11/11/13

«αλήθεια, εδώ, στην Ελλάδα, το θάμα είναι ο σίγουρος ανθός της ανάγκης».


 

Γιατί ο Καζαντζάκης;

«αλήθεια, εδώ, στην Ελλάδα, το θάμα είναι ο σίγουρος ανθός της ανάγκης».

«Πολύ πιο γρήγορα από τον κόσμο προχωρούσε η ψυχή μου».

Και έτσι ξαφνικά, όσο ζόριζαν και πάλι στη χώρα μας τα ιστορικά δεδομένα, χωρίς ποτέ κατ’ ουσίαν, να έχει πάψει να διαβάζεται, κι αυτό είναι το σπουδαίο, ο Νίκος Καζαντζάκης ξαναγίνεται μότο σε βιβλία, γεμίζει το ίντερνετ και το f.b. Το εκπληκτικό είναι ότι αυτό γίνεται από τα νέα παιδιά. Και το σημαντικό είναι ότι ο μεγάλος έλληνας συγγραφέας, όταν τον ξαναδιαβάζουμε, διαθέτει τις απαντήσεις:

Για τα δύσκολα ιστορικά περάσματα και για τις ζορισμένες ιστορικές στροφές της χώρας μας και των ανθρώπων. Για την ευθύνη και για τον αέναο αγώνα για όλα τα βασικά: υπέρβαση, αξιοπρέπεια και ελευθερία. Για το καινούργιο που θα ‘ρθει, πάντοτε θα ‘ρχεται, και για το παλιό που πρέπει αναγκαστικά να ξεπεραστεί. Για την ανυπέρβλητη ζώσα γλώσσα και το υπερβατικό ύφος. Για την ψυχολογία σε βάθος ανθρώπων και γένους. Για την τοιχογραφία μιας κοινωνίας που παραμένει αναλλοίωτη, ποτέ δεν αλλάζει στα βασικά. Για τα ερωτηματικά που θέτει, εκμαιεύοντας προαιώνιες ερωτήσεις και απαντήσεις. Κάπως έτσι, και στη μέση της κρίσης, ξαναδιαβάζοντας Καζαντζάκη είναι σα να ξαναδιαβάζουνε τα βασικά: όλα αυτά που ξεχάσαμε και κάπως έτσι φτάσαμε και στην κρίση.

Ο Καζαντζάκης στο Έθνος:

Οι εκδόσεις Καζαντζάκη και το Έθνος, ξαναπιάνουν το νήμα απ’ την αρχή. Ο Καζαντζάκης ήξερε, ξαναδιαβάζοντάς τον ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί και να θυμηθεί και να μάθει. Πώς όλα χτίζονται και ξαναχτίζονται απ’ την αρχή.

«Στόχος της συνεργασίας των Εκδόσεων Καζαντζάκη και της εφημερίδας Έθνος είναι και θα παραμείνει να είναι η «διάδοση» των πιο αγαπημένων έργων του Καζαντζάκη σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και η «παράδοση» των πιο ελπιδοφόρων μηνυμάτων του στα χέρια του κάθε Έλληνα, οποιασδήποτε ηλικίας, οποιασδήποτε ιδεολογικής ή πολιτικής κατεύθυνσης. Σκοπός των Εκδόσεων Καζαντζάκη και της εφημερίδας Έθνος είναι να φτάσει ο λόγος του Νίκου Καζαντζάκη σε όλους τους Έλληνες από το βορειότερο ως το νοτιότερο, από το ανατολικότερο ως το δυτικότερο σημείο της χώρας μας: από τη Θράκη ως την Κρήτη, από τα Δωδεκάνησα ως τα Ιόνια νησιά», υπενθυμίζουν οι εκδόσεις Καζαντζάκη».

 

Οι λόγοι, ευδιάκριτοι και σαφείς:

«Σταθεροί άξονες στη σκέψη και στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη είναι η Ευθύνη και ο διαχρονικός Αγώνας του ανθρώπου για υπέρβαση, αξιοπρέπεια και ελευθερία. Οι άνθρωποι των Εκδόσεων Καζαντζάκη διαπιστώνουν καθημερινά, πόσο οι συνάνθρωποί μας στρέφονται στο έργο του μεγάλου κρητικού συγγραφέα, αναζητώντας πνευματικά εργαλεία που θα τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν την κρίση που βιώνει η Ελλάδα. Εν μέσω του πανικού και της απαισιοδοξίας των ημερών μας, ο Λόγος του παραμένει φωτεινός φάρος και ηχεί πιο επίκαιρος παρά ποτέ».

Οι χρονικές συγκυρίες, επιτακτικές:

«Η οικονομική κρίση επιβάλλει στην ελληνική κοινωνία να επιστρέψει σε θεμελιώδεις αξίες και να τις αναζητήσει στις πνευματικές πηγές της και οι Έλληνες έχουν ανάγκη να ξεφύγουν από τη σημερινή απαξιωτική εικόνα που αναμεταδίδεται διεθνώς. Ο Νίκος Καζαντζάκης με το έργο του θυμίζει στους Έλληνες, αλλά και ανακηρύσσει στα πλάτη της γης, ότι Έλληνας δε σημαίνει οικονομική ανέχεια, αλλά πολιτισμός, ήθος και ηρωισμός. Ελλάδα δεν είναι μόνο ένα έθνος που υποφέρει από την οικονομική κρίση. Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε τον Ζορμπά, τον ηρωϊκό, ανυπότακτο Φιλόσοφο της Ζωής, που ακόμα κι αν γκρεμίζεται ότι έχει κτίσει, ανοίγει τα χέρια και στήνει χορό, περήφανος και χαμογελαστός. Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε τον Καπετάν Μιχάλη, τον γενναίο αγωνιστή, τον πάντα όρθιο και ελεύθερο Έλληνα».

 

Ο Καζαντζάκης κι ο κόσμος:

 

Κριτικοί, συγγραφείς κι αναγνώστες επιμένουν: «ποτέ δεν έπαψε να διαβάζεται ο Καζαντζάκης» (ο συγγραφέας και πανεπιστημιακός Γιώργος Γραμματικάκης)

Ο Peter Bien  αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους πρέπει να διαβάζεται ο Καζαντζάκης στον 21o αιώνα, τονίζει κυρίως τη διαχρονικότητα των ιδεών που ενυπάρχουν στα κείμενα του, καθώς καταλήγει ότι «ο Καζαντζάκης θα εξακολουθήσει να είναι απαραίτητος και να διαβάζεται όχι μόνο κατά τον 21ο αιώνα αλλά και στον 22ο!»

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης παραμένει “ιδεα-λογικά” ένας από τους πιο διαχρονικούς Νεοέλληνες συγγραφείς. Έχει ένα πλούσιο και πολύπλευρο συγγραφικό έργο, καθώς είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς, σε ελληνική ή παγκόσμια κλίμακα, που ασχολήθηκε με όλα τα λογοτεχνικά είδη: μυθιστόρημα, ποίηση, δοκίμιο, ταξιδιωτική διήγηση, θέατρο, παιδικά βιβλία, κινηματογραφικά σενάρια, μεταφράσεις, αλληλογραφία. Τα μαθήματα που λαμβάνουμε από τα έργα του αποτελούν την απόλυτα αρμονική συνύπαρξη της θεωρίας και της πράξης, δημιουργώντας την αίσθηση μιας άψογα ισόρροπης φιλοσοφικής θεώρησης που μεταδίδεται άμεσα κυρίως από των λογοτεχνικών τεχνικών της πλοκής, την ανάπτυξη των χαρακτήρων και του γλωσσολογικού ύφους.

Το φαινόμενο “Καζαντζάκης” εντυπωσιάζει, αφενός, για την ποικιλία των ενδιαφερόντων του και τον όγκο της συγγραφικής παραγωγής, και αφετέρου για την απήχηση του έργου του, τόσο στην παγκόσμια διάστασή της, όσο και στη μεγάλη χρονική διάρκειά της· ίσως να πρόκειται από τις σπάνιες περιπτώσεις ελλήνων συγγραφέων που η ζωή και το έργο του συνεχίζουν αδιάκοπα με αυξανόμενη γεωμετρική πρόοδο να προκαλούν το μεγάλο ενδιαφέρον των αναγνωστών και των μελετητών του αιώνα μας!»

Ο συμπατριώτης του, ψυχίατρος και ποιητής Μανόλης Πρατικάκης θα πει:

«Τι είναι σήμερα ο Καζαντζάκης; Γιατί σήμερα; Φαίνεται πως ο χρόνος δεν αφαίρεσε την λάμψη και το μεγαλείο από την μεγάλη στόφα του έργου του αλλά με τα χρόνια μεγάλωσε και σήμερα είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Γιατί είναι από τους ελάχιστους λογοτέχνες στοχαστές που το έργο τους περιέχει όραμα, διαχρονικές οικουμενικές αξίες. Ειδικά στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, το έργο του είναι ένας σταθερός φάρος που μας φέρνει σε όλα τα επίπεδα του επιστητού. Μιλάει για διαρκή αγώνα, για αξιοπρέπεια και ελευθερία, το θείο που βρήκε μέσα μας πρέπει να σκάψει σαν άλλος φρικιαστικός εργάτης για να απελευθερωθεί από τα σύγχρονα δεσμά της αφθονίας και της κατανάλωσης, της υποταγής και της μηχανοκίνητης λαίλαπας που απειλεί να αφανίσει το ανθρώπινο πρόσωπό μας. Το έργο του προτείνει ανυποχώρητο αγώνα μπροστά στα ανταλλάγματα του κενού που μας αποξενώνουν από κάθε αυθεντικό και ουσιώδες, ατομικό και συλλογικό του τόπου μας και του κόσμου».

Εν κατακλείδι, μια παράγραφος από τον «Αλέξη Ζορμπά» μπορεί να σταθεί αρκετή:

«Στεκόμουν στην πλώρα και περιχαίρουμουν, ως την άκρα του ουρανοθάλασσου, το θάμα* και μέσα στο βαπόρι οι τετραπέρατοι Ρωμιοί, τα μάτια τ’ αρπαχτικά, τα ψιλικατζίδικα μυαλά, οι μικροπολιτικοί καβγάδες, ένα ξεκουρδισμένο πιάνο, τίμιες φαρμακερές κυράτσες, μοχθηρή, μονότονη επαρχιώτικη μιζέρια. Σου ερχόταν να πιάσεις το βαπόρι από τις δυο άκρες, να το βουτήξεις στη θάλασσα, να το τινάξεις καλά -καλά, να φύγουν όλα τα ζωντανά που το μολεύουν- άνθρωποι, ποντίκια, κορέοι- και να το ανεβάσεις πάλι απάνω στα κύματα, αδειανό και φρεσκοπλυμένο.

Κάποτε πάλι μια συμπόνια με κυρίευε*  μια συμπόνια βουδική, κρύα, σα συμπέρασμα από πολύπλοκους μεταφυσικούς συλλογισμούς. Συμπόνια όχι για τους ανθρώπους μονάχα παρά και για τον κόσμο αλάκερο που παλεύει, φωνάζει, κλαίει, ελπίζει και δε βλέπει πως όλα είναι φαντασμαγορία του Τίποτα. Συμπόνια για τους Ρωμιούς και για το βαπόρι και για τη θάλασσα και για μένα και για την επιχείρηση του λιγνίτη και για το χειρόγραφο του «Βούδα», για όλα ετούτα τα μάταια συμπλέγματα από ίσκιο και φως, που μια στιγμή αναστατώνουν και μολεύουν τον αέρα».

Για να ξαναπλυθεί το καράβι, για να ξαναπιάσει η ζωή την χαμένη κλωστή, για να ξαναβρεί ο άνθρωπος το θεικό του προορισμό, για να μπορέσουμε τελικά, να πάμε όλοι μαζί παραπέρα.

Γι’ αυτό στο έθνος και με τον Νίκο Καζαντζάκη θα ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή.

10/11/13

Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ: μια υπερρεαλιστική προσέγγιση στον κόσμο του βιβλίου και της μουσικής

Μια υπερρεαλιστική προσέγγιση στον κόσμο του βιβλίου, της μουσικής, των εκλεκτικών πνευματικών συγγενειών και του ονείρου είναι το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντης με τίτλο «Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ».

Από την Τέσυ Μπάιλα στο culture.now.gr

Γραμμένο με τη γνωστή ποιητική διάθεση της Ελένης Γκίκα, με γλώσσα λυρική που ρέει βουτηγμένη στη συνείδηση των ονείρων, το κείμενο«παίζει» με συμβολισμούς εικόνων και φλύαρες σιωπές σαν ανάσες, ανάσες που, ενώ τροφοδοτούν τον αναγνώστη με το απαραίτητο χρόνο για να συλλάβει το μέγεθος των νοημάτων από τη μια, από την άλλη πετυχαίνουν να δώσουν μια ακουστική στο έργο , ένα ρυθμό προσωπικό όπου μέσα σ’ αυτόν, αναρίθμητα σύμβολα στροβιλίζονται και δίνουν τελικά την εικόνα της πραγματικότητας μέσα από το παιχνίδι της με το όνειρο.

Καταιγισμός διακειμενικών αναφορών. Το βιβλίο συνομιλεί με εξαιρετική δεξιοτεχνία αλλά και διαφάνεια με μεγάλους δημιουργούς, τον Ντοστογιέφσκι, τον Χιουζ, τον Ρίλκε και βεβαίως τον Βάγκνερ, τον Μαραί, τον Μοντεβέρντι και τον Φίτσεκ. Μα περισσότερο από όλους με την ποιητική του Ταρκόφσκι και βεβαίως τον μεγάλο Μπόρχες, τον συγγραφέα που μαγνητίζει την Ελένη Γκίκα ως δημιουργό και ως άνθρωπο περισσότερο από όλους και δίνει τροφή στην αισθητική των προσωπικών της ιδεών. Το Άλεφ και το Μπεθ ως μαγικά σύμβολα αυτού του κόσμου, η προστασία του Γκόλεμ, αγαπημένα παιχνίδια στα χέρια της Ελένης Γκίκα, που ενώ στην περίπτωσή της εξελίσσονται αυθόρμητα στην περίπτωση του αναγνώστη γίνονται η αφορμή για ένα ταξίδι μέσα στην τέχνη, ένα μονοπάτι προσωπικής διαφυγής μέσα στον υπερβατικό κόσμο του ονείρου, ένα σημείο αναφοράς για αναγνωστικές αναζητήσεις. Κι ενώ όλα αυτά μοιάζουν να είναι «ανώφελα ξόρκια» μετατρέπουν τελικά το βιβλίο της Ελένης Γκίκα σε οξυγόνο που θα σου επιτρέψει να «αναπνέεις κανονικά».

Η ιστορία του έργου κινείται μέσα στη σφαίρα του μυστηρίου, του αστυνομικού, του νουάρ. Νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα, μια σειρά μυστήριων φόνων, δολοφόνοι που τα ίχνη που αφήνουν πίσω τους είναι μουσικές παρτιτούρες, νότες που αναμειγνύονται με την εκδίκηση, μια εκδίκηση που διατρέχει δυο ολόκληρες γενιές κι ένα Μπολερό, που δεν είναι του Ραβέλ αλλά ένα παγωτό σοκολάτα πλέκουν ένα γαϊτανάκι αναμνήσεων και συναισθημάτων, βιωμάτων και αληθειών που όταν ξεδιπλωθεί θα αφήσει να φανούν σε όλους μας οι αδυναμίες, τα πάθη και η μοναξιά που βιώσαμε, συναισθήματα βαθιά καταχωνιασμένα μέσα μας, όλα όσα μας όρισαν και καθόρισαν το μέλλον μας, όλα όσα με οδυνηρό ή ηδονικό τρόπο έγιναν βιώματα και εμπειρίες.

Ανάμεσα σε όλα αυτά, ένα ζευγάρι αντιφατικών ανθρώπων με ονόματα ομιλούντα και σημαίνοντα, η Εκάτη-Ουλρίκα και ο Μίχαελ-Σεμπάστιαν, θα συναντηθούν στη ζωή και θα παλέψουν για το μέλλον αυτής της συνάντησης. Άνθρωποι εμβληματικοί με ευαισθησίες που τους κάνουν να ζουν μέσα στη μνήμη του αίματος των οικογενειών ένα μεγάλο έρωτα, θα βαδίσουν μαζί μέσα από το μονοπάτι της μνήμης, της βουτηγμένης στην ενοχή, το αίμα και την εκδίκηση, για να βγουν στο ξέφωτο μιας τρυφερής μοίρας κι ενός κοινού, μοιραίου τέλους που θα τους οδηγήσει στο φως της προσωπικής αυτογνωσίας - αυτό πάντα το ζητούμενο- στο κόψιμο των δεσμών που κρατούν τους ανθρώπους βουτηγμένους στο μίσος, στον πόνο, στον εμφύλιο σπαραγμό. «Άλλωστε οι ιστορίες δεν ξεφεύγουν ποτέ από την Ιστορία», όπως μας λέει η ίδια.

Ακολουθώντας αντίστροφα αυτή τη φορά έναν αόρατο μίτο της Αριάδνης – αφού όλα σ’ αυτό το βιβλίο έχουν μια απροσδόκητη τροπή - θα φτάσουν από την έξοδο στην καρδιά του λαβυρίνθου για να τον γκρεμίσουν και να βγουν μέσα από τα χαλάσματα του οι ίδιοι, συλλαμβάνοντας το νόημα της αγάπης για τη ζωή ακόμη πιο δυνατό μέσα τους.

«Ένα έργο μένει πάντοτε ανοιχτό στο ενδεχόμενο» μας λέει η Ελένη στη Γυναίκα της Βορινής κουζίνας και το βιβλίο της αυτό είναι για άλλη μια φορά μια αναγνωστική συνάντηση με το ενδεχόμενο, όπου ο μαγικός ρεαλισμός συναντά τον υπερρεαλισμό και ο φόνος τη μουσική κλίμακα μιας υψηλής αισθητικής, αυτής που τόσα χρόνια υπηρετεί η Ελένη Γκίκα.

Από το οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Η Εκάτη-Ουλρίκα, μνήμη που συγκρατεί τα μυστικά και κάνει προσωπεία τα πρόσωπα και μαριονέτες τους πεθαμένους της για ν' αντέξει.
Και ο Μιχαήλ-Σεμπάστιαν που συμπληρώνει τη χαμένη παρτιτούρα - γι' αυτό έχει έρθει εξάλλου σ' αυτή τη ζωή.

Ανάμεσά τους, η Ιστορία και η Συγγένεια, το Παρελθόν και η Νέμεσις, το Χρέος και ο Έρωτας, ο Μπόρχες και η Αιώνια Επανάληψη .
"Άλεφ" και "Μπεθ", υπνοβάτες στο Σολάρις του Διαδικτύου, όπου "ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά", για μια αιώνια στιγμή. "Δραπέτες", καταδικασμένοι να συναντιούνται ξανά και ξανά στην ίδια σκακιέρα. Με προσωπεία, έστω. Και με λόγια -για να τ' αντέξουν? δανεικά. Ακούγοντας πάντα τον δικό τους Ραβέλ ή Βάγκνερ, με την υπόσχεση να αιωρείται εκεί σαν θηλιά: "Πατέρα, δεν ξέχασα, μάνα είμαι εδώ στην ξερολιθιά, σε κάθε ξερολιθιά, κι ακούω πάντα τον δικό μας Βάγκνερ. Θα ξανάρθω, και η τιμωρία θα είναι πορφυρή". Είκοσι και ένας οι νεκροί. Και δύο έγκλειστοι. Οι πρώτοι, σε νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα, ιστορικά μνημεία. Εκεί όπου "η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή". Οι δεύτεροι, σ' ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο που ζωντανεύει με τον καιρό και σ' ένα Πυργόσπιτο με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες, αλλά με στοιχειωμένες τις ζωές και τις μουσικές. Επειδή οι ιστορίες δεν ξεφεύγουν εύκολα ούτε από την Ιστορία ούτε και από την καταγωγή. Ο Λαβύρινθος παραμένει λαβύρινθος και αναπάντητη η απορία του Αβερρόη. Αλλά εκείνοι οι δύο θα κάνουν τα πάντα για να μπορέσει ν' απαντηθεί. Θραύσματα ποιητικής πεζογραφίας, ένας γρίφος με μέρη χρησμικά ή καλοσχεδιασμένα βήματα πάνω σε μια σκακιέρα απ' όπου όλοι θέλουν να δραπετεύσουν; Οι ήρωες αναμετρώνται με τις αναμνήσεις και το παρόν, αναμετρώνται με το Χρόνο. Και το Μπολερό, κυρίαρχο επαναλαμβανόμενο μοτίβο αλλά και τόπος όπου η ζωή συναντά το θάνατο στο νέο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα "Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ".

Το βιβλίο της Ελένης Γκίκα Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντης.

25/8/13

Το Βιβλίο των Σκιών (η συγγραφέας δημιουργεί μια νέα γλώσσα ή ίσως επαναφέρει στη ζωή μια νεκρή γλώσσα)

"Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ" της Ελένης Γκίκα, εκδ. "Καλέντη",
γράφει η Αγγέλα Γαβρίλη στο diavasame.gr
 
Ένα θρίλερ από βιβλία, χώμα και μουσική Μια ιστορία φόνων που αρχίζει στον Εμφύλιο, με μια δολοφονία μπροστά σε ένα νεκρομαντείο... Ένας δολοφόνος-εκδικητής που αφήνει πίσω του μουσικές παρτιτούρες... Αμαρτίες γονέων που κάνουν τα τέκνα τους να ερωτευτούν... Και μια γραμμή αίματος που διασχίζει δυο γενιές, για να φτάσει στη Ρόδο όπου το διάσημο μπολερό από μουσικό κομμάτι γίνεται ένα «σημαδιακό» παγωτό σοκολάτα...

Αυτό είναι το νέο βιβλίο της πολυγραφότατης Ελένης Γκίκα, που καταδύεται για πρώτη φορά, όμως, στον κόσμο του νουάρ αλλά και στον ωκεανό του διαδικτύου, όπου όλα συνυπάρχουν σε έναν μη-τόπο. Το ζευγάρι των βασικών ηρώων ακούει σε παράξενα ονόματα, σημαίνοντα και σημαινόμενα ταυτόχρονα, που τους κρύβουν και τους αποκαλύπτουν την ίδια στιγμή. Θα συναντηθούν τυχαία, αλλά αυτή η τυχαία συνάντηση είναι ραντεβού (μια αγαπημένη φράση της Ελένης Γκίκα που συχνά έχω ακούσει από τα χείλη της). Κι ανάμεσά τους το αίμα, η μουσική και ο Μπόρχες: τα γραπτά του είναι ο συνδετικός τους κρίκος και τα γράμματα του εβραϊκού αλφαβήτου, το Άλεφ και το Μπεθ (το Άλφα και το Βήτα αντίστοιχα), με τα οποία ανασυνθέτουν με τη δύναμη της μαγείας τον κόσμο τους, το παρελθόν και το μέλλον, όπως οι καβαλιστές.

«Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ» είναι ένα βιβλίο σε γλώσσα ποιητική, με εικόνες ομορφιάς σκοτεινιασμένης, χτισμένο με διακειμενικές αναφορές όχι προς επίδειξη γνώσεων (αδιανόητο για την ποιότητα της Ελένης Γκίκα), αλλά ως αντικαταστάτες των διαλόγων των ηρώων: αφηγούνται την ιστορία τους μέσα από τα λόγια άλλων. Αλλά και μέσα από σιωπές εγκυμονούσες τις αλήθειες που ο λόγος δεν αντέχει... Και μέσα από σύμβολα, τόσα πολλά που φτιάχνουν μια καινούρια γλώσσα: σε αυτό το μυθιστόρημα, πράγματι, η συγγραφέας δημιουργεί μια νέα γλώσσα ή ίσως επαναφέρει στη ζωή μια νεκρή γλώσσα. Στην αρχή σε παραξενεύει, έπειτα ακούγεται όλο και περισσότερο οικεία... Και μετά θυμάσαι ότι τη μίλαγες σε άλλες εποχές, σε άλλες ζωές, με νεκρούς προγόνους.

Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω το βιβλίο, δεν θα το ονόμαζα μυθιστόρημα αλλά «Βιβλίο των Σκιών», όπου οι γενιές των μάγων και των μαγισσών (κι οι συγγραφείς δεν απέχουν πολύ από τους μάγους) καταγράφουν τα ξόρκια τους. Κι αν από όλα τα σύμβολά του έπρεπε να κρατήσω ένα κλείνοντας τις σελίδες του, αυτό δεν θα ήταν το Μπολερό του Ραβέλ (καλά ίσως να κρατούσα το παγωτό Μπολερό ως εθισμένη στη σοκολάτα), αλλά εκείνο που με ακολούθησε και μένα από την Πράγα μέχρι το σπίτι μου, τυπωμένο σε μια κάρτα (κι ακόμα φυλάει τον ύπνο μου): το Γκόλεμ, το χωμάτινο πλάσμα που οι Εβραίοι καβαλιστές της Πράγας δημιούργησαν με μαγεία για να προστατεύει το λαό τους. Ως κατακλείδα: όλοι τις ίδιες ιστορίες λέμε από την αρχή του κόσμου κι όλες οι ιστορίες είναι μία, από διαφορετικούς αφηγητές – χωμάτινες κούκλες που τους δίνουμε ζωή ή τους την αφαιρούμε. Η διαφορά είναι μόνο ένα γράμμα...
 

31/5/13

 
Η Εκάτη-Ουλρίκα, μνήμη που συγκρατεί τα μυστικά και κάνει προσωπεία τα πρόσωπα και μαριονέτες τους πεθαμένους της για ν’ αντέξει.
Και ο Μιχαήλ-Σεμπάστιαν που συμπληρώνει τη χαμένη παρτιτούρα – γι’ αυτό έχει έρθει εξάλλου σ’ αυτή τη ζωή.
Ανά...μεσά τους, η Ιστορία και η Συγγένεια, το Παρελθόν και η Νέμεσις,
το Χρέος και ο Έρωτας, ο Μπόρχες και η Αιώνια Επανάληψη.
«Άλεφ» και «Μπεθ», υπνοβάτες στο Σολάρις του Διαδικτύου, όπου «ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά», για μια αιώνια στιγμή. «Δραπέτες», καταδικασμένοι να συναντιούνται ξανά και ξανά στην ίδια σκακιέρα. Με προσωπεία, έστω. Και με λόγια –για να τ’ αντέξουν− δανεικά. Ακούγοντας πάντα τον δικό τους Ραβέλ ή Βάγκνερ, με την υπόσχεση να αιωρείται εκεί σαν θηλιά: «Πατέρα, δεν ξέχασα, μάνα είμαι εδώ στην ξερολιθιά, σε κάθε ξερολιθιά, κι ακούω πάντα τον δικό μας Βάγκνερ. Θα ξανάρθω, και η τιμωρία θα είναι πορφυρή».
Είκοσι και ένας οι νεκροί.
Και δύο έγκλειστοι.
Οι πρώτοι, σε νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα, ιστορικά μνημεία. Εκεί όπου «η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή».
Οι δεύτεροι, σ’ ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο που ζωντανεύει με τον καιρό και σ’ ένα Πυργόσπιτο με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες, αλλά με στοιχειωμένες τις ζωές και τις μουσικές.
Επειδή οι ιστορίες δεν ξεφεύγουν εύκολα ούτε από την Ιστορία ούτε και από την καταγωγή. Ο Λαβύρινθος παραμένει λαβύρινθος και αναπάντητη η απορία του Αβερρόη. Αλλά εκείνοι οι δύο θα κάνουν τα πάντα για να μπορέσει ν’ απαντηθεί.
Θραύσματα ποιητικής πεζογραφίας, ένας γρίφος με μέρη χρησμικά ή καλοσχεδιασμένα βήματα πάνω σε μια σκακιέρα απ’ όπου όλοι θέλουν να δραπετεύσουν; Οι ήρωες αναμετρώνται με τις αναμνήσεις και το παρόν, αναμετρώνται με το Χρόνο. Και το Μπολερό, κυρίαρχο επαναλαμβανόμενο μοτίβο αλλά και τόπος όπου η ζωή συναντά το θάνατο στο νέο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΕΝΤΗ
www.kalendis.gr
Λ. Βουλιαγμένης 70, 16777 – Ελληνικό
Τηλ.: 2109638790 Fax: 2109638791

26/5/13

Η οξείδωση της αμαρτίας το έχει πια σβήσει (Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, εκδ. Καλέντη)

ΜΕΡΟΣ 11ο Κεφάλαιο 1ο Η οξείδωση της αμαρτίας το έχει πια σβήσει. Η Λουίζα είναι βαρύθυμη − εάν θα μπορούσε ν’ αποφασίσει, θα έμενε σπίτι. Χρόνια το κάνει αυτό. Έτσι την έμαθε η μάνα της: να βγαίνει στον κόσμο με τον καλό της εαυτό. Βέβαια, η μάνα της, με τον κακό εαυτό που εί...χε, δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ απ’ το σπίτι. Ο Γκρέκορι που ήρθε όμως να τη δει, δε σήκωνε καμιά αναβολή. Εχθές του το υποσχέθηκε: Δωδώνη. Μηχανικά βάζει τα κλειδιά στη μηχανή. Οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Καλοκαίρι της κρίσης, σκέφτεται. Μα πού χάθηκαν όλοι; Στο ξενοδοχείο του, την ώρα ακριβώς που το υποσχέθηκε, σταματά. «Μαντείον», ξαναδιαβάζει το όνομα. Όλα σήμερα είναι μόνο τουριστικά. Ατραξιόν! Φολκλόρ, πώς το λένε. Το παρελθόν και το παρόν μας, το μέλλον, να το χαζεύουν τουρίστες. Ο Γκρέκορι είναι ήδη στην έξοδο. Ο Γκρέκορι δίπλα της στο αμάξι. Ο Γκρέκορι βιάζεται να φτάσει. Ο Γκρέκορι που λείπει χρόνια από την πατρίδα. Ο Γκρέκορι που, όταν αποφάσισε να γυρίσει, για τους δικούς του ήταν ήδη αργά. Ούτε την κηδεία της μάνας του δεν πρόλαβε. Ο μπαμπάς του βυθισμένος ήδη στην άνοια, εξασφαλίζει για πάντα τα οικογενειακά μυστικά. Μαυραγορίτης! Βαριά η κατηγορία του Αλέξη, και ποιον να ρωτήσει; Όσοι ήξεραν, με τον δικό τους τρόπο, έχουν ήδη αναχωρήσει − αυτά σκέφτεται και βιάζεται. Και αφήνοντας τη Λουίζα τρέχει μπροστά. Το μαντείο σιωπηλό στον Ιούλιο, που συνήθως φοβάται σαν μήνα γιατί όλα τ’ αλλάζει. Η βελανιδιά κι οι χάλκινοι λέβητες· τα τρίποδα 2600 χρόνια και βάλε σιωπηλά. Δεν ακούγεται τίποτε. Ούτε ξέρει τι περιμένει. Αλλά αυτό το ταξίδι το ονειρεύεται μήνες. Και τώρα που ήρθε, ούτε Γαία, σκέφτεται, ούτε Δίας, ούτε Διώνη. Μονάχα λίγοι τουρίστες κι ένας άντρας που κάτι του θυμίζει. Ένας άντρας με τζιν και τι σερτ, καστανός − στον καθένα, σκέφτεται, θα φαινόταν γνωστός. Τον βλέπει που φωτογραφίζει. Ο Γκρέκορι απεχθάνεται τις φωτογραφίες. Βάζει το δεξί χέρι του στο κεφάλι − μάταιο κόπος· ό,τι χρειάζεται είναι εδώ. Τώρα βαδίζει προς το Αρχαίο Θέατρο. Μόνο ρίγος αισθάνεται, ένα αλλόκοτο ρίγος − άραγε να ’ναι το δέος αυτό; Κι ύστερα, ένα τσίμπημα εντόμου αριστερά στα πλευρά. Δε ραντίζουνε πια… Η Λουίζα που τον ακολουθεί τρέχοντας τον βλέπει να πέφτει. Θεέ μου, σκόνταψε, σκέφτεται. Κατρακυλά! Ένας άντρας καστανός με τζιν και άσπρο τι σερτ σκύβει από πάνω του. Η Λουίζα φτάνει επιτέλους – «είναι καλά;» τον ρωτά. Οι φύλακες, οι ελάχιστοι τουρίστες σε λίγο, κι αυτός ο άντρας, που, όσο κι αν ψάχνει τριγύρω, δεν τον βλέπει πια πουθενά. Μονάχα μια παρτιτούρα σαν πανάρχαιη ερώτηση και η απάντηση μαντική πάνω σε έλασμα: Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν και Κοντσέρτο για βιολί και πιάνο σε Λα.

οι εκδοχές του Ιούδα (Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, εκδ. Καλέντη)


("Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ" εκδ. Καλέντη)

ΜΕΡΟΣ 8ο Κεφάλαιο 1ο Οι εκδοχές του Ιούδα. «Η μοίρα μου το θέλησε να σκοτώσω, και να που τώρα πάλι μου βάζει το σουγιά στο χέρι». Ο Πέτρος τσαντίζεται με τον εαυτό του. Βλέπει τη σύζυγό του να τον αγριοκοιτάει κι είναι η πρώτη φορά που την καταλαβαί...νει. Φεύγοντας από την Αθήνα για Ρόδο αυτό ακριβώς της υποσχέθηκε. Ολοδικές τους, έστω ολιγοήμερες, ρομαντικές διακοπές. Για να ξεφεύγει απ’ τον εαυτό του βρήκε δωμάτιο στη Λίνδο, μακριά απ’ την πόλη − «όχι τηλέφωνα στην εταιρεία» και, πάνω απ’ όλα, μακριά από τα βιβλία. Τα μισούσε η Καίτη με όλη της την καρδιά. Ακούγοντάς τη να βγαίνει απ’ το μπάνιο, τα κρύβει στο στρώμα. «Το τέλος» και τις «Τρεις εκδοχές του Ιούδα». Απ’ τα Τεχνάσματα, στην καρδιά του κρατούσε το πρώτο: «Φούνες, ο Μνήμων». Όπως στον κόσμο του έτσι και στον δικό του δεν υπήρχαν παρά λεπτομέρειες, στο ελάχιστο όλο το χαοτικό σύμπαν. Τη βλέπει ντυμένη με ένα κρεμ ταγέρ. Κοιτάει τις γόβες της. Χαμογελά μέσα απ’ τα δόντια. Σε λίγο στις πλάκες στην Αρχαία Κάμειρο θα χρειάζεται διαρκώς να την κρατά. «Θα τσακιστώ εδώ που με έφερες» του ψιθυρίζει απειλητικά. Την κρατά. Οι τουρίστες κοιτούν τις αρχαίες πέτρες με αποβλακωμένο δέος. Κάποιοι γνωρίζουν − φαίνεται αυτό στη διάθεση, ναι το φωνάζουν: «ξέρω γιατί βρίσκομαι εδώ». Οι περισσότεροι βρέθηκαν επειδή έπρεπε, επειδή το τουριστικό γραφείο υποδείκνυε, διότι αυτό ήταν προκαθορισμένο ως η δεύτερη μέρα στην εκδρομή. «Οι ρομαντικές διακοπές», της ψιθυρίζει στ’ αυτί, «περιλαμβάνουν, ξέρεις, και την Αρχαία Κάμειρο». Τον αφήνει και κάθεται με πείσμα στην πέτρα. «Εσύ πήγαινε. Εγώ αποφάσισα να μείνω εδώ». Έχουν περάσει δεκαπέντε λεπτά με το ρολόι. Η Καίτη βράζει − θέλει δε θέλει, την ώρα κοιτά. Με την περιμετρική όρασή της τον βλέπει προσκολλημένο σ’ ένα γκρουπ να φλερτάρει την ξεναγό − «δες τον, ακούει!» Αφηρημένη, παρ’ ότι τον βλέπει να πέφτει, εκείνο που θα τη ζωντανέψει, τελικά, είναι οι φωνές. Οι τουρίστες που τρέχουν αλαλιασμένοι γύρω απ’ τον Πέτρο. Ο Πέτρος που, όταν τον πλησιάζει, είναι σαν πέτρα. Η Καίτη, προσπαθώντας να καταλάβει, τον σκουντά, του μιλά. Αφημένα δίπλα του, σχεδόν πάνω του, μια παρτιτούρα κι ένα cd − αν μπορούσε, ο Πέτρος θα της έλεγε Αντουάν Φορκερέ και βιόλα ντα γκάμπα, κι εκείνη θα τον κοίταζε εκνευρισμένη. Πουθενά δε συναντήθηκαν − φυσικά, ούτε στη μουσική. Απ’ τις ειδήσεις των οκτώ θα ακούσει, μαζί με όλη τη χώρα, για μια ακόμη μυστηριώδη δολοφονία σε αρχαιολογικό χώρο, με μουσική υπόκρουση βιόλας ντα γκάμπα, κάτι που επιτείνει το μυστήριο του αλλόκοτου δολοφόνου με την εμμονή στην κλασική μουσική. Ο τρόπος ο ίδιος: ένα ανεπαίσθητο τσίμπημα. Χωρίς σύριγγα στον τόπο του αλλόκοτου θανάτου αυτή τη φορά. Η Καίτη κλαίει. Ο αστυνομικός διευθυντής τη ρωτά. Ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου, αμήχανος, βιάζεται − όσο το δυνατόν γρηγορότερα να ξεμπερδέψει με το συμβάν. Η καμαριέρα, μαζεύοντας το δωμάτιο, αφήνει κάτω απ’ το στρώμα το βιβλίο Τρεις εκδοχές του Ιούδα, τσαλακωμένο στην τελευταία σελίδα. «… το Μυστικό Όνομα του Θεού». Η επόμενη φράση: «Ήταν, λοιπόν, και ο ίδιος ένοχος του σκοτεινού εγκλήματος;» Το χαρτί έκανε πιέτα. Και αυτήν ακριβώς τη μικρή λεπτομέρεια δε θα την προσέξει κανείς.

Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, εκδ. Καλέντη

Η Εκάτη-Ουλρίκα, μνήμη που συγκρατεί τα μυστικά και κάνει προσωπεία τα πρόσωπα και μαριονέτες τους πεθαμένους της για ν’ αντέξει. Και ο Μιχαήλ-Σεμπάστιαν που συμπληρώνει τη χαμένη παρτιτούρα – γι’ αυτό έχει έρθει εξάλλου σ’ αυτή τη ζωή.
Ανάμεσά τους, η Ιστορία και η Συγγένεια, το Παρελθόν και η Νέμεσις,
το Χρέος και ο Έρωτας, ο Μπόρχες και η Αιώνια Επανάληψη.
«Άλεφ» και «Μπεθ», υπνοβάτες στο Σολάρ...ις του Διαδικτύου, όπου «ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά», για μια αιώνια στιγμή. «Δραπέτες», καταδικασμένοι να συναντιούνται ξανά και ξανά στην ίδια σκακιέρα. Με προσωπεία, έστω. Και με λόγια –για να τ’ αντέξουν− δανεικά. Ακούγοντας πάντα τον δικό τους Ραβέλ ή Βάγκνερ, με την υπόσχεση να αιωρείται εκεί σαν θηλιά: «Πατέρα, δεν ξέχασα, μάνα είμαι εδώ στην ξερολιθιά, σε κάθε ξερολιθιά, κι ακούω πάντα τον δικό μας Βάγκνερ. Θα ξανάρθω, και η τιμωρία θα είναι πορφυρή».
Είκοσι και ένας οι νεκροί.
Και δύο έγκλειστοι.
Οι πρώτοι, σε νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα, ιστορικά μνημεία. Εκεί όπου «η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή».
Οι δεύτεροι, σ’ ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο που ζωντανεύει με τον καιρό και σ’ ένα Πυργόσπιτο με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες, αλλά με στοιχειωμένες τις ζωές και τις μουσικές.
Επειδή οι ιστορίες δεν ξεφεύγουν εύκολα ούτε από την Ιστορία ούτε και από την καταγωγή. Ο Λαβύρινθος παραμένει λαβύρινθος και αναπάντητη η απορία του Αβερρόη. Αλλά εκείνοι οι δύο θα κάνουν τα πάντα για να μπορέσει ν’ απαντηθεί.