Μια ιστορία για έναν άντρα που φοβόταν τις θύελλες, για μια γυναίκα που της έμελλε να φύγει, για μιαν άλλη που πέτρωσε περιμένοντας, για κείνη που όταν διαβάζει Ρεμπώ τον θυμάται, για την μεγάλη απούσα που όταν επιστρέφει είναι πάντοτε αργά. Για την Μεγάλη Τραγική που επικοινωνεί μαζί του και μετά θάνατον με «Υγρές Σελίδες». Τους συνδέει εξάλλου ένα κοινό παρελθόν- μυστικό.
Διότι εντελώς ξαφνικά, μια μέρα με χειμωνιάτικη λιακάδα, ένας άντρας πνίγεται και πέντε γυναίκες θα χρειαστεί μέσα σε τρεις μέρες να ανασυναρμολογήσουν τον κόσμο. Μαζί με ένα παιδί, τον αστυνόμο κι εκείνον με το περίεργο σημάδι που είχε τρέλα με τις μηχανές.
Ένα βιβλίο για τον φόβο και τις επιδιώξεις, για την επιθυμία και τις ενοχές, για τον έρωτα που καταστρέφει και την αγάπη που σώζει, για τον θάνατο που είναι και ο μεγάλος ερωτικός, για τα βιβλία που κρατούν τα κλειδιά και λύνουν το αίνιγμα. Για τους αναγνώστες που, όπως είπε ο Μπόρχες «είναι κύκνοι πιο μαύροι και πιο σπάνιοι κι απ’ τους καλούς συγγραφείς». Για τις επισφαλείς βεβαιότητες και τους νομοτελειακούς κανόνες ενός αβέβαιου, θαυμαστού κόσμου. Για αινιγματικές απαντήσεις σε αυτονόητες ερωτήσεις που δεν έγιναν ποτέ. Για την αλήθεια που είναι φως και φωτιά, αναλόγως….
Ε ναι στο αυτί (ή φτερούγα) βιβλίου (το λένε και έτσι), αυτό γράφει:
Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε και εξακολουθεί να ζει στο Κορωπί. Με απιστία κάποιων χρόνων στην Αθήνα. Το μόνο που έμαθε σ’ αυτή τη ζωή (και που κάνει κέφι να κάνει) είναι να διαβάζει. Βιβλία, Μανιωδώς. Από δίψα γραφής έγραψε κιόλας: Μυθιστορήματα, ποίηση, διηγήματα, συνεντεύξεις, άρθρα και κριτικές σε περιοδικά κι εφημερίδες. Δημοσιογράφος είναι, ξεκίνησε από το «Αντί» και το «Φαντάζιο», όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό. Για δέκα χρόνια εργάστηκε στο ραδιόφωνο και στις Εικόνες. Και με αντικείμενο το βιβλίο πάντοτε, εδώ και 15 χρόνια, στο «Έθνος της Κυριακής». Έχει την επιμέλεια της νεοελληνικής σειράς στις εκδόσεις «Άγκυρα». Έχει εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές, δυο συλλογές με διηγήματα, εννιά μυθιστορήματα, έναν τόμο με συνεντεύξεις και ένα παραμύθι. O «Υγρός Χρόνος» είναι το δέκατο μυθιστόρημα.
Προτελευταία σελίδα, όοοολες οι νύχτες της μοναξιάς στο Κορωπί:
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
ΠΟΙΗΣΗ:
«Σηματοδότες», 1984
«Δρασκελιές», Θεωρία, 1988
«22 χρωματικές μεταμφιέσεις και 11 αιρετικά ποιήματα», Δωδώνη, 1992
«Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα», Φιλιππότη, 1996
«Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι», Φιλιππότη, 1997
«Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα», Φιλιππότη, 1998
«Θόλωσα, θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα», Άγκυρα, 2000
«Άβυσσος, άλγος, άλμα, αρχίζω» Άγκυρα, 2002
«Εν αταξίαις άτακτοι όντες» Άγκυρα, 2006
«Το γράμμα που λείπει» (υπό έκδοση)
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
«Όνειρα από Toplexil», Φιλιππότη, 1997
«Εάν ο Καρυωτάκης παντρευότανε την Πολυδούρη», 1998
«Μια καρδιά στο στομάχι» (υπό έκδοση)
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ:
«Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;», Φιλιππότη, 1996
«Αναζητώντας τη Μαρία», Άγκυρα, 1998
«Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;», Άγκυρα, 1999
«Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου», Άγκυρα, 2001
«Το αίνιγμα του Άλλου», Άγκυρα, 2003
«Οι κούκλες δεν κλαίνε», Άγκυρα, 2004
«Χαίρε, παραμύθι μου», Άγκυρα, 2005
«Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς», Άγκυρα, 2006
«Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», Άγκυρα, 2007
«Υγρός Χρόνος», Άγκυρα, 2008
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ:
«Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», Φιλιππότη, 1998
«Άρον, άρον εγέννετο αύριο» (υπό έκδοση)
ΠΑΡΑΜΥΘΙ:
«Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα», Άγκυρα, 2007
Και ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ, έτσι πιο… λιανά:
Μια αστυνομική ρεπόρτερ χρειάζεται να καλύψει τον πνιγμό ενός παλιού της αγαπημένου. Μια φιλόλογος επιμένει ότι τον έχει σκοτώσει αυτή. Η πρώην γυναίκα του και ο γιος του ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί λάθους. Ο αστυνόμος αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί το πτώμα. Η σύζυγος επιμένει να τον κηδέψει ως να επρόκειτο γι’ αυτόν. Και σα να μην έφαναν όλα αυτά, μια γυναίκα από το μακρινό παρελθόν επιστρέφει και όλα δείχνουν ότι έχουν κάποιο παλιό μυστικό: που τους βαραίνει, που τους χωρίζει, που τον κάνει να της χαρίσει όλες τις ημερολογιακές του σελίδες καθώς και το αρχείο με κείμενά της που μάζευε εδώ και καιρό.
Το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί και αγραμμικά: να επιλέξει ο αναγνώστης μια από τις γυναίκες που θέλει να ακούσει την δική της εκδοχή για την ιστορία. Να δει αυτόν τον άντρα, μέσ’ απ’ τα μάτια της (πώς γίνεται άλλος, τελικά!)
Και επειδή αυτό που μετράει είναι ο Τρόπος (εξάλλου όλα έχουν ξαναειπωθεί, μονάχα το ΠΩΣ, είναι δικό μας), ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ:
Κεφάλαιο 1ο:
α) Για έναν άντρα που φοβάται τις θύελλες
Αυτή τη φορά, όμως, δεν σώθηκε.
Εκεί που ήμασταν σίγουροι, όχι, δεν σώθηκε. Αλλ’ έτσι δεν συμβαίνει πάντοτε στη ζωή; Εκεί που βαδίζουμε απόλυτοι και με βεβαιότητες, να ‘σου, πρωταγωνίστρια λαμπερή αυτή και σου τη φέρνει. Αλλάζει εντελώς την προσχεδιασμένη πλοκή, με μια τοσοδούλα «τυχαία» πράξη, ανατρεπτική και ασήμαντη, ικανή, όμως, σα ντόμινο να συμπαρασύρει τα πάντα. Σαν τη χιονοστιβάδα, να σου αλλάζει το είναι σου και το έχει σου.
Διότι έτσι είναι, τελικά. Στις σιγουριές μας, κτυπά η ζωή.
Είναι μια ηλιόλουστη μέρα, φωτεινή, απ´ εκείνες που την κάνουν να ξεχνιέται, γι’ αυτό τις φοβάται.
Βαδίζει σκυφτή και κάπως βαριά, σιωπηλή, στην επαρχία η σιωπή μοιάζει με πολυτέλεια. Κρατά μ’ επιμονή τα μάτια στη γη, μήπως γλιτώσει καμιά καλημέρα.
Έχει μια βιάση εσωτερική. Σα να βαδίζει από κάπου σε κάπου. Επείγεται για να βρεθεί, επιτέλους, στο κάπου.
Όπου κι αν είναι εκείνο το κάπου, επιτέλους, ας βρεθεί.
Δεν της ταιριάζει η μέρα. Θα προτιμούσε να είναι κάπως πιο σκοτεινή. Μια μουντή, λίγο πριν από τη βροχή, χειμωνιάτικη μέρα. Αυτή είναι η μέρα που προτιμούσε. Μια και θα είναι αυτή που θα αφηγηθεί.
Η Μάνια. Γεμάτη μανία και πάθος. Που δεν το δείχνει, αλλά το φοβάται. Και που δεν θέλει να είναι αυτή που θα αφηγηθεί. Που τώρα βαδίζει έτσι σκυφτή και με βιάση σε αυτή την ιδιαίτερα ηλιόλουστη μέρα, αλλά για την ιστορία της, θα την προτιμούσε, σίγουρα, πιο σκοτεινή.
Είναι μεσημέρι Σαββάτου και αν και αισθάνεται πως έχει προορισμό, στην αρχή, όμως, ξεκίνησε έτσι’ χωρίς κανέναν απολύτως προορισμό.
Το σπίτι της είναι ψηλά’ πολύ ψηλά, προς την άκρη της πόλης. Απ’ τα παράθυρά της βλέπει τον Υμηττό. Απ’ όποιο παράθυρο και να κάνει, είναι μπροστά της αυτό το απόλυτα οικείο, αλλοπρόσαλλο βουνό. Με τους σατανιστές και τον προφήτη του. Με τις νεράιδες και τα δυο σκοτωμένα παιδιά. Με τις σπηλιές και με τους θησαυρούς των αρχαιοκαπήλων. Με την αρχαία Σφηττό και την καινούργια σαν την καιόμενη βάτο χωματερή.
Έτσι ν’ απλώσει το χέρι της, πιάνει και τις φλόγες και τα σκουπίδια. Και το μαντήλι και τις νεράιδες και τις κερένιες κούκλες.
Ο δρόμος της, μέχρι πρόσφατα, ήτανε χωματόδρομος. Να φτάσει τόσο ψηλά η άσφαλτος μονάχα γι’ αυτήν; Θα μπορούσε, βεβαίως, να μένει στο κέντρο της πόλης, στο πατρικό της. Αλλά αυτή, για την μεγάλη επιστροφή της επέλεξε το παράσπιτο του οικογενειακού τους περιβολιού. Ποιος να φυτέψει μαρούλια και λάχανα, σήμερα;
Κι ύστερα, είναι και η ατέλειωτη φασαρία της δουλειάς. Όλη μέρα, αίματα, πτώματα, υπαστυνόμοι και τρελά περιπολικά. Αλλά και στο γραφείο, δεν γίνεται να ηρεμίσει κάποιος. Τηλέφωνα, συνάδελφοι, φαξ…
Γι’ αυτό, όταν γυρνούσε τα βράδια προτιμούσε αυτό ακριβώς’ το απόλυτο τίποτα. Το απολύτως μηδέν. Ή μάλλον τη μαγική σιωπή του τρελού βουνού της.
Όμως, ετούτο το μεσημέρι, επείγεται. Για να κατέβει στο κέντρο.
Διασχίζει με βιάση το καινούργιο γήπεδο του ΑΟΚ. Περνάει χωρίς καν να δει την παιδική χαρά και το αποκεντρωμένο τέταρτο δημοτικό., μπαίνει στο πρώτο εμπορικό κέντρο, της χαιδεύει τη μύτη ο φρεσκοαλεσμένος ελληνικός’ ούτε στο φούρνο της δεν σταματά για το κλασικό σταφιδόψωμο της κυρα- Δέσποινας. Μοιράζει κάμποσες μηχανικές καλημέρες’ αγοράζει εφημερίδα και τσιγάρα στο περίπτερο, ευτυχώς ξέρει ο Γρηγόρης τι και πως και δίχως να έχει απολύτως λόγο κανένα, κοκαλώνει στην κολώνα της πρώτης πλατείας. Σ’ αυτήν όπου συνήθιζαν να καρφιτσώνουνε τα κοινωνικά. Μνημόσυνα, ετήσια και σαρανταήμερα, κηδείες, ξέρετε, τα γνωστά. Υπήρχαν οι μόνιμοι αναγνώστες- θαμώνες αυτής της ιδιάζουσας υπαίθριας εφημερίδας. Συνήθως ηλικιωμένοι, για να γνωρίζουν, κάθε φορά, αυτή τη φορά, και ποιον θ’ αποχαιρετίσουν.
Εκείνη, όμως, δεν έχει λόγο κανένα!
Και τότε το βλέπει’ Ο άνθρωπος που φοβόταν τις θύελλες, έφυγε. Τέτοια συνωνυμία, δεν είναι δυνατόν! Κι ύστερα, είναι και το πατρώνυμο, η ηλικία, το επάγγελμα…
Άγγελος- Αχιλλέας Κομνηνός.
Ετών 52 ιατρός…
Γυρίζει γύρω- γύρω σαν παραλοισμένη’ ναι, αλλά πώς! Κοίτα, την ώρα που τους χρειάζεσαι χάνονται! Πώς άδειασε έτσι η πλατεία, κι ο κόσμος, ολόκληρος ο κόσμος, άδειος κι αυτός.
Και, τότε, το σκέφτεται. Εκείνο το «κάπου» που αγνοούσε, μα ωστόσο πήγαινε, εκείνο το «κάπου» που μέσα βαθιά τόσο καλά γνώριζε… Αυτό το σημάδι του υπερεπείγοντος πρωινού που ήταν σαν άλυτος υπαρξιακός γρίφος.
Και ετούτο το ηλιόλουστο χειμωνιάτικο χάδι. Μονάχα μια τέτοια ζεστή και διάφανη μέρα θα μπορούσε να φύγει αυτός’ ένας άντρας που πάντα φοβόταν τις θύελλες. Και που ακόμα εκείνη δεν ήξερε πως της έπεφτε ο κλήρος, αυτή, τελικά, να μιλήσει.
β) Η γυναίκα που της έμελλε να φύγει.
Θα πρέπει να έγινε σε κείνη το πρώτο τηλεφώνημα’ ενδεχομένως λόγω του παιδιού, αλλιώς δεν εξηγείται.
Έξω μαινόταν μια ολόφωτη, γιορταστική Μητροπόλεως. Δεν είχαν σβήσει, ακόμα, τα φώτα της γιορτής, δεν είχαν αποκαθηλωθεί καράβια και δέντρα. Μετρούσε μέρες αντίστροφα το δέντρο του Συντάγματος και το δικό της στο σαλόνι ανέδυε ένα άρωμα παρακμής.
Υπήρχαν φορές που, για να γλιτώσει να ξεστολίσει δεν στόλιζε καν, το απέφευγε.
Κι ήταν κάτι που την χαρακτήριζε και στην υπόλοιπη ζωή της. Φοβόταν τόσο το τέλος, που ούτε καν άρχιζε. Ή, έτσι και ξεκινούσε, έσπευδε στο τάκα- τάκα να τελειώσει για να βάλει τελεία και παύλα στον τρόμο της.
Ήταν έντεκα το πρωί και συνέλαβε τον εαυτό της να εκτελεί τις καθημερινές υποχρεώσεις, μηχανικά.
Άκουσε το τηλέφωνο και ξαφνιάστηκε. Από το Υπουργείο, συνήθιζαν να της τηλεφωνούν πάντα στο κινητό. Δεν ήταν η μέρα που θα ερχόταν για τον Σέργιο ο πρώην άντρας της και για οποιονδήποτε άλλο ένα τόσο πρωινό τηλεφώνημα απλώς δεν ήταν και τόσο ευγενικό.
Δεν θυμάται, όσο και το προσπαθεί αργότερα, το τι άκουσε. Εκείνο, όμως, που αισθάνθηκε ήταν πως ήταν σα να το περίμενε.
Ένοιωσε έτοιμη για την είδηση’ καθόλου δεν ξαφνιάστηκε, παρ’ ότι ήταν τόσο αντιφατική με την ηλιόλουστη μέρα.
«Μια τόσο χαρούμενη μέρα», σκέφτηκε, «σίγουρα θα του αρέσει».
Κι αμέσως μετά, «να δω με τι τρόπο θα το πω στον Σέργιο…»
Ύστερα, έγιναν όλα αφάνταστα σαφή και διακριτά. Τα δέντρα στο δρόμο, οι άνθρωποι με τα πακέτα που έβλεπε μέσα το δώρο, το γέμισμα του καναπέ και οι σούστες της μεγάλης πολυθρόνας. Οι κόκκοι της σκόνης, τεράστιοι, σα μικρές, μικρές πεταλούδες. Οι πόροι στο δέρμα της σπηλιές, που τις ξεχωρίζει στον μεγάλο καθρέφτη.
«Γέρασα», σκέφτεται η Μόνα. Μόνη. Με έναν γιο στη εφηβεία κι έναν πρώην άντρα που πνίγεται.
Εδώ και χρόνια, ολοένα, πνίγεται. Και να που φεύγει, έτσι ξαφνικά, μια ηλιόφωτη μέρα.
Και έτσι ξαφνικά, και σα να μην άκουσε τίποτα, πήρε να τινάζει τραπεζομάντηλα, να βάζει νεράκι στα βάζα.
«Ζουμπούλια, να θυμηθώ ν’ αγοράσω ζουμπούλια που τόσο του άρεσαν», σκέφτεται.
Βγήκε την άλλη μέρα το πρωί. Φορώντας μαύρο ταγιέρ κι αυτή’ ο Σέργιος μπλε σκούρο κοστούμι. Επίσημος και σκοτεινός. Δεκαεφτά χρονών στην πρώτη εορταστική του μέρα στην πόλη του πατέρα.
«Όλοι θα μας κοιτάζουν», σκέφτεται η Μόνα, δρασκελίζοντας το κατώφλι. «Η σκύλα- σύζυγος που ξαφνικά ένα πρωί σηκώθηκε να φύγει. Αυτόν που φεύγει κατακρίνουν πάντοτε. Και σα να μην έφτανε αυτό, τώρα και οι νεκροί δεδικαίωται>.
«Έπρεπε να σε είχα σκοτώσει», ψιθυρίζει, βάζοντας τα μαύρα γυαλιά της, έτσι ξαφνικά, και με οργή,
Δίπλα της το παιδί σοβαρό’ δεν έβγαζε άχνα. Έτσι ήταν πάντοτε ο Σέργιος, βουβά επικριτικός.
Οδηγούσε, όπως έζησε μια ζωή’ μηχανικά και σωστά. Με μια επισταμένη εσωτερική προσοχή. Εξωτερικά αφηρημένη,
Στο σπίτι έφτασαν ένα τέταρτο μόλις πριν από τον αστυνόμο. Ήταν ήδη γεμάτο, σαλόνι, αυλή. Θα τον θυμάται πάντα τον ψίθυρο. Εξάλλου, είχαν και δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια να την δουν.
Ο Σέργιος ήταν μονάχα δύο χρονών τότε, όταν έφυγε τη νύχτα.
Μια ατέλειωτη νύχτα που έφυγε. Αχ πόσο τη θυμάται. Για την διάρκειά της περισσότερο, τη νύχτα αυτή της ατέλειωτης φυγής. Που διαρκεί ακόμα. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια.
Από το σπίτι τους, την καταραμένη υγρή πόλη κι αυλή, από το ποτό του, απ’ τη ζωή της’ μια ζωή έφευγε.
Σε μια ατέλειωτη κεντρομόλα και φυγόκεντρη, ταυτοχρόνως, διαδρομή που διαρκεί μέχρι σήμερα’ τώρα.
Γιατί κι αυτή τη στιγμή, επιστρέφοντας, φεύγει, Η γυναίκα που της έμελλε να φύγει κι ούτε που ξέρει για πού.
γ) ΥΓΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: του πνιγμού
Πνιγόμουν, συνήθως! Αυτό το όνειρο έβλεπα. Ότι πνιγόμουν! Ακριβώς! Τον πρώτο καιρό, σε μια θάλασσα. Την εποχή τη δύσκολη, στο βούρκο. Κι όταν έφυγες εσύ, στην παιδική μπανιέρα μου.
Γαλάζια ήταν θυμάμαι. Με μια ρίγα κίτρινη σαν φως από λάμπα θυέλλης.
Πόσο τις τρόμαζα τις θύελλες! Εγώ, κοτζάμ άντρας! Κι άντε να σε πείσω μετά για το πόσο σπουδαίος ήμουν, πόσο μασίφ, πόσο άτρωτος. Εγώ, ο απολύτως ευάλωτος και που κρυβόμουν, σαν ρίο μάρε, κοβόμουν με μια καρδιά μαρουλιού.
Αλλά εκείνο που, εν τέλει, μετρά είναι «τα φαινόμενα». Και ως συνήθως «τα φαινόμενα» είναι εκείνα που μια ζωή εξαπατούν. Εφόσον η αδυναμία μας είναι εκείνη που τόσο καλοδουλεμένα σμιλεύει την εικόνα μας.
Και σύμφωνα με τα φαινόμενα είναι ένας άνθρωπος που τον έχει καλά σμιλέψει η φωτιά στο αμόνι. Ένας άνθρωπος στέρεος και ρεαλιστής, ένας άντρας που ξέρει πολύ καλά το πού τελικά, πατά και στέκει. Ένας άντρας που δεν παραδέχεται ποτέ ότι βλέπει όνειρα. Ένας άνθρωπος όλος γη, Γη και φωτιά. Εκ των πραγμάτων. Ασχέτως αν κάποια δεδομένη στιγμή, ανεμοστρόβιλος φάνηκε πως πήρε τη ζωή του.
Εκείνος, όμως, παρέμεινε εκεί. Σκληρός κι αμετακίνητος. Καλοσιδερωμένος. Ατσαλάκωτος. Αλώβητος
Τις μέσα του ζάρες πέρασαν πάρα πολλά χρόνια για να μπορέσει κι ο ίδιος να τις δει.
Ζούσε σε ένα τεράστιο γωνιακό σπίτι που έβλεπε σε μια απόκεντρη πλατεία. Σε μια πλατεία που, όμως, ποτέ δεν παίζανε παιδιά. Υπήρχε, λένε, ένα παλιό πηγάδι με νεράιδες που ούτε που φαινόταν τώρα πια, αλλά που τα τρέλαινε, λέγαν, τα παιδιά. Τα ξετρέλαινε και παίρνανε τους δρόμους. Ή ίσως και να ‘τανε ο αράπης, ο εβραίος ή ο γύφτος, όπως τον έλεγε η μαμά.
Η μαμά, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ήτανε «πανταχού παρούσα». Όσο απών, συνήθως, ήταν ο μπαμπάς. Τόσο «πανταχού παρούσα» ήταν η μάνα μου. Φορούσε μονίμως ένα μικρό διαμαντένιο σταυρό κι έναν κολιέ με μικρά και κομψά μαργαριτάρια. Πολύ κομψά και πολύ διακριτικά που θα έπρεπε πολύ καλά να γνωρίζεις τη αξία τους για να μπορέσεις, τελικά, να τα καταλάβεις. Όλα έτσι κομψά, διακριτικά και πολύτιμα τα φορούσε η μαμά. Είχε μάτια σκιστά, πράσινα, αμυγδαλωτά και ίσια ολόμαυρα μαλλιά μέχρι τους ώμους. Πολύ απλά έτσι κι αυτά χτενισμένα, Έπαιρναν ώρες της Κατρίν στο κομμωτήριο για να φανούνε, τελικά, έτσι απλά και τόσο ανεπιτήδευτα.
Από εκεί πήρε, εν τέλει, κι αυτός το μάθημά του. Αυτό όπως ήδη είπαμε με «τα φαινόμενα».
Τα χρώματά της ήταν γκρι, γαλάζιο και μερικά μπεζ. Μεταξωτά, μοχαίρ, όλα μαλακά, βελουδένια, επίσης, διακριτικά, Όμως εκείνος τα ‘νοιωθε. Γι’ αυτό και ήθελε συνέχεια να τον αγκαλιάζει. Ζεστά και υγρά.
Ναι. Έτσι, ακριβώς, ήταν.
Τον φώναζε «Αχιλλέα» ή «Άγγελέ μου» και τρελαινόταν. Πόσο του άρεσε ο τρόπος που σερνόταν στα χείλη της το λα. Του άρεσε τ’ όνομά του, ακριβώς, επειδή έτσι τον φώναζε η μάνα του.
Και το δικό της όνομα, εξάλλου, σερνόταν. Σαβίνα. Μ’ εκείνο το βήτα έτσι βαριά και καθοριστικά στο γιώτα και στο άλφα να κατρακυλά. Ακριβώς σαν τον μικρό διαμαντένιο σταυρό στο λαιμό της.
Εκείνος, όμως, την φώναζε μαμά.
Την λέγαν Σαβίνα, αυτός την φώναζε μαμά και κατοικούσαν σ’ εκείνο το τεράστιο γωνιακό σπίτι. Με τις στριφτές μαρμάρινες σκάλες, τα στρογγυλά μπαλκόνια σαν της Ιουλιέτας, τις πέργκολες, τις γλυτσίνιες, τις αζαλέες κι εκείνον τον πεύκο με την κούνια και με τα κάμπιες που φοβόντουσαν τα παιδιά. Σπανίως καθόταν στις κούνιες γιατί τις φοβόταν κι αυτός.
Του άρεσε να κάθεται συνήθως στο ακριανό παράθυρο του πρώτου ορόφου και να κοιτά με τις ώρες την άδεια πλατεία. Εκείνο το παλιό ζαχαροπλαστείο με τα πολύχρωμα ζαχαρωτά στη γωνία. Το απέναντι ανθοπωλείο- όλα δύο επί δύο- με κρίνους, γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα μπουμπούκια ή μεγαλύτερα, μισάνοιχτα.
Εκείνος που τον ξετρέλαινε ήταν ο περιπτεράς. Φωνακλάς και περίεργος. Πανεπόπτης. Στην άκρη της μικρής πλατείας. Της αδιέξοδης.
Το σπίτι τους χωριζόταν σε δυο επίπεδα. Κάτω, εκτός από το σαλόνι και την κουζίνα, βρισκόταν και το Ιατρείο του μπαμπά. Με έξοδο δική του, ξεχωριστή, στο δρόμο. Το άβατο για μένα και τα παιδιά.
Με τα χρόνια αυτό το Ιατρείο έγινε Ιατρείο του, το σπίτι ρήμαξε και η Σαβίνα έγινε φωτογραφία στη σάλα.
Η πλατεία απόκτησε σιντριβάνι, το ζαχαροπλαστείο είναι πια «οπτικά». Μονάχα το ανθοπωλείο παρέμεινε αλώβητο και ο περιπτεράς, σιωπηλός, με γεροντική κατάθλιψη, γέμισε πια ροζ φυλλάδες. Ο παράδρομος κατακλύστηκε από πατίνια. Κι εγώ σαν Ζαν Ντ’ Αρκ, στο ίδιο παράθυρο ατενίζω τον ρημαγμένο κήπο κι ακούω φωνές.
Μαράθηκα, σκέφτομαι. Σαν τα ζουμπούλια της. Κι η μυρωδιά της ραγίζει τη μνήμη, μαζί με ξεχασμένα κλάματα, παιδικά. Με γεμίζει ρωγμές.
Πίνω και γράφω. Τη ζωή μου σα να την έζησε άλλος.
Κι όλο τον βρέχω τον χρόνο. Μήπως μπορέσω και έτσι βρεγμένο, τελικά, να τ’ αντέξω και να τον καταπιώ.
Αμάσητο. Σαν βρέφος που δεν απόκτησε καν την πρώτη του οδοντοστοιχία.
«Εγώ είμαι το μωρό σου», θυμάσαι; Σου είπα και μ’ άφησες. Και τώρα τα γράφω. Λες και δεν ήμουν, εν τέλει, εγώ. Αλλά ένας άλλος, ένας τρίτος. Ένας που κάποτε ήταν Αχιλλέας και μια Σαβίνα τον φώναζε «Άγγελέ μου» μιαν εποχή.
Κι όλο μπροστά του την έβρισκε αυτή την Σαβίνα.
ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ:
«Ο κυρ- Πανικός και η βίβλος των ονείρων» της Σύλβια Πλαθ, Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 556
«Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ» του Ρόλαντ Χάιμαν, Μετάφραση: Έφη φρυδά, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 458
Γράφει η Σαβίνα Στεργίου.
«Αν η Σύλβια Πλαθ ήταν ήδη αντικείμενο λατρείας το Φεβρουάριο του 1963, η αυτοκτονία της θα δημιουργούσε τεράστια αναταραχή»… σημειώνει χρόνια μετά ο βιογράφος της (ένας από τους βιογράφους της) Ρόλαντ Χάιμαν, χαρίζοντάς μας μια γεμάτη και αινιγματική ζωή σαν υπαρξιακό θρίλερ.
Διότι έτσι και έζησε, μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του 20ου αιώνα, στην κόψη. Ανάμεσα στην ιδιοφυία και στην κατάθλιψη. Κι έτσι έφυγε. Μόλις τελειώνοντας ένα ευφάνταστο και με χιούμορ παιδικό, και αφού προηγουμένως είχε καθαρίσει όλο το σπίτι, είχε ετοιμάσει το πρόγευμα των παιδιών και είχε καλύψει τις χαραμάδες στις εσωτερικές πόρτες με βρεγμένα πανιά για να τα προστατέψει.
Άφησε πίσω της, πλήθος κειμένων. Ποιήματα που θα της χαρίσουν δεκαεννιά χρόνια μετά τον θάνατό της, το Πούλιτζερ. Μεταθανάτια καριέρα και ένα σχεδόν μυθικό πια «Γυάλινο κώδωνα» με το όνομά της το αληθινό. Βιογραφίες που της ζηλεύει και το καλύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Τον γρίφο της ζωής και του θανάτου της, όμως, το είχε η ίδια ήδη αποκαλύψει αποσπασματικά.
Και το διαπιστώσαμε πρόσφατα, μέσα από δυο εκδόσεις που την αφορούν, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Μελάνι».
Την βιογραφία του Ρόναλντ Χάιμαν «Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβια Πλαθ» σε μετάφραση Έφης Φρυδά και τα διηγήματά της «Ο κυρ- Πανικός και η βίβλος των ονείρων και άλλες ιστορίες» σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά.
Στη βιογραφία, που διαβάζεται και ως ιστορία μυστηρίου, ο συγγραφέας ζωντανεύει στο χαρτί μια χαρισματική, ευαίσθητη, γενναία και γεμάτη ζωή γυναίκα, που πόρρω απέχει από την καταθλιπτική ποιήτρια. Και φωτίζει όλα τα σκοτεινά σημεία της σχέσης της με τον Χιουζ. Βασισμένος στην ποίηση και στα ημερολόγιά της, σκιαγραφεί το όριο και αποδίδει στο έπακρο το μεγαλείο της και την εξίσου μεγαλειώδη της πτώση.
Στα διηγήματά της «Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων και άλλες ιστορίες», η Σύλβια Πλαθ, αποκαλύπτει όλο το βάθος, το φως και το σκοτάδι της ζωής της.
Τη συγκλονιστική σχέση της με τον πατέρα της (ο οποίος όταν πέθανε η ποιήτρια ήταν οκτώ χρονών) στην ιστορία «Ανάμεσα στους μπάμπουρες». Τον φόβο της για τον φοβερό θεό της τρέλας στο πρώτο διήγημα του βιβλίου «Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των ονείρων».
Τα περισσότερα απ’ αυτά, αποσπάσματα από τα ημερολόγιά της, «γεγονότα- όπως υποστήριζε η μεταφράστρια- τα οποία εμπλουτίζει με λεπτομέρειες για να φτιάξει μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι και φανταστική».
Η ίδια η ζωή της, θα μπορούσε να είναι «και φανταστική». Η ζωή της που έγινε έργο της. Διότι «σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, η Πλαθ υπήρξε συνειδητοποιημένη συγγραφέας. Ζούσε με τις λέξεις, πάλευε μαζί τους, προσπαθώντας να τις τιθασεύσει, να τις κάνει να πουν αυτό που εκείνη ήθελε».
Γι’ αυτό και «Ο κυρ- Πανικός και η βίβλος των ονείρων» παραμένει ακόμα «ένα ανοιχτό βιβλίο». Αναλόγως του πόσο γνωρίζει κανείς την ποιήτρια, από το πόσο βαθύς ή συγγενικός αναγνώστης της μπορεί να είναι. Έμπλεο, πάντως, μαγείας και χιούμορ, ποιητικότητας, σπαραγμού και σαρκασμού.
Εμπεριέχοντας όλο το φως και το σκοτάδι που μπορεί να περικλείει μέσα της μια ύπαρξη. Με μια γραφή «καθόλου θηλυκή», όπως επισημαίνει ο Γιάννης Αντιόχου στο επίμετρό του. «Αλλά γραφή έντονα αρσενική και καλυμμένη από ένα πλέγμα απόκρυφων συμβόλων που δύσκολα απομονώνεται».
Αυτό που αξίζει κανείς να υπογραμμίσει, βεβαίως, είναι ότι την τέχνη του θανάτου η Σύλβια Πλαθ την ήξερα πολύ καλά. Είχε μαζί της μια σχέση σχεδόν ναρκισσιστική.
«Μόνο το Φόβο πρέπει να αγαπάς
τον ίδιο τον Φόβο.
Η αγάπη για τον Φόβο είναι η αρχή της σοφίας.
Μόνο το Φόβο πρέπει να αγαπάς
Τον ίδιο τον Φόβο.
Είθε Φόβος και Φόβος και Φόβος να είναι πανταχού παρών>.
Κι εκείνον, γράφοντας για κείνον, ξόρκιζε.
«Γράμματα γενεθλίων» του Τεντ Χιουζ, Μετάφραση/ Εισαγωγή/ Σημειώσεις: Γιάννης Αντιόχου, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 251
Γράφει η Σαβίνα Στεργίου
«Σηκώνω το κεφάλι μου-
μήπως και συναντήσω τη φωνή σου.
Μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον
που ξέσπασε πάνω μου.
Ύστερα κοιτάζω πίσω
Στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις.
Είσαι δέκα χρόνια νεκρή.
Μια ιστορία είναι μόνο.
Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Ποιητική συλλογή που λειτουργεί πια στα όρια του μύθου, εφόσον και τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα συνεχίζουν μια διαλεκτική πέρα απ’ τον χρόνο. Και μεταξύ τους και με τον αναγνώστη. «Τα γράμματα γενεθλίων» του Τεντ Χιουζ που κυκλοφόρησαν απ’ το «Μελάνι» δεν είναι άλλο από «την ιστορία της» και «την ιστορία του». Την ιστορία της Σύλβια Πλαθ, της ποιήτριας που αυτοκτόνησε μετά από τον χωρισμό της και τη σχέση του με την Άσια Γκάτσμαν Γουέβιλ και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ μετά τον θάνατό της. Την ιστορία του που, παρά το τεράστιο ποιητικό του μέγεθος, η ζωή και το όνομά του σημαδεύτηκε από μια διπλή αυτοκτονία: της Σύλβια και της Ασια. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μονάχα που η Άσια επέλεξε να πάρει μαζί και την κόρη τους.
Η καταδικαστική απόφαση των φεμινιστριών και υπέρμαχων της ποιητικής της Πλαθ (ιδιαίτερα στη γενέτειρά της, την Αμερική) ότι τη «σκότωσε», φαίνεται να συνέβαλε στην απόφαση του Τεντ Χιουζ να ζήσει, σχεδόν μια ζωή… γράφοντάς της. «Ογδόντα οκτώ ποιήματα μνήμης, αγάπης, τρυφερότητας, στοργής, χαράς, προσδοκίας, οργής, βίας, μανίας, σπαρακτικής οδύνης, γοτθικού τρόμου, δαιμονολογίας και δαιμονοληψίας, γητέματος, βασκανίας». Όπου ο Χιουζ «σπάζοντας τη σιωπή του αναφορικά με την Πλαθ, γράφει μια μεγάλη ποίηση του Έρωτα και του Θανάτου».
«Στο ευρύ κοινό- σημειώνει η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου στο Επίμετρο του βιβλίου- έγινε γνωστός ως Δαφνοστεφής Ποιητής στην υπηρεσία της βασιλικής αυλής, ως καταραμένος και «ένοχος» σύζυγος της Αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ, ως συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, αλλά κυρίως ως ποιητής με το σπάνιο χάρισμα να ζωντανεύει τον φυσικό κόσμο, να εμφυσά ψυχή στα ελώδη τοπία και τα άγρια ζώα της αγγλικής ενδοχώρας». Ωστόσο «αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της γενιάς του, που δεν περιορίστηκε στα βρετανικά σύνορα».
«Ο Χιουζ είναι ο υμνωδός του τίποτα, γιατί είναι βαθιά μεταφυσικός ποιητής- γράφει ο Γιάννης Αντιόχου στην εισαγωγή του. – Μέσα στα «Γράμματα γενεθλίων», αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό. Είναι αινιγματικός, μ’ ένα πολύπλοκο τρόπο, φιλοσοφικός, τρομοκρατικός, απόκοσμος».
Τα «Γράμματα γενεθλίων» είναι, εντέλει, μια προσωπική εξήγηση, αλλά ταυτόχρονα και το χρονικό μιας διπλής ζωής. Που ξεκινώντας από τα «μακριά, κυματιστά μαλλιά της» σε «μια φωτογραφία των υποτρόφων του Ιδρύματος Φουλμπράιτ> (Οι υπότροφοι του Ιδρύματος Φουλμπράιτ), διανύει μια τεράστια διαδρομή με «Πίστη», «Βόλτα στο φεγγάρι», «Το Παρίσι σου» με «Μάλλινο πλεκτό ροζ φόρεμα» και «Το μπλε φανελένιο ταγιέρ», για να καταλήξει στο «Κόκκινο». Διότι : «Όταν πέρασε τελικά το δικό σου/ το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο».
Και πέρασε το δικό της. Έτσι, αυτή η ποιητική συλλογή είναι το «Δωμάτιο της Κρίσης». Διότι «Η βελούδινη μακριά φαρδιά σου φούστα, είναι αιμάτινος επίδεσμος,/ ένα μεστό κρασί Βουργουνδίας. / Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο./ Εκστασιαζόσουν απ’ το κόκκινο./ Το ένιωσα άγριο- σαν τις ξεραμένες άκρες μιας γάζας/ σε μια πληγή που πήζει. Μπορούσα ν’ αγγίξω / την ανοιχτή φλέβα εκεί μέσα, την σκεπασμένη με κρούστα λάμψη».
Εξάλλου, ποτέ τους δεν έπαψαν να μιλά ο ένας στον άλλον: «Δέκα χρόνια μετά το θάνατό σου/ συνάντησα σε μια σελίδα του ημερολογίου σου, όπως ποτέ άλλοτε, / την έκπληκτη χαρά σου….»
Κι εκείνος, απ’ ό,τι φαίνεται, για μια ολόκληρη ζωή, δεν έχει πια επιλογές: «Σηκώνω το κεφάλι μου- μήπως και συναντήσω τη φωνή σου,/ μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον/ που ξέσπασε πάνω μου. Ύστερα κοιτάζω πίσω/ στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις./ Είσαι δέκα χρόνια νεκρή. Μια ιστορία είναι μόνο./ Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που σε βοηθά να κατανοήσεις την ζωή και τον θάνατο. Τον έρωτα. Που συνεχίζεται και όταν έχει χαθεί ο ένας από τους δυο. Με τρόπους παράδοξους και περίεργους. Με προδοσίες και με φυγές, με ενοχές και βασανιστικές αμφιβολίες.
«Ένα καταραμένο, αιματοβαμμένο βιβλίο ποίησης, ένα σωματικό βιβλίο ποίησης, ένα εγχειρίδιο θανάτου, επικίνδυνο ίσως για αναγνώστες με ευάλωτο ψυχισμό», όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του Γιάννης Αντιόχου.
Αλλά έτσι ή αλλιώς ένας μεγάλος έρωτας είναι και ρίσκο, και ιστορία για γερά νεύρα. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο έρωτας γίνεται ποίηση.
δ) Οι ουγγρικοί χοροί της Μεγάλης Φυγής
Προσπαθούσε, ματαίως, να καταλάβει τι του άρεσε από τους «Ουγγρικούς χορούς». Εντάξει, Μότσαρτ είχε ακούσει, και Μπετόβεν και Μπαχ, τους είχε ακουστά. Αλλά Μπραμς; Μέρα- νύχτα! Στο Ιατρείο, στην αποθήκη, στο σαλόνι… Την τσάντιζε. Ήξερε ότι δεν σκάμπαζε γρι, να την τσαντίζει το ‘κανε.
Την κορόιδευε με την Βανδή και με τον Μαζωνάκη. Αλλά κι εκείνος που άκουγε Μητροπάνο;
«Κάνε κάτι να χάσω το τρένο».
Λες και δεν το ‘χασε.
Αλλά κι αυτή, το ‘χασε.
Όλοι το χάνουμε το τρένο. Κι όσοι νομίζουμε ακόμα πως δεν το χάσαμε.
Έτσι, λοιπόν, σκεφτότανε για «το χαμένο τρένο» και άκουγε μηχανικά τους περιβόητους «Ουγγρικούς χορούς» καθαρίζοντας μπαρμπούνια όταν της έφτασε η είδηση στο σπίτι. Εννιά και είκοσι το πρωί με «Ουγγρικούς χορούς». Τους «Ουγγρικούς χορούς» του που βρήκε – τι πρωτότυπο- έτοιμους στο cd payer.
«Τον ψάχνουν», σκέφτηκε. Και «πού σκατά είναι από προχθές».
Εκείνη την ώρα, μόλις, συνειδητοποίησε πως λείπει από προχθές. «Θα έμενε στο Ιατρείο», παρηγορήθηκε θυμωμένη βαδίζοντας προς την πόρτα.
Δεν ήταν κι η πρώτη φορά, εξάλλου, που ξεπόρτισε. Έτσι χανότανε, τελευταία, δίχως να της το πει καν. Κι είχε μετά δικαιολογία. «Ιατρικό περιστατικό», έλεγε, και καθάριζε. «Εσύ είσαι το περιστατικό» του φώναζε, κι αυτός γέλαγε.
Δεν είχε χειρότερο απ’ το γέλιο του. Αυτή να του θυμώνει, κι αυτός να γελάει.
«Κυρία, ο κύριος Γιάννης», ακούει την Τασούλα σκουπίζοντας τα χέρια στην πετσέτα κι αυτόματα σκέφτηκε τα ψάρια. Γιατί τα καθαρίζει αυτή!
Ύστερα άκουσε την φωνή του Γιάννη κι ύστερα μονάχα τον γδούπο της την ώρα της πτώσης. Δεν θυμάται τίποτα. Μονάχα τον Αντώνη τον γιατρό, έτσι όπως έσκυβε με την σύριγγα από πάνω της και τους συγγενείς και τους αστυνομικούς να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι.
Αλήθεια, ποιος τους ειδοποίησε; Για πότε μαζεύτηκαν; Κάνει ν’ απλώσει το χέρι, ούτε μπορεί. Σα να ‘ναι από μπετόν. Και οι ξαδέλφες της, οι γειτόνισσες, η θεία Μαρίκα…
Έρχεται και ο αδελφός της από τον Βόλο. Τον ειδοποίησαν κι αυτόν.
Δεν τον ακούει τον αστυνόμο που κάτι της λέει. Μα τι στο καλό γυρεύει η αστυνομία στο σπίτι της;
Κι αυτή η μουσική!
Χριστέ μου, άλλο δεν την μπορεί. Ας σταματήσει, επιτέλους, κάποιος την μουσική! Κάποιος να σταματήσει αυτούς τους απαίσιους «Ουγγρικούς χορούς» του!
Αλλά κανείς δεν κάνει τον κόπο. Γυρίζουν όλοι άσκοπα γύρω- γύρω. Κι η πόρτα ανοιγοκλείνει μέσ’ στη νύχτα σαν τα μάτια της.
Εκείνος, πουθενά!
ε) «Εγώ είμαι, εν τέλει, η κυρία του σπιτιού».
Δεν είχε θέση, έτσι ένιωθε. Πως, πουθενά, δεν είχε θέση. Δεν χωρούσε. Ούτε στους φίλους, ούτε στους συγγενείς… Κι ούτε την μέτρησε ποτέ και κανείς σαν «μια αγαπημένη».
Όχι, το σώφρων θα ήταν να «κάτσει στ’ αυγά της». Ήταν, εξάλλου, και η βάρδιά της στην εφημερίδα. Αν χρειαζόταν, θα μπορούσε να την επικαλεστεί.
Σε ποιον, αλήθεια, θα χρειαζόταν να την επικαλεστεί;
Η ώρα ήταν περασμένες τρεις, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Μ’ αυτόν τον ιδιαίτερο ήχο που είχε για όταν την καλούσαν απ’ την εφημερίδα. Ήταν ο Γιάννης και την ρωτούσε αν ήξερε κάτι «για το συμβάν».
«Συμβάν», έτσι τον χαρακτήρισε.
Ο δικός της ο Άγγελος «περιστατικό» και «συμβάν».
Τότε συνειδητοποίησε «το αμετάκλητο» και «το μέγεθος».
Ήταν, εξάλλου, και «τα ερωτηματικά που είχαν προκύψει από την έρευνα». Είπε και «έρευνα».
Ο Άγγελός της δεν ήταν «ένα απλό περιστατικό».
«Αν ήξερε μπάνιο- που ήξερε- πώς πνίγηκε, εν τέλει, στα ρηχά;
Και το κεφάλι του; Πού χτυπήθηκε; «Είχε πιει και χτύπησε στα βράχια;»
Να τον προστατέψει, ήθελε. Το πρώτο και το μόνο που ήθελε ήταν να μη μιλούν άλλο γι’ αυτόν.
«Έπινε, Μάνια;» Πώς να εμποδίσει την ερώτηση;
«Κι εσύ; Τον ήξερες;» «Μάνια, τον γνώριζες καλά;»
Πόσο καλά μπορεί να γνωρίσει μια ερωτευμένη γυναίκα έναν άντρα;
Ένα άντρα που είναι η εικόνα του και οι αντανακλάσεις που απορρέουν απ’ τα δικά της έγκατα και τον μεταμορφώνουν σε ό,τι εκείνη επιθυμεί;
Κι ο Άγγελος γνώριζε πια καλά την τέχνη ώστε να μη βγει ποτέ απ’ αυτή τη συννεφιά. Από εκείνη την περίεργη ερωτική ομίχλη όπου το αντικείμενο του πόθου σου είναι μονάχα η αντανάκλαση κάποιας δικής σου επιθυμίας. Από την ερωτική μέθη στο πραγματικό, δεν βάδισαν αυτοί οι δυο, ποτέ. Λες και ήταν απόσταση αδιάβατη.
Αλλ’ ούτε κι εκείνος βάδισε ποτέ.
Αφού και τώρα, πάλι μέσ’ στα νερά προσπάθησε ν’ ανοίξει δρόμους.
«Μάνια, υπήρχαν άνθρωποι που θα ‘θελαν να τονε βγάλουν απ’ τη μέση;» Πάλι ρωτά. Γιατί ρωτά;
«Μάνια, εν τέλει, θα το ψάξεις; Αφού είναι δίπλα σου, γιατί να τρέχω;»
Έχει αντίλαλο το κακό στη σιωπή. Στην απόλυτη ησυχία το άσχημο μπορεί να γίνει χειρότερο. Δεν την αντέχεις την κακή είδηση όταν βιώνεις την απόλυτη σιωπή. Κατρακυλά με θόρυβο ο θάνατος στο πέτρινο σπίτι.
«Υπάρχει μια σύζυγος, Μάνια, θα πας;» Υπάρχει στο σπίτι του μια γυναίκα που επιμένει, σχεδόν επιτακτικά, μηχανικά, «Εγώ είμαι, εν τέλει, η κυρία του σπιτιού», λες και κινδυνεύει να της πάρουνε τον τίτλο. «Η χήρα του, ναι, τελικά, είμαι εγώ». Λες και το να μην είναι «η χήρα του» να είναι απείρως χειρότερο απ’ το να είναι απλώς χήρα. ‘Η να μην έχει πεθάνει εκείνος καν.
«Την ξέρεις την χήρα του, Μάνια, εσύ;»
Πώς γίνεται να ρωτά έτσι επιτακτικά κάποιος χωρίς να λαμβάνει τις απαντήσεις; Πώς γίνεται κάποιος ν’ απαντά ενώ δεν χωρά, τελικά, πουθενά; Την ώρα που βρίσκεται αμήχανος, σχεδόν σαν μαρμαρωμένος, ακριβώς κάπου εκεί: χωρίς σχήμα συγκεκριμένο και χωρίς ρόλο. Κανένα.
Ναι’ Δίχως ρόλο, κανένα.
«Μάνια, εκείνη η πρώην σύζυγος τι μέρος του λόγου είναι; Τί ξέρεις; Τα είχαν καλά; Και υπάρχει και μια γυναίκα. Ή μάλλον, δύο. Υπάρχουν πολλές γυναίκες, που φαίνεται ότι τον ήξεραν καλά. Και σίγουρα θα ξέρουν πολλά. Αλήθεια, Μάνια, τις ξέρεις αυτές τις γυναίκες; Θα είχαν, αλήθεια, κάποιον λόγο που να τον θέλουν νεκρό;»
«Μάνια, μπορείς εσύ να βρεις έστω και μια απ’ αυτές τις γυναίκες;»
ΥΓ1. Ε ναι, μια απ’ αυτές τις… γυναίκες είμαι κι εγώ! Σταθερά άλεφ αλλά και βαφτισμένη απ’ τη μαμά μου και τον μπαμπά μου και την νονά μου ως ελένη γκίκα και με τον «Υγρό Χρόνο» αδειάζω την ντουλάπα μου από τα φαντάσματα μαζί μ’ αυτές τις γυναίκες κι εγώ. Μας κυνηγούν οι ιστορίες μας και μας στοιχειώνουν, μέχρι να αυτονομηθούν και να μας αφήσουν να ζήσουμε. Να ζήσουν κι αυτές, όπως – όπως ανεξάρτητες πια και μακριά από μας.
Από το μεσημέρι της Παρασκευής οι πέντε γυναίκες και ο νεκρός άντρας, αυτονομήθηκαν. Ο «Υγρός Χρόνος» μου με έκανε μούσκεμα για τελευταία φορά. Τώρα αναζητώ το Bolero που δεν ήταν του Ravel αλλά παγωτό σοκολάτα. Αλλά σε σας, για την ώρα, είμαι σε θέση να κεράσω μονάχα «Ουγγρικούς χορούς».
Την φωτό του εξωφύλλου αύριο (εκεί σταθερά, άλεφ- στούρνος), είναι φωτό ενός πολυαγαπημένου παιδιού. Την λένε Χαρά Μπιρμπίλη και είναι κόρη της φίλης μου (κουμπάρα και εκδότρια) Αναστασίας Παπαδημητρίου, την έχω δει μωρό να μεγαλώνει, αλλά μη θαρρείτε αυτό το εξόχως ταλαντούχο πλάσμα είναι μόλις 21 χρονών.
Αλλά φωτό εξωφύλλου και της Χαρούλας αύριο (ξέρω, ξέρετε, αναζητείται εθελοντής) και μουσική Αναστασίας (για το βιβλίο αλλά και τραγουδάκι μας) μόλις μού παραδώσει. Μάλλον αύριο κι αυτή.
Και μια εξομολόγηση δημόσια, είναι η πρώτη φορά που εκτίθεμαι και δεν τρέμω. Και σ’ αυτό έχετε βοηθήσει κι εσείς! Τώρα πια «Πλήθος είμαι» (έτσι θα λέγεται το… προσεχώς και με εκπροσωπεί). Τώρα «είμαι ο Κανένας σαν τον Οδυσσέα» διότι έχω γίνει όλοι, άρα… πρόβλημα ουδέν!
Ή έτσι θα ‘θελα?
Ποιος ξέρει. Θα δείξει. Αυτό θα φανεί.
Πάντως, για την ώρα,
σας ασπάζομαι άλεφ…
ΥΓ2: Στο μεταξύ, και ενώ όλα αυτά είχαν ήδη γραφτεί, εγώ τσάκισα το πόδι μου πέφτοντας φαρδιά- πλατειά σε μια θεαματικότατη πτώση στη Λουκιανού και σήμερα το πρωί βρέθηκε δολοφονημένος στο σπίτι του ο Νίκος Σεριανόπουλος. Τον θυμάμαι να ξεκινά στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος, στη «Νύχτα της Ινγκουάνα» του Τεννεσί Ουίλιαμς, σκηνοθεσία Βουτσινά, με την φίλη μου την Φιλαρέτη Κομνηνού και την Λυδία Φωτοπούλου. Τον θυμάμαι να κατεβαίνει στην Αθήνα…
Εάν δεν υπάρχει Θεός (που υπάρχει, αλλιώς όλοι θα είχαμε χαθεί στο πουθενά προ πολλού) η ζωή μας είναι μια κακόγουστη φάρσα που δεν αντέχεται ώρες – ώρες… ας είναι! Έχω ξαφνιαστεί περισσότερο, έχω πονέσει περισσότερο, αλλά πάντοτε υπάρχει χώρος για ξάφνιασμα και για πόνο, συγγνώμη…
Για το καλό του ταξίδι, μια μελωδία για να το πάρει από το χεράκι, μια φωνή για να το πάρει και να το σηκώσει. Που μπορεί να με είδες να γεννιέμαι, αλλά είχες φανταστεί τότε, το τώρα μας; Εγώ σε είχα και σε έχω συνέχεια "εκεί πάνω". Και τότε στο βιβλιοπωλείο για να έρθω είχα κάνει πριν ασκήσεις. Ντρεπόμουνα. Και τότε στον σταθμό που καθόσουνα απέναντι, πάλι ντρεπόμουνα. Κι όταν σου έφερα τα χειρόγραφα ντρεπόμουνα. Αλλά έτσι δεν είναι όταν θαυμάζεις κι αγαπάς;
Moha