4/8/09

Ο τελευταίος της αυλής

“ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΤΟΠΟΣ” της Τζίλιαν Φλιν. Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 475, € 20

“Χωρίς κανένα λόγο, κράτησα την ανάσα μου καθώς περνούσα την πινακίδα που με καλωσόριζε στο Γουίντ Γκαπ, έτσι όπως κάνουν τα μικρά παιδιά όταν περνάνε έξω από νεκροταφείο. Είχα οχτώ χρόνια να έρθω, αλλά το σκηνικό μου γύρισε τ' άντερα”...
“Σ' όλους τους φανοστάτες του δρόμου υπήρχε το πρόσωπο ενός κοριτσιού σε μια φωτοτυπία όλο κόκκο... “Αγνοείται”.
Η αμερικανίδα τηλεκριτικός Τζίλιαν Φλιν με το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα “Αιχμηρά αντικείμενα” έκανε τους πάντες να μιλούν για το φρέσκο ανατριχιαστικό ύφος της. “Είχα περίπου τριάντα χρόνια να διαβάσω τόσο ανατριχιαστικό ψυχολογικό θρίλερ”, δήλωνε ο Στίβεν Κινγκ. Η αστυνομική συντάκτης Καμίλ Πρίκερ, επιστρέφει ύστερα από χρόνια στην πατρίδα της και με αφορμή την εξαφάνιση (και τον θάνατο απ' ό,τι θα αποδειχτεί) ενός κοριτσιού, θ' αναγκαστεί να ξεθάψει τους οικείους νεκρούς, θα ζωντανέψει την νεκρή παιδική της ηλικία. Πριν από λίγο καιρό και ένα άλλο χαρισματικό και ζόρικο κοριτσάκι είχε στραγγαλιστεί κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και το τρόπαιο του δολοφόνου ήταν κι αυτή τη φορά τα... δόντια της. Η αδελφή της Μάριον, που σημάδεψε με τον θάνατό της, το κορμί και τη ζωή της Καμίλ Πρίκερ (χαρακωνόταν! Με ψυχαναγκαστικό τρόπο χάραζε λέξεις για να τις ξορκίσει ή για να τις κάνει να υπάρξουν σε όλο της το κορμί), όμως, όλα έδειχναν ότι είχε πεθάνει με φυσικό τρόπο.
Η αγία οικογένεια και η αγία Μητέρα στο μικροσκόπιο, καθώς και οι αντιφατικές οικογενειακές σχέσεις. Με απύθμενο ψυχαναλυτικό βάθος η Φλιν αγγίζει τη σχέση Μάνας και Κόρης, σκιαγραφώντας τον σαδιστή και μαζοχιστή εαυτό, και την αβάσταχτη σκληρότητα των παιδιών, καθώς επίσης και των παιδικών μας χρόνων.
Στο “Σκοτεινό Τόπο” που κυκλοφόρησε πρόσφατα, επίσης, από τις εκδόσεις “Μεταίχμιο” στα ελληνικά, το δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημά της, η οικογένεια και οι εγκληματικές της παράμετροι θα βρεθούν και πάλι στο συγγραφικό μικροσκόπιο.
Η Λίμπι Ντέι, η μικρούλα που επέζησε ενός απίστευτου μακελιού, όπου ο δεκαπεντάχρονος αδελφός της σκοτώνει τη μητέρα τους και τις δυο αδελφές του, τώρα πια που μεγάλωσε και έχοντας ανάγκη από χρήματα, αποφασίζει να πουλήσει την οικογενειακή τους ιστορία. Θα χρειαστεί να διανύσει αντίστροφα την ίδια διαδρομή. Και ενώ ο ανυποψίαστος αναγνώστης θεωρεί απριόρι ότι όλα έχουν ειπωθεί και ο δολοφόνος βρίσκεται ήδη τιμωρημένος στη φυλακή, η αντίστροφη πορεία θα φέρει τα επάνω- κάτω.
“Τι έγινε εκείνη τη νύχτα, Μπεν; Το έχω ανάγκη, πρέπει να μάθω!” Εκλιπαρεί κάποια στιγμή τον αδελφό της στη φυλακή, παίζοντας ήδη μια χαμένη παρτίδα:
“Λίμπι, δεν πρόκειται να το κερδίσεις αυτό το παιχνίδι. Αν σου πω είμαι αθώος, σημαίνει ότι εσύ είσαι ένοχη, μου κατέστρεψες τη ζωή. Αν σου πω είμαι ένοχος... δεν νομίζω ότι αυτό θα σε κάνει να αισθανθείς καλύτερα, ή όχι;” Η Λίμπι, παρότι τότε μικρό παιδί, ήταν εκείνη που τον είχε καταδώσει.
Και η Λίμπι- κόρη, όπως και η ενοχική Καμίλ είναι πεπεισμένες στις δυο ιστορίες ότι είναι οι φορείς του κακού. Κομματιάζουν τον εαυτό τους για να μην κομματιάσουν. Και οι δυο θα χρειαστεί με τρόπο επώδυνο να ξεθάψουν το παρελθόν και να θυμηθούν, να δικάσουν αντίστροφα τη μητέρα- Θεό και να την αθωώσουν ή να την καταδικάσουν.
Η ζοφώδης ατμόσφαιρα της Φλιν ολοζώντανη και πειστική, κινείται πολυεπίπεδα οδηγώντας σε απύθμενα υποσυνείδητα βάθη. Χαρακτήρες πολύπλοκοι, με μυστικά και βαρύ, σκοτεινό παρελθόν, ανακατεύουν αμέτρητες φορές τα χαρτιά στην ίδια παρτίδα. Η συγγραφική ευστροφία και τα ευρήματα τα καθοριστικά, χαρίζουν στην αστυνομική λογοτεχνία δυο ιδιόρρυθμες, απρόσμενες, αλλόκοτες, σαν σκοτεινά παραμύθια του Άντερσεν, ιστορίες. Η κακιά μάγισσα που τιμωρεί τα ζωηρά κοριτσάκια στη μια, και ο σατανιστής έφηβος που βάφει τα χέρια με αίμα στην άλλη.
Αλλά πέρα από την σαγηνευτική αφήγηση και την απρόσμενη πλοκή, αυτό που “σπάει κόκαλα” όπως ο Στήβεν Κινγκ θα πει, είναι και στη μία περίπτωση και στην άλλη, η αυτοκαταστροφική και ενοχική, στα όρια του μαζοχισμού σχεδόν, κεντρική ηρωίδα.
Το αόρατο θύμα, εν τέλει, εφόσον τα μεγάλα εγκλήματα δεν προυποθέτουν ντε και καλά αίμα και πτώμα.
“Ο σκοτεινός Τόπος” δεν είναι άλλος από την σκοτεινή δική μας ψυχή, και το φιλμάκι των παιδικών μας χρόνων που έχει αποσβέσει η αυτοσυντήρηση, ο νόμος της εντροπίας κι ο χρόνος. Και “Τα αιχμηρά αντικείμενα”, δοντάκια, μητρικά νυχάκια, μαχαίρια και βελούδα σατέν που εξακολουθούν και ως μνήμη να γδέρνουν.
Η γυναίκα- ανοιχτό βιβλίο και η άλλη που πρέπει να ξεδοντιάζει και να πονά, διότι αλλιώς αισθάνεται αόρατη, πολύ απλά “δεν υπάρχει”. Η άλλη όψη ακριβώς του ιδίου νομίσματος. Η βία που υφιστάμεθα και γεννά βία, στον άλλον, ή ενίοτε στον ίδιο μας τον εαυτό, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας.
Η μητρική αυταπάρνηση και η Μητέρα- τιμωρός.
Το δίχως άλλο, δυο μεγάλα βιβλία σαν αρχαία τραγωδία. Όπου η κατάδυση στην κόλαση είναι μονόδρομος για τη λύτρωση πια.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Τζίλιαν Φλιν είναι τηλεκριτικός στο αμερικάνικο περιοδικό Entertainment Weekly και ζει στο Σικάγο.
Το πρώτο της βιβλίο “Αιχμηρά αντικείμενα” (εκδ. “Μεταίχμιο”), δημιούργησε τεράστια αίσθηση διεθνώς,
αγαπήθηκε από εκατομμύρια αναγνώστες,
ενώ χάρισε στη συγγραφέα του τα βραβεία CWA lan Fleming Steel Dagger CWA New Blood Fiction Fagger.

ΥΓ1: Εχθές αποχαιρέτησα και τον τελευταίο της αυλής. Το σκεπτόμουν μεσάνυχτα Κυριακής. Κοιτώντας τη σιδερένια αυλόπορτα πώς την έκανε ξύλινη.... ντεραυλή το φεγγάρι. Το γκαράζ του αγροτικού που όταν θόλωναν τα μάτια μου απ' τα δάκρυα, γινόταν το πουρλάκι, πατητήρι. Τα σιδερένια κάγκελα, ο ασπρισμένος ξυλόφουρνος του παππού, αλήθεια το σπίτι της γιαγιάς το γκρέμισαν? Τί να 'χει απομείνει εκεί σ' αυτό το σκοτεινό “από πίσω”? Μου μύρισε ματζουράνα και λεβάντα αλλά ήταν που μας είχε λιβανίσει η σπλαχνική βουλγάρα που φρόντιζε τον θειό μου στα τελευταία. Κι αυτό που είδα για τους ιβίσκους της γιαγιάς, ήταν μια πλαστική σακούλα που την έπαιζε το αεράκι που είχε απομείνει.
Κανείς δεν μιλούσε. Κι όμως, το ήξερα, ζώντες και τεθνεώντες, είμαστε όλοι εκεί! Μήνες την ονειρεύεται τη γιαγιά η μαμά, “να δεις θα έρθει η μάνα, να πάρει τον θείο τον Χρίστο!”
Κι έδινε πίσω από την πλάτη μου κρυφά ραντεβού- εντολή: “Δευτέρα στις έξι το απόγευμα θα με πας, ε? Κι άστηνα να φωνάζει, αυτή πονάει το πιο πολύ!”
Έξι τ' απόγευμα της Δευτέρας τον σήκωσαν, μύριζε ο τόπος αγιόκλημα, γιασεμί, όσο είχε απομείνει.
Κι εγώ, σα να μεγάλωσα ξαφνικά. Αφού θα κλείσει για μένα πια για πάντα αυτή η αυλή, τώρα που έφυγε απ' αυτήν κι ο τελευταίος!
Η αυλή των θαυμάτων. Εκείνη που ευθύνεται για τη σχιζοφρένεια και για τις αντιφάσεις μου. Ο ολόφωτος, καλειδοσκοπικός, σκοτεινός μου Τόπος. Εκεί όπου μου επιτρέπονταν – για όσο υπάρχει, υπήρχε, θα υπάρχει?- τα πάντα ή σχεδόν: αποστειρωμένοι οι πάντες μεσ' στη βελούδινη σάλα της μαμάς, σαν κούκλα ψεύτικη κι εγώ, ξυπόλυτη και βρόμικη εκεί, μέσα στο χώμα, έτοιμη για του κόσμου τις αλάνες. Ένα δρόμο πιο πάνω, τα γύφτικα, τσαντίρια κανονικά. Και όλοι φίλοι μου. Μαζί κι ο Γιώργος, η Χρυσούλα, ο Πε... στη δεξαμενή, “κλέφτες κι αστυνόμοι”. Στους κλέφτες πάντοτε, με τόνα πόδι στο παιχνίδι και τ' άλλο στα φαντάσματα, σαν το αερικό, στα γκρεμισμένα.
Σ' αυτή την αυλή, όλα ήταν αλήθεια, πριγκίπισσες και μάγισσες, η λάμια του Πάτημα κι οι αδικοσκοτωμένοι. Η θειά Κουλιώ έπαιζε για το χατίρι μας Καραγκιόζη με την κουρτίνα της κουζίνας για μπερντέ, εμείς φορούσαμε τα υφαντά της γιαγιάς και είμαστε ινδιάνοι. Αν διάβασα σαν μανιακή, τα παραμύθια τα δικά της αναζητούσα, κι αν έγραψα, ήταν και πάλι “να τα βρω”, επειδή δεν τα βρήκα σε βιβλίο.
Εχθές, αποχαιρέτησα και τον τελευταίο της αυλής. Να έρχεστε, ακούτε? Κι ας μεγάλωσα, είπα σε όλους. Δίχως εσάς, δεν θα 'μαι αυτή. Και άλλωστε συνήθισα, στη βελουδένια σάλα της η μισή και η άλλη, λασπωμένη και γδαρμένη, μονίμως διχασμένη, στην αλάνα. Μισή εδώ κι άλλη μισή με τους ψιθύρους σας. Ολόκληρη μόνο μ' εσάς. Σ' αυτή εδώ την αυλή όπου όλα ήταν, είναι, θα είναι δυνατά, και θα την καταπιώ, σαν σιροπάκι toplexil, ώστε να γίνετε όλοι κι όλα, σάρκα και αίμα.
Γιαγιάκα μου... Πάντα εδώ. Κι ας ήμουν έντεκα χρονώ. Πώς πίστεψα ποτέ πώς θα μ' αφήσεις!

ΥΓ2: Και για την Κραταιά Σιωπή, τ' αυτιά μου φταίνε.
Άσχετο.