("Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ" εκδ. Καλέντη)
ΜΕΡΟΣ 8ο Κεφάλαιο 1ο Οι εκδοχές του Ιούδα. «Η μοίρα μου το θέλησε να σκοτώσω, και να που τώρα πάλι μου βάζει το σουγιά στο χέρι». Ο Πέτρος τσαντίζεται με τον εαυτό του. Βλέπει τη σύζυγό του να τον αγριοκοιτάει κι είναι η πρώτη φορά που την καταλαβαί...νει. Φεύγοντας από την Αθήνα για Ρόδο αυτό ακριβώς της υποσχέθηκε. Ολοδικές τους, έστω ολιγοήμερες, ρομαντικές διακοπές. Για να ξεφεύγει απ’ τον εαυτό του βρήκε δωμάτιο στη Λίνδο, μακριά απ’ την πόλη − «όχι τηλέφωνα στην εταιρεία» και, πάνω απ’ όλα, μακριά από τα βιβλία. Τα μισούσε η Καίτη με όλη της την καρδιά. Ακούγοντάς τη να βγαίνει απ’ το μπάνιο, τα κρύβει στο στρώμα. «Το τέλος» και τις «Τρεις εκδοχές του Ιούδα». Απ’ τα Τεχνάσματα, στην καρδιά του κρατούσε το πρώτο: «Φούνες, ο Μνήμων». Όπως στον κόσμο του έτσι και στον δικό του δεν υπήρχαν παρά λεπτομέρειες, στο ελάχιστο όλο το χαοτικό σύμπαν. Τη βλέπει ντυμένη με ένα κρεμ ταγέρ. Κοιτάει τις γόβες της. Χαμογελά μέσα απ’ τα δόντια. Σε λίγο στις πλάκες στην Αρχαία Κάμειρο θα χρειάζεται διαρκώς να την κρατά. «Θα τσακιστώ εδώ που με έφερες» του ψιθυρίζει απειλητικά. Την κρατά. Οι τουρίστες κοιτούν τις αρχαίες πέτρες με αποβλακωμένο δέος. Κάποιοι γνωρίζουν − φαίνεται αυτό στη διάθεση, ναι το φωνάζουν: «ξέρω γιατί βρίσκομαι εδώ». Οι περισσότεροι βρέθηκαν επειδή έπρεπε, επειδή το τουριστικό γραφείο υποδείκνυε, διότι αυτό ήταν προκαθορισμένο ως η δεύτερη μέρα στην εκδρομή. «Οι ρομαντικές διακοπές», της ψιθυρίζει στ’ αυτί, «περιλαμβάνουν, ξέρεις, και την Αρχαία Κάμειρο». Τον αφήνει και κάθεται με πείσμα στην πέτρα. «Εσύ πήγαινε. Εγώ αποφάσισα να μείνω εδώ». Έχουν περάσει δεκαπέντε λεπτά με το ρολόι. Η Καίτη βράζει − θέλει δε θέλει, την ώρα κοιτά. Με την περιμετρική όρασή της τον βλέπει προσκολλημένο σ’ ένα γκρουπ να φλερτάρει την ξεναγό − «δες τον, ακούει!» Αφηρημένη, παρ’ ότι τον βλέπει να πέφτει, εκείνο που θα τη ζωντανέψει, τελικά, είναι οι φωνές. Οι τουρίστες που τρέχουν αλαλιασμένοι γύρω απ’ τον Πέτρο. Ο Πέτρος που, όταν τον πλησιάζει, είναι σαν πέτρα. Η Καίτη, προσπαθώντας να καταλάβει, τον σκουντά, του μιλά. Αφημένα δίπλα του, σχεδόν πάνω του, μια παρτιτούρα κι ένα cd − αν μπορούσε, ο Πέτρος θα της έλεγε Αντουάν Φορκερέ και βιόλα ντα γκάμπα, κι εκείνη θα τον κοίταζε εκνευρισμένη. Πουθενά δε συναντήθηκαν − φυσικά, ούτε στη μουσική. Απ’ τις ειδήσεις των οκτώ θα ακούσει, μαζί με όλη τη χώρα, για μια ακόμη μυστηριώδη δολοφονία σε αρχαιολογικό χώρο, με μουσική υπόκρουση βιόλας ντα γκάμπα, κάτι που επιτείνει το μυστήριο του αλλόκοτου δολοφόνου με την εμμονή στην κλασική μουσική. Ο τρόπος ο ίδιος: ένα ανεπαίσθητο τσίμπημα. Χωρίς σύριγγα στον τόπο του αλλόκοτου θανάτου αυτή τη φορά. Η Καίτη κλαίει. Ο αστυνομικός διευθυντής τη ρωτά. Ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου, αμήχανος, βιάζεται − όσο το δυνατόν γρηγορότερα να ξεμπερδέψει με το συμβάν. Η καμαριέρα, μαζεύοντας το δωμάτιο, αφήνει κάτω απ’ το στρώμα το βιβλίο Τρεις εκδοχές του Ιούδα, τσαλακωμένο στην τελευταία σελίδα. «… το Μυστικό Όνομα του Θεού». Η επόμενη φράση: «Ήταν, λοιπόν, και ο ίδιος ένοχος του σκοτεινού εγκλήματος;» Το χαρτί έκανε πιέτα. Και αυτήν ακριβώς τη μικρή λεπτομέρεια δε θα την προσέξει κανείς.