17/6/09

Πέθανε, επειδή είχε σαρκίο. Έγραψε για να πάψει να έχει....

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ
 
Μυθιστόρημα
 
Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008 –
 
 
 
«Κρυώνω κάπως, φοβάμαι λίγο»…
(Καρτέσιος. Χ. Λ. Μπόρχες)
 
«Το χθες είναι τώρα» (Ρουμπαγιάτ)
 
 
Κεφάλαιο 1ο:
 
Τα εύθραυστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο
 
«Τα μόνα πράγματα που αντέχουν στον χρόνο, είναι εκείνα που δεν υπήρξαν ποτέ», σκέφτεται και βιάζεται. Ως συνήθως. «Γι’ αυτά που δεν υπήρξαν ποτέ».
Η γυναίκα χαμογελά μ’ ένα χαμόγελο σαν κλάμα και ανεβαίνει φορτωμένη σακούλες χάρτινες τη σκάλα. Για μια στιγμή κοντοστέκεται’ ν’ αφήσει τις μισές κι ύστερα πάλι. Όσο πετά μια πεταλούδα η σκέψη κι ύστερα βιαστικό βάδισμα, πού να τις αφήσει τώρα, αφού τις κρατά. Γερά να μη της ξεφύγουν απ’ το χέρι. Σαν πεπρωμένο τις κρατά.
Το πρώτο που έφτασε ως εκείνη ήταν ο κρότος. Ένας ήχος υπόκωφος με αντήχηση στο χαρτί. Στο χρώμα της άμμου με μπλε πεταλούδες. Από την ώρα που την συσκεύασε κοιτούσε μαγεμένη αυτό το φίνο χαρτί. Κοιτούσε μαγεμένη την τεράστια χάρτινη στο χρώμα της άμμου με τις μπλε πεταλούδες σακούλα. Και τώρα την κοιτά σαστισμένη, δεν το τολμά να σκεφτεί. Μπαίνει στο δωμάτιο, σχεδόν θολωμένη, διστακτικά.
Την υποδέχονται οι γυναίκες του Γκατζουράκη, ο άνδρας του Θεοφίλη χωρίς χαρακτηριστικά κι ένα κυβιστικό χρώματα- χρώματα που της φτιάχνει το κέφι. Κάθε βράδυ όταν βάζει το κλειδί στην πόρτα για να μπει στο άδειο της σπίτι, της φτιάχνει το κέφι.
Δεξιά, ο τυμπανιστής της οροφής την κοιτά τρυφερά. Στην πόρτα του διαδρόμου ο κλόουν’ σα να κλαίει, αλλ’ όμως γελά.
Απόψε δεν βλέπει τίποτα. Ο νους της βρίσκεται μέσ’ στη σακούλα. Κρατά την ανάσα της, την ανοίγει δειλά. Μαλλιά μπούκλες στο χρώμα του χαλκού, αναθαρρεί κάπως. Απλώνει το χέρι, χαιδεύει το ταφταδένιο φόρεμα δειλά. Δαντέλες, φιόγκοι, καλτσάκια, παπουτσάκια, όλα στη θέση. Ακόμα κι ο καθρέφτης, ο μικρός καθρέφτης που κρατούσε με το χέρι τ’ αριστερό. Η σαστισμένη παλάμη πηγαίνει μια στα μαλλιά και μια στο φόρεμα. Πάλι και πάλι, δεν σταματά. Ακόμα και το καρεκλάκι της, σκέφτεται, είναι στη θέση του. Παίρνει βαθιά ανάσα, επιτέλους, όλα καλά. Την πιάνει απ’ τους ώμους. Την τραβά με την πλάτη δειλά. Έχει ήδη βγει το μισό της κεφάλι από την χάρτινή της σακούλα. Πιο πολύ το αισθάνεται, παρά το ακούει’ κάτι κατρακυλά.
Παγωμένη την γυρίζει ανάσκελα. Είναι εκεί. Λυπημένη όπως και στη βιτρίνα την κοιτά. Με μια τρύπα αντί για το δεξί της μάγουλο. Δίχως πιγούνι- λακάκι, με τον μισό της λαιμό.
Ο λεπτός της λαιμός σαν του κύκνου, μισός. Κι όμως, ο κολλιές είναι ακόμα στη θέση. Απορεί.
Κι απ’ εκείνη την ώρα δεν θυμάται. Στο κεφάλι της μέσα βαθιά, ένα δίωρο κενού.
Δεν είχε σπάσει τίποτα. Ποτέ. Τουλάχιστον όσο εκείνη είναι σε θέση να θυμάται απ’ τον εαυτό της.
Και τον θυμάται καλά. Τον θυμάται πολύ. Είναι απ’ εκείνους τους τύπους , που όσο κι αν προσπαθεί, δεν μπορεί να ξεχάσει. Ακόμα και φεύγοντας μακριά, από επιστροφή σε επιστροφή.

Αλλά τώρα μιλάμε για «ολική επαναφορά», η Σαβίνα βρίσκεται εδώ για να θυμηθεί, μήπως μπορέσει να ξεχάσει.
Μετά από τριάντα χρόνια και πάλι εδώ. Στη σκόνη, στην πέτρα, στη σκουριά, στην ομίχλη, στο πατρικό. 
Έφτασε νύχτα, θυμάται, με μια Κράισλερ μαύρη, σκονισμένη, τραυματισμένη, όπως κι αυτή. Κρατούσε μια μικρή βαλίτσα γαλάζια. Ένα χαρτόκουτο με χειρόγραφα, το «Πέδρο Πάραμο» και «Το χάρτινο σπίτι». Της ταίριαζαν οι λατινοαμερικάνοι.
Στη μεγάλη αυλόπορτα το λουκέτο σκουριασμένο, στραβό, τη δυσκόλεψε, σα να παραβίαζε χώρο και χρόνο.
Μπήκε στον κήπο, ευτυχώς, είχε φεγγάρι. Όλα τριγύρω άγρια, ξερά. Χλωρή μια περικοκλάδα με μπλε χωνιά, μια λεύκα ασάλευτη, πολλή αγριάδα. Της πήρε τη μύτη άρωμα αγριοπασχαλιάς. Πάσχα κι επέστρεφε. Για Σταύρωση ή Ανάσταση, ούτε πού ξέρει.
Κρατά τα κλειδιά και κοιτά την δική της περασμένη ζωή, σαστισμένη. Βαδίζει αργά, διστακτικά, από πλάκα σε πλάκα, ακολουθώντας τελετουργικά το χορταριασμένο μονοπάτι. Το χεράκι στην πόρτα της εισόδου, της φέρνει δάκρυα, το χτυπά. Για να σπάσει την σιωπή με έναν ήχο. Δοκιμάζει ξανά και ξανά τα κλειδιά. Ο τοίχος υγρός, ευτυχώς έχει στείλει κι έχουν πληρώσει ΔΕΗ, ο διακόπτης εκεί αλλά και το παρελθόν. Σκεπασμένο με άσπρο σεντόνι.
Ο παλιός καθρέφτης, το σεκρετέρ της γιαγιάς, ο δερμάτινος καναπές μέσ’ τα σάβανά τους θαμμένα κάτω απ’ τη σκόνη. Ο πολυέλαιος του χωλ με τα γαλάζια και μπλε κρυσταλλάκια. Δυο λάμπες καμένες. Στο σαλόνι όλο τρύπες το μεγάλο χαλί, σαν στόματα μάσκας, σαν μάτια. Τα παράθυρα σφαλιστά, σπασμένα δυο τζάμια. Ξεθωριασμένα ακόμα και τ’ αγγελάκια στο ταβάνι. Χαμογελά, «εκείνα δεν έφυγαν όμως, έστω κι έτσι, θαμπά, βρίσκονται εκεί», στο βάθος η μεγάλη ξύλινη σκάλα. Της Σταχτοπούτας η σκάλα απαράλλαχτη βρίσκεται εκεί, γεροφτιαγμένη ν’ αντέχει στους νεκρούς και τους ζωντανούς, ν’ ανεβοκατεβάζει φαντάσματα κόντρα στον χρόνο. Με σκόνες, αράχνες, κι αντάρα μεσ’ στη σιωπή διασχίζει τον πάνω διάδρομο, ανεβαίνει τη σκάλα.
Η φωνή τους εδώ, τόσα χρόνια μετά, τους ακούει να τσακώνονται:
«Ποτέ δεν ήσουνα εδώ! Ο νους σου έλειπε και τώρα κι εσύ φεύγεις!»
«Τα ‘χασα όλα σε μια χρυσή φυλακή, έγινα ένα με την σερβάντα!»
«Βρώμα! Αν ξαναφύγεις να μην ξαναγυρίσεις ποτέ!»
Την ακούει να πεθαίνει:
«Να μου προσέξετε το μωρό, τ’ ακούτε; Και να σκεφτείτε πώς θα το πείτε στη Σαβίνα! Όταν θα μεγαλώσει λίγο το κοριτσάκι μου για να μπορέσει να καταλάβει. Να μάθει πρώτα να προστατεύεται κάπως, να μην πονά».
Τον ακούει να κλαίει:
«Μ’ εσένα έζησα μια ζωή σαν τρελός. Δίχως εσένα είμαι νεκρός. Τα χέρια μου, τα χείλη μου, η ζωή μου, άδεια. Ο κόσμος δίχως νόημα πια.
Ελένα, ήσουν το νόημα!


Είναι Σάββατο του Λαζάρου και η Σαβίνα φορτωμένη μια μικρή γαλάζια βαλίτσα διασχίζει όλη την καταχνιά. Έξω, μια βλάστηση οργιαστική. Μέσα, ένας υγρός, σκονισμένος, παμπάλαιος τάφος. Στα ημερολόγια, μια ανάσταση ανθρώπινη, υποσχετική. Είναι εδώ πάλι, αναπνέει τον χαμένο καιρό κι αντικρίζει έκπληκτη τον καινούργιο εαυτό σαν καθρέφτη.
Θα ξαναρχίσει, σκέφτεται, πρώτα απ’ τα βασικά. Θα βγάλει τις αγριάδες στον κήπο και θα διώξει απ’ το σπίτι τις σκόνες. Θα καθαρίσει τις αράχνες απ’ το νου. Ό,τι κι αν αντικρίσει, θα το αντέξει.
Είναι εδώ, άλλωστε, επειδή πια μπορεί να το αντέξει. Το παιδικό της δωμάτιο, το παραβάν με τις μπλε-ροζ πεταλούδες, τη λάμπα από γαλάζια οπαλίνα, τη μαμά αρκούδα με τον τεράστιο φιόγκο και την ποδιά, τον κλόουν με τα σπασμένα ξύλινα πόδια, τον τεράστιο Πινόκιο- μολύβι, τη γάτα- γόμα. «Το κοστούμι δεν με μέλλει» και «Την κουζίνα της κυρίας Τσέλσι» της Σύλβια Πλαθ. «Την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων» και το μεγάλο μπλε βαρέλι. «Το σεντούκι των πειρατών», έτσι της το είχε παρουσιάσει ο πατέρας. Και «για να μην είσαι ακατάστατη», αυτή. Την κρυψώνα για τ’ αγαπημένα, «ενοχλητικά» παιχνίδια.
Τώρα, βυθισμένα στη σκόνη. Όλα. Κανείς δεν προνόησε γι’ άσπρα σεντόνια εδώ. Το δικό της δωμάτιο με μοναδικό σάβανο τη σκόνη.
Θα πρέπει, μάλλον, να ξεκινήσει απ’ εδώ.
Κλείνει τα φώτα προσεκτικά. Παίρνει στα χέρια τη μικρή γαλάζια βαλίτσα, διασχίζει τον κήπο, τη σιδερένια αυλόπορτα που τρίζει, βάζει λουκέτο ξανά, το κλειδί στ’ αυτοκίνητο πάλι κι κατευθύνεται ψαχτά, σχεδόν τυφλά, προς την πρώτη πανσιόν που έχει γίνει στην πόλη.
Σε δανεικό κρεβάτι, σκέφτεται, απόψε ο Λάζαρος θ’ αναστηθεί.
Άλλωστε μονάχα σε ξένα δωμάτια ως τώρα της ήταν μπορετό ν’ ανασταίνεται ό,τι θεωρούσε ολότελα χαμένο ή πεθαμένο.
Ό,τι κατάλαβε, σε δανεικά κρεβάτια το κατάλαβε. Κι ό,τι κι αν έγραψε, το διάβασε σε ξένα δωμάτια, φλύαρα, σιωπηλά, ελεύθερα, στον φρέσκο αέρα και στο ταβάνι.
Εδώ, σ’ αυτό το άβολο στρώμα, σκέφτεται, απόψε, Σάββατο του Λαζάρου μπορεί και να κοιμηθεί.
Για ν’ αναστηθεί.
Αύριο, Κυριακή των Βαίων.



Κεφάλαιο 2ο:

Γιατί όταν ξεχνάς, συγχωρείς!
 
Τόση σκόνη! Κι όμως σα να μην πέρασε ούτε ώρα, ούτε μέρα. «Δεν υπάρχει χρόνος, ματάκια μου, παρ’ το χαμπάρι», η φωνή του στ’ αυτιά. Στο στερεοφωνικό Καμίγ Σεν – Σανς και «Το καρναβάλι των ζώων». Σε λίγο ο ολοδικός τους μαγικός «Μακάβριος χορός», αυτόν περιμένει. Όλα γύρω αστράφτουν! Τα συνεργεία καθαριότητας κάνουν πάρα πολύ καλή δουλειά. Καθαρίζουν την κάπνα και την ομίχλη μιας ζωής, Τους αρκεί, η Κυριακή των Βαίων.

Με δάφνες, επέστρεψε. Ή μάλλον κρατώντας αγριοβιολέτες και αγριοπασχαλιές για να στολίσει τα βάζα. Άνοιξη. Σα να μην πέρασε απ’ εδώ ο χειμώνας ποτέ. Ζωή. Σα να μην πέρασε ο θάνατος. Φωνές εκεί που, ως χθες, είχε κάνει φωλιά η σιωπή.
«Τον κήπο, πρώτα», ακούει την φωνή της «αρχίστε, σας παρακαλώ, από τον κήπο πρώτα!»
Σαν τον δικό της κήπο, κανείς!
Λεύκες, ευκάλυπτοι, πεύκα και μια σειρά από κυπαρίσσια στο Βοριά. Νοτινά, εσπεριδοειδή, όταν άνθιζαν, ω, πώς μοσχοβολούσαν μανταρίνια, πορτοκάλια! Στα δυτικά, συστάδες με αγριοτριανταφυλλιές. Στον φράχτη αναρριχώμενες άσπρες και ροζ, αγιόκλημα και γιασεμιά, γαζίες στο δρόμο. Και νυχτολούλουδα που να σου κόβουν την ανάσα!
Υπήρχαν και τα εποχιακά: δημητριάτικα, χρυσάνθεμα, ζουμπούλια, φρέζιες, βασιλικά, ντάλιες και παιώνιες. Πανσέδες, μενεξέδες, κρίνοι της Παναγιάς. Και πασχαλιές, αχ αυτές οι δικές της πασχαλιές, πώς σου ραγίζουν την καρδιά, Θεέ μου! Μοβ κι άσπρες, σα σύννεφα μπουμπουκιασμένα, στα λεπτά ανθάκια, μνήμη και λήθη, έρωτας, ύπαρξη, η ομορφιά που πονά, το εφήμερο- αιώνιο. Η δική της αέρινη, βαριά πανταχού- παρούσα, απούσα πια σκιά. Τη θυμάται στο δυτικό παρτέρι να κλαίει. «Με κομματιάζει η τόση ομορφιά». Απ’ αυτήν το κληρονόμησε. Και την Σαβίνα η ομορφιά την πονά.

Στο δυτικό παρτέρι καθόταν ακίνητη’ με τις ώρες. Ήταν εκεί και ταυτοχρόνως αλλού. Η μαμά της Σαβίνας πάντοτε ήταν αλλού’ κι όταν την θήλαζε ή της καθάριζε τ’ αυτιά, κι όταν την έλουζε ή όταν της έπλεκε τα κοτσίδια. Γι’ αυτό και την πονούσε πολύ συχνά. Μ’ αυτά τα τρυφερά της χέρια, ω πόσο την πονούσε. Αλλ’ μπορεί και να τηνε πονούσε όλη αυτή η μεγάλη απουσία. «Παρουσία- απουσία».Έτσι την αποκαλούσε η γιαγιά. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι γιαγιάδες για όλα αυτά τα, εγκαταλειμμένα από μητέρες, παιδιά. Γιατί όσο να ‘ναι, αυτό ένοιωθε η Σαβίνα πάντοτε: ένα εγκαταλειμμένο παιδί.
Και τώρα που ξαναγύρισε, πάλι έναν περίεργο αέρα εγκατάλειψης αναπνέει. Και φυσικά ένα δίλημμα: και στο παλιό της δωμάτιο, η επιστροφή;

Στη μοβ- ροζ παιδική της κρεβατοκάμαρα, όλα σχεδόν παραμένουν τα ίδια: οι μοβ πεταλούδες στον τοίχο, ο ροζ πολυέλαιος και το λιλά δίπλα στο κρεβάτι, επάνω στο κομοδίνο, φωτιστικό. Σε ένα σχήμα φουτουριστικό, κάτι ανάμεσα σε δράκο και σαρανταποδαρούσα που όταν ήταν παιδί την τρόμαζε πολύ.
Την τρόμαζαν και τα περίεργα σχέδια στη μοκέτα. Σε διαρκή ανασχηματισμό, πώς μαύριζε το ροζ όταν φοβόταν και πώς γινόταν σαν αίμα σκούρο το μοβ!
Τα βράδια, ο ουρανός στο κρεβάτι της ανεβοκατέβαινε. Γελούσε ο μπαμπάς: «Μικρή μου Σαβίνα, πάντοτε υπερβολική». Η μαμά της βουβή’ δεν την απασχολούσε καθόλου ο νυχτερινός τρόμος.
Όμως τις νύχτες ήταν, πάντα τις νύχτες που όλα αποκτούσαν πνοή: οι πεταλούδες στον τοίχο, οι ιππόκαμποι στο χαλί και στις κουρτίνες, οι αγριοφραουλιές στο παιδικό παπλωματάκι, οι τσιχλόφουσκες που γίνονταν μπαλόνια, κι όλο μεγάλωναν μέχρι που να την πνίξουν.
Τα έτρεμε τα μπαλόνια. Ακριβώς όπως τα λάτρευαν τα άλλα παιδιά. Κι εκείνος να λείπει, να λείπει και «να θαλασσοπνίγεται», όπως της λέει , μια ζωή, η μαμά της.
Όποτε φανταζόταν τον πατέρα της, έτσι τον φανταζόταν’ σαν τον Ιωνά. Μέσ’ στην κοιλιά ενός προιστορικού κήτους.
Μεσ’ στην κοιλιά της μαμάς.


Την χρονιά που ανακάλυψε το γραφείο του, έπαψαν κι όλοι αυτοί οι ιππόκαμποι να ζωντανεύουν. Τα μπαλόνια ξεφούσκωσαν και οι αγριοφραουλιές πια δεν θα μπορούσαν να της κάνουν κακό.
«Θα έρχεσαι εδώ» της είχε πει, κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του. Ήταν και πάλι Πάσχα, Κυριακή των Βαίων, κι εκείνος είχε έρθει από την θάλασσα, «ειδικά για σένα», της είχε πει. Ειδικά για να την δει.
Της είχε φέρει μια κούκλα με μοβ καπέλο και με μαλλιά αληθινά, που όταν πατούσες την κοιλιά της σε ρωτούσε «μ’ αγαπάς;» ναιαιαιαιαιαι!
Της ούρλιαζε στο άδειο δωμάτιο και όλο της ζουλούσε την κοιλιά. Ένα άσπρο σαν χιόνι παλτό με δυο χιονομπάλες- κουμπιά, ένα βελούδινο φόρεμα με δαντελένια τελειώματα, μια ομπρέλα- πάπια, που όλο της έκανε πα πα πα! Ίσως γι’ αυτό όταν ακούει το τραγούδι του Άσιμου τώρα να κλαίει:
«Έχω ένα παπάκι
που μου κάνει πα πα πα
κι ένα κουνελάκι
που όλο μου
που όλο μου
τραβά τ’ αυτιά!»
Για χρόνια υπήρξε οι εξετάσεις της για τους φίλους: «για άκου αυτό», τους έλεγε. Και κοιτούσε με αγωνία τα μάτια τους.
Αχ, αν δάκρυζαν! Αν….

Της είχε φέρει και μια φωτεινή σφαίρα αυτή τη χρονιά.
«Όλη τη γη σου έχω φέρει, να σε φωτίζει τη νύχτα και ποτέ πια να μη σε φοβίζει η σκοτεινιά», της είπε και την τοποθέτησε στο παιδικό της κομοδίνο.
Της είχε φέρει κι ένα τετράδιο με έναν χάρτη στο εξώφυλλο και μέσα σελίδες λευκές, πολύχρωμα μολύβια, στυλό «για τις δικές σου χρωματιστές ιστορίες». Δεν τον παράκουσε ποτέ. Εξάλλου την ανακούφιζε πάντα όλη αυτή η διαδικασία. Τα χρωματιστά σημαδάκια πάνω στο άσπρο χαρτί.
Σαν ανάσα.
Αλλιώς αισθανότανε να πεθαίνει.
Έτσι συνήθισε ν’ αναπνέει για μια ζωή.

Κι ύστερα την πήρε στην τεράστια αγκαλιά του και την ανέβασε «βασίλισσα» της είπε, «σ’ εκείνο το γραφείο» που ήταν γεμάτο πυξίδες, κλεψύδρες και χάρτες ναυτικούς. Που ήταν γεμάτο βιβλία. Στους τοίχους, πάνω απ’ τις πόρτες, δίπλα στο τζάκι, στις μικρές εσοχές.
Κρυφτό έπαιζαν οι χάρτινοι ήρωές της. Κι αυτοί την μεγάλωσαν. Το άδειο γραφείο του, το καταφύγιό της. Παντοτινό. Το κλειδωμένο δωμάτιο που για το χατίρι της ξεκλειδώθηκε. Η τρύπα που οδήγησε την Αλίκη απέναντι. Για να μην επιστρέψει ποτέ πια. Το παιχνίδι με τους καθρέφτες, αφού όλες οι ηρωίδες είχαν το πρόσωπό της. Η Μοναχούλα στο «Ρήμα Είναι» του χοντρο- Βολλάρ.
Το γραφείο του, θα τους πει, να μην το αγγίξουν. Το μαγικό δωμάτιο θα το φροντίσει αυτή.

Θεραπευτική γαζούλα, η γαλάζια βαλίτσα με τα χειρόγραφα. Τόσο ανοιχτό γαλάζιο σαν πρωινός ουρανός. Και σαν τα μάτια του μπαμπά. Που όταν θόλωναν, σκούραιναν, θάλασσα φουρτουνιασμένη.
Γαλάζια και στο μοβ της πασχαλιάς τα δικά της ντοσιέ. Δίπλα στους σκονισμένους χάρτες του, στις αχρησιμοποίητες για χρόνια κλεψύδρες, στις άχρηστες πυξίδες του που δεν τον έβγαλαν πουθενά.
Αναποδογυρίζει την πρώτη και ασυναίσθητα κοιτά το ρολόι. Την μαγνητίζει από παιδάκι αυτή η κάτασπρη άμμος που καθρεφτίζει, τι;


Θα είμαι όλοι ή κανείς’ θα είμαι ο άλλος

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ:

Το Ρήμα Είναι

Έτσι λεγόταν το παλαιοβιβλιοπωλείο του βιβλιοπώλη Βολλάρ Ετιέν: Το Ρήμα είναι. Κι αυτός, ολομόναχος μια ζωή κι ανοικονόμητος, κατάπινε λέξεις. Αποστηθίζοντας χωρία ατέλειωτα, καταβροχθίζοντας Γκαίτε, Νίτσε, Μπρετόν, Μπατάιγ, Μπέκετ, Πεσσόα, Μπόρχες, Ναταλί Σαρρώτ και Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Στη «Μοναχούλα» του Πιέρ Πεζύ (Εκδ. «Ποταμός») όπου βλέπουμε την ιαματική δύναμη των τυπωμένων σελίδων. Γαζούλα θεραπευτική, πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο τον Βολλάρ Ετιέν, σ’ αυτά κατέφευγε και άντεχε τα πάντα: «Τι να είχε ζήσει άραγε αυτό το επιβλητικό αγόρι και τι λησμονούσε, τι προσπαθούσε να λησμονήσει διαβάζοντας αδιάκοπα; Ποιο αιματηρό μυστήριο κάτω απ’ τις σελίδες;»
Ποτέ δεν θα το λύσουμε επακριβώς το μυστήριο, αλλά έτσι θα τον βλέπουμε μπουκωμένο πάντοτε με τις λυτρωτικές σελίδες.
Ακόμα κι εκείνο το απόγευμα της σύγκρουσης, εκείνο εκεί το απόγευμα που του έκοψε τη σελίδα της δικής του ζωής στα δυο. Το απόγευμα που αθέλητα έσπασε εκείνο το παιδί με το κόκκινο παλτό, το απόγευμα που έπεσε επάνω του η «μοναχούλα», σαστισμένη. Επειδή «Όλα μπορούν να συμβούν, και το χειρότερο επομένως. Γιατί κι αυτό, επίσης, περιφέρεται μέσα στο πλήθος των πιθανοτήτων. Η ύαινα του χειρότερου χοροπηδάει στην τύχη μέσα στην κοινοτοπία».
Με τα βιβλία θα την γιατρέψει. Γυρίζοντας την πίσω ξανά απ’ εκείνο το ακατανόητο κώμα. Εξοντωμένος δίπλα της, απαγγέλλοντάς της ξανά και ξανά, διαβάζοντας απ’ το αόρατο τυπωμένο χαρτί, πάλι και πάλι: «Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από μια σταγόνα αίμα! Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από ένα πτύελο! Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από ένα λεκέ μελάνι! Θα διαβάζεις και θα διηγείσαι». Άλλον τρόπο, άλλον δρόμο, άλλο ξόρκι, δεν γνωρίζει ο Βολλάρ. Ο Βολλάρ που, με το που βλέπει ένα άσπρο ή χρωματιστό εξώφυλλο, είναι ικανός ν’ αναγνωρίσει, στη στιγμή, μια έκδοση και την πιθανή της ημερομηνία. Ο Βολλάρ μπορεί ν’ αναγνωρίσει οποιοδήποτε βιβλίο, ενώ ο ξεκάθαρος ψίθυρος αρχίζει να αναβλύζει, να απλώνεται, να διογκώνεται, μέχρι που τον κάνει, καμιά φορά, να κινεί σιωπηλά τα χείλη.
Απαγγέλλοντας θα βουτήξει αναζητώντας κάτι, οτιδήποτε, κάποια στιγμή στο κενό. Απαγγέλλοντας θα επιβιώσει και όταν η «μοναχούλα» φύγει, απαγγέλλοντας κι εκείνος θα φύγει. Επιχειρώντας «το τελευταίο του βήμα στο βουερό βάραθρο όλων των πραγμάτων που έχουν γραφτεί, όλων εκείνων που προσφέρονται στην ανάγνωση. Το πρώτο του βήμα στη λήθη των βιβλίων». Διότι εκτός από τα βιβλία, άλλη ζωή και άλλη αιωνιότητα, ο βιβλιοπώλης Βολλάρ δεν γνωρίζει!



Κεφάλαιο 3ο:

Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα

Διότι εκτός από τα βιβλία, άλλη ζωή και άλλη αιωνιότητα η Σαβίνα δεν γνωρίζει!

Χαιδεύει τις επιφάνειες της βιβλιοθήκης μ’ ένα νωπό κίτρινο πανί. Τινάζει βιβλία στοργικά σαν παιδική φούστα, χαιδεύει λάμπες, γυαλίζει φωτιστικά. Μετρά τα ασπρόμαυρα πλακάκια σαν σκακιέρα’ Ρουά ματ. Καθαρίζει τα τζάμια μπροστά απ’ τα σπάνια βιβλία, βλέπει τον «Βέρθερό» του, δέρμα καφέ ζεστό μαλακό, τον πρώτο Παπαδιαμάντη της, τον «Χριστό στο Κάστρο», του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Σαν τα ψηλά βουνά», έχει φυλάξει το πρώτο της αναγνωστικό.
Ο Καραγάτσης του όλος, δερματόδετος ομοιόμορφα. Οι λυρικοί. Ο Αριστοτέλης. Οι τραγικοί. Η «Αντιγόνη» της σημειωμένη «Ου τοι συνέχθην αλλά συμφιλείν έφυν», ποιος να την έφερε ως εκεί;

Ήταν μικρό παιδί όταν σηκώθηκαν και έφυγαν άρον- άρον. Ακούει τη βροχή. Σιγανή. Σαν πρωινός θρήνος. Ακριβώς όπως εκείνο εκεί το πρωί. Γιατί την εβδομάδα των Παθών πάντα βρέχει; Απ’ το παράθυρό της κοιτά την βροχούλα να πέφτει’ σιγανή.

«Να φορέσεις το μπλε σου αδιάβροχο», είναι καινούργιο κι είν’ όλη ντυμένη στα μπλε, ακούει τη φωνή της γιαγιάς.
«Μην κλαις, καρδούλα μου, θα έρχομαι συχνά να σε βλέπω», ακούει θρυμματισμένη τη φωνή της γιαγιάς.
Εκείνη, όμως, ήδη γνωρίζει. Δεν θα την ξαναδεί, όπως και τη μαμά τη γιαγιά, μικρό παιδί και όμως το γνωρίζει.
Κρατά σφιχτά απ’ το χέρι εκείνον. Παγωμένος και πελιδνός. Δεν της μιλά. Δεν την κοιτά. Το ξανθό μωρό ούτε που τ’ αναφέρουν. Το ακούει να κλαίει από το επάνω δωμάτιο. Το δικό της δωμάτιο. Έχουν φτάσει στην πόρτα, γυρίζει ολόκληρη πίσω, ένα κοριτσάκι με μπλε σκούρο ανοράκ και ύφος χαμένο, σαν τη γυναίκα του Λωτ.
Κι τότε την είδε. Φορούσε εκείνο το φαρδύ φουστάνι εγκυμοσύνης με τα λιλά λουλούδια κι όλο κατρακυλούσε από τη ξύλινη σκάλα της Σταχτοπούτας, κρατώντας απελπισμένα την κοιλιά της, βουβή. Εκείνος, στο πλάι της, κρύος και πελιδνός. Και ταυτοχρόνως, κρύος και πελιδνός και στην κορφή της σκάλας.
Στην πόλη τους εκείνος δεν ξαναγύρισε ζωντανός αλλ’ ούτε και νεκρός. Κι εκείνη, όμως, την γιαγιά δεν την ξανάδε. Ούτε κι εκείνο το ξανθό παιδί παρά μονάχα την κηδεία του Άγγελου πριν την μοιραία κούρσα, τον Άγγελο της θύμισε περισσότερο, ούτε τη μαμά, ούτε τον μπαμπά. Και ύστερα νεκρό στο δρόμο, μ’ εκείνο το περίεργο σημάδι στον ώμο. Του Άγγελου το σημάδι. Κάτι σκουρόχρωμο, με ουρά και κεντρί, σαν σκορπιός.
Και τώρα που γύρισε, δεν είναι κανένας. Κανέναν δεν βρήκε. Ούτε κι εκείνη με τα λιλά λουλουδάκια στη σκάλα. Παρά μονάχα σκόνη, σκουριά και ερημιά. Κι εκείνη την πανομοιότυπη με τότε βροχή, σιγανή βροχούλα. Σαν τα δάκρυα της μαμάς και του Θεού. Σκουπίζει, σκουπίζει τα δάκρυα στα παλιά ξύλα, και δεν στεγνώνουν.
Μάλλον δεν θα στεγνώσουν ποτέ.
Η κλεψύδρα έχει αδειάσει, πάλι ξέχασε να τον μετρήσει τον χρόνο. Έτσι ξεχνούσε πάντα να τον μετρά και να ‘την τώρα ν’ αναζητά τον χαμένο της χρόνο. Σαν τις μαντλέν του Προυστ, πού τις θυμήθηκε τώρα! Να θυμηθεί αύριο να κάνει μαντλέν! Σαν τις μαντλέν της γυναίκας με τα λιλά ανθάκια στο φόρεμα. Κανένας δεν θα μπορούσε να ξανακάνει τέτοιες μαντλέν.

Μίνι μαντλέν με 3 ντιπ

Τι έχουμε:

Για τις μαντλέν:
100 γραμ. έμμενταλ Entremont, τριμμένο
50 γραμ. έμμενταλ Entremont, κομμένο σε κύβους
200 γραμ. αλεύρι
120 γραμ. μαργαρίνη, λιωμένη
4 αβγά
1 κουταλιά γάλα
1 φακελάκι μαγιά, ξηρή
2 κουταλιές μαργαρίνη για τα φορμάκια
10-12 φορμάκια για μαντλέν

Για τα ντιπ:
200 γραμ. έμμενταλ Entremont, τριμμένο
4 κουταλιές γάλα
4 κουταλιές κρέμα γάλακτος
1 κουταλάκι τοματοπελτέ
1/4 κουταλάκι κάρυ

Τι κάνουμε:
Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180C .
Σε ένα μπολ ανακατεύουμε το αλεύρι με τη μαγιά και κάνουμε μια λακκουβίτσα στη μέση.
Προσθέτουμε τη μαργαρίνη, το τριμμένο έμμενταλ Entremont και ανακατεύουμε, έως ότου γίνουν ομοιογενής ζύμη.
Σε ένα άλλο μπολ χτυπάμε τα αβγά, προσθέτουμε το γάλα, τους κύβους του έμμενταλ Entremont και τα ανακατεύουμε. Προσθέτουμε το μείγμα των αβγών στο μπολ με το αλεύρι και ανακατεύουμε καλά, εως ότου το μείγμα γίνει ομοιογενές.
Αλείφουμε τα ειδικά φορμάκια για μαντλέν με τη μαργαρίνη και μοιράζουμε σε αυτά το μείγμα, γεμίζοντάς τα μέχρι τα 3/4. Βάζουμε τα φορμάκια σε ένα ταψί και ψήνουμε στον προθερμασμένο φούρνο για περίπου 15 λεπτά.
Μόλις ψηθούν οι μαντλέν, βγάζουμε το ταψί από τον φούρνο, αφήνουμε να κρυώσουν λίγο και τις ξεφορμάρουμε προσεκτικά σε μια πιατέλα.
Εν τω μεταξύ, ετοιμάζουμε τα ντιπ.
Σε ένα κατσαρολάκι ζεσταίνουμε την κρέμα γάλακτος σε μέτρια φωτιά, προσθέτουμε το έμμενταλ Entremont και ανακατεύουμε, εως ότου λιώσει.
Προσθέτουμε το γάλα ανακατεύοντας συνεχώς με μια ξύλινη κουτάλα, μέχρι να απορροφηθεί και πήξει το μείγμα.
Κατεβάζουμε το κατσαρολάκι από τη φωτιά και μοιράζουμε το μείγμα σε 3 μικρά μπολ.
Προσθέτουμε στο ένα μπολ τον τοματοπελτέ, στο δεύτερο το κάρυ και το τρίτο το αφήνουμε με το έμμενταλ.
Ανακατεύουμε καλά και σερβίρουμε τις μαντλέν με τα ντιπ.

Συμβουλή
Μπορούμε να συνοδέψουμε με λαχανικά (καρότα, αγγουράκια) κομμένα σε μπαστουνάκια.


Χαιδεύει το κόκκινο καρώ υφασμάτινο κάλυμα. Αγγίζει τα στρογγυλά της γράμματα με το μπλε- γαλάζιο στυλό. Το Μ σαν μίνι οροσειρά, το α σαν αγκαλιά ή στόμα πουλιού που πεινάει. Το ν σαν λίκνος ζεστός. Το τ σαν τραπέζι. Το λ, ανθρωπάκι και της ξεφεύγει. Το ε, σαν ζαρωμένο κουνέλι. Το ν, για να μη της χυθεί η γλύκα απ’ τη ζύμη, η ζεστασιά από την κρύα πια αγκαλιά. Την ανύπαρκτη.

Έξω έχει ήδη σκοτεινιάσει για τα καλά. Τα συνεργεία καθαρισμού έχουν κάνει το σπίτι ν’ αστράφτει, τον κήπο έχει φροντίσει να έχει ξεπλύνει, έχει στολίσει η βροχή. Το γραφείο του το ‘χει χαιδέψει η ίδια πόντο- πόντο. Με αρωματικό λαδάκι και μαλακό πανί. Ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης και ο Μπεράτης στα ράφια. Ο Γκαίτε και ο Σίλλερ, ξεσκονισμένοι, σαν στρατιωτάκια φθαρμένα και νικημένα απ’ τον χρόνο, στη σειρά. Ο δερματόδετος Καραγάτσης του, οι Ρώσοι του, οι «Δαιμονισμένοι», το πρώτο στη σειρά, να κονταροχτυπιέται με τον «Ηλίθιο», ο πρίγκιπας Μίσκιν, το φως, το απόλυτο Καλό. Ο Ντοστογιέφσκι βολόδερνε μια ζωή με τους «Δαίμονές» του, έτσι της έλεγε. Μέσα από την Κόλασή του πέρασε για να βρει τον Χριστό.
Όπως εκείνος μέσ’ απ’ τα κύματα.
Τα κύματα, εξάλλου, της τον πήραν.
Σα να μην ήθελε να ξαναπατήσει στεριά. Αφού όταν σκεφτόταν τον Χριστό να βαδίζει στη θάλασσα, το δικό της πατέρα σκεφτόταν. Να βαδίζει στο φως περνώντας πρώτα απ’ όλο το σκότος αυτής της φιδογυριστής ξύλινης σκάλας.
«Το πιο ωραίο κομμάτι αυτού του σπιτιού» θυμάται, είχε επιμείνει από την πρώτη στιγμή η γιαγιά.
“Το απολύτως Ωραίο που αποβαίνει Μοιραίο”. Της ψιθυρίζει, εκείνη η φωνή μετά από χρόνια σιωπής στο αυτί. Αλλά εκείνη, όμως, δεν την φοβάται πλέον! Εξάλλου, γι’ αυτό τον λόγο και γύρισε. Βρίσκεται εδώ επιτέλους για να τα δει όλα.
Να θυμηθεί!

Τόσα χρόνια, εκεί όπου πήγαν, επιδίωκε να ξεχάσει. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας σαν την τρελή. Έμιλυ Ντίκινσον πρώτα και «Ανεμοδαρμένα ύψη». Σύλβια Πλαθ, Φιτζέραλντ, Ρεμπώ και Τεντ Χιούζ. Γράφοντας και η ίδια «Γράμματα γενεθλίων». Πάσχα είχαν φύγει, θυμάται, με σιγανή βροχούλα, για-μια-ζωή-των-Παθών.
Απ’ το καινούργιο τους μπαλκόνι έβλεπε κάθε πρωί τη θάλασσα. Και απ’ την πίσω βεράντα, το βουνό. Με τη θεία Βιργινία κοιμόταν και ξυπνούσε. Με την θεία Βιργινία έγραφε, διάβαζε, πήγαινε σινεμά. Ο μπαμπάς, από την πρώτη κιόλας βδομάδα, άρχισε τα ταξίδια.
Ουρουγουάη, Παραγουάη, Βραζιλία, Κολομβία, Αργεντινή, Μεξικό. «Όμως, όταν μεγαλώσω θα με πάρεις μαζί;», δεν της απάντησε, αλλ’ ό,τι επιθυμούμε ακούμε, το εξέλαβε λοιπόν και εκείνη σαν «ναι».
Μόνη θα πρέπει να πάει στο Μεξικό. Όπως πήγε και στο Παρίσι μονάχη της, στο Λονδίνο. Σ’ αυτή τη ζωή, όλο μόνη έπρεπε πια να πορευθεί. Εξάλλου μήπως έμαθε κι άλλη ζωή; Παρηγοριά της, πάντα, «η δεσποινίς Σμίλλα» που «διαβάζει το χιόνι». Τα χειρόγραφά της, όλα αυτά τα βιβλία, το άσπρο χαρτί.
Όποτε φοβόταν, έγραφε. Κι όποτε χαιρόταν’ κάπου θα έπρεπε κι αυτή να τα πει. Διάβαζε κι έκλαιγε. Κι ύστερα έγραφε και γελούσε. Την κάθε ώρα, την κάθε στιγμή.
Μόνον όταν την γράφω εγώ την καταλαβαίνω τη ζωή, συνήθιζε να λέει κι ας μην την πίστευε κανείς.
Κι ύστερα έπαψε με τον καιρό και να το λέει.
Αφού, έτσι ή αλλιώς, δεν θα την καταλάβαινε κανείς.
Μονάχα εκείνος ο άντρας έδειξε να την καταλαβαίνει. Εκείνος ο άντρας, στη μέση του πουθενά.
Την κοίταξε κι ήταν σα να γεννήθηκε για να την κοιτάξει. Κι ύστερα γύρισε για να τον κοιτάξει κι αυτή. Όσο ήταν μαζί, είχε λύσει τον γρίφο. Δεν χρειαζόταν καν να του εξηγηθεί, να της εξηγηθεί. Η σκάλα για τον Θεό ανέβαινε μεσ’ από τα σαστισμένα του βήματα. Στα βασιλεμένα του μάτια, βασίλευε κάθε βράδυ κι αυτή.
Θα τον ακολουθούσε παντού, ήταν η πρώτη της σκέψη. Θα την ακολουθούσε κι αυτός, ήταν το πρώτο που της είπε κι εκείνος.
«Προστάτεψέ με απ’ το να είμαι αυτός που ήδη υπήρξα, αυτό που ήδη υπήρξα ανεπανόρθωτα», της είχε πει.
Κι ούτε όνομα, ούτε καταγωγή, ούτε ρίζα, ούτε πατρίδα. Μόνο δυο χέρια, μια ανοιχτή αγκαλιά. Δυο πόδια δυνατά στα πόδια, στην κοιλιά της, κι όλα ο κόσμος μια ζεστή σπηλιά’ να χωθούν, να χαθούν δυο παιδάκια απροστάτευτα, μόνα. Που ήρθαν στον κόσμο ακριβώς για να βρεθούν και ν’ αγαπηθούν. Για ν’ αγαπήσουν το μόνο, τελικά, απαγορευμένο. Διότι «η ζωή είναι αγρίως απίθανη», και το επαναλαμβάνει κι αυτή που πια δεν αγαπά τη ζωή. «Η λέξη Πάντα είναι απαγορευμένη στους ανθρώπους», το επαναλαμβάνει κι αυτή. Αναγνωρίζοντας, όμως, πάντοτε το δικαίωμα στους ανθρώπους να υποσχεθούν. «Γιατί μέσα στην υπόσχεση υπάρχει κάτι της αθανασίας».

Τώρα απομένει πια ένα ήσυχο πιόνι στα χέρια της λογοτεχνίας.
Και με ό,τι έχει, θα πρέπει και να πορευτεί.



Θα είμαι όλοι ή κανείς’ θα είμαι ο άλλος

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ:

Γράμματα- Μαντλέν: ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ. Μ’ ΑΓΑΠΑΣ!


ΥΓ. Βγήκα. Και για μια ακόμα φορά, δεν ξέρω τί να με... κάνω! Ηρθε η Αναστασία στην εφημερίδα κρατώντας τα κλασικά δυο πρώτα βιβλία.
“Εάν σου πω ότι δεν έχω πού να το δώσω αυτό το πρώτο βιβλίο? Τα προηγούμενα χρόνια το έκαιγα, ξέρεις πού, αλλά τώρα δεν είναι αυτό που θέλω να κάνω”.
“Δώσ' το μου! Τί με κοιτάς? Ή δεν θέλεις? Δεν είμαι η φίλη σου? Δώσ' το σε μένα!”
Ναι, ό,τι κάναμε, μαζί τα κάναμε μέχρι εδώ, μαζί μοιραστήκαμε την ίδια συνεπή, σχεδόν ουτοπική πορεία.
Τις πρώτες σελίδες, είπα έτσι να τις... ρίξω στον ωκεανό. Και να 'τες.... Μήπως και φτάσουν. Κάπου. Όπου. Μπορεί και να φτάσουν.
Τα βιβλία, στα βιβλιοπωλεία. Κι εγώ στο θαυμαστό χάος της καινούργιας ζωής, της καινούργιας ιστορίας.