“Το να γλεντά κανείς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας” Φ.Σ.Φιτζέραλντ
“Και βέβαια έπαιξες. Όλη σου τη ζωή το ‘χες το στοίχημα. Απλώς δεν το ‘ξερες. Ξέρεις τι χρονιά γράφει πάνω το κέρμα; Χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ. Είκοσι δύο χρόνια ταξίδευε για να φτάσει εδώ. Και τώρα έφτασε. Κι είμαι κι εγώ εδώ. Κι έχω το χέρι μου από πάνω. Κι είναι κορόνα ή γράμματα. Και πρέπει ν’ αποφασίσεις. Να στοιχηματίσεις”.
Ένα κέρμα. Όλοι το ξέρουμε, και ειδικά εγώ ότι “και το πιο μικρό πράγμα μπορεί αν γίνει όργανο της μοίρας”.
Δεν ξέρω γιατί ακριβώς σε κατηγορώ. Δεν καλοξέρω και γιατί αυτό το απόσπασμα του ΜακΚάρθυ είναι ικανό τόσο να με χαλάσει, δεν καλοξέρω ακριβώς και τι είναι εκείνο που θέλω να σου πω’ τι να σου πω, εξηγήθηκε εξάλλου κανείς μας με λόγια;
Θα μπορούσα να κάνω ό,τι κάνεις, να χανόμουν σιγά- σιγά, να σε μπέρδευα και να μπερδευόμουνα περισσότερο, αλλά δεν θα ήμουν εγώ. Το ξέρεις εξάλλου καλά, δεν είμαι εγώ έτσι. Είμαι του «όλα» ή «τίποτα». Παρηγοριόμουν καιρό αλλά μάλλον εις μάτην: “ό,τι δίνεις έχεις, όσα κρατά τα χάνεις” μου έλεγε η γιαγιά. Κι αυτό έκανα’ τα ‘δωσα όλα, τα ‘χασα όλα!
Ξέρω, και πάλι θα με πεις «υπερβολική”. Ίσως και να θεωρείς όλη αυτή την υπερβολή, χαζομάρα. Όμως τώρα δεν έχω καμία άλλη επιλογή. Ο έρωτας είναι πολύ εύθραυστο πράγμα. Και όλο αυτό έσπασε. Ράγισα! Εντάξει, το αναγνωρίζω, είμαι ευάλωτη, σαν άψητο λεπτό γυαλί, ξοδεύομαι άγαρμπα, μπορεί να έχεις και δίκιο και «το κανονικό μου να είναι η υπερβολή” όμως ποτέ όλον αυτό τον καιρό δεν με σταμάτησες, δεν μου είπες «πάψε πια, την τόση σπατάλη! Εγώ κρατώ άμυνες, έχω άσσους κρυμμένους στο δικό μου μανίκι!” Δεν το ‘πες! Και δεν το φαντάστηκα!
Κι ήρθα και στράγγισα’ ράγισα.
Το παραδέχομαι’ “η ρωγμή είναι σε μένα”.
* * *
Πάτησε creat mail, δεν της είχε στείλει τίποτα που να επέτρεπε reply, σκούπισε μύξες, δάκρυα, ήπιε δυο γουλιές μαλτ απ’ αυτό που του είχε πάρει, μόρφασε, σα να κατάπινε κοριό, γιατί έπινε… και ξεκίνησε να γράφει μανιωδώς για την εφημερίδα. Περίμεναν κείμενο. Για τους Φιτζέραλντ είχε βγει νέο βιβλίο. Σερνόταν η μελέτη της, σαν τη ζωή της εδώ κι εκεί, κατασπαταλημένη.
* * *
“Εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις της”.
“Μαμά, μήπως γερνά κανείς στον ύπνο του;”
Από παιδάκι, στην Αλαμπάμα του Νότου, η Ζέλντα Σέιερ, κόρη του δικαστή Σέιερ, ρωτούσε με αγωνία τη μαμά Μίνι και μόνο αυτό φοβόταν: μήπως γεράσει! Γι’ αυτό, εξάλλου, και δεν γέρασε ποτέ. Σχεδόν δεν… κοιμήθηκε ποτέ! Γι’ αυτό ίσως και να αξιώθηκε και τη Μεγάλη Συνάντηση. Με τον νεαρό αξιωματικό από τη Μινεζότα.
Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, τον ξέρουμε εμείς.
Η μυθιστορηματική βιογραφία της Ανιές Μισό “Ζέλντα – Σκοτ Φιτζέραλντ: Μια σχέση πάθους” (Εκδ. “Κέδρος”) αναφέρεται στην πολυτάραχη και παθιασμένη ζωή τους.
* * *
Της είναι εύκολο να γράφει με τρόπο προσωπικό για κάτι που δεν είναι ή τουλάχιστον δεν φαίνεται να είναι προσωπικό, γράφει σαν κάποιος να της υπαγορεύει’ σχεδόν με τον αυτόματο πιλότο: “Με τα πόδια, γράφεις”, μοιάζει εκείνος να της καταλογίζει, σχεδόν της το κατηγορεί. Γράφει σα να το φτύνει’ τα ίδια της τα συκώτια, την καρδιά:
“Αφηγήτρια είναι, όπως μας αυτοσυστήνεται στο πρώτο κεφάλαιο, “η Σκότι Φιτζέραλντ, μονάκριβη κόρη του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σέιερ”. Που δεν την ξανασυναντάμε παρά στο τελευταίο κεφάλαιο πάλι, για να κάνει αυλαία.
Στο μεταξύ, δυο οδοστρωτήρες που γνώρισαν την ακμή και την παρακμή. Λαμπεροί και αυτοκαταστροφικοί μέχρι υπερβολής. Κυριολεκτικά «καμένοι» απ’ τα πολλά τους ταλέντα.
“Έτσι συνεχίζουμε ακάθεκτοι, σαν τα πλεούμενα ενάντια στο ρεύμα, ενδίδοντας αδιάκοπα στο παρελθόν”. Με μότο ενδεικτικό της σχέσης απ’ τον δικό του “Υπέροχο Γκάτσμπυ”.
Επιμέρους μότο στα κεφάλαια, αποσπάσματα από το βιβλίο εκείνης: “Χαρίστε μου το βαλς”, έκκληση μόνιμη, μονάχα αυτό μια ζωή ζητούσε, εκλιπαρούσε.
Με εμβόλιμα αποσπάσματα έργων τους και δικές της επιστολές προς εκείνον. Η Ζέλντα, αποδεικνύεται πιο… αμελής, ο Σκοτ τις κρατούσε. Αυτή, τίποτα πάλι.
Φόντο της ιστορίας, το πατρικό σπίτι της Ζέλντα στο Νότο. Και ενδιάμεσα, όλοι οι δικοί τους σταθμοί: ο γάμος τους και η παραμονή τους στη Νέα Υόρκη. Τα αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ευρώπη, η διαμονή τους στην Κυανή Ακτή, στο ακρωτήριο της Αντίμπ, στη Βενετία, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ρώμη. Το χρηματιστηριακό κραχ και η επιστροφή στην Αμερική. Οι χοροί και τα πάρτι μέχρι εξαντλήσεως, οι μεγάλες παρέες. Η φιλία του Φρανσις Σκοτ Φιτζέραλντ με τον Χέμινγουαίη, το Χόλιγουντ, τα σενάρια, η σχιζοφρένεια της Ζέλντα, τα ιδρύματα, ο εγκλεισμός, η θυελλώδης τους σχέση αλλά και η συγγραφή, το πρώτο βιβλίο «Η άλλη πλευρά του Παραδείσου» που εκδόθηκε όταν ήταν μόλις 24άρων. Τα διηγήματα που έγραφε, πολλές φορές, μόνο για να επιζήσουν. “Ο μεγάλος Γκάτσμπυ” που τον καθιέρωσε, πως μπορεί ένας άντρας να κατασπαταλά έτσι μια ζωή για μια γυναίκα.
Το μυθιστόρημα “Τρυφερή είναι η νύχτα” που της προκάλεσε τον μεγάλο νευρικό κλονισμό, οι προσπάθειες ν’ αφοσιωθεί στην ζωγραφική, στον χορό, στην γραφή ύστερα. Η δική του εντιμότητα να πληρώνει τα ακριβότερα ιδρύματα για κείνη. Τα ταξίδια, το αμερικάνικο όνειρο, η ίδια η Αμερική και η “χαμένη γενιά της τζαζ” που αυτός επινόησε, όντας ο ίδιος χαμένος. Η αναλαμπή ότι “όλα είναι εφικτά”, η επιτυχία εν τω μέσω δυο μεγάλων πολέμων. Το εφήμερο της νιότης, της λάμψης, της νίκης αυτής καθ’ αυτής της ζωής. Ο αλκοολισμός του και η δική της κατάρρευση μέχρι εσχάτων. Ο θάνατός του, με τον “Τελευταίο μεγιστάνα” ημιτελή. Ο τελευταίος εγκλεισμός της. Η ξαφνική, αψυχολόγητη, αδικαιολόγητη πυρκαγιά. Η νοσοκόμα που, γι’ αδιευκρίνιστους λόγους, την είχε κλειδώσει στο δωμάτιο”.
* * *
Γράφει πυρετωδώς, δυσφορεί, αυτή η δύσπνοια πάλι, ποτέ δεν της αρκεί τ’ οξυγόνο. Τίποτε δεν της έφτασε σ’ αυτή τη ζωή. Ό,τι κι αν έζησε, ό,τι κι αν έδωσε, ό,τι κι αν πήρε, και πάλι της φάνηκε λίγο. Να το τελειώσει θέλει. Και να το στείλει, το ξέρει, αυτό το μπορεί:
“Με αυθεντικές φράσεις τους, όπως, «το να γλεντά κανείς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας» και «εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις”, παρά την τραγικότητα της κατάληξης (“κάηκαν” και οι δυο σαν πεταλούδες στη λάμπα), η τελική αίσθηση είναι το ό,τι, τελικά, τους συνέβη (έζησαν) κάτι μεγαλειώδες. Διότι για τη ζωή και των δύο “εκείνο που είχε σημασία ήταν αυτή η Συνάντηση”.
“Ήταν κάτι εξαιρετικό» μας πείθει γι’ αυτό η Μισό, αλλά και η ίδια τους η ιστορία: “Ήταν η πάλλουσα καρδιά αυτής της ύπαρξης, η έννοιά της, ο σκοπός της, ο χώρος όλων των επιτευγμάτων. Εκείνη αποτελούσε το σημάδι ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου». “Ήταν η ιστορία δύο ατόμων, που η μοίρα τους ήταν το σμίξιμο. Είχαν πράγματα να κάνουν μαζί. Αυτό ήταν το τίμημα, ο αγώνας. Αυτό ήταν εκείνο που είχαν χάσει”.
Και στο δικό της, αυτό ακριβώς θα προσπαθήσει να βρει: “Εκείνο που είχαν χάσει”. Γιατί το είχαν χάσει. Στο κείμενό της θα αναλάβει τον καθένα τους στοργικά, ξεχωριστά. Πρώτα, εκείνη: Η Ζέλντα και η σχέση τους, μέχρι εξαντλήσεως, τελικής πτώσεως, “εκείνη που αποτελούσε το σημάδι ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου”.
Ξαναδιαβάζει το γράμμα της. Κάποια χρόνια μετά, θα ήταν αργά. Εκείνο το γράμμα, ανεπίδοτον. Χωρίς παραλήπτη:
Κλινική Σέπαρντ και Ένοχ Πρατ
Τόουσον, Μέριλαντ
Ιούνιος, 1935
Αγαπημένε μου και παντοτινά
Αγαπημένε μου Σκοτ,
Και εγώ λυπάμαι που δεν υπάρχει τίποτα πια να σε υποδεχθεί, εκτός από ένα άδειο κέλυφος. Σκέφτηκα την προσπάθεια που έκανες για χάρη μου. Ο πόνος γι’ αυτό το τίποτα είναι αβάσταχτος, εκτός αν κάποιος είναι ένας τελείως κούφιος μηχανισμός. Αν είχα αισθήματα θα λύγιζα από ευγνωμοσύνη προς εσένα, αλλά και από θλίψη, καθώς δεν έχει απομείνει ίχνος αγάπης και ομορφιάς, από την αρχή της σχέσης μας, να σου προσφέρω τώρα, στο τέλος.
Ήσουν τόσο καλός μαζί μου και μπορώ να πω μονάχα ότι πάντα τούτο το βαθύτερο ρεύμα διέτρεχε την καρδιά μου. Η ζωή μου… εσύ.
Θυμάσαι τα τριαντάφυλλα στην αυλή του Κίνει? Ήσουν τόσο ευγενικός και σκέφτηκα “είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου” και εσύ είπες “αγάπη μου”. Είσαι ακόμα η αγάπη μου.
Ο τοίχος ήταν υγρός και χορταριασμένος όταν διασχίσαμε το δρόμο και λέγαμε ότι μας αρέσει ο Νότος. Σκέφτηκα το Νότο και το ευτυχισμένο παρελθόν που ποτέ δεν είχα. Σκέφτηκα ότι ήμουν κομμάτι του Νότου. Είπες ότι αγαπάς τούτη την υπέροχη χώρα. Η γλυσίνα στο φράκτη ήταν πράσινη, η σκιά της δροσερή και η ζωή παλιά.
…μακάρι να είχα σκεφθεί κάτι άλλο… αλλά ήταν μια σκέψη συνενοχής, μια ρομαντική, νοσταλγική σκέψη. Έβγαλα το καπέλο μου και τα μαλλιά μου ήταν νωπά και είχα γυρίσει σπίτι ασφαλής και εσύ ήσουν ευχαριστημένος που ένιωθα έτσι και γεμάτος σεβασμό. Ήμασταν χρυσαφένιοι και ευτυχισμένοι σε όλο το δρόμο του γυρισμού ως το σπίτι.
Τώρα που δεν υπάρχει πια ευτυχία και το σπίτι μου έχει χαθεί και δεν υπάρχει πια ούτε παρελθόν, ούτε συναίσθημα που να προσφέρει κάποια ανακούφιση, παρά μόνο τα δικά σου… τι κρίμα που συναντηθήκαμε έτσι τραχιά και παγωμένα, όταν κάποτε υπήρχε τόση τρυφερότητα μεταξύ μας, τόσα όνειρα. Το τραγούδι σου.
Πόσο θα ‘θελα να είχες ένα σπιτάκι με δεντρομολόχες και μια σφενδαμιά και τον απογευματινό ήλιο να καθρεφτίζεται σε μια ασημένια τσαγιέρα! Η Σκότι θα έτρεχε εδώ και εκεί ντυμένη στα λευκά, σαν βγαλμένη από πίνακα του Ρενουάρ και εσύ θα έγραφες το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Και θα υπήρχε μέλι για το τσάι, όμως το σπίτι δεν ήταν στο Γκράντσεστερ…
Θέλω να είσαι ευτυχισμένος – αν υπάρχει δικαιοσύνη πρέπει να είσαι ευτυχισμένος… Μπορεί και να είσαι…
Ω ναι, να είσαι
Να είσαι, να είσαι…
Ζέλντα.
Σε αγαπάω, όπως και να ‘ναι… ακόμα κι αν ο εαυτός μου χαθεί, αν η αγάπη χαθεί, αν η ζωή χαθεί…
Σε αγαπώ.
* * *
Και με την άλλη γυναίκα, ακόμα τον αγαπούσε. Με τον κατασπαταλημένο της εαυτό, αγαπούσε. Εκείνον που τόσο γενναιόδωρα ως Τζέυ Γκάτσμπυ της χαρίστηκε αφήνοντάς την Νταίζι να τον εγκαταλείπει για τη ζωή της, τάχα για τον Τομ.
Όμως στο “Τρυφερή είναι η νύχτα” πάτησε πάνω της. Έστησε τ’ αριστούργημά του πάνω στην άρρωστη ζωή της.
Αυτός το πλήρωνε το ίδρυμα. Κι είχε κάθε δικαίωμα για να το κάνει σκηνικό. Είχε όλα τα δικαιώματα να τηνε “κάψει” σαν Νικόλ Ντάιβερ. Εξάλλου δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψεύδος από το «όταν μεθάς, δε διαλύεις τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό σου».
Διέλυσε εκείνη!
* * *
“Κι εγώ διαλύθηκα! Εξάλλου, ολόκληρη η ζωή είναι μια διαδικασία αποσυνθέσεως, αλλά τα χτυπήματα που έρχονται, ή τουλάχιστον έτσι δείχνουνε, από τα έξω – αυτά τα οποία θυμάσαι και βλαστημάς και, σε στιγμές αδυναμίας, τα εξομολογείσαι στους φίλους σου, δεν εμφανίζουν τα αποτελέσματά τους αμέσως. Υπάρχει και ένα άλλου είδους χτύπημα που έρχεται από τα μέσα- το οποίο δεν αισθάνεσαι παρά μόνον όταν είναι πια πολύ αργά για να κάνεις κάτι, όταν συνειδητοποιήσεις τελεσίδικα ότι κατά κάποιον τρόπο δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγίνεις τόσο καλός άνθρωπος όσο ήσουν. Το πρώτο είδος σπασίματος μοιάζει να γίνεται γοργά- το δεύτερο συντελείται σχεδόν χωρίς να το καταλάβεις μα το συνειδητοποιείς εξαιρετικά απότομα.
Από “Το σπάσιμο” ν’ αρχίσεις. Αν είναι να πεις οτιδήποτε για μένα. Από τα γράμματα που έγιναν βαλς, νύχτα, αλκοόλ, ανατολή. Από τις λέξεις που στην περίπτωσή μου δεν έσωσαν κανένα. Ούτε κι εμένα, φυσικά. Αφού έφτασα πια να τις χρωστούσα.
Έτσι λοιπόν, μια βασανισμένη κι απελπιστική νύχτα έκανα τη βαλίτσα μου κι έφυγα χίλια μίλια μακριά για να σκεφτώ. Έπιασα ένα φτηνό δωμάτιο σε μια μικρή και άχρωμη πόλη όπου δεν ήξερα κανέναν και ξόδεψα ό,τι χρήματα είχα μαζί μου σε προμήθειες από κρέας σε κονσέρβα, μπισκότα και μήλα. Μα δεν θέλω καθόλου να αφήσω να εννοηθεί ότι η αλλαγή από έναν μάλλον πληθωρικό κόσμο σε έναν σχετικό ασκητισμό ήτανε καμιά Μεγαλοπρεπής Έρευνα- ήθελα μονάχα απόλυτη σιωπή (ποιος εγώ “ο οπαδός της φασαρίας”), για να σκεφτώ το γιατί είχα φτάσει να έχω μια θλιμμένη στάση προς τη θλίψη, μια μελαγχολική στάση προς τη μελαγχολία και μια τραγική στάση προς την τραγωδία- γιατί είχα ταυτιστεί με τα αντικείμενα του τρόμου ή του οίκτου μου.
Γιατί παρ’ όλ’ αυτά, όμως, θα πρέπει να συνεχίσω να είμαι συγγραφέας, γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος ζωής που ήξερα, αλλά θα σταματούσα τις προσπάθειές μου να γίνω άνθρωπος- να είμαι ευγενής, δίκαιος ή γενναιόδωρος”. Ω ναι, “δεν επρόκειτο να ξαναδώσω τίποτα από τον εαυτό μου- όλες αυτές οι παροχές θα καθίσταντο παράνομες στο εξής εν ονόματι ενός νέου παράγοντα, της Σπατάλης”.
Ό,τι και να έκανα απ’ εδώ και στο εξής “το καπέλο του ταχυδακτυλουργού ήταν άδειο. Είχα βγει από τον τομέα παροχών αρωγής”.
Η δικιά μου ευτυχία στο παρελθόν έφτανε συχνά σε τέτοια έκσταση που δεν μπορούσα να την μοιραστώ ακόμα και με τον άνθρωπο που αγαπούσα, αλλά έπρεπε να την περπατήσω σε ήσυχους δρόμους και σοκάκια κι απέμειναν μόνον αποσπάσματα που απέσταζα σε μικρές φράσεις σε βιβλία- και νομίζω ότι η ευτυχία μου, ή το ταλέντο μου για αυταπάτη ή όπως το προτιμάτε, ήταν μια εξαίρεση. Δεν ήταν κάτι το φυσικό μα κάτι το αφύσικο- αφύσικο όσο και η οικονομική μου Ευημερία’ και η πρόσφατη εμπειρία μου είναι παράλληλη με το κύμα της απελπισίας που σκέπασε το Έθνος όταν η Ευημερία παρήλθε.
Έτσι στην περίπτωσή μου υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσω. Θα προσπαθήσω, πάντως να είμαι ένα σωστό ζώο, κι αν μου πετάξετε ένα κόκαλο με αρκετό κρέας μπορεί και να σας γλείψω το χέρι».
* * *
Όμως εγώ δεν πρόκειται πια να σου γλείψω το χέρι, για το ελάχιστο τίποτα που μου πετάς. Απόψε θα καθίσω και θα καταστρέψω υπομονετικά όλα τα e-mails.
Θα σβήσω τα πάντα, και τ’ όνομά σου και τ’ όνομά μου από παντού. Θα πετάξω στον ακάλυπτο τα κλειδιά και θα ασχοληθώ μόνο μ’ αυτούς’ τους κατασπαταλημένους Φιτζέραλντ. Θα κάνω delete στη ζωή μου σε οτιδήποτε σε αφορά, σα να μην πέρασες ποτέ απ’ αυτόν τον κόσμο.
Να ‘τα! Βλέπεις; Βλέπεις που πια τον λόγο μου και τον κρατώ; Τα ρίχνω τα κλειδιά, άκου πώς κουδουνάνε; Και το τηλέφωνο το ξεριζώνω, κοίτα το, να! Το κινητό με τα τακούνια μου κομμάτια το κάνω! Τον υπολογιστή μου, θρύψαλα! Δεν θα ξαναδεχτώ πια τίποτα από σένα! Και ούτε θα ξαναμπώ στον πειρασμό να στείλω κάτι, θα τα σκοτώσω όλα τα ταχυδρομικά περιστέρια. Μόνο Ζέλντα και Σκοτ απ’ εδώ και στο εξής, μέχρι να τελειώσω τη μελέτη που χρωστάω. Μεθαύριο που θα ‘ρθει η Μόζα θα μ’ ανοίξει με το δικό της κλειδί. Και μαζί με τα σκουπίδια, θα πετάξει και σένα. Με λύσσα θα γράφω για να προφθάσω τις προθεσμίες, νυχθημερόν!
* * *
Όμως τί είναι όλοι αυτοί οι καπνοί που στεφανώνουν την πόρτα; Πού βρέθηκε, Θεέ μου, τόσος καπνός, πόση φωτιά απαιτείται για τις στάχτες μιας σχέσης; Θα το προφθάσω άραγε να βάλω κι αυτό; Κι αυτό να το γράψω;
Τώρα η δύσπνοια φταίει ή εκείνοι οι καπνοί; Πάλι αυτή η τρελή από κάτω μέσα στη νύχτα θα έχει αναμμένο καντήλι!
Μονάχα να προφθάσω! Να σε ξεχάσω, να το γράψω!
Ε ναι λοιπόν, έσπασα, ράγισα, ικανοποιήθηκες τώρα;
Η ρωγμή, από την πρώτη στιγμή, το αναγνωρίζω, ήταν σε μένα.
* * *
Πού πάνε αλήθεια όλες αυτές οι πυροσβεστικές;
Αφού καμιά φωτιά δεν σβήστηκε ποτέ επί της ουσίας.
Κυριακή 6 Απριλίου 2008
ε.γκ (alf)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
“Δώθε του παραδείσου” και “Ο τελευταίος μεγιστάνας” του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Εκδ. “Ηριδανός”),
“Ο υπέροχος Γκάτσμπυ” και “Τρυφερή είναι η νύχτα” του Φ. Σ.Φιτζέραλντ (Εκδ. “Πατάκη”),
“Το πλουσιόπαιδο και άλλες ιστορίες” και “Όμορφοι και καταραμένοι” του Φ.Σ.Φιτζέραλντ (Εκδ. “Ερατώ”),
“Τ’ απομεινάρια της ευτυχίας” του Φ. Σ.Φιτζέρλαντ (Εκδ. “Κέδρος”),
“Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ” του Φ.Σ.Φιτζέραλντ (Εκδ. “Οδός Πανός”),
“Έρωτας μέσα στη νύχτα” και “Χαμένη δεκαετία” του Φ.Σ.Φιτζέρλαντ (Εκδ. “Καστανιώτη”).
“Χαρίστε μου το βαλς” της Ζέλντα Φιτζέραλντ (Εκδ. “Οδός Πανός”).
“Ζέλντα- Σκοτ Φιτζέραλντ: Μια σχέση πάθους” της Ανιές Μισό (Εκδ. “Κέδρος”)
“Γράμματα χωρισμού” (εκδ. “Μελάνι”)
Τα αποσπάσματα είναι από:
“Το σπάσιμο”,
“Ζέλντα- Σκοτ Φιτζέραλντ: Μια σχέση πάθους”,
“Χαρίστε μου το βαλς”,
“Τρυφερή είναι η νύχτα”,
“Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ”,
“Γράμματα χωρισμού”.
ΥΓ: Εν τέλει το μόνο που μένει είναι οι ιστορίες. Ακόμα κι όταν εμείς χους -εσμέν- και- εις- χουν και όλα θα έχουν γίνει χαρτοπολτός.
Πάμφωτες μέσ' την ολόφωτη, ολοσχερή βέβαιη ήττα μας, να αστράφτουν κάπου εκεί στο σύμπαν αναπαράγοντας τη σκηνή επειδή έτσι είθισται, να μας υπενθυμίζουν πως κατά βάθος το χέρι που μουτζούρωνε στο χαρτί ήδη γνώριζε διότι όλα έχουν ξαναειπωθεί, ξαναγίνει.
Αλλά εκεί εμείς, στην επανάληψη της ίδιας σκηνής.
Γιατί άραγε?
ΥΓ2: Τα τρία τελευταία ποστ κάτι συνέβη και χάθηκαν, δεν βρίσκω τον λόγο να χαθούν και για πάντα, στο φινάλε είναι μια ιστορία που αγαπώ και εμπεριέχεται στο "Βιβλίο του Κακού" που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις "Μαγικό Κουτί". Τρόμαξα πια να το καταλάβω ότι η Σπατάλη είναι, τελικά, αμαρτία! Εβδομο κύκλο κόλασης, λέει! Ακου να δεις ένα πράγμα...