Το δώρο μου (κι άλλο δώρο)
Μερόνυχτα Σαββάτου
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
Η ζωή τραβάει την κατηφόρα
Συνήθως οι Κυριακές είναι προδιαγεγραμμένες, όμως κάπου κάπου μας κάνουν και την έκπληξη. Εκτός από εκκλησία, βουνό, θάλασσα, σινεμά, τηλεόραση, περίπατος, εστιατόριο, μπαρ, είναι και κάποιοι που ακολουθούν την ίδια την Κυριακή κι όπου τους βγάλει.
Μεσοβδόμαδα μου τηλεφώνησε μια παλιά κι αγαπητή φίλη να με ρωτήσει, αν την ερχόμενη Κυριακή το απόγευμα μπορώ να τη συνοδεύσω σε μια γιορτή που γίνεται προς τιμή της σε κάποιο σχολείο. Διέκρινα στην ερώτησή της περισσότερο απαίτηση και λιγότερο παράκληση, όμως αυτό με ευχαρίστησε, γιατί έτσι πρέπει να γίνεται μεταξύ φίλων. Είπα ναι.
Κυριακή πρωί τηλεφώνησα σε έναν παλιό κι αγαπητό φίλο, τον Νίκο Δήμου, αν μπορεί να ρίξει μια ματιά στο κομπιούτερ μου και παρόλο που είχα να τον δω μερικά χρόνια, είπε ναι, γιατί έτσι πρέπει να γίνεται μεταξύ φίλων. Ο Δήμου προπορεύεται σε μερικά χαρίσματα κι ένα απ’ αυτά είναι και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Το έφτιαξε αμέσως και μετά έβγαλε από την τσάντα του κάτι που έμοιαζε με μικρή αφίσα ή με μικρό πίνακα ζωγραφικής. Μόνο όταν το πήρα στα χέρια διαπίστωσα ότι πρόκειται για βιβλίο, βιβλίο με ποιήματα, ίσως το πιο λεπτό που έπιανα ποτέ, όχι όμως και το πιο ελαφρύ. Πάνω και κάτω στο εξώφυλλο υπήρχαν στη σειρά εννιά πορτρέτα του συγγραφέα, σαν ταινία σινεμά, από νηπιακή ηλικία μέχρι τη σημερινή και στη μέση του εξωφύλλου η λέξη GERONTION γραμμένη εφτά φορές (εβδομήντα χρόνια;) σαν αναποδογυρισμένη πυραμίδα. Ξεκινούσε από κάτω προς τα πάνω, με το πρώτο GERONTION γραμμένο με πολύ μικρά γράμματα και όσο ανέβαινε μεγάλωνε, μεγάλωνε κι άλλο, ώσπου στο έβδομο σκαλοπάτι γινόταν γερό, όμορφο και στέρεο.
“15 ποιήματα της τρίτης ηλικίας” έγραφε από κάτω κι όταν του είπα ότι κι εγώ ανήκω σ’ αυτήν, μου εξήγησε ότι ο τίτλος ανήκει στον Έλιοτ. ‘’Ντρέπομαι να το λέω’’, συνέχισα, ‘’αλλά μέσα μου δεν νιώθω ότι ανήκω σ’ αυτήν, καμιά φορά νομίζω ότι δεν έχω πάει ακόμα στρατιώτης’’. ‘’Το καταλαβαίνω…’’ χαμογέλασε, ‘’Είναι γιατί εμείς ζούμε’’.
Λίγο αργότερα μου τηλεφώνησε η φίλη μου. ‘’Θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι στις έξη παρά, καλά είναι; Το σχολείο είναι και κοντά στο σπίτι σου, στην Ιπποκράτους’’. ‘’Έξη παρά είναι ακόμα μεσημέρι’’, απόρησα, ‘’με τον ήλιο θα πάμε;’’ ‘’Για τα νήπια δεν είναι μεσημέρι, είναι ώρα παιχνιδιού’’. Δεν ήξερα για ποια νήπια μιλούσε και θέλησα να το ξεκαθαρίσω. ‘’Για ποια νήπια μιλάς;’’ ‘’Γι’ αυτά που μας περιμένουν’’. ‘’Σε νηπιαγωγείο θα πάμε;’’ τρόμαξα. ‘’Ε, ναι, δεν το’ ξερες; Θα είναι και η βαφτιστήρα μου, την ξέρεις’’. Αυτό με ηρέμησα κάπως. Εκτός από τη φίλη μου, θα ήξερα και κάποιον άλλο εκεί μέσα. Μου άρεζε να το βλέπω αυτό το κοριτσάκι, σε κοίταζε βαθιά και σοβαρά στα μάτια, σαν την Τζοκόντα προτού βρει το βλέμμα της, για να φυτρώσει και το χαμόγελό της.
Σε νηπιαγωγείο δεν είχα μπει ποτέ, εκτός από την αυλή της κυρα Φεβρωνίας τον περασμένο αιώνα, με τα δέκα σκαμνιά ολόγυρα και τη βίτσα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Μαγεύτηκα. Νόμιζα ότι βρισκόμουν σ’ έναν άλλο κόσμο, παραμυθένιο, που οι άνθρωποι ήταν λιλιπούτειοι, εκτός από τη γελαστή βασίλισσα που γύριζε ανάμεσά τους με το μαγικό ραβδί. Και πραγματικά η φίλη μου με τέτοια έμοιαζε. Όσα χρόνια την ξέρω, πάντα σε μαύρα φορέματα τη βλέπω ντυμένη και σήμερα φορούσε ένα μεταξωτό κατακόκκινο φόρεμα φαρδύ και μακρύ, σα να’ ταν περιτυλιγμένη με το ρούχο του ήλιου.
Όσο ανέβαινες τα τρία πατώματα, τόσο μίκραιναν οι άνθρωποι και τα πράγματα. Παντού χρώματα και ζωγραφική. Στους τοίχους, στα πατώματα, τα παιδιά ζωγράφιζαν όπου θέλανε, ο, τι θέλανε, σχέδια και εικόνες και παντού από πάνω τους κρεμασμένοι χρωματιστοί πολυέλαιοι. "Έχει όνομα αυτή η μαγική πόλη;" ρώτησα τη φίλη μου. ‘’Ντόροθυ Σνοτ", είπε σοβαρά. "Ήταν μια κάμπια, που οι φίλοι της την ψάχνανε κι αυτή έγινε πεταλούδα".
Υ.Γ. Καθώς έγραφα το κείμενο, τηλεφώνησε η ιδιοκτήτρια του σπιτιού να μου πει, ότι πουλάει το σπίτι και πρέπει να φύγω. Τώρα που τελείωσα μπορώ να ρωτήσω. ‘’Ξέρει κανείς κανένα ήσυχο σπίτι γύρω από τον Λυκαβηττό;’’
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ
Ελευθεροτυπία 31 Μαίου 2009
ΥΓ. Συνειδητοποιώντας την... αλαζονεία του δικού μου τίτλου (και τη στιγμή που όλα τα αντιμετωπίζω μαγικά και υπερφυσικά) θυμήθηκα δυο στίχους του Σωκράτη (του καινούργιου) που τώρα τελευταία έχουν γίνει και... σουξέ: “Απίστευτος ο κόσμος / κι ο χαρακτήρας μας”.
Διορθώνω, λοιπόν:
Η ζωή μας τραβάει εκεί όπου την οδηγεί ο απίστευτος (και μέγας άγνωστος σε μας) κωλοχαρακτήρας μας.
Καλό Καλοκαίρι να έχουμε κι ας μη καλοαντέχουμε τις ζέστες.