22/10/07

Ευτυχώς που υπάρχει η τέχνη, για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια

Όπου είναι ο θάνατος, εγώ δεν είμαι,
όπου είμαι εγώ, ο θάνατος δεν είναι…

«Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ» του Ίρβιν Γιάλομ, Μετάφραση: Ευαγγελία Ανδριτσάνου- Γιάννης Ζέρβας, Εκδ. «Αγρα», σελ. 333, τιμή: 20 ευρώ.
«Πώς μπορείς ν’ αντλείς ευχαρίστηση από οποιοδήποτε κομμάτι της ζωής σου, από οποιαδήποτε δραστηριότητα, όταν ο θάνατος παραμονεύει κι εσύ δεν έχεις παρά μόνο μια ζωή;»
«Ίσως ο θάνατος να κάνει τη ζωή πιο ζωτική, πιο πολύτιμη. Το δεδομένο του θανάτου χαρίζει μια ιδιαίτερη ένταση, μια γλυκόπικρη ποιότητα στις δραστηριότητες της ζωής».
«Όλοι αυτοί που φοβούνται περισσότερο τον θάνατο είναι εκείνοι που τον πλησιάζουν με πολύ μεγάλο κομμάτι αβίωτης ζωής μέσα τους».
Δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων το καινούργιο βιβλίο στα καθ’ ημάς του Ιρβιν Γιάλομ «Η μάνα και το νόημα της ζωής» και μοιάζει σαν την ύστατη προσπάθεια του συγγραφέα – ψυχοθεραπευτή να ξαναβάλει «τα ρούχα στην ντουλάπα». Να επανεξετάσει τα δεδομένα της ύπαρξης, να βάλει το μαχαιράκι της επίγνωσης όσο βαθύτερα γίνεται, να μας τα πει απλά αλλά και αλληγορικά, να εξομολογηθεί τα πιο οδυνηρά, να ξαναπαίξει για μας το φιλμάκι της παιδικής του ηλικίας πάλι και πάλι.
Το πρώτο του βιβλίο με αφηγήματα «Ο δήμιος του έρωτα» ήταν η πρώτη προσπάθεια να κάνει τη βιωμένη ψυχοθεραπεία, μάθημα θελκτικό αλλά και λογοτεχνία. Να αντιμετωπίσει τον θάνατο μέσα από το αντίπαλο δέος του, τον έρωτα. Στο βιβλίο του όμως «Η μάνα και το νόημα της ζωής» η «σύγκρουση» είναι πλέον μετωπική, αλλά περισσότερο θεωρητική απ’ εκείνη που αποτόλμησε στο μυθιστόρημα «Η θεωρία του Σοπενάουερ».
Το πρώτο διήγημα της συλλογής, αυστηρά προσωπικό αλλά και τόσο γενναίο. Είναι εκείνο που χαρίζει στο βιβλίο τον τίτλο κι αφορά τη μάνα του. Πρώτη παράγραφος, δυο παράλληλα σύμπαντα. Η αλήθεια και τ’ όνειρο. Εκείνος σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, μισοσκόταδο, στα σωθικά του θανάτου κι ο ίδιος παιδί- το παιδί που δεν ξέχασε- σε ένα λούνα παρκ, μυρωδιά υγρή και καραμελωμένη. Ένα βαγονέτο στρίβει απ’ τη γωνιά και φρενάρει κάνοντας θόρυβο μπροστά του. Μπαίνει μέσα, της γνέφει, κατεβάζει τη μπάρα και πριν το μαύρο σκοτάδι τον καταπιεί, φωνάζει πάλι και πάλι: «Μάνα! Πώς τα πήγα, Μάνα;»
Ακόμα και τώρα, αναγνωρίζει, που είναι δέκα χρόνια νεκρή, οι ίδιες λέξεις έχουν μείνει κολλημένες στο λαιμό του: «πώς τα πήγα, Μάνα;»
Αναγνωρίζοντας πώς ήταν το μεγάλο αίνιγμα της ζωής του. «Ματαιόδοξη, ελεγκτική, παρεμβατική, καχύποπτη, μοχθηρή και τρομερά ισχυρογνώμων» ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί δεν έπαψε αυτή η παλιά αγωνιώδης κραυγή «Πώς τα πήγα, Μάνα;» ακόμα και τώρα που είναι ήδη δέκα χρόνια νεκρή. Κραυγή που αναγκάζει τον Γιάλομ- παιδί αλλά και ψυχοθεραπευτή να παραδεχθεί ότι εφόσον είμαστε πλάσματα που αναζητούν ένα νόημα και αφού το επινοήσουμε μετά θα πρέπει να κατορθώσουμε να ξεχάσουμε το γεγονός ότι είναι δική μας επινόηση, και εφόσον την δική του, πάει την επέλεξε και είναι η δημιουργικότητα, το όνειρο έρχεται να του πει τελικά άλλα: ότι έχει αφιερώσει τη ζωή του σ’ ένα εντελώς διαφορετικό στόχο- στο να κερδίσει την αποδοχή της πεθαμένης του μάνας.
Στο δεύτερο αφήγημα του βιβλίου «Ταξίδια με την Πώλα» εκείνο που υπερτερεί είναι ο θάνατος, εφόσον η Πώλα ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Και η μάνα παίζει αυτή τη φορά από την πλευρά της κόρης.
Στο τρίτο αφήγημα «Southerh Comfort» η ψυχοθεραπευτική του ομάδα είναι και πάλι «υψηλού κινδύνου». Ο χρόνος που έχει στην διάθεσή του ελάχιστος κι όλοι τους θα πρέπει να μάθουν να παίρνουν και να δίνουν.
Στα «Εφτά μαθήματα θεραπείας πένθους για προχωρημένους» όλα λέγονται με τ’ όνομά τους. Για την Αιρήν, άλλωστε, δεν υπάρχει χρόνος. Ο αγαπημένος της σύζυγος όπου να ‘ναι πεθαίνει κι εκείνη ως χειρουργός το γνωρίζει καλά. Κατά την διάρκεια της θεραπείας θα χάσει μάνα, πατέρα, και βαφτισιμιό, έχει χάσει παλιά και αδελφό, θα πρέπει να μάθει να επιβιώσει του θανάτου, θα πρέπει να ξαναμάθει να ζει στη ζωή. Μέσα απ’ την Αιρήν θα πρέπει να έρθει κοντά στον θάνατο και ο Γιάλομ.
Στην «Διπλή έκθεση» όπως και στο «Η κατάρα της ουγγαρέζικης γάτας» κεντρικός ήρωας είναι ο ψυχίατρος Έρνεστ Λας που γνωρίσαμε ως πρωταγωνιστή «Στο ντιβάνι». Και στα δύο αφηγήματα, εκτίθεται πολλαπλώς. Στο πρώτο ως ψυχοθεραπευτής, αποτελώντας ταυτοχρόνως ο ίδιος και το μέλος μιας άλλης ψυχοθεραπευτικής ομάδας. Στο δεύτερο, ως άντρας και άνθρωπος, αντιμέτωπος με τις «φαντασιώσεις διάσωσης» που τον χαρακτηρίζουν και τον κατατρέχουν. Το… φάντασμα μιας ουγγαρέζικης γάτας που συναντά στο όνειρο και η κατάρα της, θα τον υποχρεώσουν και πάλι να αναμετρηθεί με τον θάνατο. Υπογράφοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ο Γιάλομ και το πλέον αλληγορικό του αφήγημα, αναφερόμενος πάλι και πάλι σε ό,τι πιο πολύ μας πονά, στο αίνιγμα της ζωής μας όπως και αν εκφράζεται. Και στον γόρδιο δεσμό μας που ποτέ δεν λύνεται αλλά και η επίγνωση όλο και κάτι είναι.
Ένα απολαυστικό βιβλίο, με σπαρταριστές ιστορίες, συγκλονιστικούς και αποκαλυπτικούς διαλόγους, ερωτηματικά που μας βγάζουν από το φως στο σκοτάδι. Διότι η αλήθεια, εν τέλει, (μας το διδάσκει ο Γιάλομ αυτό) μπορεί να είναι πολύ γοητευτική και ο θάνατος μέγιστο μάθημα ζωής.
«Όπου είναι ο θάνατος, εγώ δεν είμαι. Όπου είμαι εγώ, ο θάνατος δεν είναι». Στην ύστατη περίπτωση εξάλλου υπάρχει κι αυτό. Και, βεβαίως, «η τέχνη, για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια» όπως έλεγε ο Νίτσε. Κι ο Γιάλομ φαίνεται αυτό να το γνωρίζει καλά. Γνωρίζοντας, ακόμα, και πώς να μας το μάθει.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε το 1931 και είναι ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ.
Μαθητής και συνεργάτης του Rollo May, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους, εν ζωή, εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του εγκυρότερου και πληρέστερου εγχειριδίου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας.
Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει δυο συλλογές διηγημάτων: «Ο δήμιος του έρωτα» και «Η μάνα και το νόημα της ζωής»
Και τρία μυθιστορήματα: «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι» και «Η θεραπεία του Σοπενάουερ» που έχουν γίνει μπεστ- σέλλερ σε πολλές χώρες.
Όλα τα του τα λογοτεχνικά βιβλία αποτελούν ιστορίες ψυχοθεραπείας και ο ίδιος τα θεωρεί προέκταση του διδακτικού του έργου, το οποίο, όπως λέει, βρίθει ούτως ή άλλως ιστοριών και διηγήσεων.
Από τις εκδόσεις «Άγρα» κυκλοφορούν: «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Ο δήμιος του έρωτα», «Θρησκεία και Ψυχιατρική», «Το δώρο της ψυχοθεραπείας», «Η μάνα και το νόημα της ζωής» και ετοιμάζονται «Κάθε μέρα πιο κοντά», «Θεωρεία και πρακτική της ομαδικής ψυχοθεραπείας» και «Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία».

ΥΓ. Άλλα σκεπτόμουν για σήμερα, αλλά όταν εμείς κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελά! Περί ανάγνωσης και γραφής ήταν η πρόθεση, μετά το άκρως ενδιαφέρον ποστ του Librofilo για το ποια βιβλία και κάτω από ποιες (ψυχικές ή πνευματικές) προυποθέσεις θα πρέπει να τα διαβάσουμε, ήθελα να ανεβάσω ποστ για τις αιτίες που γράφουμε. Παίρνοντας πια το… μέρος του συγγραφέα (ευρισκόμενη και η ίδια εξάλλου στο μεταίχμιο). Ήθελα επίσης να αναφερθώ στο «ραντεβού» μας με ένα, με πολλά βιβλία, διότι η συνάντησή μας με ένα βιβλίο είναι, εν τέλει, ραντεβού (φτάνει να μη νικά ο αναγνωστικός ψυχαναγκασμός μας). Αλλά το πρωινό τηλεφώνημα ήταν αμείλικτο: ήταν τριάντα δύο χρονών, νέος και όμορφος, επιτυχημένος χρηματιστής και φίλος, είχε δύο μικρά παιδιά και γιατρό σύζυγο. Το πρωινό Σαββάτου έπαιζε με συναδέλφους μου, ποδόσφαιρο. «Έφυγε» σήμερα το πρωί από ανακοπή, «γιατί έτσι»! Κανείς δεν κατάλαβε, ούτε η γιατρός που κοιμόταν πλάι του μπόρεσε κάτι να κάνει. Όσο για μένα, δεν θα την καταλάβω ποτέ: την απώλεια. Τόνους χαρτιά κι ας γεμίσω, τόμους βιβλία κι ας διαβάσω, κι όσο κι αν τρέξω, όσο σπασίκλα κι αν γίνω, την μισοτελειωμένη κίνηση δεν θα την προλάβω ποτέ. Έτσι να βρίσκομαι να κάνω, πράγματα μισά. Έτσι θα αντιλαμβάνομαι τις αλήθειες, σπαράγματα και κατακερματισμένες.
Κατόπιν τούτου, ανεβάζουμε Γιάλομ εκτάκτως περί Μάνας, δηλαδή περί νοήματος και θανάτου τελικά. Αγνοώντας και το νόημα, και τον θάνατο κι αδυνατώντας να κατανοήσουμε αυτό που ξαφνικά ένα πρωινό Δευτέρας μπορεί να συμβαίνει.
Το σίγουρον, ένα: ότι δεν θα πρέπει να αφήνουμε πράγματα μισά. Κι ό,τι αγαπάμε, όσο είναι ακόμα καιρός, καλόν είναι κάποιος να το τελειώνει. Τα μισοειπωμένα «σ’ αγαπώ» πονάνε πιο πολύ κι από θάνατο. Τα όνειρα που μένουν στα συρτάρια, σ’ εκδικούνται.
Συγχωρείστε μου την συγκίνηση, να καταλάβω προσπαθώ. Κι έτσι μπορόλα και ξερόλα που είμαι συνήθως, όταν οι αλήθειες μου βγαίνουν απ’ τα κουτάκια τους, μπερδεύομαι, πονώ και δεν ξέρω τι γράφω και τι κάνω. Αλλά, έτσι ή αλλιώς, από ακατανόητο σε ακατανόητο βαδίζει κανείς στη ζωή. Ή μήπως όχι?