29/10/08

Φυσικά, στη ζωή δεν υπάρχουν νικητές

«ΕΓΩ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΣ» της Νένης Ευθυμιάδη, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 319, τιμή: 14 ευρώ.

«Φυσικά, στη ζωή δεν υπάρχουν νικητές, όλοι είναι νικημένοι, και η περίπτωση του Μαγγελάνου μοιάζει κοινή. Ήταν κοινός και ο ίδιος; Ή καλύτερα, τι ήταν; Κατακτητής, θαλασσοπόρος, στρατιωτικός, ερευνητής, διπλωμάτης, επιχειρηματίας; Και ο χαρακτήρας του; Βίαιος, εμπαθής, εγκληματικός; Ρεαλιστής, ρομαντικός, ονειροπόλος; Αφελής απορία, όλες οι ιδιότητες συνυπάρχουν στους ανθρώπους…»
Με αφετηρία τον μακρινό Μαγγελάνο και με κρυφές ματιές στον Μεσαίωνα, η συγγραφέας Νένη Ευθυμιάδη στήνει ένα ασύλληπτο ψυχολογικό θρίλερ.
Ο ήρωάς της, γνωστός αθηναίος δοκιμιογράφος, χρησιμοποιεί ως ψευδώνυμο το όνομά του για να υπογράψει τις ιστορίες τρόμου που του αποδίδουν «τα προς το ζειν».
«Εγώ και ο Μαγγελάνος» ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον «Κέδρο».
Όλα αρχίζουν σε μια οικονομικά κρίσιμη καμπή του ήρωα, όταν ο επιτυχημένος συγγραφέας ιστοριών τρόμου Ντίνος Κάλχας, θα του ζητήσει να γράψει μια ιστορία τρόμου «αντ’ αυτού». Φυσικά, με το αζημίωτο.
Ο δοκιμιογράφος την γράφει. Η ιστορία δοξάζεται, ο συγγραφέας που φαίνεται να την υπογράφει, πλουτίζει ακόμα περισσότερο και ο ήρωας λύνει το οικονομικό του πρόβλημα δια παντός. Ιστορίες τρόμου από τούδε και στο εξής, αλλά με ψευδώνυμο: «Μαγγελάνος».
Ο «Μαγγελάνος» γίνεται θρυλικό πρόσωπο, στις τηλεοράσεις εμφανίζεται αντ’ αυτού νομικός σύμβουλος, αλλά επειδή ο κίνδυνος της αποκάλυψης πάντα καραδοκεί, ο δοκιμιογράφος με την «συνένοχο» σύζυγό του, αναγκάζονται να καταφύγουν στο Παρίσι.
Όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς, μέχρι εκείνη τη στιγμή κατά την οποία το διαμέρισμα του ισογείου νοικιάζεται από άγνωστο και λίαν συντόμως σ’ αυτό προστίθεται και μια περίεργη, σχεδόν απειλητική επιγραφή: Μαγγελάνος.
Ο ένας υποψιάζεται τον άλλον, τα ευτράπελα και οι ανατροπές ακολουθούν σαν βροχή και ο κάθε ήρωας στην πορεία ανακαλύπτει και φανερώνει τα πολλά και διαφορετικά του πρόσωπα.
Μαζί μ’ αυτά ξεδιπλώνεται και το μακρινό, απαγορευμένο παρελθόν: τα όνειρα και τα οράματα που πατήθηκαν και ξεχάστηκαν, η ζωγραφική στα κύματα της Λίνας που αντικαταστήθηκε από το μεσιτικό γραφείο, το δοκίμιο περί «Ακτιβισμού και Ουτοπίας» που χάθηκε μέσα στην παράνοια και την ταραχή.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο συγγραφέας ιστοριών τρόμου, Ντίνος Κάλχας, πένης, διαζευγμένος και ξεχασμένος επιστρέφει για να τους μπερδέψει ακόμα τη ζωή.
Η Λίνα δεν έχει καμία αμφιβολία, την πινακίδα αυτός την έγραψε: «Για αστείο της είπα πως τοποθέτησα την πινακίδα. Άδικα προσπαθούσα στη συνέχεια να αναιρέσω, δεν με άκουγε. Το ψέμα είναι πιο δυνατό από την αλήθεια…» θα επιμείνει εις μάτην στη συνέχεια αυτός.
Και ο δοκιμιογράφος: «Τον ανάγκασες να σου πει ό,τι ζητούσες. Την πινακίδα του Μαγγελάνου την έβαλα στο ισόγειο εγώ».
Και μέσα σ’ όλα αυτά: «Ο Μαγελλάνος πέθανε, ιστορίες τρόμου δεν θα ξαναγράψει». Αλλά η επιστροφή σε έναν εαυτό αθώο, δεν είναι πάντοτε εφικτή: «Γράφεις για τον ακτιβισμό, αλλά είσαι ένα ανθρωπάκι βολεμένο στο γραφείο. Κλέβεις ως ψευδώνυμο το όνομα του Μαγγελάνου, ενώ τους θαλάσσιους ορίζοντες τους αγνοείς και τρυπώνεις σε μπαρ και μικρά ξενοδοχεία».
Και μέσα σ’ όλα αυτά: μια εξαφάνιση και δυο θάνατοι. Ένα δοκίμιο που τελειώνει κι ύστερα καταστρέφεται και μέσα από τις στάχτες του θα ξαναγεννηθεί. Κι ένα πελώριο ερωτηματικό που πλανιέται. Μόνο με τη συναίσθηση, σώζεσαι;
Η συγγραφέας δεν μας δίνει την απάντηση, μας αφήνει να ελπίζουμε. Ό,τι κάτι, εν τέλει, μπορεί και να σωθεί.
Το ψυχολογικό δράμα του σύγχρονου ανθρώπου που για άλλα ξεκίνησε και αλλού η ζωή τον πάει. Που αλλά ποθεί και άλλα πασχίζει κι αγωνίζεται να τελειώσει. Με έναν ατέλειωτο αυτοσαρκασμό και με σασπένς που δεν χρειάζεται πολύ, η άβυσσος της ψυχής μας αφειδόλως το παρέχει.
Η ιστορία διαβάζεται όπως κανείς το επιθυμεί: σαν αστυνομικό ή θρίλερ. Σαν ψυχογράφημα του σύγχρονου ανθρώπου. Σαν δοκίμιο περί της ψυχής.
Με αρκετές δόσεις, γνήσιου… Μαγγελάνου. Σα να μην πέρασε από τον Μεσαίωνα ούτε ώρα. Εξάλλου αλλάζουν; Δεν αλλάζουν τα βασικά. Μονάχα που έχουν γίνει λίγο πιο πολύπλοκα. Και η συγγραφέας την τέχνη του πολύπλοκου είναι γνωστό πως την γνωρίζει καλά.


Αλλά ο Θεός ή η Zωή είναι μεγάλος φαρσέρ
«Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΜΠΙΛΥ ΜΠΛΟΥ» της Νένης Ευθυμιάδη, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 290, τιμή: 16 ευρώ.

Εάν απουσίαζε το ελληνικότατο ονοματεπώνυμο, θα έπαιρνες όρκο πως πρόκειται για ξένη πεζογραφία. Ακόμα κι όταν αναφέρεται στην ελληνική πραγματικότητα. Η Νένη Ευθυμιάδη παραμένει από τους πλέον εύστροφους, εγκεφαλικούς, ευφάνταστους και με αυτοσαρκασμό και χιούμορ έλληνες συγγραφείς.
Οι σχέσεις, σε επίπεδο κοινωνίας και οικογένειας, το φόρτε της.
Οι θεσμοί, στο διαρκές στόχαστρό της.
Αλλά και η αντεστραμμένη εικόνα στο ό,τι δηλώσεις, επί τω προκειμένω.
Στους «Πολίτες της σιωπής» εκείνη η μικρή, τελικά, καλή κι εύστροφη τρομοκράτισσα κατακτούσε τις αναγνωστικές καρδιές μας, ποιος μπορεί να ξεχάσει το ότι η γιάφκα ήταν εν τέλει το συνοικιακό ανθοπωλείο;
«Η πόλη των γλάρων» ένα μυθιστόρημα δρόμου, ψυχολογικό θρίλερ όπως και όλα της, διαδραματιζόταν στο Χάλιφαξ διότι η Νένη Ευθυμιάδη είναι κοσμοπολίτισσα συγγραφέας. «Οι τυχοδιώκτες» ήταν μια παρέα φίλων παλιών που εξελίχθηκαν όπως και όλοι μας, δηλαδή «αχ που ‘σαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος».
Στο «Εγώ και ο Μαγγελάνος» έπαιζε με την ίδια τη συγγραφική της υπόσταση, ένα συγγραφέας «σοβαρών θεμάτων και δοκιμίων» που υπόγραφε ως Μαγγελάνος πια, αστυνομικό μυθιστόρημα!
«Ο γιος του Μπίλυ Μπλου» διαδραματίζεται στην αττική ύπαιθρο, στην αττική εξοχή λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα και είναι επίσης θρίλερ χαρακτήρων.
Το πρώτο πρόσωπο που γνωρίζουμε είναι ο Μπίλυ Μπλου, συγκοπτόμενο του Βασίλης Μπλουμιόπουλος, πρώην ακροβάτης με διεθνή καριέρα, 69 ετών και ανήσυχος με τα γηρατειά, αποσυρμένος στην παλιά βίλα του έξω από την Αθήνα.
Γύρω απ’ αυτόν, σαν κομήτες, περιφέρονται όλοι.
Ο Άγγελος Αγγέλου «της Μαρίας και αγνώστου πατρός» που επιμένει καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας να αυτοσυστήνεται ως «ο γιος του Μπίλυ Μπλου». Ο δικηγόρος του Πετράκης Δήμας αντιδρά και ο Μπίλυ Μπλου τον περιμαζεύει στο σπιτάκι του επιστάτη, έστω και χωρίς να τον αναγνωρίζει.
Λίγο αργότερα θα μπει στο παιχνίδι και η γειτονιά:
Ο Βίκτορας που πρώτα σώζει κι ύστερα «σώζεται» από την Σειρήνα. Χρηματιστής που επένδυσε λάθος κι επιχειρεί να γίνει εις μάτην αυτόχειρας. Αλλά ο Θεός ή η ζωή είναι μεγάλος φαρσέρ και η συγγραφέας αυτό θα φροντίσει να το αναδείξει.
Η Σειρήνα, περίεργη υπερήλιξ που περιπολεί μέσα στις άγριες νύχτες.
Η Εύα Ράττερ, πανεπιστημιακός που πλήττει και περιμένει τον αναποφάσιστο Όττο της να επιστρέψει από μακριά, κυνηγώντας την υπέρβαρη Ρόζα της αντί για σοκολάτα να τρώει καρότα.
Ο Πάρης Ρόθος, παλιός ασφαλίτης που «σκοτώνει ό,τι ενοχλεί» κατά συνέπεια και τον αυτοσυστηνόμενο ως «γιο του Μπίλυ Μπλου» (δεν καταδέχεται πια το Άγγελος Αγγέλου αλλά το γιατί δεν θα το μάθουμε εμείς παρά την τελευταία στιγμή και μην επιμένετε, γιατί δεν θα σας πω τον… δολοφόνο).
Η δράση θα αρχίσει από την στιγμή που ο νεαρός «γιος του Μπίλυ Μπλου» θα μοιράσει εκείνα τα περιβόητα «γαλάζια χαρτάκια». Προηγουμένως έχοντας προσληφθεί ως… κηπουρός των πάντων, έπεφτε σαν επιληπτικός κάθε τόσο στη γη και πια είναι σε θέση να μιλήσει για τους κραδασμούς της.
Αυτή η προσωπική εντύπωση περί παρακολούθησης θα φέρει στην αραιοκατοικημένη εξοχική περιοχή κυριολεκτικά τα πάνω- κάτω. Σε συλλογικό επίπεδο (έτσι δεν συμβαίνει πάντα και σε όλους τους κραδασμούς;), εφόσον πολλοί θα φοβηθούν και θα φύγουν, σπίτια όλως μυστηριωδώς θα πιάσουν φωτιά.
Και σε ατομικό (υπάρχουν πάντα και παράπλευρες απώλειες), ο γιος του Μπίλυ Μπλου θα φυγαδευτεί, ο Μπίλυ Μπλου θα απαχθεί, ο Βίκτωρας θα βρεθεί προ των ευθυνών του, ο Πάρης Ρόθος και η Σειρήνα θα αποκαλυφθούν, ο Πετράκης Δήμας θα αμφισβητηθεί, η Εύα Ράττνερ θα αφυπνιστεί επωδύνως, ο Όττο θα προδοθεί και θα συμβιβαστεί, η Ρόζα θα αρχίσει δίαιτα και θέατρο…
Το φινάλε απρόσμενο, ανατρεπτικό και αιφνιδιαστικό.
Αντιστρέφει όλο το προηγούμενο σασπένς και επιλέγει να δει σκωπτικά της ζωής μας την τραγωδία: Ιδεολογίες, εμμονοληψίες, «ο μεγάλος αδελφός» και η σύμβαση της σύγχρονης οικογένειας, στο ανελέητο συγγραφικό στόχαστρο, αντιμετωπίζονται κοινωνιολογικά και ψυχαναλυτικά και κατατροπώνονται με το παντοτινό όπλο, το χιούμορ.
Με οξυδέρκεια και άποψη αντιμετωπίζεται κριτικά η περιοχή, ήτοι το σύγχρονο αττικό τοπίο και τα έγκατα αυτού όπου ακόμα και το… χορτάρι διαθέτει αυτιά και ο σχεδόν αυτιστικός «γιος του Μπίλυ Μπλου» μάτια. Διότι όταν τελειώσει το μυθιστόρημα ο αναγνώστης θα πρέπει όλα να τα ξανασκεφθεί από την αρχή.
Το αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που είναι περιπέτεια, ιστορία κατασκοπίας, ψυχολογικό θρίλερ, μπουλβάρ χαρακτήρων, η κωμωδία της ζωής μας και όλα μαζί. Η οξυδερκής αποδοχή των πραγμάτων και το χιούμορ θα αποδειχθούν ο λυτρωτής των πάντων. Διότι «για το τέλος του δεν ανησυχούσε πια ο Μπίλυ Μπλου. Είχε εγκαταλείψει τη μακροχρόνια προετοιμασία του θανάτου, και ας πλησίαζε τα εβδομήντα βιαστικά. Και, εν πάση περιπτώσει, ας πέθαινε όπως τύχαινε! Έτσι δεν συμβαίνει με όλους;» Επειδή αυτό είναι το ζητούμενο, πάντα. Και οι θεσμοί, δεσμοί, ιδεολογίες, θρησκείες, οικογένειες, αστυνομίες, εκείνο πάντοτε υπηρετούν. Αλλά καμιά φορά η συγγραφική ματιά τα αντιμετωπίζει όλα αυτά επαναστατώντας και γελώντας. Και η νίκη πάντοτε επ’ αυτού!

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Νένη Ευθυμιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έγινε δικηγόρος Αθηνών.
Από το 1973 ασχολείται συστηματικά με την πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα:
«Εσύ και εγώ μοιάζουμε λιγάκι» (Δωρικός, 1973),
«Ο κήπος με τα αγάλματα» (Νέα Σύνορα, 1978),
«Αθόρυβες μέρες» (Εστία, 1988),
«Τρυφερός θάνατος» (Εστία, 1990),
«Οι πολίτες της σιωπής» (Καστανιώτης, 1993),
«Η πόλη των γλάρων» (Καστανιώτης, 1997),
«Οι τυχοδιώκτες» (Ελληνικά Γράμματα, 2000),
«Εγώ και ο Μαγγελάνος» (Κέδρος, 2005),
«Τρεις νύχτες και ένας νεκρός» (Μίνωας, 2005).
Συμμετείχε επίσης σε πολλές εκδόσεις ομαδικού χαρακτήρα, με μικρότερης έκτασης πεζογραφήματα.
Διηγήματα, δοκίμια και άρθρα της δημοσιεύονται συχνά στον ημερήσιο Τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Έχει μεταφράσει δοκίμια και ποιήματα από τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά, και επί τριετία δίδαξε συστηματικά Δημιουργική Γραφή.
Μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμιά της έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, στα ιταλικά και στα αγγλικά.

ΥΓ. Νένη και πάλι, γιατί έτσι! Επειδή έμενε δίπλα στον Σπ. στη Βουλιαγμένη και επειδή τα δύο σπίτια δεν υπάρχουν πια.
Και επειδή γράφω γι’ αυτήν (και συνυπάρχω) στα «Οικοεγκλήματα» που θα κυκλοφορήσουν από τον «Κέδρο» σε δεκαπέντε μέρες ( Διηγήματα 13 συγγραφέων ΟΙΚΟΕΓΚΛΗΜΑΤΑ: Ανδρέας Αποστολίδης, Νεοκλής Γαλανόπουλος, Ελένη Γκίκα, Νένη Ευθυμιάδη, Γιάννης Ευσταθιάδης, Τάσος Καλούτσας, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ανδρέας Μιχαηλίδης, Γιάννης Πανούσης, Μάκης Πανώριος, Γεράσιμος Ρηγάτος, Χρύσα Σπυροπούλου, Χρήστος Χαρτοματσίδης. Σε επιμέλεια Χρύσας Σπυροπούλου. Νένη επειδή συνυπήρχαμε με διαφορά μιας εβδομάδας Τρίτη στην «Καθημερινή». Νένη επειδή είναι τόσο μα τόσο θα είναι για πάντα, τόσο ξεχωριστή! Νένη για τις φορές που ήπιαμε κρασί και μπύρα, καφέ και τσαγάκι άκρη στη θάλασσα, για όσες φορές γελάσαμε, για όσες φορές χαθήκαμε σε ατέλειωτες, μαγευτικές, του κεφαλιού μας εντελώς κατασκευές. Για κείνη τη φορά που είχα γίνει 33 και έλεγα πως «ήρθε η ώρα μου».
Νένη, ξέρεις ακόμα τα έχω τα αρωματικά άλατα τριανταφυλλάκια και καρδιά. Κι αυτό το καραβάκι από άμμο μεσ’ στο μπουκάλι, κι αυτό το κρατάω!