10/2/14

Ο άνθρωπος, πάντοτε, «μη μου άπτου»


 
«Ο πότης» του Χανς Φάλλαντα. Μετάφραση: Έμη Βαικούση. Εκδ. «Κίχλη», σελ. 423

«Έχω την αίσθηση ότι δεν αντλείτε πραγματικά ευχαρίστηση από τις αξιοζήλευτες πραγματικά, επιτεύξεις σας. Βασανίζεστε […] Πιστεύω πως με οργή επιβάλλετε στον εαυτό σας τη δουλειά του συγγραφέα (το λέω προβάλλοντας βέβαια επάνω σας ένα κομμάτι του εαυτού μου), ενώ σας τρώει μέσα σας, του τυπογραφείου δεν διώχνει την οσμή του θανάτου που μας πνίγει» [επιστολή του Χέρμαν Μπροχ στον Φάλλαντα, 22.11.1937]
Είτε μονολεκτικά και κατά πρόσωπο [«Ο αλκοολικός» του Τζακ Λόντον, «Ο Παίκτης» του Ντοστογιέφσκι] είτε περιφραστικά και ποιητικά [«Περί μέθης» του Παπαγιώργη, «Κάτω από το Ηφαίστειο» του Μάλκομ Λόουρι] τα πάθη είναι θανατολαγνικά. Ο έχων το πάθος κι ο θάνατος. Δεν θα ξαναγυρίσω πίσω, ο Παπαγιώργης το έχει πει θαρρώ, το αλκοόλ είναι ένας τρόπος ν’ αυτοκτονείς. Ηδονικά κι αργά. Ενώ δυναμώνεις, κατά τα φαινόμενα, στην αρχή. Όπως ο ήρωας στο μυθιστόρημα «Ο Πότης». Όπως ο Ρούντολφ Βίλχελμ Φρήντριχ ή Χανς Φάλλαντα [από τον τυχερό- άτυχο Χανς και το άλογο Φάλλαντα που μιλούσε ανθρώπινα και του έκοψαν το κεφάλι των αδελφών Γκριμ].

«Φως πουθενά, όλοι είναι στα κρεβάτια τους, μόνο εγώ είμαι στο δρόμο, εγώ, ο Έρβιν Ζόμερ, χονδρέμπορος αγροτικών προιόντων. Όχι, όχι πια- κάποτε […] Ήταν κάποτε’ τώρα πάει… βουλιάζει, βουλιάζει ξεχασμένος απ’ όλους…»
Ο Έρβιν Ζόμερ, παρ’ ότι πίνει από την πρώτη σελίδα, από την πρώτη παράγραφο αυτής της, εν τέλει, αληθινής ιστορίας, το πρώτο σναπς, το σιχαινόταν, απ’ ό,τι δηλώνει το ποτό. Εξάλλου όσοι πίνουν, την κατάσταση μέθης επιθυμούν, όχι αυτό καθ’ εαυτό αρχικά το ποτό: «Το ποτό αποκοιμίζει τις σκέψεις, μαλακώνει τους πόνους, μ’ αυτό κεντρίζω τον εαυτό μου κάθε τόσο και προχωράει ένα μισάωρο πιο κάτω. Όμως η στάθμη του ποτού στο μπουκάλι κατεβαίνει, πρέπει να φυλάω τον θησαυρό μου και για μετά».
«Ο θησαυρός σου» σε κάνει αισιόδοξο, σε καθιστά ισχυρό, το λάθος αμβλύνεται όπως η πρώτη επιχειρηματική χασούρα του Έρβιν Ζόμερ, σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι με άλλα μάτια ακόμα και αυτό το ασφυκτικά τακτοποιημένο παρόν, επί του βιβλίου, την απίστευτα ικανή σύζυγο –Μάγδα:
«Καλή», είπα εγώ πίνοντας, «είσαι πολύ καλή, Μάγδα! Μόνο τόσο δυνατή να μην ήσουνα, τόσο άψογη, που να πάρει!» Η «αψογίλα» της Μάγδας που είναι για σένα τον αδύναμο, όμως, διαρκής ψόγος, ακόμα κι αυτή μοιάζει να έχει αμβλυνθεί. Εκείνη η παράλληλη ζωή, το δικό σου πια μεθυσμένο σύμπαν, δεν είναι και δύσκολο, ξαφνικά γίνεται πιο ισχυρό και πραγματικό από το όντως παρόν. Η κατρακύλα εξάλλου είναι ανεπαίσθητη, σαν το μισό κιλό και το άλλο μισό βουλιμικό κιλό ακριβώς:  «Τις μέρες εκείνες άλλαξαν όλες οι συνήθειες της ζωής μου, έγινα αιχμάλωτος μυστικών δυνάμεων και κάτι μου ρούφαγε τη δύναμη ν’ αντισταθώ». Διότι αμέσως μετά το ποτό:
«Η ανοιξιάτικη μέρα με υποδέχτηκε με ήλιο και ζέστη, και μ’ ένα αεράκι απαλό σαν μετάξι’ ένιωθα άλλος άνθρωπος! […] Τώρα το ‘βλεπα το σμαραγδί της φύσης που πρασίνιζε, άκουγα τα φτερουγίσματα των κορυδαλλών στο γαλάζιο του ουρανού. Οι σκοτούρες έφυγαν από πάνω μου. «Όλα θα φτιάξουν», είπα εύθυμα…» Και για κάποιο διάστημα το οποίο σου φαίνεται κιόλας χρόνος κυριολεκτικά θεικός «η ζωή είναι απίθανη! Τι ωραίο πράγμα κι αυτή η μέθη! Ν’ αφήνεις να σε παίρνει το ρεύμα της λησμονιάς, να βυθίζεσαι στο λυκόφως, και πιο βαθιά ακόμα, σ’ ένα σκοτάδι βαθύ, χωρίς συναίσθημα- αποτυχίες, τύψεις, όλα ξεμακραίνουν»…
Στη συνέχεια, όλα είναι κατήφορος, κι ο κατήφορος είναι πάντοτε ηδονικός: «Ας βουτήξω κατευθείαν στην άβυσσο. Όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα. Τίποτα πια δεν με κρατάει!»
Στις εκατό πρώτες σελίδες, η σταδιακή πτώση του Έρβιν Ζόμερ και η απόλυτη ανατροπή μιας φαινομενικά ήσυχης και ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής. Η ατσαλάκωτη, ικανότατη κι επιδέξια Μάγδα, ο αδύναμος γεμάτο ρωγμές Έρβιν που με γκαφατζίδικο αυτοσαρκαστικό τρόπο κατρακυλά από σναπς σε τρια μπουκάλια σναπς. Γκρεμοτσακίζεται από υπόστεγα πανδοχείων, ερωτεύεται –λέμε τώρα- την βασίλισσα του αλκοόλ, τον κατακλέβουν και κλέβει την Μάγδα ή μάλλον τον εαυτό του, ξεγελά σαν κατεργάρικο παιδί σύζυγο, αστυνόμους και γιατρούς, συλλαμβάνεται και κατηγορείται ότι προσπάθησε να σκοτώσει την Μάγδα, φυλακίζεται και παθαίνει κάτι απείρως χειρότερο, «σωφρονίζεται» ακολουθώντας τους γνωστούς δρόμους  του ναζιστικού σωφρονισμού. Στη Γερμανία τη δεκαετία του τριάντα, εκτός των εβραίων, αδύναμοι και εξαρτημένοι, οι απόκληροι, δεν ανήκουν, δεν δικαιούνται να ανήκουν στην σπουδαία άρια φυλή. Ο ιδρυματισμός, από κάποια στιγμή και μετά παραμένει μονόδρομος, η οικεία ασφάλεια, η επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα μιας κόλασης εφόσον ο εχθρός παραμένει εκεί έξω, πάντοτε εκεί:
«Η πολύωρη απομόνωση στο κελί όπου με είχαν και δούλευα ενίσχυσε μέσα μου μια τάση μόνωσης απ’ τους ανθρώπους’ ήμουνα μια χαρά στο στενόχωρο δωματιάκι με τις βούρτσες μου, κι όταν σκεφτόμουνα το ανθρωπομάνι στους πολύβουους δρόμους της γενέτειράς μου, ένιωθα αποστροφή». «Ένιωθα, πράγματι, πως ποτέ δεν είχα ευχαριστηθεί τη ζωή μου τόσο βαθιά, όσο στη θαλπωρή αυτού του κελιού».
Ο Έρβιν Ζόμερ, φυσικά, θα παλέψει και θα ελπίσει, θα ονειρευτεί και θα αγωνιστεί, θα οργιστεί στην αρχή. Με οξυδέρκεια, απ’ την πρώτη στιγμή, παρ’ όλη την αρχική μέθη, με παρατηρητικότητα, ειρωνεία προτού να επικρατήσει η απελπισία και αυτοσαρκασμό στην αρχή. Με μια παιδικότητα μέχρι το τέλος, με αφηγηματική δεινότητα και σπαρακτική ειλικρίνεια, εξάλλου κι από ποιον να κρυφτεί;
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που είναι μια ζωή και μια ολόκληρη εποχή. Η ζωή ενός αστού που υπέπεσε σε απίστευτα  - για την εποχή- αυτοκαταστροφικά παραπτώματα, αλλά κατόρθωσε πάντοτε να είναι το πείραμα αλλά και ο παρατηρητής. Και μιας εποχής που συνήθιζε όχι απλώς να κρύβει τους αδύναμους ή τους διαφορετικούς κάτω από το χαλάκι, αλλά να τους θάβει, ζωντανούς- νεκρούς. Για τον Έρβιν Ζόμερ, όμως, το αλκοόλ και ο παράδεισός του θα είναι θανατολαγνικά πάντοτε εκεί.  Ευτυχώς, όμως, ήταν- όταν ήταν παιδί- και τα βιβλία εκεί, οι Φλωμπέρ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Δουμάς κι Όσκαρ Ουάιλντ. Και ευτυχώς και για μας, ακόμα και στον επταετή εγκλεισμό του, υπήρχε χαρτί. Για να γράφει τον «Πότη» και τη ζωή του, για να σκιαγραφεί τα πορτραίτα των συνεγκλείστων του μ’ αυτό τον αλλόκοτα αποστασιοποιημένο εξαιρετικό αφηγηματικό τρόπο που μόνο απ’ εκείνον θα μπορούσε να εφευρεθεί: στη μια σελίδα και πίσω στην άλλη, ανάμεσα στις γραμμές της πρώτης και άντε ξανά απ’ την αρχή. «Όπως εκείνος [ο Ντοστογιέφσκι], είχα πάντα μια ακατασίγαστη έλξη για τις σκοτεινές όψεις της ζωής, για χαρακτήρες ασταθείς, νοσηρούς, απελπισμένους» ο ίδιος ο Φάλλαντα θ’ αποδεχτεί. «Δεν έχουν άδικο όσοι τοποθέτησαν αυτό το αριστούργημα δίπλα στον “Παίκτη” του Ντοστογιέφσκι’ όχι μόνο λόγω της μονολεκτικής αναφοράς σε έναν ήρωα- υποχείριο ενός ολέθριου πάθους, αλλά και χάρη στην ψυχολογική και λογοτεχνική δεινότητα του Φάλλαντα» θα πουν [περ.  Untergrund Blattle]. Όπως και να ‘χει «ο Πότης» ήρθε για να προστεθεί μια για πάντα στο Εικονοστάσι των Ταπεινών και Καταφρονεμένων λογοτεχνικών αγίων της αναγνωστικής μας ζωής, αλλά σίγουρα κάποιος έπρεπε να καεί σαν λαμπάδα για να λάμψει με την αλήθεια του όταν γίνει γραφή. «Ένας άνθρωπος “μη μου άπτου”», Χανς Φάλλαντα έστω και ως Έρβιν Ζόμερ’ θ’ αποδεχθεί.
Στο μυθιστόρημα δίνει άλλη πνοή το επίμετρο της Έμης Βαικούση που αναφέρεται στη ζωή του συγγραφέα καθώς και το φωτογραφικό υλικό με αποσπάσματα απ’ όσα κατά καιρούς έχει πει.