29/11/14

«Λίλιθ»: σαν τους κύβους του Ρούμπικ


 
Η «Λίλιθ» γράφτηκε σα να ήταν να πάθω αμνησία. Είχα 46 επιστολές στα χέρια μου, είχαν ατμόσφαιρα, πάθος, ύφος, στυλ, έρωτα κι ήταν τα γράμματα ενός κοριτσιού που γινόταν γυναίκα. Και ένας άνδρας, απών, ο παραλήπτης. Την σμίλευε.

Ήμουν στη μέση του πουθενά, μεσήλιξ. Όλη η ιστορία μου πίσω, «ο αγώνας έληξε», κι η Φωτεινή η φίλη μου να επιμένει «όμως, όλα θα κριθούνε στα πέναλτι». «Η κεντρική ιδέα είναι η παράταση»

Και η «Λίλιθ» ήταν «τα πέναλτι». Η δική μου «παράταση».

Το έχω ξαναπεί και σίγουρα δεν θα πρωτοτυπήσω. Η ιστορία είναι κάπου εκεί έξω και, ή μας καταδέχεται, ή δεν μας καταδέχεται. Έχουν υπάρξει ιστορίες που μού έχουν αποκαλύψει για χρόνια μονάχα τον τίτλο (Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ). Ιστορίες που τις δημιούργησε ένα απομεσήμερο μοναχικό (Οι κούκλες δεν κλαίνε) και άλλες που μου τις χάρισε φίλος (Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς). Ιστορίες που μου άφησε αγαπημένος άντρας που χάθηκε αμέσως μετά (Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω) και τίτλοι που με περίμεναν χρόνια και χρόνια να μεγαλώσω, υπομονετικά (Η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας).

Η Λίλιθ γεννήθηκε σαν αστραπή. Τουλάχιστον, όσον αφορά τον τίτλο. Την έλεγαν Λίλιθ και δεν είχα άλλη επιλογή. Η μοναδική μου επιλογή ήταν το τί ακριβώς θα έκανα με την ερωτική ιστορία που είχα.

Την θεώρησα πάρα πολύ σημαντική για να την κάνω απλώς ένα-ρομάντζο. Οι επιστολές ήταν δρόμος, φιλοσοφική κι υπαρξιακή στάση, ήταν διαδρομή. Αποφάσισα να σταθώ τίμια και να αφήσω εκείνες να επιλέξουν τον τρόπο. Γεννήθηκε τριτοπρόσωπα με ειλικρινή αφηγητή, δεν βιαζόταν να φανερώσει τα αφανέρωτα. Πάτησα επάνω στις σιγουριές μου, δηλαδή στα βιβλία και στη γραφή. Μια γυναίκα που γράφει ανακαλύπτει μιαν άλλη που γράφει. Η πρώτη, ιστορικές μελέτες και μυθιστορήματα, η δεύτερη ερωτικές επιστολές. Ο ενορχηστρωτής, ένας άντρας που παραγγέλνει την ιστορία στην πρώτη. Και μια πόλη, το Λονδίνο, που θα σταθεί καθοριστική. Ένα παλαιοβιβλιοπωλείο που θ’ αποτελεί την πηγή. Η αρχή της εξίσωσης θα είναι ακριβώς εκεί: σε μια ιστορία πραγματική και σε βιβλία που με καθόρισαν και μιλούσαν για μεγάλη, καθοριστική και μεταμορφωτική αγάπη. Συγγραφείς που σου αλλάζουν ζωή, που μου άλλαξαν τη ζωή.

Η μορφή ήταν εγκιβωτισμένα μυστικά, πληροφορίες, βιβλία, οι επιστολές φυσικά, τρεις ζωές, όλα σαν παζλ, σαν τους κύβους του Ρούμπικ. Σφηνωμένο το ένα στο άλλο, ομοιόμορφα, αλληλένδετα, το παρελθόν και το παρόν όλα μαζί, αλλά όχι αυτόνομα ωστόσο.

Μια γυναίκα, η Λίλιθ, που φοβάται τη γραφή και τη ζωή, ζει και γράφει. Ιστορίες από το παρελθόν, δεδικασμένες ήδη. Η αρχαιολογία μονόδρομος λες και δεν είναι μεταμορφωτικό το καλειδοσκοπικό παρελθόν. Η αποστολέας, παρούσα κι απούσα. Κι ο άντρας πανταχού παρών και ο μεγάλος απών.

Το μυθιστόρημα στήθηκε σαν ιστορία που βιώνεται στο παρόν, ο εκδότης της τής ζητά ένα ερωτικό μυθιστόρημα που αρνείται να γράψει. Με τον τρόπο του την οδηγεί να ανακαλύψει 46 ερωτικές επιστολές, η αποστολέας και ο παραλήπτης θα της γίνουν εμμονή και μέσα από αγαπημένα βιβλία και συγγραφείς θα βγει να τους ψάξει.

Τα κεφάλαια (αριθμητικά) κάτι σημαίνουν, η δομή και η μορφή έχει σαν φράκταλ στηθεί και όλα είναι ίδια και άλλα, και είναι πάντα-πάντα σε σχέση.

Το βιβλίο, για άλλους, είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα, για κάποιους ιστορία αυτοβιογραφική, βιβλιοφιλικό θρίλερ ή υπαρξιακή μυθιστορία. Θέλω να ελπίζω ότι η ανάγνωση μπορεί να σταθεί και αγραμμική, δηλαδή, η ερωτική ιστορία από επιστολή σε επιστολή, η βιβλιογραφική μανία από βιβλίο σε βιβλίο και για όσους θέλουν απλώς έναν αφηγητή, η παραμυθία της Λίλιθ αυτή καθ’ εαυτή.

Το σίγουρο είναι πως η «Λίλιθ» πια εμπεριέχει ό,τι αγαπώ, όσα βρήκα ως τώρα κι όσα ποτέ δεν θέλω να ξεχνώ: ανθρώπους, φόβους, αγάπες, βιβλία, συγγραφείς, παραγράφους. Σε σημείο που, ελπίζω, να τα βρω εκεί μέσα μόλις αρχίσω πια να ξεχνώ.

Ναι, ό,τι θέλω πια να θυμάμαι, θα- το- γράψω- για- να- το- βλέπω, άμα γεράσω θα το βρίσκω στη «Λίλιθ». Δεν θα το ξανακάνω. Ήταν αποκαλυπτικό, απολαυστικό, εξοντωτικό. Δεν ήξερα αν θα γίνουνε πύργος ή ερείπια οι κύβοι.

Ένα μυθιστόρημα fractal πριν από το fractal όπου, ή όλα στέκονται ή γκρεμίζονται όλα σαν σε σεισμό. Η συνέχεια είναι δουλειά του κάθε αναγνώστη.


Δημοσιεύθηκε στο Varelaki