18/8/08

Η γη πάντα θυμάται

«Αύριο δε θα φαίνεται τίποτα, είπε. Μα το αίμα θα μείνει, κι ας μη φαίνεται. Θα μείνει εδώ, μέσα στη γη. Η γη πάντοτε θυμάται…»

«ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟ ή ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» της Μαρίνας Καραγάτση, Εκδ. «Άγρα», σελ/ 225, τιμή: 17 ευρώ.

Αυτό που θα υπέθετε κανείς βλέποντας στις προθήκες το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση «Το Ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι» είναι, α τι καλά, ένα βιβλίο για τη ζωή του Μ.Καραγάτση. Ενδεχομένως μαρτυρία, βιογραφία, αυτοβιογραφία, μια και στο σπίτι Καραγάτση τα μεγέθη ήταν πάντα μεγάλα: συνυπήρχαν ένας μεγάλος συγγραφέας, μια σημαντική ζωγράφος και ένα όχι και τόσο ευκαταφρόνητο παιδί. Σπουδές, πορεία και αυτό το βιβλίο, αποδεικνύουν εκτός των άλλων ότι η Μαρίνα Καραγάτση έχει στο DNA της και το μεγάλο συγγραφικό ταλέντο του πατέρα. Διότι το «Το Ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι» είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός απ’ εκείνο που θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει αρχικά.
Με «δανεικά λόγια», ρυθμό και τέμπο, η συγγραφέας ζωντανεύει μέσα από τρεις παράλληλους μονολόγους κι ένα μονόπρακτο, τους δικούς της ανθρώπους, τις ταραχώδεις ζωές τους, μιαν εποχή.
Οι τρεις παράλληλοι μονόλογοι διαδραματίζονται ταυτοχρόνως «Μια ανοιξιάτικη μέρα του 1950» και ο πρώτος ανήκει δικαιωματικά στον πατέρα. «Ο Καραγάτσης» ονομάζεται και η Μαρίνα Καραγάτση διασώζει με τρόπο σπαρταριστό, τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ του, τον κυνισμό, τον εγωισμό, την τρυφερότητα και όλο τον αντιφατικό του ψυχισμό. Σκληρός στις τιμωρίες του προς εκείνη αλλά αφάνταστα φιλόστοργος με τα άστεγα σκυλιά και γατιά, εγωιστής στον ύπνο του και στο ξύπνιο του αλλά αλτρουιστής όσον αφορά την σωτηρία των ξένων, μαρτυρικά άυπνος και σεσωσμένος όσον αφορά τη γραφή, γοητευτικός όπως πάντα, διότι έτσι αγαπάμε, εν τέλει, τους δημιουργούς, και με τα λάθη τους και τα πάθη τους και ενίοτε ειδικά γι’ αυτά.
Ο δεύτερος μονόλογος «Η Μαρίνα και η Λασκαρώ» είναι της Μαρίνας, αλλά αφορά περισσότερο τη Λασκαρώ. Την ανδριώτισσα Λασκαρώ με την σκληρή γυναικεία μοίρα που έγινε κατά κάποιον τρόπο για τους Καραγάτσηδες, το στοιχειό του σπιτιού: η παρέα της Μαρίνας και το άγρυπνο πανταχού παρόν μάτι του Θεού. Μέσα απ’ τη σχέση τους, αυτές και οι άλλοι: ο Καραγάτσης, η Άνδρος, η Νίκη, η εποχή. Στον δεύτερο μονόλογο πληροφορούμαστε και από πού «το Ευχαριστημένο» (έτσι αποκαλούσε την Μαρίνα η Λασκαρώ).
Ο τρίτος μονόλογος, κυριολεκτικά ένας άθλος, τιτλοφορείται «Η γιαγιά Μίνα», αποτελεί σε μικρογραφία μια οικογενειακή σάγκα και διασώζει την ιστορία της Άνδρου, μια ολόκληρη εποχή. Με γλώσσα σπαρταριστή, ανδριώτισσας αρχόντισσας, με κριτικό μάτι γυναίκας ευφυούς αυτής της εποχής, και με διάθεση να τα δει όλα και «να τα πει έξω απ’ τα δόντια», διασώζει γεγονότα, στιγμές, ήθη κι έθιμα, ηθικές, συμπεριφορές και σκιαγραφεί με όλες τις αντιφάσεις τους, τους πάντες. Στον μονόλογό της, εις απλή καθαρεύουσα, με εκφράσεις της καθομιλουμένης της εποχής, ο εγωιστής γαμπρός της Δημητράκης, η σιωπηλά πανταχού παρούσα αξιοπρεπής κόρη της Νίκη, γονείς, σύζυγος, αδέλφια, ξαδέλφια, ανήψια, γαμπροί. Περιστατικά που σε κάνουν να λιποθυμάς απ’ το γέλιο (όπως αυτό με τις νυχτερίδες στον πύργο) και άλλες να κλαις για τις χαμένες ζωές (η επεισοδιακή γέννηση της Μαρίνας, το περιστατικό με τη Μαρία, η μελαγχολία του Αντώνη). Μικρό δείγμα γραφής:
«Ο Δημητράκης λοιπόν ενώ δεν είχε περιουσία, από οικονομικάς απαιτήσεις άλλο τίποτες. Προ του γάμου μας ετυράννησε με το θέμα της προίκας. Και επιπλέον ήτανε – δηλαδή τι ήτανε, είναι- και ομορφονιός. Δε λέγω, και η Νίκη νόστιμη κοπέλα είναι, αλλά πολύ συσταζούμενη, ντροπαλό κορίτσι. Πως θα τα έβγαζε πέρα με τον «Χόλλυγουντ» όπως αποκαλούσε τον Δημητράκη ο μακαρίτης ο πατέρας του; Άδικο είχαμε ο μπαμπάς της και εγώ να ανησυχούμε; Η Νίκη όμως που τον ερωτεύθηκε από την πρώτη στιγμή, έτρεξε και ηύρε τη σύμμαχό της, τη νόνα της. Εκλείσθησαν στην κάμαρη και τα είπαν δια μακρόν. Όταν εβγήκαν, η μαμά μας ανήγγειλε με ενθουσιασμό τα εξής: «Εμείς οι άρχοντες, οι Μπίστηδες, δεν ελογαριάσαμε ποτές τα χρήματα, μόνον τα γράμματα και την μόρφωση. Είμαι υπερήφανη που ένας Καραγάτσης θέλει να γίνει μέλος της οικογενείας μας. Αυτός ο γάμος μας τιμά και θα γίνει. Δεν δέχομαι καμία αντίρρηση επ’ αυτού». Αυτή ήτο η μαμά, μια αρχόντισσα, μια Μπίσταινα αναθρεμμένη στον Πύργο του Μουβελά, λάτρης των γραμμάτων και των επιστημών».
Το τελευταίο μονόπρακτο που διαδραματίζεται «Μια ανοιξιάτικη μέρα του 2006» στο «Αυλιδάκι», ζωντανεύει όλους τους οικείους νεκρούς: ο Καραγάτσης, η Λασκαρώ, η Νίκη, η γιαγιά Μίνα και ο Αντώνης, επιστρέφουν και λύνουν με χιούμορ και υπερβατική διάθεση την οιανδήποτε διαφορά εν ζωή. Αντικρίζουν τα γεγονότα και την ζωή τους αφ’ υψηλού και αφουγκράζονται την στοργική φωνή «του Ευχαριστημένου» τους. Η Μαρίνα Καραγάτση φαίνεται να έχει βάλει σε τάξη την δική της ψυχή, την ζωή, τη ζωή της μητέρας και του πατέρα, την εποχή. Διότι το παρελθόν δεν είναι χρόνος τετελεσμένος αλλά μας ακολουθεί ολοζώντανος κι ανάλογος της δικής μας θέσης και στάσης ζωής.
Τρυφερότητα κι αυτοσαρκασμός, ειλικρίνεια και χιούμορ, παραστατικότητα και ατμόσφαιρα, αφηγηματική δεινότητα που παραπέμπει στο μεγάλο ταλέντο του πατέρα, η Μαρίνα Καραγάτση σε κανέναν, τελικά, επειδή ακριβώς όλους τους αγαπά, δεν θα χαριστεί.
Ένα έξοχο λογοτεχνικό βιβλίο, εν τέλει, που αναζητά είδος για να καταταχθεί.
«Μαμά, μπαμπά, Λασκαρώ, θείε Αντώνη, γιαγιά Μίνα, παππού Λεωνίδα. Τώρα που τελείωσα το γράψιμο θα πάω μια στιγμή να πλύνω τα χέρια μου κι έπειτα έρχομαι αμέσως. Να με περιμένετε. Δε θα αργήσω», κάπως έτσι τελειώνει «το Ευχαριστημένο» και καλόν είναι να κλείνουν κάποτε οι εκκρεμότητες μιας ζωής. Αλλά η σχέση της Μαρίνας Καραγάτση με το γράψιμο έχει εντυπωσιακά μόλις τώρα αρχίσει.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Μαρίνα Καραγάτση, κόρη του συγγραφέα Μ.Καραγάτση και της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936.
Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε κυρίως με τη λαική λιθογλυπτική της Άνδρου («Λίθινες εικόνες της Άνδρου» 1990, «Μαρμάρινα τέμπλα στην Άνδρο τον 19ο αιώνα» 1993, «Κτητορικές πλάκες της Άνδρου» 1996).
Έχει έναν γιο, τον ηθοποιό Δημήτρη Τάρλοου.


Μ.Καραγάτσης: Η Μεγάλη Χίμαιρα

Μικρή αποτίμηση μιας μεγάλης ζωής

«Ας γελάσω!»
Έτσι, γελούσε! Με το έργο του («και τώρα που τέλειωσα την κριτική μου, ας μιλήσουμε για σοβαρά ζητήματα: θα πάμε κανά βράδυ, μετά την παράστασι, να πιούμε κάνα ουίσκυ, να χορέψουμε κάνα μάμπο;») με τη ζωή του την ίδια («αυτό θ’ αποδειχθεί στην κηδεία μου, όπου θάρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο»). Υπήρξε, εξάλλου, η τελευταία του λέξη.
Εκατό χρόνια μετά την γέννησή του (Αθήνα το 1908, ως Δημήτρης Ροδόπουλος) και σαράντα επτά από τον θάνατό του (Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου το 1960), η φετινή χρονιά τού ανήκει.
Δυο έργα του γίνονται τηλεοπτικές σειρές («Γιούγκερμαν» και το ημιτελές «Το δέκα»), βιβλία του μεσουρανούν στους καταλόγους ευπωλήτων και όσοι ντρέπονταν κάποτε να ομολογήσουν ότι τον διαβάζουν μετ’ απολαύσεως και μανιωδώς, αναγνωρίζουν, εν τέλει, το συγγραφικό μέγεθός του.
Είρων, ευζωιστής, από ιδιοσυγκρασία φιλόκαινος, ακάματος, αντικομφορμιστής, κατά περίσταση επικός, λυρικός, οραματικός, ηθογραφικός και ψυχογράφος, ιστορικός και ψυχαναλυτής, τέλειος γνώστης της εσωτερικής δομής, έδωσε μυθιστορήματα που μας χαράζουν και ωριμάζουν στον χρόνο.
Οι κριτικοί της γενιάς του, αντιμετώπισαν με επιφύλαξη ή και απέρριψαν το έργο του. Οι κρυφοί, παθιασμένοι αναγνώστες του «έλκονταν και απωθούνταν» απ’ αυτό. Εβδομήντα τόσα χρόνια μετά, θωρείται ως ο επιφανέστερος πεζογράφος της γενιάς του ’30.
Πολυγραφότατος (πάνω από είκοσι βιβλία), με σαφή «τα γνωρίσματα της πεζογραφικής ιδιοφυίας», άφησε πίσω του «έργο πληθωρικό, μεγάλης εμβέλειας, εικονοκλαστικό, αναθεωρητικό, απροσδόκητης συχνά βιαιότητας, ανοικονόμητο, γιατί δεν χωρούσε στα πλαίσια της οικείας για την εποχή του, στενόχωρης, αναιμικής και καθησυχαστικής ηθογραφίας» (Αρης Μπερλής).
Όπως δεν χωρά και σ’ αυτό εδώ το αφιέρωμα. Ψήγματα, μόνον.
Διότι ο Μ. Καραγάτσης που δεν πήρε ποτέ το ρόλο του και το έργο του στα σοβαρά, που διόρθωνε σπανιότατα τη δουλειά του, αλλά και εκ των υστέρων δεν άδειαζε να ρίξει σε ό,τι έκανε ούτε ματιά, ποτέ και πουθενά δεν χώρεσε με τα σωστά του.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ:
«Ο ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑ» (τίτλος εικόνων, τεύχος 34, 18-24 Ιουνίου 1956) Όταν τον χαρακτήρισαν έτσι ούτε καν εγώ η υπέργηρη, δεν είχα γεννηθεί. Τον αγάπησα, όμως, με κρυφό και φανερό πάθος στην πρώτη γυμνασίου: «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Η μεγάλη χίμαιρα», «Τα στερνά του Γιούγκερμαν» «Το χαμένο νησί», «Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», «Ο κίτρινος φάκελος», «Λειτουργία σε λα ύφεσις», «Νυχτερινή ιστορία», «Ο μεγάλος ύπνος», «Άμρι α Μούγκου», «Τα στερνά του Μίχαλου», «Σέργιος και Βάκχος», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Βασίλης Λάσκος», «Το συναξάρι των αμαρτωλών», «Η λιτανεία των ασεβών», «Το μπουρίνι», «Η μεγάλη λιτανεία», «Το μεγάλο συναξάρι» μου έκλειναν το μάτι για μια ζωή κι απ’ ότι αντιλαμβάνομαι όλο αυτό είναι κοινό βίωμα πολλών, εφόσον πια όλα φαίνεται να κατασταλάζουν και ν’ αλλάζουν.
«Το όραμα τελειώνει. Τελειώνει; Η Μαρίνα κοιτάει ολόγυρα’ πλέει η άσπρη εκκλησία στον ήλιο, που μπαίνει ανεμπόδιστος από τα μεγάλα παράθυρα’ οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου. Το κεφάλι του γερο-ιερέα, με λυτά μαλλιά και τα μακριά γένια έχει κάτι από την ήρεμη λάμψη μύστη ορφικού. Οι ψαλμοί, πρωτόγονα μελωδικοί, αναβλύζουν από ψυχές κρυστάλλινες. Στα έξυπνα, τα’ ανήσυχα και τυραγνισμένα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνείας»…
…«Η τελετή τέλειωσε. Η Μαρίνα βγαίνει από την εκκλησία, στηριγμένη στο μπράτσο του άντρα της. Ο πλακόστρωτος περίβολος ξαπλώνεται θαμπωμένος από φως κιτρινόχρυσο, εξαίσια αντίθεση στον καταγάλανο θόλο τ΄ ουρανού. Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές κι αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Δεξιά, σε κατανομή αμφιθεατρική, υψώνεται η ηλιόλουστη πολιτεία, σμιλεύοντας το λευκό ασβέστη της με τη ζαφειρόσκονη τ’ ουρανού. Η ζωή της χαμογελάει’ της ανοίγει την γλυκιάν αγκαλιά της να την δεχτεί, να την βαφτίσει στις χαρές της. Με στέρνο πλημμυρισμένο από ευτυχία μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στην εξαίσια εικόνα και το μεθυστικό όραμα. Χαμογελάει γλυκά, Και γέρνοντας ολόκορμη προς τον άντρα της, του παραδίδει το ριζικό της» (από το μυθιστόρημα «Η μεγάλη χίμαιρα»)
«- Αύριο δε θα φαίνεται τίποτα, είπε. Μα το αίμα θα μείνει, κι ας μη φαίνεται. Θα μείνει εδώ, μέσα στη γη. Η γη πάντοτε θυμάμαι…
Πέρασε το χέρι στο μπράτσο του φίλου του. Τον κοίταξε στα μάτια. Και είπε:
- Πάμε! Έχουμε πολλά πράγματα να κάνουμε εμείς οι δυο…
Έφυγαν. Πήραν το δρόμο που πηγαίνει προς την πολιτεία. Περπατούσαν χωρίς να μιλάν. Περπατούσαν σίγουρα, βαριά, ρυθμικά. Σαν στρατιώτες που πηγαίνουν να συναντήσουν τον εχθρό. Να πολεμήσουν…
Τώρα ο ήλιος δεν ήταν πια κόκκινος. Ηταν χρυσός» (από «Το μεγάλο συναξάρι»).
Μικρά αποσπάσματα με λέξεις- κλειδιά, όπως «τελειώνει;», «αμυδρή ειρωνεία», «ριζικό της», «αύριο δεν θα φαίνεται τίποτα», από έναν συγγραφέα που επαληθεύει ότι «το έργο θα μείνει», για να αποκαλύπτει μεγέθη και εκτός εποχής. Εξάλλου, πολλοί άνθισαν αργά ή νωρίς και η περίπτωση Μ. Καραγάτση, μια απ’ αυτές, το αποδεικνύει.
«Πότε ρεαλιστής και πότε λυρικός, πότε ενδοστρεφής και πότε σατιρικός ή και ευτάπελος, αλλά πάντοτε μοραλιστής στο βάθος, στάθηκε ένας από τους οξύτερους παρατηρητές και ελεγκτές της νεοελληνικής, αστικής ιδίως, κοινωνίας», κατά τον Γ.Π.Σαββίδη.
«Από ιδιοσυγκρασία φιλόκαινος και θαυμαστής κάθε προόδου, από πεποίθηση αντικομφορμιστής και πολέμιος κάθε συμβιβασμού, δέχθηκε με ενθουσιασμό κάθε νέα ιδέα- πλην του μαρξισμού, μολονότι υιοθέτησε πολλά διδάγματα του ιστορικού υλισμού – και έδωσε συχνά οξύτατες μάχες για θέματα κοινωνικού είτε πνευματικού ήθους», και πάλι, Γ.Π.Σαββίδης.
Και ο Αντρέας Καραντώνης, αποτιμώντας «πεζογράφους και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30» θα γράψει:
«Τα ένστικτα του Καραγάτση είναι κατακτητικά, αρχηγικά- και, από την πλευρά αυτή, είναι ο μόνος από τους συγγραφείς μας που μας θυμίζει την θυελλώδη κατακτητική ιδιοσυγκρασία του Μπαλζάκ. Ετσι, ο Γιούργκερμαν είναι περισσότερο μια αλληγορία παρά ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, περισσότερο μια ονειροπόληση και μια συνισταμένη επιδιώξεων παρά μια οντότης…
Ο Καραγάτσης είναι κατά την περίσταση, επικός, λυρικός, οραματικός, ηθογράφος και ψυχογράφος, κοινωνιολόγος, ιστορικός και ψυχαναλυτής, σκληρός σατιριστής με πένθιμο πάντα χιούμορ. Μόνο ανάλαφρος, μόνο χαμογελαστός, μόνο χαριτωμένος, μόνο «ιωνικός» δεν είναι ο Καραγάτσης. Βαρύς, αδρός και πρωτόγονος, χωματώδης, πυκνά γήινος, βάρβαρα αθλητικός, είναι μαζί και γεωργός και θαλασσινός…»
Κι ο Τάσος Βουρνάς, στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1960:
«Τέλειος γνώστης της εσωτερικής δομής και της λειτουργείς του μυθιστορήματος, ο Καραγάτσης είναι ο γοητευτικότερος αφηγητής, ο προικισμένος μυθοπλάστης. Είχε αντιληφθεί την προσφορά των κλασικών μορφών του μυθιστορήματος και αντιστάθηκε με επιμονή στις νέες τάσεις μιας πεζογραφίας που διάλυσε το μύθο και τη φόρμα για χάρη μιας «βαθύτερης», κατά τους ισχυρισμούς της, ενδοσκόπησης της ανθρώπινης αγωνίας και ενός λυρισμού που εισόρμησε στις σελίδες της από την περιοχή της ποίησης. Άνισος, αλλοπρόσαλλος, πεισματικά καρφωμένος στην ιδέα ότι η libido αποτελεί τον άξονα της ανθρώπινης ψυχολογίας και την κινητήρια δύναμη της ιστορίας και της κοινωνίας, έδωσε κάποτε σελίδες παλλόμενες από θελκτικό νεύρο και άλλοτε αφόρητα ρηχές, σαρκάζοντας τα πάντα, περιφρονώντας τα πάντα, χωρίς να εξαιρεί – κι εδώ βρίσκεται η τιμιότητα του- ούτε τον ίδιο του τον εαυτό».
Και το μεγαλείο του, θα λέγαμε. Μια ζωή «ας γελάσω!»

Η ΖΩΗ
δια χειρός του ιδίου, με τον γνωστό, χαρακτηριστικό αυτοσαρκασμό του:
«Γεννήθηκα στην Αθήνα, σ’ έν’ από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιο.
Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω τους διαφόρους «αρμοδίους», όταν έρθει η στιγμή να «ενστοιχισθεί η αναμνηστική πλάξ». Εγώ, βέβαια, θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι, ψηλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτιο φάρσα μου…
Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως υπήρξα και… Αρσακειάδα!) κι αντί να ερωτευθώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσε για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην «γυναίκα των ονείρων μου».
Αυτή όμως- που κάτι είχε καταλάβει- με προβίβασε στη μεγαλύτερη τάξη, όπου δίδασκε μια γεροντοκόρη με κακόχυμα σπειριά… Πρώτη ερωτική απογοήτευση…
Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όπου έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ενας μονάχα – ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και με μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσε να καταλάβω… αργότερα όμως κατάλαβα. Ο κ. καθηγητής ήταν… λογοτέχνης… Εννοείται, πως τον εκδικήθηκα σκληρά… Ημουν νεαρώτατο μέλος της Εταιρίες Ελλήνων Λογοτεχνών, όταν ο κ. καθηγητής- γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου, για να μπει κι αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διανόησης… Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι κι εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Κάποτε σπούδασα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ.κ.Πέτρον Χάρην, Αγγελον Τερζάκην, Γιώργον Θεοτοκάν, Θανάσην Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτη, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στην δικανική σταδιοδρομία τους- όπως κι εγώ εξ άλλου.
Εφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία – ποιήματα. Δεν τα δημοσίεψα ποτέ. Αργότερα τόρριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί…
Εγραφα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωές μου – Λιάπκιν, Μαρίνα Ρείση, και κυρίως Γιούγκερμαν- είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι, που στέκουν ψηλότερ’ από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πώς το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα Σχολεία του Κράτους, εξίσταμαι ως η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν μ’ εκάλεσε ακόμα να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της, κοντά στον κ.Σπύρο Μελά.
Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο κι είμαι συμπαθητικώτατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θ’ αποδειχθεί στην κηδεία μου, όπου θάρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει απ’ το νεκροταφείο, ο κόσμος κι ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης.
Είμαι βέβαιος, πως ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των Αγίων.
Αμήν!»
Μ.Καραγάτσης

Ο Καραγάτσης του Κώστα Μουρσελά

Επιγραμματικά, με κάποιες σκόρπιες σκέψεις μου, θα εξηγήσω γιατί αγαπώ και εκτιμώ βαθύτατα αυτόν τον πάρα πάρα πολύ σπουδαίο Ελληνα συγγραφέα.
Γιατί είναι από τους πρώτους στον τόπο μας που κυκλοφόρησε με άνεση τους ήρωες του μέσα στην πόλη, στο άστυ και μάλιστα μέσα σε κλειστούς χώρους, εκεί που συναντιώνται οι άνθρωποι, και κουβεντιάζουν, εκεί που γεννιώνται οι συγκρούσεις τους: στην τραπεζαρία, στο σαλόνι, στην κρεβατοκάμαρα, στο γραφείο.
Γιατί παραμένει και σήμερα σύγχρονος και επίκαιρος: και στη θεματική του και στον τρόπο ανάδειξης του χαρακτήρα των ηρώων του, και γιατί η γκάμα τους περιλαμβάνει και μεγαλοαστούς και αστούς και μικροαστούς και ανθρώπους του περιθωρίου, του δρόμου, του υπόκοσμου και επιτυχημένους και αποτυχημένους.
Γιατί δίνει βαρύτητα στα πάθη των ηρώων του, στον τρόπο που ζουν, στις συνθήκες ζωής τους.
Γιατί ο έρωτας, σε όλες τις μορφές του, παραμένει κυρίαρχο στοιχείο στο έργο του, χωρίς βέβαια να περιορίζεται μόνο σ’ αυτό, αφού δεν τον απομονώνει από τα υπόλοιπα συμβαίνοντα στη ζωή των ηρώων του.
Γιατί δεν έχει προκαταλήψεις, αφού μέσα από τον ερωτισμό τους μπορεί και μας αποκαλύπτει τη σημασία της απελευθέρωσης του ανθρώπου.
Γιατί στους ήρωές του πλεονάζουν οι αντιθέσεις καθώς είναι πολλά πράγματα μαζί: και δειλοί και τυχοδιώκτες και ευαίσθητοι και προδότες και άπληστοι, πράγμα που μας πείθει πόσο μοντέρνος παραμένει και σήμερα.
Γιατί τα κίνητρά του είναι ανθρώπινα, δηλαδή και ιδιοτελή και εγωιστικά. Θυμηθείτε τον Γιούγκερμαν που ενώ ονειρεύεται να φτιάξει χαμαιτυπεία κατόρθωνε να γίνει ένας μεγάλος ιδιοκτήτης τράπεζας.
Γιατί πιστεύει ότι βαραίνουν τα κοινωνικά αίτια στις συμπεριφορές των ηρώων του.
Γιατί απογοητεύεται όταν βλέπει ότι όσο πάει θριαμβεύει το κακό, η φθορά, η ματαιοδοξία, η απληστία, τα αρνητικά του ανθρώπου, αλλά και γιατί τολμά και βρίσκει ως αντίδοτο το συναίσθημα, τον έρωτα, την ομορφιά της ζωής.
Γιατί ο σαρκασμός του, η ειρωνεία του, το χιούμορ του προσφέρουν απόλαυση στον αναγνώστη του, αν και ξέρει πόσο δύσκολα αλλάζουν τα πράγματα.
Γιατί λυπάται που οι άνθρωποι βασανίζονται επειδή η κοινωνία τους εγκλωβίζει μέσα σε απάνθρωπες αρχές και πρέπει, και γιατί λίγο πολύ τους γεμίζει ενοχές όταν παρ’ όλ’ αυτά τολμήσουν να ζήσουν τα πάθη τους.
Γιατί κατόρθωσε να δώσει στο έργο του, την αίγλη μιας παγκοσμιότητας, ενός κοσμοπολιτισμού.
Γιατί, ενώ τα πάει καλά με την ιστορία, ενώ ξέρει το ρόλο που παίζουν η πολιτική, οι συνθήκες στη ζωή των ανθρώπων, αυτός ελάχιστα θα τα χρησιμοποιήσει- όσο το χρειάζεται η αφήγησή του. Αντίθετα στο έργο του προέχει το άτομο, η προσωπική ιστορία των ηρώων του, γιατί έτσι γίνεται πιο πειστικός, γιατί έτσι κατορθώνει το ειδικό να το μετατρέψει σε καθολικό.
Γιατί μου πάει η γλώσσα του, το στυλ του για τον λόγο ακριβώς που τον κατηγορούσαν στην εποχή του κριτικοί και κατεστημένες δυνάμεις ότι είναι προχειρογράφος, απείθαρχος, ερμηνεύοντας έτσι την ικανότητά να του να είναι λιτός, ευθύς, σαφής, χωρίς φιοριτούρες στο λόγο του, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα στις λέξεις του, όταν ακόμα και ο Τσέχωφ μας συμβούλευε να είμαστε άκομψοι, θρασείς, σύντομοι και κυρίως να μην στιλβώνουμε τις λέξεις. Αυτό έκανε προς τιμήν του και ο Καραγάτσης, όχι γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αλλά γιατί έτσι γινόταν γοητευτικός ο λόγος του.
Δυστυχώς, τον Καραγάτση δεν τον είχαν καταλάβει οι κριτικοί της εποχής του, στηλιτεύοντας τον ερωτισμό του και χαρακτηρίζοντας τον ίδιο αμοράλ και ερωτομανή, πράγματα που σήμερα ακούγονται όχι μόνο σαν αστεία αλλά και ως θετικά στο έργο του! Έτσι άρεσε ο λόγος του, έτσι γινόταν άμεσος, πηγαίος και αυθόρμητος, έτσι αν και δεν κατέκτησε τους κριτικούς, κατέκτησε τους χιλιάδες αναγνώστες του.
Δεν τον είχαν καταλάβει όμως ούτε οι αριστεροί της εποχής, γιατί δεν δέχονταν ότι η τέχνη είναι πάνω από ιδεολογίες και ότι κατά κανένα τρόπο δεν είναι εξάρτημά της.
Εν κατακλείδι, ο Καραγάτσης, παραμένει εκτός από απολαυστικός παραμυθάς και επίκαιρος και μοντέρνος, γιατί και τότε και τώρα βασιλεύει το κυνήγι του χρήματος, της δόξας, της μεγάλης επιτυχίας, ο αμοραλισμός, ο διασυρμός του αποτυχημένου, η ζούγκλα στη ζωή μας, η ιδιοτέλεια, που όλ’ αυτά υπάρχουν και καυτηριάζονται στο έργο του.
Ο Καραγάτσης έγραφε γιατί του άρεσε να αφηγείται, γι’ αυτό και τη γραφή του δεν την καθόριζαν σε πρώτο πλάνο οι ιδεολογικές, κοινωνικές αναγκαιότητες, αλλά η ανάγκη του να συνταξιδέψει με τον αναγνώστη του, που αυτή είναι και η κύρια δουλειά του μυθιστοριογράφου, που κανονικά δεν διηγείται για να μεταδώσει γνώσεις και ιδέες, αλλά κυρίως να προκαλέσει συγκίνηση, σκέψεις, συναισθήματα.
Ο Καραγάτσης φρόντιζε να είναι προκλητικός, καυστικός για να προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη γιατί ήξερε ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να πάει και βαθύτερα τις ιστορίες του.


Ο Καραγάτσης της Μάρως Δούκα

Θα ήμουν γύρω στα δεκαπέντε όταν πρωτάρχισα να διαβάζω Καραγάτση. Τι ήταν αυτό που με γοήτευε; Η πλοκή; Το θέμα; Οι χαρακτήρες; Επίμονος, χλευαστικός πάντα, προκλητικός, οξυδερκής, ανηλεής. Αν και μιλούσε και αυτός για χαμένες πατρίδες και για φρικτούς πολέμους δεν υπήρχε εδώ καμιά συμπόνια που να συγκρατεί, κανείς σκοπός που να ορίζει, μόνο το ένστικτο της επιβίωσης, ο ηδονισμός, το εύκολο κέρδος, το παιχνίδι της εξουσίας, ο αμοραλισμός, η γελοιοποίηση του αγαθού, ο διασυρμός του αποτυχημένου, η δολοπλοκία, η αποθέωση της ζούγκλας σε μια Ελλάδα ματωμένη «υπό ανάπτυξιν».
Και όταν αργότερα άρχισα να χώνομαι στα μυστικά της γραφής και να αναζητώ τους δικούς μου τρόπους, από όλους τους «πρωτοκλασάτους» της γενιάς του, ο Καραγάτσης άντεχε στην αλαζονική κρίση μου, όχι επειδή είχα αποφασίσει να ξαναδιαβάσω τα βιβλία του και να τα επανεκτιμήσω, αλλά επειδή ήταν ο μόνος με τον οποίο αισθανόμουν ότι έχω ανοίξει από τα νεανικά μου χρόνια διάλογο ικανό να ενεργοποιήσει μέσα μου αμφίδρομα τον σαρκασμό και την ειρωνεία. Την ίδια στιγμή που είχα τη διάθεση να ειρωνευτώ ή και να σαρκάσω τον Καραγάτση- συγγραφέα για την εμμονή του στο λίμπιντο των ηρώων του, αισθανόμουν και βαθιά διαποτισμένη από την περιγελαστική ματιά του απέναντι στα ζητούμενα όχι μόνο της δικής του γενιάς αλλά και της τάξης του. Το επίθετο «καραγατσικός» όριζε από τότε και ορίζει πάντα για μένα χωρίς περιττές αναλύσεις μια συγκεκριμένη θεώρηση ζωής, έναν συγκεκριμένο άνθρωπο.
Για τον Καραγάτση όμως, πέρα από τις όποιες κρίσεις και πολύ πριν από τους τηλεοπτικούς παραγωγούς, είχε αποφασίσει ο χρόνος. Παραμένει ο γοητευτικότερος και ο διαχρονικότερος της γενιάς του ακριβώς γιατί ο κεντρικός πυρήνας των συνθέσεών του, συνειδητά ή όχι, ορίζεται από την κυνική και ανάλαφρη αποσύνθεση της γενετήσιας ορμής από την ερωτική απόλαυση, της λογικής από το συναίσθημα και του πραγματισμού από τα κοινά οράματα. Έτσι, οι μυθιστορηματικοί ήρωές του ενσαρκώνουν αρχετυπικά με επικαιρική σαφήνεια, θα έλεγα, το ήθος των ημερών μας και αναδεικνύονται ως οι κατεξοχήν ικανοί και επιδέξιοι να συλλάβουν αυτάρεσκα το πνεύμα των καιρών και να δράσουν «κοινοφελώς» αποβλέποντας στο δικό τους και μόνο συμφέρον».

Ο Καραγάτσης του Χ.Α. Χωμενίδη

Ο Καραγάτσης είναι ο μοναδικός απ’τη γενιά του ’30 και ένας από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς του 20ου αιώνα γενικά που όσο περνάει ο χρόνος το όνομά του κάθε άλλο παρά ξεθωριάζει, που τα βιβλία του όχι μόνο δεν αραχνιάζουν αλλά κερδίζουν θριαμβευτικά τις νεότερες και τις νεότατες γενιές των αναγνωστών. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μα είναι προφανές. Διότι η αφήγησή του ξεχειλίζει από χυμούς και οι ήρωές του από σαγήνη, διότι στα μυθιστορήματά του πλάθει ολόκληρους κόσμους και τα διηγήματά του αποτελούν σπαρταριστές φέτες ζωής.
Και η «προχειρότητα» στο γράψιμό του; Και η ροπή του προς το «φτηνό» και το «χυδαίο»; Κι ο «κυνισμός» του; Και όσα ακόμα τού έσουρνε μια μερίδα της σύγχρονής του κριτικής ενώ παράλληλα υμνούσε την «καλλιέπεια», την «πρωτοποριακότητα» είτε την «στρατευμένη μαχητικότητα» κάποιων λησμονημένων σήμερα λογοτεχνών;
Εκείνο που κατά βάθος απεχθάνονταν οι «τα φαιά φορούντες» λόγιοι στον Καραγάτση, συνιστά το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό αλλά και ηθικό προσόν του. Είναι το γεγονός ότι ο Καραγάτσης δεν καταδέχεται να εξωραϊσει, να ευπρεπίσει, να εξιδανικεύσει. Ότι μέσα στις σελίδες του παρουσιάζει τους ανθρώπους όχι όπως θα’πρεπε αλλά όπως αληθινά είναι: Υψιπετείς και έρποντες, μικρόψυχους και λεοντόκαρδους, ταυτόχρονα ικανούς για το υπέροχο και για το απαίσιο. Συναρπαστικούς δηλαδή μέσα στις αξεπέραστες τους αντιφάσεις…»
Χ.Α.ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ, 08/10/2007

ΥΓ. Λέω να φεύγω κι εγώ. Τώρα που θα γυρίζουν όλοι, δεν θα έχει πια γούστο η γεμάτη Αθήνα. Αν περνάω καλά, ίσως αργήσω. Αλλιώς... όπως μου πάει, ναι?
Να είστε καλά και να θυμάστε ότι τα έξυπνα παιδιά περνούν πάντα καλά! Για μένα το λέω, που ενίοτε κάνω διακοπές σαν χάπι! Το λέω σε σας για να τ' ακούω εγώ, αλλά καλόν είναι αυτό, το να μη θέλεις, δηλαδή, να διακόπτεις απ' τη ζωή σου! Αλλ' όμως πρέπει να φύγω, για να μου λείψει, για να σας λείψω (λέμε τώρα), για να μου λείψουν όλα αυτά που αποκαλώ "ζωή μου". Μονάχα τετραδιάκια θα πάρω μαζί μου. Και κάτι μολυβάκια, που να σας λέω, με πειρατές! Εις το επανιδείν, λοιπόν!

Σας ασπάζομαι τρυφερά, απαξάπαντες, άλεφ