30/6/09

Μόνος, “μονότατος”, αφού εκεί μονάχα είσαι ελεύθερος

“ΧΟΡΟΣ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΩΝ” της Μάρως Βαμβουνάκη, Εκδ. “Ψυχογιός”, σελ. 285, e 18

“Έχω προσέξει ότι και ένα τσαλακωμένο χαρτάκι να πετάξω αδιάφορη στο πεζοδρόμιο, θα το βρω εν καιρώ πεταμένο στο σαλόνι μου. Ο ψίθυρος που ψιθυρίζεις στο υπόγειο, θα 'ρθει η στιγμή που θα ακουστεί σαν δυνατή κραυγή στην ταράτσα. Όχι, δεν πρέπει να μας προξενεί άγχος αυτή η νομοτέλεια' η δικαιοσύνη ασφαλίζει και χαροποιεί την υγιή ψυχή κάθε φορά που τη διακρίνει να έρχεται, ακόμα και εις βάρος της”.
Απόσπασμα από το κεφάλαιο “ο εγωισμός που τρελαίνει”, στο καινούργιο ιδιότυπο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη που εγκαινιάζοντας ένα νέο είδος κινείται με μαεστρία και μαγεία ανάμεσα στο ψυχολογικό, λογοτεχνικό δοκίμιο και παρ' ό,τι διαβάζεται και αποσπασματικά, αποτελεί ταυτοχρόνως και ένα αναπόσπαστο λογοτεχνικό όλον.
“Χορός μεταμφιεσμένων” ο τίτλος του και ενδεχομένως το πλέον φιλοσοφικό της ήδη άτυπης τριλογίας (“Ο παλιάτσος και η άνιμα”, “Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης”).
Ξεκινώντας από το προσφιλές και από τα άλλα δυο βιβλία αφήγημα, η συγγραφέας στήνει ένα μικρό αλληγορικό δοκίμιο αρχικά για τις μεταμφιέσεις. Για την ελευθερία της μάσκας (και ενδεχομένως και την αλήθεια της), για το πάθος που είχε η ίδια ως παιδί για τις μεταμφιέσεις. Για τα εξώφυλλα των βιβλίων της που αποτελούν μια συνέχεια, αναπόσπαστο μέρος του όλου έργου αλλά και της επί μέρους ιστορίας, του επί μέρους βιβλίου.
Σε μιαν εποχή που η μάσκα έχει γίνει το πρόσωπο και το όντως πρόσωπο αγνοείται, όλα προσποιούνται ακριβώς το αντίθετό τους και η συγγραφέας μας παίρνει τρυφερά από το χέρι για να αντέξουμε τα δύσκολα της αφήγησης. Για όλα τολμά και μιλάει: για “το βάρος του άδικου μπράβου” και για την “ασκητική της μεγαλούπολης”. Για τα παραπλανητικά και ψευδαισθησιακά “γαμήλια όνειρα” , για “το αξεπέραστο της προδοσίας” και φυσικά για ”τον εγωισμό που τρελαίνει”.
Δεν διστάζει να αναφερθεί σε προσωπικά περιστατικά, αναλύει με γενναιότητα και οξυδέρκεια καταστάσεις και επιστρατεύει την αγάπη της για τη λογοτεχνία, αποδεικνύοντας με μυθιστορηματικούς ήρωες τα πάθη και τα λάθη, τη λαχτάρα, τις ερωτικές ψευδαισθήσεις, την προδοσία.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Στα “Αναπάντεχα” στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, στις “Νοσταλγίες” και στην “Θεραπεία της ευτυχίας”.
Στις “νοσταλγίες”, τα θερινά σινεμά της, οι φίλοι οι παλιοί και το Άττικα, η ευλογία αυτής της παλιάς και με ρίζες αρχαίας φιλίας: “Είναι μεγάλος θησαυρός ένας φίλος που υπήρξε μάρτυρας της ζωής σου από τόσο νωρίς”- σημειώνει η Μάρω. “Τέτοιοι φίλοι μάς διαβεβαιώνουν πως υπήρξαμε, πως ζήσαμε τότε εκείνο το απίστευτο, όταν εμείς, με τα χρόνια αρχίζουμε να έχουμε κάποιες αμφιβολίες για το παρελθόν μας, για τον παρελθόντα εαυτό μας. Χρειαζόμαστε μάρτυρες να μας βεβαιώνουν ότι εκείνο που θυμόμαστε όντως έγινε, δεν το φανταστήκαμε, δεν το ονειρευτήκαμε, τώρα που η μνήμη, τραβώντας πολύ πέρα μακριά, γίνεται όλο και πιο γοητευτική και πιο αναξιόπιστη”.
Οι αναμνήσεις της από τις μεταμφιέσεις και τ ο πρώτο μεγάλο ταξίδι της ζωής της στην Χαλέπα. Το πάθος της για την ανάγνωση που την οδήγησε στο πάθος της για τη γραφή, αλλά και αυτή καθ' εαυτή η διαδικασία της γραφής. Τα δώρα της, η μοναξιά της και οι δαίμονές της. Ο χρόνος και η μνήμη, επειδή “είμαστε η μνήμη” ή μπορεί ίσως και να συμβαίνει κι ανάποδα “η μνήμη μας να είμαστε εμείς”.
Στο τρίτο και ιαματικότερο κεφάλαιο, η τέχνη και η τεχνική του να είμαστε, τελικά, ευτυχισμένοι. Οι ρόλοι μας και οι αναρίθμητες κοινωνικές μας ταυτότητες, ο εαυτός -πυρήνας, “αμετακίνητος, αυθεντικός κι ανεξάρτητος”, η ευλογία της κάθε μέρας.
Ένα βιβλίο, που όπως η ίδια ισχυρίζεται μιλά και πάλι για το ίδιο ζήτημα “την ευτυχία και τη δυστυχία του ανθρώπου”. Αναζητώντας τα πώς και τα γιατί στη ζώσα ζωή και στην λογοτεχνία, φωτίζοντας με αγιοπατερικό φως και ψυχαναλυτική οξυδέρκεια, επαναφέρει στη σωστή φορά τα αντεστραμμένα μας κάτοπτρα, μας καθιστά επαρκείς αναγνώστες για να αφουγκραστούμε ως κραυγή τον ψίθυρο στο υπόγειο.
Ο γέρων Παίσιος και ο γέρων Πορφύριος, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, ο Φρόυντ, ο Σταντάλ, ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ και ο Μάρκες, θα μας πάρουν απ' το χέρι. Εξαιρετικά ποιητικό και αποκαλυπτικό το εγκιβωτισμένο γράμμα, ατμοσφαιρικότατα τα ταξίδια στη Χαλέπα και στη Βενετία, γοητευτική και ανατρεπτική η ιστορία στο φινάλε. Όλα βρίσκουν τη θέση τους στο θαυμαστό παζλ της ζωής και όλα κάτι σημαίνουν φτάνει να είναι η ματιά μας γενναία κι άξια να τα δει. “Σπατάλη να ερμηνεύσεις το πώς σε κοιτούν, το πως σε κρίνουν, το τί συζητούν για σένα”. “Είναι απαραίτητο να βρει κανείς το κέντρο του, τη σταθερά του, τον άξονα τον λεπτό κι ατσάλινο, εκείνο το κομμάτι βράχου το αναλλοίωτο, που θα στηρίξει το μηχανισμό του βίου του και όπου πατώντας θα μπορεί να κινεί τη γη. Μόνος του, “μονότατος”, αφού εκεί μονάχα είναι ελεύθερος”.
Ένα σοφό, πολυεπίπεδο βιβλίο που αποκαλύπτει την αναγκαιότητα της ελευθερίας για την αγάπη και την τρομακτικά ισχυρή για τα πάντα “προσωπική ευθύνη”. “Η ευτυχία μας δεν εξαρτάται απ' τους άλλους” κι εδώ είναι το θέμα. Ένα βιβλίο που όσες φορές το διαβάσεις, είναι ένα άλλο βιβλίο.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Μάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Από εννέα χρόνων ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα.
Σπούδασε νομικά και ψυχολογία.
Από το 1972 και για έντεκα χρόνια έζησε στη Ρόδο, όπου εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Σήμερα ζει στην Αθήνα.
Από τις Εκδόσεις “Ψυχογιός” κυκλοφορούν, επίσης, τα βιβλία της: “Ο παλιάτσος και η άνιμα” και “Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης”, ενώ ετοιμάζονται οι επανεκδόσεις των “Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει” και σε κοινό τόμο “Το χρονικό μιας μοιχείας”, “Ντούλια” και “Ο πιανίστας και ο θάνατος”. Εχει γράψει 31 βιβλία, ανάμεσά τους 18 μυθιστορήματα, θεατρικά, ένα παιδικό, ένα ταξιδιωτικό, μελέτες και δοκίμια. Όλα τους με άπειρες επανεκδίοσεις. Ανάμεσά τους και τα: «Ο Αρχάγγελος του καφενείου», «Ο Κύκνος κι αυτός» (9η έκδοση), «Το χρονικό μιας μοιχείας» (23η έκδοση), «Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει», «Ντούλια», «Χρόνια πολλά γλυκιά μου», «Ο αντίπαλος εραστής», «Η μοναξιά είναι από χώμα» (26η έκδοση), «Ιστορίες με καλό τέλος», «Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο» (31η έκδοση), «Τα κλειστά μάτια», «Τανγκό μες στον καθρέφτη», «Το δωμάτιο που ταξιδεύει», «Λουλούδι της κανέλλας», «Θεατρικά 1», «Θεατρικά 2», «Με βελούδινα βήματα ο χρόνος», «Τα ραντεβού με τη Σιμόνη», «Ο πιανίστας και ο θάνατος», «Η κραταιά αγάπη»,
«Τηλεφωνήματα και ενοχές», «Το τραγούδι της μάσκας», «Ο Ντάνκαν γυρεύει τον Θεό», «Έρωτας: Το γελοίο και το δέος», «Όχι άλλη αναβολή, Μιχάλη», «Τα πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό», «Αντήχηση απ’ το παρελθόν».

ΥΓ. Γύρισα λέμε, γύρισα! Η ίδια πάντα αλλά και τόσο άλλη. Με μια Κιβωτό πια στην καρδιά και στη μνήμη μου και μια Καππαδοκία που ήδη – κι ας μην το γνώριζα- κουβαλούσα από παιδί. Με όλες τις “νεραιοδοκαμινάδες” της και με τα λαξευτά μοναστήρια στους βράχους. Την εκκλησία του Μήλου στα βράχια, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ή του φιδιού. Την Κρυφή εκκλησία και την εκκλησία των Στεφάνων. Τα υφαντά που τόσο καλά ήξερε να βάφει ο παππούς ο Γιώργης “ο βαφέας”, το μπλε που γύρευα και που το βρήκα μόνον εκεί, αλλού πουθενά. Τις άσπρες βόλτες των δερβίσηδων ωσεί σάβανα να υπενθυμίζουν πως η ζωή, πρόβα θανάτου εσαεί, και ότι όλα κύκλος κύκλος κύκλος είναι και ας τα αποδεχθούμε, για να τα δούμε, ας τα πιστέψουμε αυτά τα θαυμαστά.
Όλα τα συνάντησα εκεί, στις φαινομενικά άδειες πια υπόγειες πόλεις, άκουσα ύμνους αγγέλων στα βράχια που ανέβηκα με δέος, δειλά.
Σε ένα τοπίο ορθάνοιχτο στην αιωνιότητα, στον ενιαίο χρόνο, σε ένα τοπίο αεί μεταβαλλόμενο σαν στάχυ στον άνεμο, εφόσον ο άνεμος έχει την ακατάβλητη, σχεδόν αόρατη δύναμη, να τα κάνει νεράιδα, όμορφη κόρη, δράκο, λιοντάρι, Θεό.
Έτσι σε κάθε επίσκεψη η Καππαδοκία σου φανερώνεται – σαν άνθρωπος- άλλη. Αλλά πάντοτε η ίδια: Κοιτίδα και Μήτρα, Θάνατος, Θαύμα, Μνήμη, η προγιαγιά Άννα, Ζωή.
Στο CCR (Cappadokia Cave Resort & Spa” έμενα, με την ξαδέλφη μου, όπως παλιά. Κι από το παράθυρό μας στο Uchisar, αντίκρισα για κλάσματα χρόνου τη λύση στο γρίφο. Αλλά δεν θυμάμαι τίποτα πια. Μονάχα το σώμα θυμάται, όπως μόνο αυτό γνωρίζει καλά.
Καλώς σας ξαναβρήκα, ναι?
Και... καλόν Ιούλιο (που κάποτε φοβόμουν) (όμως τώρα όχι, έτσι τουλάχιστον νομίζω, όχι τώρα πια!)