άλλα δυο παιδιά, Φυλλίτσα και Στέλιος.
Κι ανάμεσά τους, σχεδόν όλο το Ζατέλειο Σύμπαν, αυτή τη φορά: Η Ζίνα και η Δάφνη κι ο Σέρκας, ο Ζάφος και ο Δαβίκος, ως και αυτή η γνωστή αλλόκοτη Ιουλία που πήγε με τους λύκους. Επειδή η μικρή μαγεμένη μάγισσα της γραφής, Λεύκα, κρατά καλά κρυμμένα τα λεπτομερή τεφτέρια: “Να μην ξεχάσω για τον μικρό Νικολάκη που κρεμάστηκε από το δέντρο. Και για τον άντρα που τουφεκίστηκε επειδή δεν άντεχε τα δειλινά. Και η Αθανασία που την ρούφηξε η άμμος, τα νερά. Η μητέρα της, όταν την είδε πως την φέρανε, είπε: “Εγώ την κόρη μου δεν την στέλνω στον άλλον κόσμο με άμμο!” Και την έπλυνε, την καθάρισε, την έντυσε με καλά ρούχα, και μετά άρχισε να την κλαίει”.
Δεν βιάζεται, ακριβώς όπως η συγγραφέας που την γεννά: “Κανείς δεν ανεβαίνει ως εκεί για να κατέβει αμέσως”, κι ο έντιμος αναγνώστης το ξέρει.
Κι απολαμβάνει το “θηρίο”, “Μονάχα εσύ θα μείνεις, ω θηρίο, δείξε έλεος”, όπως της λέει ο νεκρός Σέρκας από την αρχή, δίνοντας συμβουλές σαν μαντεψιές, “Άν όποτε των ημερών αγαπήσεις, πέραν του μοναδικού θανάτου, και κάποιο πρόσωπο της γης που δεν κάνει να μας πεις το όνομά του, να λες “ο λύκος”! Έφυγα με τον λύκο, να λες, γιατί ο κόσμος δεν με χωράει πια, ούτε κι ο εαυτός μου- α μα τί!” σα να το ξέρει. Επειδή “Μερικές γι' αυτό γεννιούνται, δεν το ξέρεις; Να ερωτεύονται ανέμους”. Και περιμένοντας από “το θηρίο” παραγγελιά: “Πόσα μελανοδοχεία να σου παραγγείλω, πόσες δεσμίδες χαρτί- που το γεννούν τα δάση, τα δεντράκια, να θυμάσαι- για να μας στείλεις όλους από πάνω κάτω και τανάπαλιν;”
Αυτό λοιπόν βλέπουμε στο δεύτερο βιβλίο, το πάθος χιλιάδες φορές, το πάθος για το ανομολόγητο πάθος και για την ακατάκτητη γραφή, σα να 'ναι λύκος κι αυτή, κι όλα είναι από πάντα εκεί, σαν την εικόνα: “Το κορίτσι και ο λύκος, σαν να μην υπήρχε τρίτο πρόσωπο στην εικόνα, να μη μετρούσε ο ίδιος ο αγαπημένος της κοπέλας, αυτός που την έκλεψε πάνω στον λύκο”.
“Με μαχαιρώνουν όσα έχω να θυμάμαι” και “Πες μου τί θέλεις, και θα γίνει πραγματικότητα”. Αυτό κάνει η Λεύκα κι είναι το ίδιο ακριβώς που επιχειρεί να εξιστορήσει μαγεύοντάς μας, μαγεμένη η Ζατέλη. Γινόμαστε κι εμείς, θέλοντας και μη, ακριβώς σαν τη γιαγιά Ελένη: “Σαν να διάβαζε μικρά ανατριχιαστικά παραμύθια η Ελένη, που την έκαναν να τινάζει ασυναίσθητα τον γιακά της απ' τα χώματα... για να 'ναι ο θάνατος από δω, από εκεί, θα ταν το άλλο, το αντίθετό του...” Και στο καινούργιο μυθιστόρημα, όλα είναι εδώ: ο αλλόκοτος θάνατος και το ανομολόγητο πάθος, το αντίθετό του. Το βάσανο και το βάλσαμο της γραφής. Η Λεύκα και το δίδυμο αντίθετό της, η Ζήλη ή Ωραιοζήλη.
Η ζωή η ζώσα που είναι σαν μαύρο ρόδο και παραμύθι και η σπαρταριστή γραφή, τα σημαδάκια της φωτιάς, τα ανάποδα γράμματα πρώτα στο ίδιο το σώμα. Η τελετουργική διαδικασία της γραφής, κι εκείνα που υπερβατικά καταλύει: ο χωροχρόνος.
Ο τόπος που, όπου κι αν πάμε μας ακολουθεί, κι ο χρόνος που ζωντανεύει και τους νεκρούς, επιτρέποντας στο μέλλον να φανερώνεται και στο παρελθόν να επιστρέφει αποκαλύπτοντας μυστικά που διακριτικά θα κάνει αινιγματική ιστορία το συγγραφικό παρόν της Ζατέλη.
“Να ρουφήξουμε με τις γλώσσες μας την άβυσσο, τίποτα λιγότερο απ' την άβυσσο!” Διότι η συγγραφική επιδίωξη είναι αυτή, η ερωτική επιδίωξη της Δάφνης.
'Ενα μυθιστόρημα που εξιστορεί το αίνιγμα της ζωής και της γραφής, με μια γραφή – αν και ορθή αυτή τη φορά- εντελώς δαντελοπλεγμένη.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Η Ζυράννα Ζατέλη γεννήθηκε το 1951 στον Σοχό Θεσσαλονίκης.
Σπούδασε θέατρο στην Αθήνα, μα δεν ασχολήθηκε παρά με το γράψιμο.
Η “Περσινή αρραβωνιαστικιά” είναι το πρώτο της βιβλίο με διηγήματα (1984).
Ακολούθησε το “Στην ερημιά με χάρι” (1986), επίσης με διηγήματα.
Το 1993 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της “Και με το φως του λύκου, επανέρχονται” (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1994), το οποίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Σερβία και τη Λιθουανία.
Ενώ το 2001 εκδόθηκε το μυθιστόρημά της “Ο θάνατος ήρθε τελευταίος”, πρώτο μέρος της τριλογίας “Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους” (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2002).
Το 2005 εκδίδεται από τον Ιανό η νουβέλα της “Ο δικός της αέρας” και
το 2006 από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” το αφήγημα “Οι μαγικές βέργες του αδελφού μου”, με αφορμή την έκθεση ξυλογλυπτικής του Χρήστου Καρακόλη στο Μουσείο Μπενάκη.
Από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” κυκλοφόρησε φέτος το καλοκαίρι το δεύτερο μέρος της Τριλογίας της “Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους” και με τον τίτλο “Το πάθος χιλιάδες φορές”.