10/12/14

δικές μας απόπειρες αιωνιότητας...


Για την Λίλιθ

γράφει η Γεωργία Στεφανάκη
Με τη Χάρτινη Λίλιθ πρωτοσυναντηθήκαμε μόλις, προχθές... Η Κούριερ με κάλεσε να παραλάβω μιαν επιστολή που είχε αρχικώς σταλεί σε λάθος διεύθυνση και που εναγωνίως έπρεπε να μου παραδοθεί. Η ευγενική υπάλληλος στο κατάστημα αφού έψαχνε αρκετή ώρα το παρ ολίγον ανεπίδοτο γράμμα... με μιαν αστάθεια ζυγίσματος βάρους μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα ίσως συνηθισμένη στους άνευ βάρους φακέλους λε...ς κι έχασε στιγμιαία την ισορροπία της επίδοσης και έτσι ο κίτρινος φάκελος αντί να μου παραδοθεί στα χέρια ,της έπεσε στο πάτωμα.. Σχεδόν ταυτόχρονα υποκλίθηκα και ‘γω και σχεδόν βουλιμικά συνέλαβα τον εαυτό μου να αναδύει απ΄ το σχισμένο χαρτί το βιβλίο.. Το εξώφυλλο, η γραμματοσειρά μιας καθαρής γραφής μα και η υφή ,το διαφορετικό άρωμα βιβλιοδεσίας λες και ικανοποίησαν όλες τις αισθητήριες απολήξεις μου και αδιαφορώντας για την εικόνα του να συνεχίζω να ευρίσκομαι στο πάτωμα(!) ,ξεκίνησα κλεφτά σε τυχαία σελίδα να διαβάζω.. «Ψάχνουμε το σκοπό του εκθέματος και προσπαθούμε να καταλάβουμε όλα τ άλλα την υφή, το βάρος του ,τη σκιά του στο φως ή υπο το φως της σελήνης’’.. έκλεισα απότομα το βιβλίο. Ήξερα πως μόλις καλωσόρισα στη ζωή μου έναν σίφουνα …..με τ όνομα ΛΙΛΙΘ.. Λίλιθ που στη γραμμική Β, η συλλαβική της γραφή μοιάζει ισοδύναμη του ΛΙ ΛΙ ΘΙ και μάλλον απεικονίζεται με δύο ίδια ανθρώπινα σύμβολα ανθρωπάκια δίπλα-δίπλα σε ένα τρίτο σύμβολο που ομοιάζει με σπήλαιο ή κατακόμβη, τούτη ήταν η πρώτη σκέψη μου.. Ξανάνοιξα το βιβλίο με την εικόνα μου σαν στήλη άλατος να στέκει στη 62 Μαρτύρων ίσα δυο μέτρα απ την έξοδο της γενικής ταχυδρομικής «Ερωμένη των μετάλλων βασίλισσα των βοτανιών

με τη κουκουβάγια στη παλάμη σου εξορκίζεις τους δαίμονες.

Κι όμως πονάς όταν σε κοιτάζουν οι Μητέρες

καθιστές γύρω-γύρω μες στο αμφιθέατρο των αιώνων

μάντισσες βέβαιες για την επιτυχία τους

που παρακολουθούν τα ηλιοτρόπια

να στριφογυρνούν ώσπου να σκοτεινιάσει η μέρα.

Κι εγώ? γιατί δεν έτυχε ποτέ να γεννήσω? Τυχαίνει αυτό?

Ή είναι επειδή το επιθυμώ, ή δεν το επιθυμώ?

και εγώ γιατί δεν το επιθυμώ… λες και με χτύπησε άξαφνα ηλεκτρικό ρεύμα .. έκλεισα απότομα το βιβλίο .Αποτελεί άραγε αυταπάτη ή ζωτικό ψεύδος ..το κυνηγητό της λυτρωτικής μας αλήθειας? Απολαμβάνοντας το περισπούδαστο ύφος μου που μόνο γέλωτα μου προκαλεί..καταφέρνω μόλις σήμερα να γράψω δυο λέξεις για το εγχείρημά σου Ελένη για την ατραπό που μου χάρισες για τούτο το τυφώνα που με συγκλόνισε συθέμελα..

Υπαρξιακή μυθιστορία, διύλιση προτύπων μέσα απ το φίλτρο μιας αέναης θωριάς συνθετική των τραυματικών ρωγμών ,ολοκληρωμένη αφήγηση σ ένα εικαστικολογοτεχνικό κολάζ άχρονης γραφής , Ζω γραφικής ανεξίτηλης συνθετικής πολυρευματικής εικόνας... Εικόνες λόγου και φωνής.. χρώματα και απόηχοι μιας σουρεαλιστικής διάθεσης μιας πένας κεραυνού που καίει….. πεφταστέρια, μήνας Αύγουστος, σκάλες, πορσελάνινες κούκλες γκόλεμ και πολλές απόκοσμες φωνές- κραυγές του ασυνείδητου, των βιωμάτων των δικών σου κι όλων όσων επέλεξες ενοίκους στο κόσμο της Λίλιθ ,όσοι όλοι συνέδραμαν σαν υψηλοί προσκεκλημένοι της αφηγητές μα και αιώνιοι συνοδοιπόροι ..Μαργαριτάρια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, της επιστήμης, της ψυχιατρικής , της ζωγραφικής, της ποιητικής των Μαθηματικών επιλεγμένα , εξαιρετικά διυλισμένα σε οσμώσεις οργανικές συνθέτουν ένα επίπεδο υπαρξιακών -καλλιτεχνικών προβληματισμών και κατακτήσεων που στη συμβατική υπαναχωρητική ζωή του Αναγνώστη ( κρίνω εξ ίδίων τα αλλότρια) προκαλούν σεισμό. Μορφές σε παίρνουν απ το χέρι και αισθάνεσαι να βαδίζεις έναν υπερβατικό δρόμο σε απόλυτη παραλληλία, προχωράς προς τα πίσω μέχρι να φτάσεις στην αρχή..στη μοναδική αποκάλυψη μιας μοναδικής α-λήθειας της αλήθειας που ανακαλύπτουμε μόνοι μας. Α λήθειας κοινής, μα και μόνης. Η χάρτινη Λίλιθ σε προειδοποιεί ‘’διαβάζεις αυτό που είσαι” και πας όπου μπορείς η ίδια να πας μέσα σου.. συμπληρώνω .. Ανεπίδοτες επιστολές που αναζητούν μόνιμα παραλήπτη ..μηνύματα σε ερμητικά κλεισμένα μπουκάλια γράμματα που ταξιδεύουν σε χωροχρόνο προεπιλεγμένο, Καφκικά γράμματα ,τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ τα σίδερα.. ,η μορφή της αγαπημένης Ειρήνης ..ένα οικείο μου πρόσωπο. Δικά μας μηνύματα δικές μας απόπειρες αιωνιότητας.. ψυχές κλεισμένες αυτόβουλα σε καταπακτές , ανείπωτα λόγια ..ανίδωτα ..σε πλεούμενο μπουκάλι ταξιδεύουν μύχιες σκέψεις , για να επιζούν χωρίς εμάς , στίγμα μας .. οι δικές μας ψυχές ερμητικά σφραγισμένες. Άπειρο και αιωνιότητα πεπερασμένο θάνατος έρωτας απώλεια μα φοβικοί ανέραστοι εμείς σε μια αιώνια σκηνή οιονεί κομπάρσοι κι ας ενστερνιζόμαστε ενίοτε ρόλους αναδεικνύοντας τα δικά μας υποκριτικά τάλαντα τάχα γιατί αναζητούμε την Α-λήθεια την ανύπαρκτη ευτυχία ..αγχωμένοι ασφυκτικά και κυνηγημένοι από έναν ανύπαρκτο εχθρό -χρόνο δημιουργούμε μόνο αν εξιδανικεύσουμε και σφιχταγκαλιαστούμε με ψευδαισθήσεις .. Λίλιθ συλλαβική Λι- λι-θι ενσαρκωμένη Α λήθεια σ ευχαριστώ Ελένη για το Δώρο!

 


29/11/14

«Λίλιθ»: σαν τους κύβους του Ρούμπικ


 
Η «Λίλιθ» γράφτηκε σα να ήταν να πάθω αμνησία. Είχα 46 επιστολές στα χέρια μου, είχαν ατμόσφαιρα, πάθος, ύφος, στυλ, έρωτα κι ήταν τα γράμματα ενός κοριτσιού που γινόταν γυναίκα. Και ένας άνδρας, απών, ο παραλήπτης. Την σμίλευε.

Ήμουν στη μέση του πουθενά, μεσήλιξ. Όλη η ιστορία μου πίσω, «ο αγώνας έληξε», κι η Φωτεινή η φίλη μου να επιμένει «όμως, όλα θα κριθούνε στα πέναλτι». «Η κεντρική ιδέα είναι η παράταση»

Και η «Λίλιθ» ήταν «τα πέναλτι». Η δική μου «παράταση».

Το έχω ξαναπεί και σίγουρα δεν θα πρωτοτυπήσω. Η ιστορία είναι κάπου εκεί έξω και, ή μας καταδέχεται, ή δεν μας καταδέχεται. Έχουν υπάρξει ιστορίες που μού έχουν αποκαλύψει για χρόνια μονάχα τον τίτλο (Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ). Ιστορίες που τις δημιούργησε ένα απομεσήμερο μοναχικό (Οι κούκλες δεν κλαίνε) και άλλες που μου τις χάρισε φίλος (Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς). Ιστορίες που μου άφησε αγαπημένος άντρας που χάθηκε αμέσως μετά (Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω) και τίτλοι που με περίμεναν χρόνια και χρόνια να μεγαλώσω, υπομονετικά (Η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας).

Η Λίλιθ γεννήθηκε σαν αστραπή. Τουλάχιστον, όσον αφορά τον τίτλο. Την έλεγαν Λίλιθ και δεν είχα άλλη επιλογή. Η μοναδική μου επιλογή ήταν το τί ακριβώς θα έκανα με την ερωτική ιστορία που είχα.

Την θεώρησα πάρα πολύ σημαντική για να την κάνω απλώς ένα-ρομάντζο. Οι επιστολές ήταν δρόμος, φιλοσοφική κι υπαρξιακή στάση, ήταν διαδρομή. Αποφάσισα να σταθώ τίμια και να αφήσω εκείνες να επιλέξουν τον τρόπο. Γεννήθηκε τριτοπρόσωπα με ειλικρινή αφηγητή, δεν βιαζόταν να φανερώσει τα αφανέρωτα. Πάτησα επάνω στις σιγουριές μου, δηλαδή στα βιβλία και στη γραφή. Μια γυναίκα που γράφει ανακαλύπτει μιαν άλλη που γράφει. Η πρώτη, ιστορικές μελέτες και μυθιστορήματα, η δεύτερη ερωτικές επιστολές. Ο ενορχηστρωτής, ένας άντρας που παραγγέλνει την ιστορία στην πρώτη. Και μια πόλη, το Λονδίνο, που θα σταθεί καθοριστική. Ένα παλαιοβιβλιοπωλείο που θ’ αποτελεί την πηγή. Η αρχή της εξίσωσης θα είναι ακριβώς εκεί: σε μια ιστορία πραγματική και σε βιβλία που με καθόρισαν και μιλούσαν για μεγάλη, καθοριστική και μεταμορφωτική αγάπη. Συγγραφείς που σου αλλάζουν ζωή, που μου άλλαξαν τη ζωή.

Η μορφή ήταν εγκιβωτισμένα μυστικά, πληροφορίες, βιβλία, οι επιστολές φυσικά, τρεις ζωές, όλα σαν παζλ, σαν τους κύβους του Ρούμπικ. Σφηνωμένο το ένα στο άλλο, ομοιόμορφα, αλληλένδετα, το παρελθόν και το παρόν όλα μαζί, αλλά όχι αυτόνομα ωστόσο.

Μια γυναίκα, η Λίλιθ, που φοβάται τη γραφή και τη ζωή, ζει και γράφει. Ιστορίες από το παρελθόν, δεδικασμένες ήδη. Η αρχαιολογία μονόδρομος λες και δεν είναι μεταμορφωτικό το καλειδοσκοπικό παρελθόν. Η αποστολέας, παρούσα κι απούσα. Κι ο άντρας πανταχού παρών και ο μεγάλος απών.

Το μυθιστόρημα στήθηκε σαν ιστορία που βιώνεται στο παρόν, ο εκδότης της τής ζητά ένα ερωτικό μυθιστόρημα που αρνείται να γράψει. Με τον τρόπο του την οδηγεί να ανακαλύψει 46 ερωτικές επιστολές, η αποστολέας και ο παραλήπτης θα της γίνουν εμμονή και μέσα από αγαπημένα βιβλία και συγγραφείς θα βγει να τους ψάξει.

Τα κεφάλαια (αριθμητικά) κάτι σημαίνουν, η δομή και η μορφή έχει σαν φράκταλ στηθεί και όλα είναι ίδια και άλλα, και είναι πάντα-πάντα σε σχέση.

Το βιβλίο, για άλλους, είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα, για κάποιους ιστορία αυτοβιογραφική, βιβλιοφιλικό θρίλερ ή υπαρξιακή μυθιστορία. Θέλω να ελπίζω ότι η ανάγνωση μπορεί να σταθεί και αγραμμική, δηλαδή, η ερωτική ιστορία από επιστολή σε επιστολή, η βιβλιογραφική μανία από βιβλίο σε βιβλίο και για όσους θέλουν απλώς έναν αφηγητή, η παραμυθία της Λίλιθ αυτή καθ’ εαυτή.

Το σίγουρο είναι πως η «Λίλιθ» πια εμπεριέχει ό,τι αγαπώ, όσα βρήκα ως τώρα κι όσα ποτέ δεν θέλω να ξεχνώ: ανθρώπους, φόβους, αγάπες, βιβλία, συγγραφείς, παραγράφους. Σε σημείο που, ελπίζω, να τα βρω εκεί μέσα μόλις αρχίσω πια να ξεχνώ.

Ναι, ό,τι θέλω πια να θυμάμαι, θα- το- γράψω- για- να- το- βλέπω, άμα γεράσω θα το βρίσκω στη «Λίλιθ». Δεν θα το ξανακάνω. Ήταν αποκαλυπτικό, απολαυστικό, εξοντωτικό. Δεν ήξερα αν θα γίνουνε πύργος ή ερείπια οι κύβοι.

Ένα μυθιστόρημα fractal πριν από το fractal όπου, ή όλα στέκονται ή γκρεμίζονται όλα σαν σε σεισμό. Η συνέχεια είναι δουλειά του κάθε αναγνώστη.


Δημοσιεύθηκε στο Varelaki

 

Στην τσάντα της ένα ασημόχαρτο με πέντε μαντλέν-φυλαχτό. Θα τον βρει, δεν μπορεί, αφού κρατά τις μαντλέν! [από την "Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας"


Δεν ξέραμε ότι το μέλλον μάς επιφύλασσε τον κεραυνό!

 

 

Η Γυναίκα στο Ανατολικό Γραφείο

 

 

«Η πορεία των άστρων δεν είναι αέναη».

 

 

Άδειοι δρόμοι, άδεια βλέμματα· άδειες ζωές. Πάει να σκεφτεί: Μα τελευταία πώς γίναμε έτσι;  Το μετρό δε φτάνει στο Σύνταγμα, λέει· έχει φασαρίες, φωτιές.

         «Η πορεία των άστρων δεν είναι αέναη

          κι η τίγρη είναι ακόμη μια από τις μορφές που επιστρέφουν».

         Μέσα στα σπλάχνα της κάτι απαγγέλλει αυτό που μέλλει να γίνει, ρυθμικά.

         «Θα κατέβαινε στους δρόμους,

         η ιστορία, η αγανάκτηση, η αγάπη».

         Κατεβαίνει − είναι σίγουρη πως κάποιος την περιμένει μες στη φωτιά.    

         Κατεβαίνει με τα πόδια, δίχως ίχνος οργής. Με μεγάλα βιαστικά βήματα, για κάτι που επείγει· που είναι δικό της και την περιμένει εκεί.

         Εκεί πού;

         «Όταν η αδικία γίνεται νόμος, τότε η αντίσταση γίνεται καθήκον» −

άθελά της θυμάται αυτό το παιδί.

         Δεκαπέντε χρονών, χτυπημένο από γκλοπ, δακρυσμένο από δακρυγόνο.

         «Κλαίμε και μόνοι μας!» − το βρήκε τόσο σπαρακτικό!

         «Η χαμένη Γενιά της Κρίσης» − και ποιος το αποφασίζει;

         Και η δική μας γενιά; Η κερδισμένη γενιά; Η πλανημένη; Η αδηφάγα;

         Ο Κρόνος που κινδυνεύει, ηθελημένα ή αθέλητα, να φάει τα ίδια του τα παιδιά.

         «Το τραγικό στερέωμα, το σύμπαν, δε βρίσκονταν εδώ

         κι έπρεπε να το ψάξουμε στα περασμένα».

 

 

Το πρώτο που βλέπει είναι η λάμψη απ’ τις κροτίδες εδάφους. Αμέσως μετά θα ακούσει φωνές. Στη συνέχεια καπνοί, και τα Ματ σαν τους πήλινους στρατιώτες στην Κίνα − τόσο ψεύτικοι όλοι, και τόσο μοναδικά αληθινοί! Από το υλικό των ονείρων πλασμένοι, που κάνουν θρύψαλα τα όνειρα.

         Στο πλευρό της ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι − κάποτε, αυτή. Ένα αγόρι τρέχει δίπλα της χτυπημένο − κάποιος τον κυνηγά. Ένα κορίτσι φωνάζει: «Πίσω, πίσω!»

         Ένας κύριος της προσφέρει, για τα δακρυγόνα, λεμόνι.

         «Φύγετε, κυρία μου! Δε βλέπετε τι χάος επικρατεί;» ένας αστυνομικός την προειδοποιεί, αλλά είναι σαν να τη σπρώχνει.

         Μια ομάδα παιδιών θυμάται το δολοφονημένο παιδί.

         Βαδίζει στητή − το παιδί που ήταν κάποτε την καλεί.

         «Πιστεύουμε πως είμαστε εξόριστοι

         σ’ έναν καιρό εξαντλημένο.

         σ’ έναν καιρό όπου τίποτε δεν πρόκειται να συμβεί».

         Και ξαφνικά, αυτό το τίποτε γίνεται κάτι-που-συνέβη.

         Κάποιος την πιάνει απ’ το χέρι. «Μας την πέφτουνε, τρέχα!» − το αγόρι που την κοιτούσε στο μετρό σαν να την ήξερε!

         «Δίχως ίχνος οργής, τα σπαθιά των ηρώων συμπλέκει ο χρόνος»   

         «Τρέξε, σου λέω! Διψούν για αίμα, δεν τους βλέπεις; Έχουν πάρει εντολή, μας χτυπούν!»

         Τον ακολουθεί σαν σε όνειρο, δίχως να ξέρει.

         «Τα πλήθη σαν την άμμο της θαλάσσης,

         η αίσθηση του απίστευτου γεγονότος, ο τρόμος, η δόξα».

         Στο πλάι της η φωνή: «Από δω! Θα χτυπήσουν εκεί!»

         Ένα καδρόνι δεξιά της που φεύγει.

         Μια κροτίδα που σκάει τρία μέτρα μπροστά, στο πλευρό της «ο Ρήγας που πέθανε στη μυστική ερημιά / και παίρνει όρκο πως δεν έχει πεθάνει». Και εντελώς ξαφνικά, κάτι άλικο και ζεστό, κάτι σαν κόκκινο χιόνι. 

 

 

Άλικο χιόνι στο μέτωπο του αγοριού!

          «Αριάδνη» τώρα εκείνη, και τον σπρώχνει, σε λαβύρινθο που ούτε ξέρει· θα βγει, δε θα βγει; Δε γνωρίζει καν αν βραδιάζει ή ξημερώνει. Τον κρατά και πιέζει στους κροτάφους τη σχισμένη της μπλούζα, ακριβώς στην πληγή. Κι ούτε ξέρει τι έγινε. Τον κρατά, και τώρα είναι αυτή που τον σπρώχνει.

         Δέκα βήματα μόνο! Έλα! Είναι η Εκδοτική. Δέκα βήματα, και τελειώνει!

         Ο Γεράσιμος στην είσοδο απορεί.

         «Κυρία Αρσινόη!»

         Κάνει χώρο, τρέχει… Το αγόρι αιμορραγεί.

         «Ποιος είν’ εδώ; Έφυγαν όλοι;»

         Οξυζενέ και γαζούλα θεραπευτική.

         «Δεν είναι τίποτε! Τίποτε! Μη φοβάσαι, τ’ ακούς;» Κι ύστερα: «Μην αφεθείς! Θα καλέσω γιατρό, μ’ ακούς;» Κι ύστερα η ώρα που κυλά, ο χρόνος που δεν ξέρει αν τρέχει ή αν μένει στατικός για τον Θεό και τους σοφούς. Κι ύστερα η νύχτα, ο Πέτρος που είναι γιατρός, κι ύστερα «πού να σας πάω, δε γίνεται στο νοσοκομείο, θα γίνουν συλλήψεις», κι ύστερα το σπίτι της μες στο σκοτάδι, που θ’ ανάψει τα φώτα για να το κάνει φωτεινό και ζεστό, κι ύστερα εκείνο το αγόρι που συνέρχεται σιγά-σιγά και όλοι λένε πως είναι η χαμένη γενιά.

         Κι ύστερα,

         «η πορεία των άστρων που, είναι ή δεν είναι αέναη;» − ακόμη ρωτά...

         Κι ύστερα, τίποτε.

         Κοιμήσου!

         Αύριο, όλα!

         Κι ύστερα, αυτός: «Μα δεν υπάρχει αύριο! Δεν το γνωρίζετε αυτό κυρία; Όλα είναι σήμερα, όλα είναι τώρα, όλα είναι εδώ!»

 

 

 

Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας

 

 

«Στο δρόμο, στο δρόμο,

         να διώξουμε τον τρόμο!»

 

Υπνοβάτης, φτάνει στο σταθμό του μετρό. Δυο ζωές έχουν περάσει μέσα σε τέσσερα χρόνια από εκείνη τη μέρα.

         Το τηλέφωνο, πρώτα: «Κάτι συνέβη στον Άγγελο!»

         Κι εκείνη: «Ο Ορφέας; Ο Ορφέας μου; Ζει ο Ορφέας;»

         Πόσες ζωές θα της πάρει να ντραπεί και γι’ αυτό: Ο Άγγελος, ναι, αλλά όχι ο δικός μου Ορφέας!

         Πόσες φορές μπορείς να θρηνήσεις το ίδιο παιδί; Έμβρυο στην κοιλιά; Μια σταλιά σε κάποια θερμοκοιτίδα νοσοκομείου;

 

 

Είναι πέντε χρονών. Όλα τα άλλα παιδιά παίζουν έξω στο χιόνι. Φορά πιτζαμάκια μπλε, κρατά ένα άδειο παιδικό πιστόλι. Στην ανατολική τζαμαρία, όπως πάντα, με τη ροζ μυτίτσα κολλημένη στο τζάμι.

         «Μαμά, ένας χιονάνθρωπος, στη πλατεία! Μαμά! Έχουν βγει τα παιδιά. Μαμά; Μανούλα; Να πάω;»

         Αναγκάστηκε να εξασκηθεί στο «όχι» πάνω σ’ αυτό το παιδί − η Ράνια, η καταφατική Ράνια, που το «όχι» αγνοεί μια ζωή.

        «Έλα, στα δικά μας παιχνίδια εμείς! Τα βιβλία μας είναι εδώ. Να σου διαβάσω για έναν διάσημο χιονάνθρωπο που κλαίει;»

         «Ο χιονάνθρωπος που κλαίει είμαι εγώ!»

        Ακολουθεί τα γαλάζια του μάτια η Ράνια, τώρα, και κλαίει.

         «Τον σκότωσαν, μάνα, τ’ ακούς; Τον είδα να πυροβολεί εν ψυχρώ! Πώς θα αντέξω να ζήσω μ’ αυτό; Θα μπορούσα να ήμουν εγώ − μακάρι να ήμουν εγώ!  Εγώ φώναζα: ‘‘Γιατί, σας κάναμε κάτι;’’ Και τώρα εκείνος είναι νεκρός! Πώς θα αντέξω να ζω και να το ξέρω, μου λες;»

         Πεντάχρονο στο τζάμι, σχεδόν χθες − δεκάξι χρονών, στην αμήχανη αγκαλιά της να σπαράζει.

         «Δε φταις εσύ… δε φταις εσύ…»

         Από ένστικτο σχεδόν του το επαναλαμβάνει αυτό διαρκώς −  ολόσωστο μητρικό ένστικτο, θα της πει η ειδικός.

         Και τώρα, πού φταίει αυτή; Κι ο Ορφέας; Πού φταίει ο Ορφέας;

 

 

Ήταν φίλοι. Από μωρά παιδιά. Με τον Άγγελο είχαν μεγαλώσει μαζί. Παιχνίδι, σχολείο, όνειρα, μαζί στην εκδρομή, και κοινό μέλλον κάπου στο Λονδίνο. Κι αυτό το Σαββατοκύριακο, για ένα τουμπερλέκι, ο ένας νεκρός!

         «Κυρία Ράνια, Ρανιούλα, και γαμώ τα σουφλέ! Αλλά σαν τις μαντλέν σου...»

         «Ρε χάνο, σε εξαγοράζει με μία μαντλέν!»

         «Θα σας φτιάξω τώρα και μπισκοτάκια με μέλι, μπισκοτάκια βουτύρου!»

         Στα δεκαπέντε τους, κάνουν μαζί και το πρώτο ταξίδι στην Αστυπάλαια.

         «Τρώτε τίποτε;»

         «Καλά, δε βαρέθηκες ακόμη εσύ;»

         «Είναι καλός ο καιρός; Δεν πιστεύω να κολυμπάτε με κύμα!»

         «Ρανιούλα, δεν πάμε καλά!»

         «Να κοιμάστε, τ’ ακούς; Άγγελε, εσύ! Και να μην ξενυχτάτε πολύ!»

         «Κυρία Ρανιούλα, μεγαλώσαμε, δεν είμαστε πια παιδιά!»

         «Κυρά μου, όλα κι όλα, φιρί-φιρί το πας, δε θα σε ξαναπάρω!»

         Αλλά την έπαιρνε ο Άγγελος. Όπου κι αν ήταν! Έστω, κρυφά: «Ρανιούλα, όλα οκέι, ναι; Άντε τώρα, φιλιά!»

         Και τώρα, εδώ και τέσσερα χρόνια, σιωπή! Και ο Άγγελος, πουθενά! Από εκείνο το Σάββατο, ένας Άγγελος πια που σωπαίνει.

 

 

Στην τσάντα της ένα ασημόχαρτο με πέντε μαντλέν-φυλαχτό. Θα τον βρει, δεν μπορεί, αφού κρατά τις μαντλέν! Θα τον ψάξει μέσα στο πλήθος − ξεχωρίζει από μίλια το δικό της παιδί: το ’χει θρηνήσει νεκρό, το ’χει δει να  γεννιέται σαν σκουληκάκι μικρό, του ’χει ανοίξει τα δαχτυλάκια με το μπαμπάκι, και του ’χει διαβάσει δεκάδες φορές για εκείνον το χιονάνθρωπο που κλαίει.

         Που λιώνει και κλαίει όπως αυτή.

         «Στο δρόμο, στο δρόμο,

         να διώξουμε τον τρόμο!»

         Τριγύρω της εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά.

         Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που ήταν κι εκείνη παιδί… πόσα χρόνια έχουν περάσει από το θάνατο ενός άλλου παιδιού… πόσα χρόνια έχουν περάσει απ’ τη δολοφονία του Καλτεζά;

         Δεκαοχτάχρονη έξω από το Πολυτεχνείο, και τα ποδήλατα να σκάνε πάνω και πλάι της· τα δακρυγόνα-σύννεφο μαύρο − «βάλε λεμόνι», «τρέξε, τώρα, τ’ ακούς;»
          Πόσα χρόνια από τότε που ήταν κι ο Φώτης μαζί −«χαζούλα, τρέξε και μας την πέσανε!»− και τώρα αυτή στην πλημμυρισμένη Αθήνα με πέντε μαντλέν… τόσο μόνη!

          «Σου φέρονται σαν σκουπίδι μέχρι να πεθάνεις» − πού το ’χει ακούσει αυτό;

         «Πρέπει να συγχωρώ αυτόν που με πληγώνει» − πόσες φορές δεν το επικαλέστηκε αυτό…

         «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε και, εντούτοις, είναι ικανός για τα πάντα» − πόσες φορές δεν πιάστηκε απ’ αυτό…

         «Το χείλι μου δαγκώνω και σιωπώ» − πόσες φορές; για πόσο αυτό;

         «Ξέρεις τι θα ήθελα να είμαι; Θέλω να πω, αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε! Ξέρεις, εκείνο το τραγούδι που λέει "Όταν πιάνεις κάποιον που ’ρχεται μέσα στη σίκαλη;”»

          Χριστούγεννα ήταν· κι ήταν αυτή που του το χάρισε αυτό. Και τώρα, ο δικός της Ορφέας σ’ ένα μεγάλο σικαλοχώραφο, φύλακας σε χιλιάδες πιτσιρίκια στο χείλος ενός γκρεμού.

         «Θέλω να πω, άμα τρέχουν και δεν βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θέλω να κάνω όλη μέρα. Θα ’μαι ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα.

Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο πράγμα που θα ’θελα να ’μαι στ’ αλήθεια».

          Της το ’πε! Πώς και δεν το πρόσεξε αυτό!

«Ήταν πέντε νέοι, κι όλοι τους περνούσαν την άσχημη ηλικία. Το μέλλον τους διαγραφόταν θολό, σαν μια έρημος γεμάτη αντικατοπτρισμούς, παγίδες και απέραντη μοναξιά».

Η επιστροφή του Νετσάγιεφ

Πώς δεν το πρόσεξε αυτό!

«Στο δρόμο, στο δρόμο,

να διώξουμε τον τρόμο».

Δεν έχει τι άλλο να κάνει.

Η Ράνια ψάχνει…

 

 

Η Γυναίκα στον Δυτικό Καθρέφτη

 

 

Από άλλη αφετηρία, αλλά απ’ τον ίδιο σταθμό, χωρίς να το ξέρουν και δίχως να το καλοθυμούνται ότι έχουν και πάλι όλο και κάπου διασταυρωθεί, ξεκινάνε κι οι δυο. Επείγονται με τον ίδιο αγχωμένο τρόπο να φτάσουν εκεί που κάτι τις περιμένει, αλλά αγνοούν τι.

          Η πρώτη, παρακινούμενη από μια εσωτερική φωνή που την άκουσε τις προάλλες στο δρόμο από τα χείλη των παιδιών: «Στο δρόμο, στο δρόμο/ να διώξουμε τον τρόμο».

         Μόνο το φόβο του φόβου φοβάται, και τον ξορκίζει με κάθε τρόπο, σε κάθε λεπτό.

          Η άλλη, έχει στόχο συγκεκριμένο: Να βρει το γιο της. Στις κροτίδες, στο νέφος, σ’ αυτό τον κοπετό. Ακολουθεί τις φωνές κρατώντας σαν κομποσκοίνι στην τσάντα της πέντε μαντλέν.

          Περπατά και επαναλαμβάνει τα υλικά: Αυγά, βούτυρο, τυρί, αλεύρι… Δε θα ’ναι δύσκολο, σκέφτεται, να τον βρει.

         «Οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν στα μουσεία,

         εμπρός για της γενιάς μας τα πολυτεχνεία».

         Επείγεται να τον βρει. Θα πρέπει να του το πει ότι έχουν όλα πια ξεπουληθεί.

         Στο μυαλό της, καρφί, η τελευταία κραυγή: «Ο καναπές σου κλουβί!»

         Η εξώπορτα που κλείνει με κρότο. Εκείνο το χαρακτηριστικό κόκκινο μπουφάν. Με τα μανίκια λειψά − πόσο μεγάλωσε τους δυο τελευταίους μήνες.

Λίπασμα λες ο θάνατος, σε μεγαλώνει θες δε θες!

         Ακίνητη σαν το άγαλμα, ή τη γυναίκα του Λωτ, είτε κοιτά μπρος, είτε πίσω εκείνη. Δε θα μπορούσε να διανοηθεί πως θα ήταν η τελευταία φορά.

         Θα κάνω ταλιατέλες με σολομό που σ’ αρέσει, τ’ ακούς;

         Το τελευταίο που παίρνει τ’ αυτί της είναι κάτι σε «φυλακή».

         Εκείνο το βράδυ η Ράνια τις έκανε τις ταλιατέλες. Άναψε όλα τα φώτα, έβαλε τα σερβίτσια, έκανε κρέμα καραμελέ που του αρέσει και τον περίμενε μέχρι το πρωί.

         Η Βεατρίκη της το ’πε: «Δε θα ξανάρθει, δεν την μπορεί τη ζωή στο κλουβί».

         Της τηλεφώνησε μόνο μια φορά. Καλοκαίρι, ανήμερα του Αϊ-Λια − «άμα κλαις, θα κλείσω!» την απειλούσε· κι όλο: «Είμαι καλά, είμαι καλά…»

         «Τρως καθόλου; Κοιμάσαι;»

         «Θα πάψεις, επιτέλους, να φέρεσαι σαν μαμά;»

         Με ποιον τρόπο, θα ’θελε να του πει, μπορεί μια μαμά να μην είναι μαμά; Δεν πρόφτασε. Κι εκείνος, δυο χρόνια τώρα, δεν της ματάδωσε πια την ευκαιρία. Αλλά τώρα που θα τον βρει όλα θα του τα πει.

         Όμως, η Αρσινόη είναι εκείνη που απόψε θα τραβήξει τον κλήρο.

         Η Ράνια, μόλις δυο στενά παρακάτω, φωνάζει και ψάχνει, αλλά δε θα τους βρει.

 

6/8/14

“Λίλιθ” της Ελένης Γκίκα, Εκδ. “Καλέντης” γράφει ο Αντρέας Κούνιος στην “Αλήθεια” της Κύπρου

Αλλά θα είναι σαν να παραδέχεται ότι ήδη το βρήκε
Τα έχασα. Αλήθεια σας λέω, τα έχασα. Η Ελένη Γκίκα καταγράφει, με τη βοήθεια μεγάλων στοχαστών της ανθρωπότητας, ιδιαιτέρως λογοτεχνών που μετέτρεψαν το σκοτάδι της ψυχής τους σε εκθαμβωτικό φως, τα μυστήρια του έρωτα, με ό,τι σημαίνει πια, στους καιρούς μας, ο έρωτας. Και ποιος έρωτας, εδώ που τα λέμε; Ο σατανικός; Ο αγγελικός; Ο έρωτας που προσφέρει ζωή; Ο έρωτας που προσφέρει θάνατο; Εκπληκτικής ωριμότητας κείμενα ποιητών και πεζογράφων μεταμορφώνουν το ευφυέστατο, σαν αίνιγμα, και αγωνιώδες, σαν θρίλερ, μυθιστόρημα της Γκίκα σε δοξολογία της ωριμότητας με την οποία προίκισε ο Θεός, αλήθεια, όμως, ποιος Θεός; εμβληματικές μορφές της γραφής που βυθίστηκαν, εθελοντικά, στον ζοφερό ωκεανό της ύπαρξης. Ή της ανυπαρξίας - είναι ζήτημα ερμηνείας. Βέβαια, για να μην περιοριστώ στα δάνεια επιφανών προσωπικοτήτων του πνεύματος, η γραφή της Γκίκα είναι όμορφη, όσο και η ανεμώνα που μόλις φυτρώνει στην όχθη του ποταμού. Η ηρωίδα της, σπαρακτικά ειλικρινής, ανασύρει από τα έγκατα της μνήμης της, αλλά και από τα σπλάχνα της Γης, εικόνες, πρόσωπα, στιγμιότυπα, αγάπες, μίση, βιτριολικές στιχομυθίες και, τελικά, τα πάντα καταλήγουν στην κεντρική πηγή που δεν είναι άλλη από τη γνώση. Μα, άμα το σκεφτείς καλύτερα, και η γνώση κρύβει πειρασμούς. Η γνώση κι αν κρύβει πειρασμούς.
Πραγματικά, μην στερήσετε από τον εαυτό σας αυτό το σαγηνευτικό ταξίδι στον αντιφατικό, εξ ου και συναρπαστικό, κόσμο της λογοτεχνίας.
«Πρωτεϊκή, γήινη και αστρική, υπακούοντας αθέλητα σε μια αλλόκοτη παράκληση, που κατά βάθος υπήρξε για κείνη διαταγή, η Λίλιθ θα ανακαλύψει μυστηριωδώς σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο σαράντα έξι ερωτικές επιστολές, και η τοξίνη των λέξεων θα της αλλάξει έκτοτε τη ζωή. «Από γράμμα σε γράμμα», θα αγγίξει την άβυσσο, θα βυθιστεί στο σκοτάδι της αμφιβολίας, θα αναζητήσει την ασφάλεια της δικής της ανασκαφής, μα τελικά θα γίνει η Μ. Θα θελήσει να μάθει, θα πονέσει, θα ερωτευτεί· και θα αρνηθεί. Και μπορεί να σωθεί».
Σκονισμένα βιβλία που, ίσως, μένουν αζήτητα στο ράφι, ξεθωριασμένοι στίχοι που, όμως, λάμπουν σαν γαλαξίες, χυμώδεις αναφορές για την απώλεια γενικά, το θάνατο ειδικά, το στροβίλισμα του έρωτα, τις αναζητήσεις που σκοντάφτουν επάνω σε φυσικά εμπόδια, τις φιλοδοξίες που ακυρώνονται από ηθικά εμπόδια και, πλάι σ' αυτά, η θεμιτή περιέργεια της κεντρικής ηρωίδας η οποία θα αναζητήσει, την άγνωστη των επιστολών και, φυσικά, και τον παραλήπτη τους.
«Στο τηλέφωνο - παραδόξως την ξαναπαίρνει - το έχει αποφασίσει ήδη. Δε θα του πει. «Λοιπόν; Ανακάλυψες κάτι καλό; Εκείνο το βιβλίο το έψαξες; Μου το βρήκες; Πήγες στον Φρανκ Ντόελ, και δεν είχε τίποτε ο παλαιοπώλης να σου πει;» Πίνει μια γουλιά νερό. «Είσαι εκεί;» τον ακούει. Ξαναπίνει και πνίγεται. «Καλά, σ' αφήνω. Ακόμα δε θέλεις να μου πεις». Τον ακούει να την παροτρύνει να μείνει, να πάρει τον χρόνο της - δεν είναι μόνο στο ναό του Ποσειδώνος της η ανασκαφή. Για εκείνη που ξέρει, το παρελθόν δεν είναι ούτε τετελεσμένη ούτε μη αναστρέψιμη εποχή. Μόλις κλείνουν θέλει να βάλει τα κλάματα. Την ασφαλίζει το αναπότρεπτο! Την έχει σώσει το τετελεσμένο. Το «ό,τι έγινε έγινε» και πώς αλλάζει; Εκτός κι αν εννοεί την επανάληψη της αιώνιας σκηνής. Αλλά είναι θέμα του υποκειμένου αν θα την ξαναζήσει. Δεν είναι αντικείμενο το υποκείμενο, και δε θα με κάνεις εσύ, θα 'θελε να του πει. Αλλά θα είναι σαν να παραδέχεται ότι ήδη το βρήκε. Αυτό που εκείνος ήδη το ξέρει κι αυτή για την ώρα σχεδόν το αγνοεί (σ.σ.93-94).
*Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ. Σελίδες: 662.

Γύρισα κι έκλαψα. Με λυγμούς
«Πόσες φορές θα σου το πω, άλλαξα! Έγινα άλλη κι άλλαξα ζωή!» Κι εκείνος εκεί να επιμένει, «Όμως, τα ρούχα σου χορεύουν». Δεν «ξαναπαίζω φλάουτο με την σπονδυλική μου στήλη» θα 'θελα να του πω. Ό,τι είναι να γράψω θα βρίσκεται σ' εκείνο που ήδη έχει συντελεστεί. «Μεγάλωσα πια, πώς να στο πω! Το θεωρώ, άκομψο; παράταιρο; ανόητο; πώς να στο πω πια το περιφρονώ σαν είδος για να σου γράψω ερωτικό! Δεν το μπορώ! Και έρωτας με παραγγελιά γίνεται; δεν γίνεται!» «Δεν ερωτεύτηκες ποτέ;» «Ναι, τα χαλάσματα και τα μάρμαρα». «Και την Αιώνια Επιστροφή; Πώς μπόρεσες να την γράψεις τότε;» «Δεν ήταν έρωτας αυτό, ήταν η αρρώστια του έρωτα». «Υπάρχει έρωτας για σένα που να μην είναι αρρώστια;» «Υπάρχει λογοτεχνία για σένα που να μην είναι αγορά;» «Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν θα ναι 'ρομάντζο από σένα, θα είναι πληγή». «Προτιμώ πια τις πληγές της γης απ' τις δικές μου, εξάλλου είναι πιο σοφές αυτές της ιστορίας. Ξαναδιαβάζω Μεσαίωνα, κάτι μου κάνει μια ιστορία με μάγισσες και Ιεροεξεταστές». «Κι οι εραστές μάγοι είναι». «Κι εσύ ανήκεις στους Ιεροεξεταστές». «Είπες ναι;» «Κατάλαβέ το, ένας έρωτας είναι ζωτικό ψεύδος για αφελείς, σε ποιον θα είχε να πει κάτι μια ερωτική ιστορία;» Γύρισα κι ήμουν ράκος. Δυστυχώς τον εκτιμούσα πολύ. Σπάνιο μέταλλο εκδότη, ποτέ δεν έπεφτε ποτέ έξω, μόνο μαζί μου, και δεν μπορώ - ποτέ μου δεν μπόρεσα- και να την καταλάβω αυτή την εμμονή. «Μέχρι Ιστορικό Μυθιστόρημα», του το ξεκαθάρισα. «Άντε, μήπως θα 'θελες και Ιστορικό παραμύθι;» Από το Δοκίμιο και τις αρχαιολογικές ανασκαφές είναι σα να 'χω κάνει δέκα φορές τον γύρο της γης. Θυμάται εκείνο το αρρωστημένο κάποτε, και να πεις πώς πούλησε; Είδηση δεν το πήραν! Μόνο αυτός! Κι άλλος κανείς! Αυτός που ξέρει την ιστορία προτού την καταλάβει ο ίδιος της ο συγγραφέας! Εκείνος που γνωρίζει τι θα του γράψεις και πώς από πριν! Εκείνος που το παίζει και είναι ένας μεγάλος Θαυματοποιός, «αυτό θα γράψεις!» κι είναι χρησμός, αυτό για τους συγγραφείς του είναι πάντα μια αλλόκοτη προφητεία (σ.σ.26-27).








5/8/14

Κριτική για το βιβλίο «Λίλιθ από γράμμα σε γράμμα» της Ελένης Γκίκα, εκδ. «Καλέντης» από την Τούλα Τίγκα

Η Λίλιθ κι εμείς στην κρύπτη των λέξεων και των βιβλίων.  
Γράφει η Τούλα Τίγκα.

Η αναγνωστική μου συνήθεια έγινε ανάγκη όταν εισέβαλε ξαφνικά σε ένα από τα μεσημέρια του Ιουλίου μου η «Λίλιθ»! Έτσι δεν συμβαίνει πάντα με ήρωες και ηρωίδες , βιβλία και συγγραφείς που μας κατακτούν από τις πρώτες σελίδες; Και η Ελένη Γκίκα την ξέρει καλά αυτή την τέχνη: να μας κατακτάει με τη γραφή της μόλις βρεθούμε μπροστά στους ήρωές της .
Λέω για το πρόσφατο βιβλίο της Ελένης Γκίκα από τις εκδόσεις Καλέντης «Λίλιθ, από γράμμα σε γράμμα» που με ακολουθεί από το Πήλιο εδώ στην Τήνο και θα με ακολουθεί για πολύ κι αφού τελειώσει το καλοκαίρι και οι μετακινήσεις μου. Από γράμμα σε γράμμα , από ξάφνιασμα σε ξάφνιασμα, από θάλασσα σε θάλασσα και από μέρα σε μέρα, στις αποσκευές μου και στη σκέψη μου αυτό το βιβλίο .
Η Λίλιθ, ένα μυθολογικό σύμβολο και οι μύθοι που ακολουθούν το όνομά της. Η Λίλιθ που αγαπάει τις ανασκαφές «για να βαδίζει αντίστροφα προς τα πίσω και να μαντεύει εκείνο που δεν θα αλλάξει» αλλά και τις ανασκαφές εντός της «για να βρει τα κτερίσματα των χαμένων ερώτων της, των λαθών της και των προγόνων». Η Λίλιθ που έχει ένα σπίτι με τοίχους από βιβλία και πιστεύει πως «όλα είναι εκεί μέσα, στην κρύπτη των βιβλίων» και που προσπαθεί να «τακτοποιήσει το χάος της ερωτικής φουρτούνας της ακόμα μία φορά - ελπίζοντας πάντα για τελευταία φορά».
Ο εκδότης της τής ζητά να γράψει μια ερωτική ιστορία. Αρνείται αρχικά, αλλά ενδίδει στο τέλος γιατί εκείνος επιμένει - εκείνος που είναι ένας άνθρωπος σημαντικός στον εκδοτικό χώρο αλλά αθέατος στις σελίδες του βιβλίου. Απών όμως γοητευτικός μέσα από τους στίχους που της στέλνει, μέσα από τα μηνύματα που αφήνει στον υπολογιστή της με αναφορές σε βιβλία και ποιήματα , μέσα από την παρουσία του στη σκέψη της και την επιμονή του να τη βάλει να γράψει μια ερωτική ιστορία, αυτή, τη Λίλιθ, για την οποία «ο έρωτας είναι πληγή».
Τη στέλνει στο Λονδίνο να αναζητήσει την άκρη του νήματος και το θέμα της ιστορίας της. Και τα βρίσκει σε ένα πακέτο επιστολές μιας Μ. μιας άκρως ερωτευμένης κοπέλας που γράφει ερωτικές επιστολές – 46 τον αριθμό - σε έναν Γ. έναν άνδρα πανίσχυρο που γίνεται τόσο σημαντικός γι αυτή ώστε επί χρόνια κυριαρχεί στη σκέψη της, αλλάζει τη ζωή της - και ας τον έχει συναντήσει ελάχιστες φορές.
Ώσπου διαβάζοντας τα γράμματά της η Λίλιθ δίνει ένα πρόσωπο σ’ εκείνο το κορίτσι και τέλος ταυτίζεται και η ίδια μαζί του …
Δεν είναι μόνο οι ήρωες που τους λατρεύεις , δεν είναι η γραφή που σε γοητεύει , δεν είναι ο έρωτας και ο θάνατος – οι δύο πόλοι της ζωής –που δίνονται τόσο καταλυτικά σ’ αυτό το βιβλίο, είναι κυρίως το ταξίδι στον κόσμο του έρωτα και της Λογοτεχνίας.
Όπως ο Βέρν μας έβαλε κάποτε, έκθαμβους έφηβους , να τον ακολουθούμε μαζί με τους ήρωές του στο «Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες», η Γκίκα μας βάζει, έκθαμβους επίσης ενήλικες να την ακολουθούμε στον Γύρο του έρωτα και της λογοτεχνίας σε 662 σελίδες.
Διαβάζοντας τα γράμματα της Μ. προς τον Γ. «που θα τον αγαπάει πάντα και για πάντα» χωρίς να μπορεί ωστόσο να ζήσει μαζί του , η Λίλιθ παλεύει μόνη της χωρίς να ξέρει πού θα φτάσει. Μέχρι που καθώς ταυτίζεται με τη Μ. φτάνει στο σημείο «να μοιράζεται μαζί της τον έρωτα και την απόγνωση». Και γίνεται για ακόμα μία φορά κομμάτια.
Και η Γκίκα με έναν τρόπο θαυμαστό ξεγλιστράει από την ιστορία που αφηγείται και δημιουργεί ρωγμές φωτεινές απ’ όπου μπορεί κανείς να δει τον μαγικό κόσμο, ενίοτε καταστροφικό και καταθλιπτικό, συγγραφέων και ποιητών, φιλοσόφων και ψυχαναλυτών, σκηνοθετών και στοχαστών –μέτρησα πάνω από 50 - μέσα από τη ζωή των ηρώων τους ή τη δική τους. Και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα! Καλά λένε πως η ζωή δεν μετριέται με τις ανάσες που παίρνεις αλλά με το πόσες φορές σου κόβεται η ανάσα! Κάπως έτσι κι εδώ .
Από γράμμα σε γράμμα της Μ. προς τον Γ. η Λίλιθ και μαζί της ο αναγνώστης ξεκλειδώνει πόρτες, διεισδύει στα άδυτα της ψυχής και της αγάπης αυτής της γυναίκας αλλά βγαίνοντας από κει , βρίσκεται διαρκώς καταμεσής ενός λογοτεχνικού σύμπαντος που άλλοτε τον θαμπώνει καθώς αστράφτει με το κάλλος του και άλλοτε τον θλίβει καθώς ασθμαίνει από οδύνη και αυτοκαταστρέφεται .
«Η απουσία και το ανέφικτο γίνεται η κινητήρια δύναμη της δημιουργίας» λέει ο Μπόρις Σιρούλκιν – τόσο αληθινό ! Δεν τον ήξερα μαζί με άλλους πολλούς που γνώρισα χάρις σ’ αυτό το βιβλίο και που η Γκίκα με προκαλεί να τους γνωρίσω καλύτερα- δεν είναι τελικά ο ρόλος του συγγραφέα να σε πάει βήματα πιο μπροστά από κει που είσαι; Είναι!
«Για κάποιους ανθρώπους η λογοτεχνία είναι μοίρα !»λέει η Γκίκα μιλώντας για τον Κάφκα .
Ο Ιβάν Κλίμα «Η ζωή είναι θλιβερή εκτός από τις σπάνιες στιγμές που σκάει μύτη η αγάπη». Ο Πεσσόα «Να μην είσαι τίποτα για να μπορείς να είσαι τα πάντα». Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο «Η λέξη τέχνη, είναι η λέξη που εξημερώνει τα θηρία» Η Έμιλι Ντίκινσον που «δεν ήξερε πώς να μεγαλώσει»- Διαλέξτε ποιον θα υπηρετήσετε . Εγώ υπηρετώ τη μνήμη». Ο Σοπενάουερ και οι «ματαιώσεις που καθορίζουν τη ζωή μας» και η Σύλβια Πλαθ «που ήταν ολόκληρη ένα σώμα και ήταν προαποφασισμένη να συναντήσει το θάνατο» . Ο Σοφοκλής με τις Τραχίνιες και τον Ηρακλή του που έβγαλε πέρα νικητής και τους 12 άθλους του αλλά νικήθηκε τελικά από τον έρωτα. Ο Ίρβιν Γιάλομ « Όλοι αυτοί που φοβούνται περισσότερο το θάνατο είναι εκείνοι που τον πλησιάζουν με πολύ μεγάλο κομμάτι αβίωτης ζωής μέσα τους»
Η «Πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» της Τζιν Ρις σαν συνέχεια της Τζέην Έυρ της Μπροντέ με την Μπέρθα , την τρελή σύζυγο του Ρότσεστερ να πρωταγωνιστεί, νεαρή πανέμορφη Κρεολή κληρονόμος που ζει στην Τζαμάικα και συναντάει τον Άγγλο τζέντλεμαν. Οι ηρωίδες του Καβαμπάτα , της Ογκάουα , του Μουρακάμι με έρωτες που αγγίζουν τα άκρα .
Ο Φιτζέραλντ με τη Νικόλ Ντράιβερ ηρωίδα του στο «Τρυφερή είναι η νύχτα» και τη Ζέλντα ηρωίδα της ζωής του. Η Λου Σαλομέ η μούσα του Νίτσε του Ρίλκε και του Φρόιντ, η μοιραία γυναίκα ισχυρών ανδρών που έζησε ολόκληρη ζωή με ανησυχίες, τέχνη και απόλαυση απολαμβάνοντας ακόμα και τα γεράματά της .Και η Βιρτζίνια Γούλφ. «Όλοι οι συγγραφείς είναι δυστυχισμένοι. Είναι οι άνθρωποι χωρίς λέξεις που είναι ευτυχισμένοι . Οι γυναίκες στον κήπο του εξοχικού τους σπιτιού».
Στα γράμματα της Μ προς τον Γ που η Λίλιθ διαβάζοντας τα, αισθάνεται πως της έχουν αλλάξει τη ζωή, εναλλάσσεται η τρυφερότητα με την απόγνωση, το ανέφικτο αυτού του έρωτα με την ευλογία μιας αγάπης καταλυτικής . Φράσεις όπως « Πριν δέκα χρόνια σου είπα σ’ αγαπώ. Θα τρόμαζες αν ήξερες πόσο!» Ή «Η τύχη μου στη ζωή είναι που σε γνώρισα . Όλα τα άλλα είναι ανούσια». Και « Ας ερωτευθούμε ή ας απογοητευθούμε, αυτό είναι ζωή … αυτό είναι στιγμή και η στιγμή τα περιέχει όλα»
Μόνον αυτά; Όχι! Δεκάδες φορές τόσα ! Είπαμε, σου κόβεται η ανάσα καθώς τα γράμματα της Μ. γίνονται γέφυρες για να περάσεις σε ένα μαγικό απέναντι και από κει σε ένα άλλο και ένα άλλο για να βρεις ψήγματα του εαυτού σου σε ιστορίες που έγραψαν συγγραφείς και ιστορίες που έγραψε και γράφει η ίδια η ζωή.
Και κάτι ακόμα! Γνωστή η κριτική ματιά της Γκίκα καθώς σχολιάζει , ήρωες, συγγραφείς και βιβλία από στήλες των εφημερίδων. Αλλά εδώ, αυτό το σύνολο των κριτικών σχολίων για τόσους συγγραφείς και τόσα έργα, τα σχόλιά της για τον έρωτα, τη ζωή, το θάνατο , όλη αυτή η συγκεντρωμένη ποσότητα και συμπυκνωμένη ποιότητα σχολιασμών, είναι ένας επιπλέον λόγος για να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο .
Τι κρίμα να μην μπορώ να μιλήσω καλύτερα γι αυτό το βιβλίο και όπως του αξίζει ! Θέλει γερό μολύβι να γράψει κανείς γι αυτό κι εγώ δεν διαθέτω παρά ένα μικρό μολυβάκι για να υπογραμμίζω ό,τι μου αρέσει και να σημειώνω στα περιθώρια όσα μ’ αγγίζουν ή με πονάνε. Δεν είμαι βιβλιοκριτικός να σας κάνω με τον σωστό τρόπο να το προσεγγίσετε και να το αγαπήσετε. Αναγνώστρια είμαι και ως αναγνώστρια δεν κατέχω την τέχνη των κριτικών . Ξέρω μόνο τι σημαίνει να σε καθηλώνει ένα βιβλίο. Και αυτό δεν μπορώ δυστυχώς να το περιγράψω γιατί είναι από αυτά που τα νιώθει κανείς και δεν εξηγούνται ούτε περιγράφονται.
Άλλωστε , όπως μας υπενθυμίζει η Γκίκα , η Φωτεινή Τσαλίκογλου λέει «Ο κάθε αναγνώστης θα κάνει τη δική του ανάγνωση. Αυτή δεν είναι η μαγική λειτουργία της συνδημιουργίας αναγνώστη και συγγραφέα;» Ναι, αυτή είναι τελικά.
Η Τούλα Τίγκα είναι συγγραφέας.

28/5/14

Λίλιθ - από γράμμα σε γράμμα

 
Έγινε Λίλιθ από μια παραξενιά της μάνας της. Σκότωσε γράφοντας –μόλις τεσσάρων χρονών– μιαν Ευτυχία που αγάπησε Κεραυνό. Φοβήθηκε έκτοτε τον έρωτα και το γράψιμο. Για χρόνια, αρχαιολογία και ιστορία, χρόνος τετελεσμένος, υπήρξαν μονόδρομοι. Μέχρι που υπάκουσε, αθέλητα, σ’ αυτή την αλλόκοτη παράκληση που κατά βάθος υπήρξε για κείνη διαταγή. Σαράντα έξι ερωτικές επιστολές σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο και η τοξίνη των λέξεων θα της αλλάξουν έκτοτε τη ζωή.
Ερωτικό, βιβλιοφιλικό, υπαρξιακό θρίλερ, με αλληλογραφία αληθινή.


βγήκαμε ναι...
 

7/5/14

Μια αφαιρετική ποιητική πεζογραφία


 
Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, της Ελένης Γκίκα

εκδόσεις Καλέντη 2013

 
Μια αφαιρετική ποιητική πεζογραφία

 
                                                           Γράφει η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου
στο περιοδικό "Κλεψύδρα" του Μαίου

 
Η Ελένη Γκίκα έχει χτίσει ένα δικό της ποιητικό σύμπαν και εκεί περιχαρακωμένη σαν παλιά πυθία ζωντανεύει οράματα και όνειρα και χρησμικές εντολές για να πλάσει πρόσωπα και  προσωπεία, σύμβολα και μουσικές παρτιτούρες και με μια γραφή άκρως ποιητική και αφαιρετική, με λόγο ελλειπτικό κι ωστόσο κυρίαρχο, ξανοίγει τις περιπέτειες των ηρώων της, που είναι περισσότερο περιπέτειες του μυαλού και της αναζήτησης μιας οντολογικής αλήθειας.
    Διαβάζοντας το νέο μυθιστόρημά της “Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ”, αισθάνεσαι πως το μόνο συμπαγές και στέρεο σ' αυτό είναι η Μνήμη η ακοίμητη. Η μνήμη η ατομική και η μνήμη η συλλογική, σε μια σύγκλιση εξίσου ποιητική όπου το ατομικό υπερβαίνει το “πρόσωπο” και γίνεται συλλογικό, σαν αυτές τις συλλογικές μνήμες που κουβαλάμε από εμφυλίους και διχασμούς, από παθιασμένους έρωτες προγόνων, από αίμα σε στοιχειωμένα πυργόσπιτα.
   Έγραφα σε παλιότερο κείμενό μου για την πεζογραφία της Ελένης Γκίκα: “Τα πρόσωπά της ροϊκά, σχεδόν αβέβαια, σαν ημιτελή, περιφέρουν από βιβλίο σε βιβλίο την κατακερματισμένη ψυχικότητά τους, πρόσωπα εύθραυστα, που καλούν τον αναγνώστη να συμπληρώσει τον ελλιπή λόγο τους, να επουλώσει τις ανοιχτές πληγές τους, να βιώσει τον απόλυτο ανεκπλήρωτο έρωτά τους που χάθηκε στις ρωγμές της καθημερινότητας”.
   Στο νέο της μυθιστόρημα χρησιμοποιεί, θα έλεγα, μια γλώσσα συμβόλων. Όμως το κάθε  σύμβολο κουβαλά μια ιστορία που μπορεί να είναι από χώμα και μαγική δύναμη, όπως το “γκόλεμ” ή από φως και νόηση όπως το “άλεφ”. Ακόμα και τα πρόσωπα του βιβλίου η συγγραφέας τα “συμβολοποιεί” με τα περίεργα ονόματα που τους δίνει, ονόματα φορτισμένα και σημαίνοντα, προκειμένου να φτάσει στον απώτερο στόχο της. Γιατί, βαθιά στην καρδιά της ποίησης και της μουσικής ροϊκότητας, το μυθιστόρημα αυτό έχει σκοπό και στόχο. Τα μίση και τα πάθη εκδίκησης που άφησαν οι ζοφερές μνήμες του εμφυλίου πρέπει να εξαγνιστούν από μια νέα αγάπη, να μεταποιηθούν σε φωτεινή γαλήνη ή κάθαρση, να φτάσουν στην υπέρβαση του μίσους και της εκδίκησης.
   Και η συγγραφέας βαδίζει τα μονοπάτια που οδηγούν στον εξαγνισμό και στην κάθαρση μέσα από τα πλέον σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας. Οι γόνοι του μίσους και του αίματος του εμφυλίου, ο Μίχαελ Σεμπάστιαν και η Εκάτη Ουλρίκα που επιστρέφουν στα γονικά τους ερείπια για να πάρουν καθένας την εκδίκηση που είχε ονειρευτεί, θα αγαπηθούν ως Μπεθ και Άλεφ σε έναν “μη-τόπο”, στο Διαδίκτυο. Έτσι κατορθώνει η συγγραφέας να κάνει το πρόσωπο προσωπείο. Μόνο που το προσωπείο, αργά και σταθερά, με Βάγκνερ και Μπόρχες και Ταρκόφσκι και Χιουζ, γίνεται το “νέο” πρόσωπο, το εξαγνισμένο και καθαρμένο, το ελεύθερο πια να βαδίσει το δικό του πεπρωμένο. Και με αυτό το εύρημα επαληθεύεται και η ρήση “ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά”.
   Έτσι οι τόποι των νεκρομαντείων, όπου η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή, για να μπαινοβγαίνουν ίσως οι είκοσι ένας νεκροί  και να κρατούν άγρυπνη τη μνήμη της εκδίκησης, μεταποιούνται σε “μη-τόπο”, όπου θα ανθοφορήσει το νέο πεπρωμένο.
   Και ενώ σε όλα σχεδόν τα μυθιστορήματα της Ελένης Γκίκα υπάρχει η αγωνία του χρόνου, η αγωνία της ροής του χρόνου και της φθοράς, στο μυθιστόρημα αυτό ο χρόνος μοιάζει αφασικός, σαν να έχει ακυρωθεί από τις παρτιτούρες της μνήμης ή να έχει ξεχαστεί στις ξερολιθιές. “Πατέρα δεν ξέχασα, μάνα, είμαι εδώ, στην ξερολιθιά, σε κάθε ξερολιθιά, κι ακούω πάντα τον δικό μας Βάγκνερ, θα ξανάρθω, και η τιμωρία θα είναι πορφυρή”, θα πει ο Μιχαήλ Σεμπάστιαν στην αρχή, όταν επιστρέφει για την τιμωρία.
   Κι ύστερα, όταν ανακαλύπτει πως το πρόσωπο που ήθελε να τιμωρήσει ήταν εκείνη που αγάπησε στον “μη-τόπο” του διαδικτύου, θα πει: “Προστάτεψέ με απ' το να είμαι αυτός που ήδη υπήρξα, αυτός που ήδη υπήρξα ανεπανόρθωτα”. 
   Ένα μυθιστόρημα που δύσκολα, είναι η αλήθεια, το αποκωδικοποιείς, κι ακόμα πιο δύσκολα συνταιριάζεις ή ερμηνεύεις τα τόσα σύμβολα. Θα ευχόμουν αυτή η ωραία πεζογραφία, ποιητική ή μαγική, να ήταν πιο στέρεα δομημένη και πιο προσιτό το μυστήριο των γρίφων που δημιουργεί. Όπως και να 'ναι, ένα σαγηνευτικό μυθιστόρημα.

  
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου είναι συγγραφέας.
Το τελευταίο της μυθιστόρημα “Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι”
μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.