Ο ΤΙΓΡΗΣ
Πήγαινε κι ερχόταν πίσω από τα κάγκελα, αβρός και μοιραίος, φορτισμένος με ανεξάντλητη ενέργεια, κι όλοι τον κοιτάζαμε. Ήταν ο τίγρης εκείνου του πρωινού στο Παλέρμο και ο τίγρης της Ανατολής και ο τίγρης του Μπλέικ και εκείνος του Ουγκό και ο Σιρ Χαν, κι ήταν όλες οι τίγρεις που υπήρξαν και θα υπάρξουν, μα ήταν και ο αρχέτυπος τίγρης, αφού, στην περίπτωσή του, το άτομο είναι ταυτόχρονα και το είδος. Σκεφτόμασταν πως ήταν αιμοβόρος και ωραίος. Ένα κοριτσάκι, η Νόρα, είπε: "Είναι πλασμένος για την αγάπη".
Χ. Λ. Μπόρχες από την "Ιστορία της νύχτας" (1977)
ΥΓ. Επέστρεψα. Όλοι επιστρέφουν κάποτε, ακόμα και όσοι ισχυρίζονται ότι θέλουν μόνο να φύγουν. Πολύ διάβασα, κολύμπησα κιόλας (όχι θα μ' άφηνε η Μαρία), περπάτησα μίλια στην παραλία τη νύχτα και με λαχτάρα ξεκίνησα καινούργια ιστορία.
Βεβαίως μου λείψατε. Και βεβαιότατα είχα και αγωνία. Την επόμενη Κυριακή η πόλη μου (Κορωπί, σταθερά) μού χαρίζει το τελευταίο βράδυ των Σφηττείων (Φεστιβάλ) και η οικογένειά μου της "Αγκυρας" ντύνει με θεατρικούς μονολόγους, τραγούδια, μουσική, ζωντανή ορχήστρα και βίντεο την τελευταία δουλειά μου. Χαιρόμουν, είχα χρόνια να πάρω καλοκαίρι, ανάσα. Όλοι φρόντιζαν να περνώ καλά κι ευτυχισμένα.
Αλλά γύρισα και δεν ήταν σχεδόν τίποτα στη θέση του.
Ο Στέλιος που με συντρόφευε τα πρωινά της Κυριακής στο ραδιόφωνο, είχε φύγει για πάντα.
Και όλη η πόλη είχε αφισσοκοληθεί με μένα και την άλλη: η ελενίτσα γκίκα της κυριακάτικης γιορτής και η ελενίτσα γκίκα της κηδείας.
Στη γειτονιά μου, ξέρετε, ειδικά στο δρόμο μου (οδός Κολοκοτρώνη) τα καλοκαιρινά βράδια καθόμαστε στα πεζούλια μέχρι αργά. Εκεί γυρνούσα μετά την βόλτα μου στο βουνό, καθόμουν λίγο και ξαπόσταινα και γέμιζα αγάπη και δύναμη. Την Τετάρτη που έλειπα, ένα τρελό φορτηγό παρέσυρε την αγαπημένη μου έτερη συνωνόματη θεία. Με είχε ξεπροβοδίσει το περασμένο Σάββατο πρωί (ερχόταν να δει τα γονικά μου σχεδόν κάθε πρωί, έμενε δίπλα μας) όταν ξεκίνησα για τον Μαραθώνα.
Και όταν γύρισα, δεν ήταν εκεί.
Ποτέ πια δεν θα είναι εκεί.
Αλλάζουν όλα και κάποιες φορές πονούν. Κάποιες άλλες, χάνονται και για πάντα: Φίλοι, αγάπες, θείες καλές, γειτονιές....
Κι εμείς, εκεί, σταθερά: αποχαιρετούμε.
Γύρισα, λέμε...