Με τίτλο – δάνειο από ορφικούς στίχους «η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι» η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου της Ποίησης και του Ιστορικού Μυθιστορήματος επιχειρεί ένα ταξίδι διπλό: «απ’ την ψυχή προς την ψυχή» όπως το αποκαλεί η ίδια [και είναι και ο τίτλος του βιβλίου του ήρωά της] και από το παρόν στο παρελθόν.
Η Αλέξια, δημοσιογράφος με ιδεαλιστικό τρόπο [επιθυμεί ακόμα να σώσει τον κόσμο] και ο Έκτωρ, ψυχίατρος με διεθνή απήχηση και ψυχαναλυτής της, συναντούνται κατ’ αρχάς για να σωθεί η Αλέξια από βαρύ ματαιωμένο έρωτα. Ο Στέφανος που τον είχε γνωρίσει στο «Γλυκό πουλί της νιότης» θα την εγκαταλείψει έντρομος στην εποχή της κρίσης, ακολουθώντας εκείνη που θα του εξασφαλίσει μια ζωή σταθερή. Αλλά σταθερές δεν υπάρχουν στη ζωή.
Στο μεταξύ, όλοι οι ήρωες θα επιστρέψουν: ο Έκτωρ, στους νεανικούς του στίχους, στην ποίηση, στο χωριό του, στο πατρικό του και στο παρελθόν. Θα ξαναθρηνήσει τη μάνα, θα ξαναβρεί την θεία Μάρθα, τον αδελφικό παιδικό του φίλο, τον νεανικό, ερωτευμένο του αδελφό. Στο μεταξύ θα επιστρέψει και σε κείνον η Λάουρα, πληγή παλιά από το παρελθόν.
Η Αλέξια, με αλλεπάλληλα πηγαινέλα, θα αναγκαστεί να βυθιστεί στο πιο αληθινό της εαυτό. Επιστρέφοντας, όμως, κι εκείνη. Στον Στέφανο που απόμεινε οίκτος, στο ρεπορτάζ της και στους αστέγους των Αθηνών, στο νησί της και στο στρατιώτη των Βάλτων, στα δικά της φαντάσματα που τη στοιχειώνουν, στο δικό της παρελθόν που λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης για το παρόν:
«Τίποτα μέσα στο παρελθόν δεν είναι από μόνο του απειλητικό ή δύσβατο.
Εξαρτάται από το πώς εμείς βιώσαμε τον χρόνο μέσα μας.
Απειλητικό είναι μόνο το σκοτάδι που το καλύπτει. Αυτό το κάνει δύσβατο ή και άβατο.
Γι’ αυτό πρέπει να το ανεβάσουμε στο φως. Να το εξευμενίσουμε…»
Κι αυτό ακριβώς θα κάνουν. Με τον Έκτορα στην αρχή ως ψυχαναλυόμενη και ψυχαναλυτής:
«Σύνθεση και αποσύνθεση των γεγονότων που ζήσαμε είναι ολόκληρη η ζωή μας, σκέφτηκε».
Με διαπιστώσεις πικρές στην πορεία:
«Δεν μπορείς να σταματάς, δεν μπορείς ν’ αργοπορείς τα βήματά σου, πρέπει ολοένα ν’ ανεβαίνεις, μια στιγμή να ξεστρατίσεις, η ζωή σ’ αφήνει και προχωρά χωρίς εσένα, και τότε ξόφλησες…»
Με διαδρομή επώδυνη σε μια Αθήνα που φλέγεται κι ερημώνει, με μετανάστες, αστέγους και κλειστά μαγαζιά. «Και τις πταίει η γλαυξ επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια, αυτοί οι ανίκανοι κυβερνήται της χώρας» μας θυμίζει η συγγραφέας [Παπαδιαμάντης, Ακρόπολις, Πρωτοχρονιά 1896].
Κι ανάμεσά τους η Ορφική Ποίηση, η Ποίηση. Και το Θέατρο, ο Ανούιγ, ο Στρίνμπεργκ και η σκοτεινιά της ψυχής. Οι ευάλωτες κι εύθραυστες ηρωίδες του Τένεσι Ουίλιαμς, ο Μπέκετ κι ο Κάφκα, με την αιώνια, αρχετυπική, ακατανόητη ενοχή:
«Πώς την είπες εκείνη τη στιχομυθία του Κάφκα;
“Είμαι αθώος, κύριε…”
“Ναι, όμως η αθωότητά σου δεν θα σε σώσει…”»
Εξάλλου «είμαστε πλάσματα ελλιπή».
Ενδεχομένως και γι’ αυτό να γράφουμε ή να κάνουμε Τέχνη, να ερωτευόμαστε με πάθος, να ζούμε με διαρκείς παλινδρομήσεις, το μυθιστόρημα θέτει άπειρα ζητήματα, από την αιώνια δίψα για το απόλυτο ως την αιωνιότητα της ψυχής, το διαρκές αδιαχείριστο πένθος και την αιώνια επιστροφή. Με εγκιβωτισμένα τρία βιβλία, οι βασικοί ήρωες γράφουν για να επιστρέψουν, και τα φαντάσματα, ακόμα κι εκείνο του αδικοσκοτωμένου Άγγλου στους Βάλτους πάντοτε εκεί. Ενδεχομένως η μνήμη και να αποτελεί τη μόνη δικαίωση και ο τόπος, όπως πάντα στα μυθιστορήματα της Μαρίας, να διαθέτει και να υποβάλει τη δική του ζωή. «Πώς ένα τοπίο μπορεί να κρατήσει για πάντα μέσα του τη μουσική ή τα λόγια που ειπώθηκαν εκεί…» θα επισημάνει σε αρκετά σημεία σε αρχαίους τόπους.
«Αν πολλαπλασιάσεις το άπειρο με τα βάθη της αιωνιότητας και περπατήσεις μια -μια τις παλίρροιες του χρόνου, τότε θα έχεις μια μικρή ιδέα…» θ’ αρχίσει διπλά με κοινή έκφραση ο καθένας την αληθινή μυθιστορία της δικής του ζωής. Σ’ ένα σύγχρονο, υπαρξιακό, ψυχαναλυτικό, κατακερματισμένο μυθιστόρημα που αποτελεί και τον καθρέφτη της δικής μας εποχής. Εξάλλου «η πραγματικότητα γίνεται αμείλικτη όταν ζούμε την ψευδαίσθηση», αλλά το άλγος, επί τω προκειμένω, το ερωτικό άλγος, μπορεί να γίνει η φωτιά και το φως, το πάθος για τη ζωή που, τελικά, θα μας σώσει: «Γιατί η κάθε μέρα της ζωής μας, με όλη τη γαλήνη ή την ομορφιά που εμείς της δώσαμε, βρίσκεται πάντα στο έλεος μιας αιφνίδιας καταιγίδας. Ένα ελάχιστο ασήμαντο συμβάν είναι ικανό να ενεργοποιήσει τεράστια αποθέματα δυνάμεων που πρέπει να ισορροπήσουμε για να μπορέσει να συνεχιστεί η ζωή». Η ζωή διαθέτει την δική της αρχιτεκτονική, μεταφυσική.