«ΜΠΟΝΣΑΪ» του Αλεχάντρο Σάμπρα, Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 104, τιμή: 8.50 ευρώ.
«Οι ήρωες; Ο Γκασμούρι δεν τους είχε δώσει ονόματα. Λέει ότι είναι καλύτερα, κι εγώ συμφωνώ μαζί του: είναι Εκείνος κι Εκείνη, Ουάτσο και Ποτότσα, δεν έχουν ονόματα και ίσως δεν έχουν ούτε πρόσωπα. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος, το ίδιο κάνει. Ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος που αφήνει να του φύγει η μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά».
Στο «Μπονσάι» του όμως ο Αλεχάντρο Σάμπρα, τους έχει δώσει ονόματα, είναι η Εμίλια που πεθαίνει και ο Χούλιο που δεν πεθαίνει. Και όλα αυτά μας τα λέει από την πρώτη σελίδα, πρώτη παράγραφο, εβδόμη σειρά.
Εξάλλου εκείνο που προέχει είναι το ύφος, το στυλ, η μοναξιά, οι παράλληλοι παρ’ ότι απολύτως μοιραίοι δρόμοι, το «χάνω ό,τι πιο πολύ αγαπώ» και όχι το σασπένς. Το οποίο έτσι κι αλλιώς υπάρχει, απλώς είναι λεπταίσθητο, βαθύ, υποδόριο, υπαινικτικό: Στην ψυχή της Εμίλιας που πεθαίνει και του Χούλιο που δεν πεθαίνει. Στο Μπονσάι που συμβολίζει την αθανασία μιας θνησιγενούς σχέσης, όσο ένας μεγάλος έρωτας μπορεί να χαρακτηριστεί θνησιγενής.
Κι ο αναγνώστης, συνένοχος, από την πρώτη στιγμή.
Διότι εμείς ξέρουμε ότι η Εμίλια έχει πεθάνει, ο Χούλιο, όχι, ή τουλάχιστον όχι ακόμα.
Η ιστορία, σε πρώτο επίπεδο, μοντέρνα, απλή και σημερινή: η Εμίλια και ο Χούλιο μελετούν Ισπανικό Συντακτικό στο σπίτι τω διδύμων Βεργάρα και κάποια στιγμή, κουράζονται, μοιράζονται το δωμάτιο υπηρεσίας, κοιμούνται μαζί. Για να ανακαλύψουν και οι δυο «τις συγκινησιακές συγγένειες που με λίγη θέληση κάθε ζευγάρι είναι ικανό να ανακαλύψει». Φυσικά, τα θαλάσσωσαν στις εξετάσεις και στις επαναληπτικές, «ξαναπήγαν να μελετήσουν με τις Βεργάρα και κοιμήθηκαν και πάλι μαζί, αν και αυτή τη δεύτερη φορά δεν ήταν απαραίτητο να μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο, αφού οι γονείς των διδύμων είχαν πάει ταξίδι στο Μπουένος Άιρες».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία τους, κάπως «για πλάκα», με πρόθεση σαφή: εξάλλου «η Εμίλια είχε αποφασίσει πως στο εξής θα πηδιότανε, όπως οι Ισπανοί, πως δε θα έκανε πια έρωτα με κανένα».
Αλλά τα πιο σοβαρά πράγματα στη ζωή, πάντοτε έτσι και «για πλάκα» ξεκινούν. Παρότι «ο Χούλιο απέφευγε τις σοβαρές σχέσεις, κρυβόταν, όχι από τις γυναίκες, αλλά από τη σοβαρότητα, μια και ήξερε πως η σοβαρότητα είναι εξίσου αν όχι και πιο επικίνδυνη από τις γυναίκες. Ο Χούλιο ήξερε ότι ήταν καταδικασμένος στη σοβαρότητα και προσπαθούσε πεισματικά να μεταστρέψει το σοβαρό του πεπρωμένο, να παρατείνει τη στωική αναμονή εκείνης της τρομακτικής και αναπόφευκτης ημέρας που η σοβαρότητα θα ερχόταν να εγκατασταθεί για πάντα στη ζωή του».
Εμείς, θα τον γνωρίσουμε και με τα δύο: και μετά σοβαρότητος, και με άνευ! Η περίοδος της σχέσης τους, η πιο παράδοξη, η πλέον ευτυχισμένη. Δυο νεαρά παιδιά αγαπιούνται, διαβάζοντας! Διότι «οι παραξενιές του Χούλιο και της Εμίλια δεν ήταν μόνο σεξουαλικές (υπήρχαν και τέτοιες) ούτε συναισθηματικές (που ήταν ακόμα περισσότερες), αλλά επίσης, για να το πούμε έτσι, λογοτεχνικές».
Και κάπως έτσι διάβασαν Ρουμπέν Νταρίο, με την Εμίλια να το δραματοποιεί και να το ευτελίζει μέχρι που να το μετατρέπει σε αληθινό σεξουαλικό ποίημα, με κραυγές κι οργασμούς. Διάβασαν ακόμα το «Βιβλίο της Μονέλ» του Μαρσέλ Σβομπ, το «Ναό του χρυσού περιπτέρου» του Γιούκιο Μισίμα, τον «άντρα που κοιμάται» και τα «Πράγματα» του Περέκ, διηγήματα του Ονέττι, του Ρέυμοντ Κάρβερ, ποιήματα του Τεντ Χιουζ, ακόμη και αποσπάσματα του Νίτσε και του Εμίλ Σιοράν διάβασαν. «Λογοτεχνικές παραξενιές» διόλου ακίνδυνες εφόσον η «Ταντάλια», ένα σύντομο αφήγημα του Μασεδόνιο Φερνάντς, τους άγγιξε βαθιά. Θα καθορίσει τη ζωή του Χούλιο το φυτό της «Ταντάλια». Θα χρειαστεί να δημιουργήσει κι εκείνος «ένα μικρό φυτό του έρωτα».
Με τον Μαρσέλ Προυστ και το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» θα πουν και το πρώτο τους ψέμα, ότι τάχα μου το έχουν διαβάσει κι οι δυο. Κι όταν πραγματικά θα το διαβάσουν, διότι «γρήγορα έμαθαν να διαβάζουν τα ίδια, να σκέφτονται παρόμοια, να κρύβουν τις διαφορές» έτσι ώστε «πολύ σύντομα να δημιουργήσουν μια ματαιόδοξη οικειότητα», θα χωρίσουν. Στη σελίδα ακριβώς 372 «Από τη μεριά του Σουάν». Εκεί όπου λέει πως «Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστον στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται έτσι η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε».
Απ’ εκεί και μετά η ιστορία θα συνεχιστεί χώρια γι’ αυτούς τους δυο. Με την Εμίλια να χωρίζει από την φίλη της την Ανίτα και να φεύγει στην Ισπανία χαμένη μέσ’ τον ψευδαισθησιακό παράδεισο των ναρκωτικών και τον Χούλιο να γνωρίζει τον διάσημο συγγραφέα Γκασμούρι, να χαλά μαζί του η δουλειά (θα του περνούσε στον υπολογιστή το καινούργιο βιβλίο), με τον Χούλιο να κάνει σχέση με την Μαρία που αρχικά θα θεωρήσει λεσβία, με τον Χούλιο να γράφει πυρετωδώς το δικό του ως Γκασμούρι βιβλίο και μετά να προσπαθεί όλο αυτό να το κάνει ζωή. Να προσπαθεί σαν τον ήρωά του να δημιουργήσει εκ του μηδενός ένα μπονσάι.
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο μπονσάι: μικρό, αριστουργηματικό, σχεδόν μαθηματικό, με αρχετυπικούς Εκείνον κι Εκείνην κι έναν Έρωτα που παρά τον θάνατο Εκείνης, δεν τελειώνει ποτέ. Διότι κάποια στιγμή, έστω και καθυστερημένα, ο Χούλιο θα το μάθει. Για να συνειδητοποιήσει ότι η Εμίλια ήταν για Εκείνον, Συνάντηση Ζωής.
Μια μικρή, κομψή ιστορία, άσκηση ύφους, νατουραλιστική και συνάμα αλληγορική. Με επιρροές Μπόρχες που ισχυριζόταν ότι κάθε βιβλίο μας έτσι ή αλλιώς αποτελεί την περίληψη ενός ήδη γραμμένου.
Και όπως ένα μπονσάι «είναι ένα καλλιτεχνικό αντίγραφο ενός δέντρου σε μικρογραφία» κατά συνέπεια κι αυτό είναι «ένα μυθιστόρημα μπονσάι», διότι «Το να φροντίζεις ένα μπονσάι είναι σαν να γράφεις. Το να γράφεις είναι σα να φροντίζεις ένα μπονσάι» και ο Χούλιο στο βιβλίο, κάνει και τα δυο. Σε μια παντελώς μοναχική διαδρομή, όπως οι πάντες σ’ αυτή τη ζωή και σ’ αυτό το βιβλίο (Εμίλια, Ανίτα, Μαρία, Αντρές), παρότι οι δρόμοι τους έσμιξαν κάποια στιγμή και θα μπορούσε να είναι ο ένας για τον άλλον, η Σχέση της Ζωής του. Αλλά αυτά τα μαθαίνουμε συνήθως, όταν «πού πια καιρός»! Στην τελευταία σελίδα, δηλαδή, και ο Χούλιο το μαθαίνει!
Μια ιστορία σαν παζλ, παρτίδα σκακιού ζωής που αποδεικνύει ότι εν αρχήν ην το ύφος, και όσον αφορά αυτό, η Έφη Γιαννοπούλου έχει κάνει εξαιρετική μεταφραστική δουλειά. Μια ιστορία που παραμένει ανοικτή, διότι όπως κι ο συγγραφέας αναγνωρίζει «θέλω να τελειώσω την ιστορία του Χούλιο, αλλά η ιστορία του Χούλιο δεν τελειώνει» όπως και τίποτε δεν τελειώνει με τα σωστά του ποτέ σ’ αυτή τη ζωή. Ειδικά ένας Μεγάλος Έρωτας. Αυτός κι αν παραμένει ορθάνοιχτος. Σαν το ιδανικό βιβλίο, για να το προεκτείνει κανείς όσο μπορεί. Για να επαληθευτεί το μότο του Καβαμπάτα που ως αίνιγμα κάποιας σφίγγας από την πρώτη σελίδα, δεν το προσέξαμε, αλλά ήδη μας προειδοποιεί: «Περνούν τα χρόνια,/ και το μόνο πρόσωπο/ που δεν αλλάζει είναι/ το κορίτσι στο βιβλίο του».
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Αλεχάντρο Σάμπρα γεννήθηκε στο Σαντιάγκο της Χιλής το 1975.
Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές και εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας στο χιλιανό Τύπο.
Διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ντιέγο Πορτάλες.
Το «Μπονσάι» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και γνώρισε εγκωμιαστική αποδοχή από τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό.
Το 2007 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά του, κατά έναν τρόπο συνέχεια του «Μπονσάι», με τον τίτλο «Η ιδιωτική ζωή των δέντρων».
ΥΓ. «Γρήγορα όταν έμαθαν να διαβάζουν τα ίδια, να σκέφτονται παρόμοια, να κρύβουν τις διαφορές» έτσι ώστε «πολύ σύντομα να δημιουργήσουν μια ματαιόδοξη οικειότητα», θα χωρίσουν.
Συνήθως έτσι γίνεται!
Παλιά κατάρα αυτή!
Moha