Η σάγκα της μοναξιάς
«ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ» της Αννυ Πρου, Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 473, τιμή: 20.90 ευρώ.
«Ήξερε πως όποια σκέψη, όποια πράξη της ως τώρα ζωής του έπρεπε να διαγραφεί, πως η ζωή του ξανάρχιζε απ’ το μηδέν. Ακόμα κι αν κατάφερνε να το σκάσει».
Η Αννυ Πρου στην «Καρτ ποστάλ» της είναι πολύ τολμηρή. Αρχίζει από την αποκορύφωση του δράματος, μας δίνει την λύση του γρίφου, ενδεχομένως επειδή το δράμα που σκοπεύει, τελικά, να μας αφηγηθεί είναι πιο λεπταίσθητης υφής, η λύση του γρίφου άδηλη κι άφατη.
Ο Λόιαλ Μπλαντ, πρωτότοκος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας της αμερικανικής υπαίθρου, που λατρεύει τον τόπο του, έχει καλλιεργήσει την γη του κι έχει μόλις αγοράσει καινούργιες γελάδες, έχοντας μόλις δολοφονήσει την ερωμένη του, αναγκάζεται να φύγει απ’ το σπίτι.
Η Αννυ Πρου, την οποία γνωρίσαμε από τα «Εγκλήματα με ακορντεόν» όπου και ξεδιπλώνει όλη την ιστορία της μετανάστευσης που οικοδόμησε το «αμερικάνικο όνειρο» και αγαπήσαμε από «Το μυστικό του Brokeback Mountain» με το σκληρό και καθοριστικό σαν πεπρωμένο τοπίο του Γουαιόμινγκ, και στο «Καρτ ποστάλ» ακτινογραφεί την καρδιά μιας ανεξιχνίαστης φύσης. Η οποία τους καταδιώκει, τους συντροφεύει, τους εκδικείται, τους καταπίνει, λαβώνεται απ’ εκείνους και ξεπουλιέται, κομματάκια γίνεται για όποιον ονειρεύεται μια καλύβα για εξοχικό ή γι’ αλλαγή. Η μοίρα τους, γονατισμένη απ’ τα χρέη. Και τι δεν επινοούν, χάνονται μέσα από τις επινοήσεις και τις συνέπειες. Διότι δεν είναι μόνον η ζωή του Λόιαλ που έσφαλε που θ’ αλλάξει. Αλλά και του Νταμπ, του μονόχειρα αδελφού του, και της αδελφής του της Μέρνελ, και του Μινκ και της Τζούελ που θ’ αναγκαστούν, όταν ο υγιής τους γιος θα χαθεί, να ξεπουλήσουν το βιός τους και να βγουν να δουλέψουν. Ο Μινκ δεν θ’ αντέξει τα όσα θα ρθούν και θα κρεμαστεί.
Όλοι τους, θα συνειδητοποιήσουν ότι είναι ανελέητα μόνοι. Και ηττημένοι. Εκ των προτέρων, καμένα χαρτιά. Και ειδικά ο Λόιαλ μετά την δολοφονία της Μπίλι. Της Μπίλι που θα τον καταδιώκει σαν Ερινύα για μια ζωή, δεν θα τον αφήνει πουθενά να στεριώσει.
«Και τώρα ξέρει: στις ύστατες διαυγείς στιγμές της συνείδησης, με την πλάτη στραμμένη σ’ αυτή τη λύσσα που ο ίδιος νόμιζε για πάθος αλλά στην πραγματικότητα ήταν η απελπισμένη απόπειρα να τινάξει το φονικό κορμί του από πάνω της, εκείνα τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα η Μπίλι τον είχε καταραστεί με κάθε ετοιμοθάνατο άτομο του κορμού και της ψυχής της. Θα τον κυνηγούσε μέχρι να σαπίσει, από δυστυχία σε δυστυχία, θα τον καταδίωκε, θα ‘κανε τη ζωή του μαρτύριο. Ηδη τον είχε διώξει από το σπίτι και τον τόπο του, τον είχε αναγκάσει να ζει ξένος μεταξύ ξένων, είχε σβήσει κάθε ελπίδα του για γυναίκα και παιδιά, τον είχε ρίξει στη φτώχια, είχε οπλίσει το χέρι του Ινδιάνου με το μαχαίρι που του ‘γδαρε το κεφάλι, και τώρα είχε έρθει να φάει τα πόδια του σαν τη μούχλα στο σκοτάδι. «Μπίλι, αν ξαναζωντάνευες, τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί…» ψιθύρισε».
Κάθε προσπάθεια διαφυγής, μάταιη: είτε στα ορυχεία δουλέψει, είτε αναζητώντας κόκαλα δεινοσαύρων, «η Μπίλι δεν ξαναζωντανεύει», ο Λόιαλ δεν θα στεριώσει ποτέ, θα περιπλανιέται έρημος. Ξεφυλλίζοντας το εναπομείναν ημερολόγιο του Ινδιάνου, αντικρίζοντας στις άδειες σελίδες, λιβάδια.
«Όταν πέσει το πουλί, όταν τα φτερά του κλείσουν…» θα τραγουδά κρατώντας ένα μισοσαπισμένο κλαρί: «Θες να χορέψουμε κούκλα; Όταν πέσειειιιι τοοο πουλί…» βέλαζε στην ερημιά, παραπατώντας μες στα βρύα, κρατώντας το κλαρί από τη μέση, ταρακουνώντας το πέρα δώθε, γέρνοντάς το όπως θα ‘γερνε μια γυναίκα στην αγκαλιά του, για να λυθούν και να κυλήσουν τα μαλλιά της»…
Όμως «η μοναξιά του δεν ήταν αθωότητα». Κι είναι κι αυτός εκεί ο συνεχής αντικατοπτρισμός (του πόθου του), βλέποντας τον γαλαζωπό λεκέ του καπνού, να βγαίνει απ’ τα δέντρα: «Φαντάστηκε: έναν άντρα και μια γυναίκα να κάθονται σ’ ένα τραπέζι. Ένα μακρύ τραπεζομάντιλο με κρόσσια πού πέφτει ως το πάτωμα, τα πόδια τους κρυμμένα στις πτυχές. Η γυναίκα ξεδιαλέγει μια φράουλα σε σχήμα καρδιάς, όχι άγρια, από μια γαβάθα. Το χέρι της, το μπράτσο, το μισό της πρόσωπο σβησμένο, αλλά η φράουλα λάμπει σαν διαμάντι, την κρατάει από το μίσχο με δυο δάχτυλα, ο αντίχειρας αγγίζει την πρησμένη, κόκκινη σάρκα. Τα μαύρα σποράκια σαν μια σειρά από κόμματα, φυτεμένα στους κόκκινους πόρους. Ο άντρας είναι ο ίδιος ο Λόιαλ».
Η ζωή που δεν θα ζήσει ποτέ. Η εκδοχή της, πού πάει την έχασε!
Το αποτέλεσμα, η σάγκα της μοναξιάς, ή μάλλον ακόμα χειρότερα, ακόμα σκληρότερα, της απόλυτης ερημίας. Η ελεγεία της ήττας με τους ήρωες θύτες και ταυτοχρόνως τα θύματα, σαν τους αντίστοιχους της αρχαίας τραγωδίας.
Και πανταχού παρόν το τοπίο, μαγικό και μαγευτικό, άγριο και καθοριστικό, σχεδόν θεικό, απολύτως παντοδύναμο, άλλοτε να τους παρηγορεί και άλλοτε να τους λαβώνει και να τους καταπίνει.
Συγγραφικά ευρήματα μοναδικά, οι καρτ ποστάλ που χαρακτηρίζουν την ιστορία και ξεκινούν το κάθε κεφάλαιο. Και η πανεπόπτης αφηγήτρια ωσεί θεός στα κεφάλαια «Τι βλέπω εγώ».
Το επιμύθιο, ίσως καλά κρυμμένο στη σελίδα 268: «Ο σπόρος της ζωής, απειροελάχιστος, βαρύς, με χρώμα βαθυκόκκινο, ήταν φυλαγμένος σαν μυστικό μέσα στο βάβισμα του δάσους. Πώς θα μπορούσε να τον καταλάβει;». Η Πρου, όμως, φαίνεται να τον ξέρει καλά.
Η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ, εξαιρετική. Εξάλλου και «Το μυστικό του Brokeback Mountain» ο Κορτώ το έχει μεταφράσει.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Αννυ Ε. Πρου γεννήθηκε το 1935 στο Νόργουιτς Κονέκτικατ.
Μέχρι τα σαράντα πέντε της εργάστηκε ως δημοσιογράφος, γράφοντας παράλληλα ιστορίες σε περιοδικά για ψάρεμα και κυνήγι.
Το 1992 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Καρτ Ποστάλ», και γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Φώκνερ.
Στο επόμενο μυθιστόρημά της, τα «Ναυτιλιακά Νέα», απονέμονται το Βραβείο Πούλιτζερ και το National Book Award.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» κυκλοφορούν το μυθιστόρημα
«Εγκλήματα με ακορντεόν» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, 1998) και
η συλλογή διηγημάτων «Το Μυστικό του Brokeback Mountain» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, 2006) που έδωσε το έναυσμα για την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία που γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο.
ΥΓ. Αννυ Πρου, αφιερωμένη εξαιρετικά σε όσους την λατρεύουν: στους φίλους μου Μάρω, Librofilo, Ιωάννα και Αύγουστο (που μας έκανε και να την αγαπήσουμε, ό,τι δικό της διάβασα από άλλον, ήταν λιγότερο).
«ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ» της Αννυ Πρου, Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 473, τιμή: 20.90 ευρώ.
«Ήξερε πως όποια σκέψη, όποια πράξη της ως τώρα ζωής του έπρεπε να διαγραφεί, πως η ζωή του ξανάρχιζε απ’ το μηδέν. Ακόμα κι αν κατάφερνε να το σκάσει».
Η Αννυ Πρου στην «Καρτ ποστάλ» της είναι πολύ τολμηρή. Αρχίζει από την αποκορύφωση του δράματος, μας δίνει την λύση του γρίφου, ενδεχομένως επειδή το δράμα που σκοπεύει, τελικά, να μας αφηγηθεί είναι πιο λεπταίσθητης υφής, η λύση του γρίφου άδηλη κι άφατη.
Ο Λόιαλ Μπλαντ, πρωτότοκος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας της αμερικανικής υπαίθρου, που λατρεύει τον τόπο του, έχει καλλιεργήσει την γη του κι έχει μόλις αγοράσει καινούργιες γελάδες, έχοντας μόλις δολοφονήσει την ερωμένη του, αναγκάζεται να φύγει απ’ το σπίτι.
Η Αννυ Πρου, την οποία γνωρίσαμε από τα «Εγκλήματα με ακορντεόν» όπου και ξεδιπλώνει όλη την ιστορία της μετανάστευσης που οικοδόμησε το «αμερικάνικο όνειρο» και αγαπήσαμε από «Το μυστικό του Brokeback Mountain» με το σκληρό και καθοριστικό σαν πεπρωμένο τοπίο του Γουαιόμινγκ, και στο «Καρτ ποστάλ» ακτινογραφεί την καρδιά μιας ανεξιχνίαστης φύσης. Η οποία τους καταδιώκει, τους συντροφεύει, τους εκδικείται, τους καταπίνει, λαβώνεται απ’ εκείνους και ξεπουλιέται, κομματάκια γίνεται για όποιον ονειρεύεται μια καλύβα για εξοχικό ή γι’ αλλαγή. Η μοίρα τους, γονατισμένη απ’ τα χρέη. Και τι δεν επινοούν, χάνονται μέσα από τις επινοήσεις και τις συνέπειες. Διότι δεν είναι μόνον η ζωή του Λόιαλ που έσφαλε που θ’ αλλάξει. Αλλά και του Νταμπ, του μονόχειρα αδελφού του, και της αδελφής του της Μέρνελ, και του Μινκ και της Τζούελ που θ’ αναγκαστούν, όταν ο υγιής τους γιος θα χαθεί, να ξεπουλήσουν το βιός τους και να βγουν να δουλέψουν. Ο Μινκ δεν θ’ αντέξει τα όσα θα ρθούν και θα κρεμαστεί.
Όλοι τους, θα συνειδητοποιήσουν ότι είναι ανελέητα μόνοι. Και ηττημένοι. Εκ των προτέρων, καμένα χαρτιά. Και ειδικά ο Λόιαλ μετά την δολοφονία της Μπίλι. Της Μπίλι που θα τον καταδιώκει σαν Ερινύα για μια ζωή, δεν θα τον αφήνει πουθενά να στεριώσει.
«Και τώρα ξέρει: στις ύστατες διαυγείς στιγμές της συνείδησης, με την πλάτη στραμμένη σ’ αυτή τη λύσσα που ο ίδιος νόμιζε για πάθος αλλά στην πραγματικότητα ήταν η απελπισμένη απόπειρα να τινάξει το φονικό κορμί του από πάνω της, εκείνα τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα η Μπίλι τον είχε καταραστεί με κάθε ετοιμοθάνατο άτομο του κορμού και της ψυχής της. Θα τον κυνηγούσε μέχρι να σαπίσει, από δυστυχία σε δυστυχία, θα τον καταδίωκε, θα ‘κανε τη ζωή του μαρτύριο. Ηδη τον είχε διώξει από το σπίτι και τον τόπο του, τον είχε αναγκάσει να ζει ξένος μεταξύ ξένων, είχε σβήσει κάθε ελπίδα του για γυναίκα και παιδιά, τον είχε ρίξει στη φτώχια, είχε οπλίσει το χέρι του Ινδιάνου με το μαχαίρι που του ‘γδαρε το κεφάλι, και τώρα είχε έρθει να φάει τα πόδια του σαν τη μούχλα στο σκοτάδι. «Μπίλι, αν ξαναζωντάνευες, τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί…» ψιθύρισε».
Κάθε προσπάθεια διαφυγής, μάταιη: είτε στα ορυχεία δουλέψει, είτε αναζητώντας κόκαλα δεινοσαύρων, «η Μπίλι δεν ξαναζωντανεύει», ο Λόιαλ δεν θα στεριώσει ποτέ, θα περιπλανιέται έρημος. Ξεφυλλίζοντας το εναπομείναν ημερολόγιο του Ινδιάνου, αντικρίζοντας στις άδειες σελίδες, λιβάδια.
«Όταν πέσει το πουλί, όταν τα φτερά του κλείσουν…» θα τραγουδά κρατώντας ένα μισοσαπισμένο κλαρί: «Θες να χορέψουμε κούκλα; Όταν πέσειειιιι τοοο πουλί…» βέλαζε στην ερημιά, παραπατώντας μες στα βρύα, κρατώντας το κλαρί από τη μέση, ταρακουνώντας το πέρα δώθε, γέρνοντάς το όπως θα ‘γερνε μια γυναίκα στην αγκαλιά του, για να λυθούν και να κυλήσουν τα μαλλιά της»…
Όμως «η μοναξιά του δεν ήταν αθωότητα». Κι είναι κι αυτός εκεί ο συνεχής αντικατοπτρισμός (του πόθου του), βλέποντας τον γαλαζωπό λεκέ του καπνού, να βγαίνει απ’ τα δέντρα: «Φαντάστηκε: έναν άντρα και μια γυναίκα να κάθονται σ’ ένα τραπέζι. Ένα μακρύ τραπεζομάντιλο με κρόσσια πού πέφτει ως το πάτωμα, τα πόδια τους κρυμμένα στις πτυχές. Η γυναίκα ξεδιαλέγει μια φράουλα σε σχήμα καρδιάς, όχι άγρια, από μια γαβάθα. Το χέρι της, το μπράτσο, το μισό της πρόσωπο σβησμένο, αλλά η φράουλα λάμπει σαν διαμάντι, την κρατάει από το μίσχο με δυο δάχτυλα, ο αντίχειρας αγγίζει την πρησμένη, κόκκινη σάρκα. Τα μαύρα σποράκια σαν μια σειρά από κόμματα, φυτεμένα στους κόκκινους πόρους. Ο άντρας είναι ο ίδιος ο Λόιαλ».
Η ζωή που δεν θα ζήσει ποτέ. Η εκδοχή της, πού πάει την έχασε!
Το αποτέλεσμα, η σάγκα της μοναξιάς, ή μάλλον ακόμα χειρότερα, ακόμα σκληρότερα, της απόλυτης ερημίας. Η ελεγεία της ήττας με τους ήρωες θύτες και ταυτοχρόνως τα θύματα, σαν τους αντίστοιχους της αρχαίας τραγωδίας.
Και πανταχού παρόν το τοπίο, μαγικό και μαγευτικό, άγριο και καθοριστικό, σχεδόν θεικό, απολύτως παντοδύναμο, άλλοτε να τους παρηγορεί και άλλοτε να τους λαβώνει και να τους καταπίνει.
Συγγραφικά ευρήματα μοναδικά, οι καρτ ποστάλ που χαρακτηρίζουν την ιστορία και ξεκινούν το κάθε κεφάλαιο. Και η πανεπόπτης αφηγήτρια ωσεί θεός στα κεφάλαια «Τι βλέπω εγώ».
Το επιμύθιο, ίσως καλά κρυμμένο στη σελίδα 268: «Ο σπόρος της ζωής, απειροελάχιστος, βαρύς, με χρώμα βαθυκόκκινο, ήταν φυλαγμένος σαν μυστικό μέσα στο βάβισμα του δάσους. Πώς θα μπορούσε να τον καταλάβει;». Η Πρου, όμως, φαίνεται να τον ξέρει καλά.
Η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ, εξαιρετική. Εξάλλου και «Το μυστικό του Brokeback Mountain» ο Κορτώ το έχει μεταφράσει.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Αννυ Ε. Πρου γεννήθηκε το 1935 στο Νόργουιτς Κονέκτικατ.
Μέχρι τα σαράντα πέντε της εργάστηκε ως δημοσιογράφος, γράφοντας παράλληλα ιστορίες σε περιοδικά για ψάρεμα και κυνήγι.
Το 1992 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Καρτ Ποστάλ», και γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Φώκνερ.
Στο επόμενο μυθιστόρημά της, τα «Ναυτιλιακά Νέα», απονέμονται το Βραβείο Πούλιτζερ και το National Book Award.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» κυκλοφορούν το μυθιστόρημα
«Εγκλήματα με ακορντεόν» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, 1998) και
η συλλογή διηγημάτων «Το Μυστικό του Brokeback Mountain» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, 2006) που έδωσε το έναυσμα για την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία που γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο.
ΥΓ. Αννυ Πρου, αφιερωμένη εξαιρετικά σε όσους την λατρεύουν: στους φίλους μου Μάρω, Librofilo, Ιωάννα και Αύγουστο (που μας έκανε και να την αγαπήσουμε, ό,τι δικό της διάβασα από άλλον, ήταν λιγότερο).
Δυστυχώς αυτές τις μέρες δεν σας χαίρομαι. Κάποια στιγμή θα γίνει πάλι.
Moha