εκδόσεις
Καλέντη 2013
Γράφει η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου
στο περιοδικό "Κλεψύδρα" του Μαίου
Διαβάζοντας το νέο μυθιστόρημά της “Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ”, αισθάνεσαι πως το μόνο συμπαγές και στέρεο σ' αυτό είναι η Μνήμη η ακοίμητη. Η μνήμη η ατομική και η μνήμη η συλλογική, σε μια σύγκλιση εξίσου ποιητική όπου το ατομικό υπερβαίνει το “πρόσωπο” και γίνεται συλλογικό, σαν αυτές τις συλλογικές μνήμες που κουβαλάμε από εμφυλίους και διχασμούς, από παθιασμένους έρωτες προγόνων, από αίμα σε στοιχειωμένα πυργόσπιτα.
Έγραφα σε παλιότερο κείμενό μου για την πεζογραφία της Ελένης Γκίκα: “Τα πρόσωπά της ροϊκά, σχεδόν αβέβαια, σαν ημιτελή, περιφέρουν από βιβλίο σε βιβλίο την κατακερματισμένη ψυχικότητά τους, πρόσωπα εύθραυστα, που καλούν τον αναγνώστη να συμπληρώσει τον ελλιπή λόγο τους, να επουλώσει τις ανοιχτές πληγές τους, να βιώσει τον απόλυτο ανεκπλήρωτο έρωτά τους που χάθηκε στις ρωγμές της καθημερινότητας”.
Στο νέο της μυθιστόρημα χρησιμοποιεί, θα έλεγα, μια γλώσσα συμβόλων. Όμως το κάθε σύμβολο κουβαλά μια ιστορία που μπορεί να είναι από χώμα και μαγική δύναμη, όπως το “γκόλεμ” ή από φως και νόηση όπως το “άλεφ”. Ακόμα και τα πρόσωπα του βιβλίου η συγγραφέας τα “συμβολοποιεί” με τα περίεργα ονόματα που τους δίνει, ονόματα φορτισμένα και σημαίνοντα, προκειμένου να φτάσει στον απώτερο στόχο της. Γιατί, βαθιά στην καρδιά της ποίησης και της μουσικής ροϊκότητας, το μυθιστόρημα αυτό έχει σκοπό και στόχο. Τα μίση και τα πάθη εκδίκησης που άφησαν οι ζοφερές μνήμες του εμφυλίου πρέπει να εξαγνιστούν από μια νέα αγάπη, να μεταποιηθούν σε φωτεινή γαλήνη ή κάθαρση, να φτάσουν στην υπέρβαση του μίσους και της εκδίκησης.
Και η συγγραφέας βαδίζει τα μονοπάτια που οδηγούν στον εξαγνισμό και στην κάθαρση μέσα από τα πλέον σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας. Οι γόνοι του μίσους και του αίματος του εμφυλίου, ο Μίχαελ Σεμπάστιαν και η Εκάτη Ουλρίκα που επιστρέφουν στα γονικά τους ερείπια για να πάρουν καθένας την εκδίκηση που είχε ονειρευτεί, θα αγαπηθούν ως Μπεθ και Άλεφ σε έναν “μη-τόπο”, στο Διαδίκτυο. Έτσι κατορθώνει η συγγραφέας να κάνει το πρόσωπο προσωπείο. Μόνο που το προσωπείο, αργά και σταθερά, με Βάγκνερ και Μπόρχες και Ταρκόφσκι και Χιουζ, γίνεται το “νέο” πρόσωπο, το εξαγνισμένο και καθαρμένο, το ελεύθερο πια να βαδίσει το δικό του πεπρωμένο. Και με αυτό το εύρημα επαληθεύεται και η ρήση “ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά”.
Έτσι οι τόποι των νεκρομαντείων, όπου η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή, για να μπαινοβγαίνουν ίσως οι είκοσι ένας νεκροί και να κρατούν άγρυπνη τη μνήμη της εκδίκησης, μεταποιούνται σε “μη-τόπο”, όπου θα ανθοφορήσει το νέο πεπρωμένο.
Και ενώ σε όλα σχεδόν τα μυθιστορήματα της Ελένης Γκίκα υπάρχει η αγωνία του χρόνου, η αγωνία της ροής του χρόνου και της φθοράς, στο μυθιστόρημα αυτό ο χρόνος μοιάζει αφασικός, σαν να έχει ακυρωθεί από τις παρτιτούρες της μνήμης ή να έχει ξεχαστεί στις ξερολιθιές. “Πατέρα δεν ξέχασα, μάνα, είμαι εδώ, στην ξερολιθιά, σε κάθε ξερολιθιά, κι ακούω πάντα τον δικό μας Βάγκνερ, θα ξανάρθω, και η τιμωρία θα είναι πορφυρή”, θα πει ο Μιχαήλ Σεμπάστιαν στην αρχή, όταν επιστρέφει για την τιμωρία.
Κι ύστερα, όταν ανακαλύπτει πως το πρόσωπο που ήθελε να τιμωρήσει ήταν εκείνη που αγάπησε στον “μη-τόπο” του διαδικτύου, θα πει: “Προστάτεψέ με απ' το να είμαι αυτός που ήδη υπήρξα, αυτός που ήδη υπήρξα ανεπανόρθωτα”.
Ένα μυθιστόρημα που δύσκολα, είναι η αλήθεια, το αποκωδικοποιείς, κι ακόμα πιο δύσκολα συνταιριάζεις ή ερμηνεύεις τα τόσα σύμβολα. Θα ευχόμουν αυτή η ωραία πεζογραφία, ποιητική ή μαγική, να ήταν πιο στέρεα δομημένη και πιο προσιτό το μυστήριο των γρίφων που δημιουργεί. Όπως και να 'ναι, ένα σαγηνευτικό μυθιστόρημα.
Το τελευταίο της μυθιστόρημα “Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι”
μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.