«14» του Ζακ Εσνόζ, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ. «Ίκαρος», σελ. 107
Τι μπορεί να σου συμβεί στ’ αλήθεια ένα Σαββατιάτικο απομεσήμερο
του Αυγούστου; Όταν ο καιρός προμηνύεται τόσο καλός, δεν δουλεύεις, και πας με
το ποδήλατό σου και το βιβλίο σου βόλτα στην εξοχή, τη στιγμή μάλιστα που είναι
αρκούντως στρωμένη η ζωή σου; Έτσι ανώδυνα, ανάλαφρα και τόσο πολύ καθημερινά ξεκινά
το αριστουργηματικό «14» του Ζακ Εσνόζ, με τον Αντίμ ν’ αποφασίζει να πάει με
το ποδήλατό του μια βόλτα στους λόφους. Παραβλέποντας κι αγνοώντας ότι ζει στο
1914, σε μια ιστορικά κομβική χρονιά και ότι πατά σε φλέβα ιστορικών και
προσωπικών γεγονότων.
Εκατό χρόνια μετά από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου
Πολέμου και σε μόλις εκατό σελίδες βιβλίου, ξεκινώντας με μια ποδηλατική αυγουστιάτικη
βόλτα στην εξοχή και τελειώνοντας με μια γέννα, ο συγγραφέας περιγράφει κι
ανατέμνει όλο το ανθρώπινο δράμα: έναν πόλεμο που ξεσπά αναπάντεχα (τουλάχιστον
για τους ήρωες του βιβλίου), κρατάει ελάχιστα (γι’ αυτούς ειδικά) και σκορπά τις
τακτοποιημένες ζωές τους στον άνεμο. Ο προστατευόμενος Σαρλ θα υπάρξει – τι τραγική
ειρωνεία- ο πρώτος νεκρός, ο Αρσενέλ θ’ αυτομολήσει μη μπορώντας να βρει
πουθενά τον Παντιολό, ο Μποσίς στο μεταξύ θα σκοτωθεί και μόνο ο Αντίμ ο
ποδηλάτης θα σταθεί κατ’ όλους απίστευτα τυχερός, θα μπορέσει να επιστρέψει
αφήνοντας πίσω στη μάχη μονάχα το δεξί του χέρι. Στο μεταξύ και μέσα σε εκατό
μόλις σελίδες έχει γίνει απολύτως κατανοητό, ότι «Ναι, αλλά απ’ αυτόν τον πόλεμο δε φεύγεις έτσι. Τα πράγματα είναι πολύ απλά: είσαι στριμωγμένος- μπροστά σου ο εχθρός’ πάνω σου, οι αρουραίοι και οι ψείρες’ πίσω σου, οι στρατονόμοι. Κι αφού δεν έχεις άλλη διέξοδο απ’ το να πάψεις να θεωρείσαι ικανός, περιμένεις πώς και πώς, ελλείψει άλλης λύσης, ένα ωραίο τραυματάκι, κάτι σαν αυτό του Αντίμ που να σου εξασφαλίζει την αποχώρηση».
Παρ’ ότι έξω από τον δικό σου εγκλωβισμένο προσωπικό κύκλο ζωής, όλα ανθίζουν, ξαναγεννιούνται, εξακολουθούν να ζουν, αναπνέουν:
«Ο Αρσενέλ αφέθηκε να παρακολουθήσει τα σημάδια της άνοιξης- είναι πάντα συγκλονιστικό να παρατηρείς την άνοιξη, ακόμα κι αν είσαι πια σε μια ηλικία που γνωρίζεις το σύστημα, είναι καλός τρόπος να ξεδίνεις – αλλά προσηλώθηκε και στη σιωπή, μια σιωπή που αμυδρά χρωματιζόταν απ’ τις βροντές του πάντα κοντινού μετώπου, οι οποίες το πρωί εκείνο, έτειναν να εξασθενήσουν’ μια σιωπή ασφαλώς ατελή, όχι πλήρως αποκατεστημένη αλλά σχεδόν, και σχεδόν καλύτερα απ’ ό,τι αν ήταν τέλεια, γιατί την έσπαγαν οι κραυγές των πουλιών που, φτιάχνοντας ένα ηχητικό υπόβαθρο, την εξύψωναν, όπως ένα ελάχιστο πρόστιμο χαλυβδώνει ένα νόμο, λίγο αντίθετο χρώμα δεκαπλασιάζει την εντύπωση μιας μονοχρωμίας, μια τόση δα ακίδα δικαιώνει μιαν ανεπίληπτα λεία επιφάνεια, ένα φευγαλέο φάλτσο καθαγιάζει μια πλήρη μείζονα συγχορδία, αλλά ας μην παρασυρόμαστε κι ας ξαναγυρίσουμε σ’ αυτά που λέγαμε».
Η ζωή μας μια βόλτα που μπορεί και να ξεκινά ευοίωνα ένα αυγουστιάτικο απομεσήμερο στην εξοχή, αλλά η Ιστορία και η αιώνια στιγμή, όπως και να ‘ρθουν τα πράγματα, όσο κανείς κι αν κάνει το μικρό ατομικό του προγραμματισμό, είναι εκείνη που θα είναι ο τελικός νικητής, ο Φρόυντ δεν τόπε; σ’ αυτήν εδώ τη ζωή έχουμε έρθει τελικά για να τα χάσουμε όλα, και την συνείδησή μας ακόμα; Πόσο μάλλον όταν πέσουμε επάνω σε ιστορικά μεγάλη χρονιά.
Ένα βιβλίο που θα μπορούσε να αφορά και τον πόλεμο αν δεν αφορούσε, πρωτίστως, την ανθρώπινη μοίρα. Μια λοξή – όπως έχει ήδη γραφτεί, ειρωνική ματιά στην μεγάλη, τελικά, ανθρώπινη τραγωδία. Εξάλλου το έχει αυτό ο Εσνόζ, γνωρίζει καλά ότι η πτώση και η ήττα αποτελούν μυθιστορηματικά το ανθρώπινο μεγαλείο.
Στις μυθιστορηματικές βιογραφίες του «Ραβέλ», «Δρόμος αντοχής» και «Αστραπές» για τον συνθέτη Μωρίς Ραβέλ, τον δρομέα Εμίλ Ζάτοπεκ και για τον φυσικό και εφευρέτη Νικόλα Τέσλα, η αρρώστια, η δυσμένεια και η απομόνωση διαθέτουν την συμπυκνωμένη κεντρική ιδέα, ουσία. Το «παρά τούτο» της ανθρώπινης μοίρας, ιστορίας.
Η εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη κάνει τελικά την ανθρωπογεωγραφία της Ιστορίας στο βιβλίο να θυμίζει σκακιστική παρτίδα ή εξίσωση.