Το τείχος έπεσε, η Σοβιετική Ενωση έγινε κομμάτια, η λωρίδα της Γάζας και το Κυπριακό δεσμός γόρδιος, οι μεγάλοι έρωτες πια ντεμοντέ, οι ιδεολογίες «φούσκα» στο χρηματιστήριο, ο Θεός ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά, κι εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου καλά τώρα τελευταία.
Να ‘ναι «τα δεδομένα της ύπαρξης» που ούτως ή άλλως όλοι κάποια στιγμή αντιμετωπίζουμε; Να ‘ναι η παράδοξη και σχιζοφρενής εποχή που μεγαλώνει τις ρωγμές εντός μας; Το αναπόφευκτο του θανάτου; Η φτηνή ανθρώπινη ζωή; Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία; Η έλλειψη νοήματος;
Ζούμε σε καταθλιπτική εποχή. Ολοι το αναγνωρίζουν. Και ο Αλμπέρτ Καμύ όταν έγραφε τον <Μύθο του Σίσυφου>, πρώτος, το είχε διαγνώσει: Ο εικοστός αιώνας είναι ο αιώνας του άγχους. Κι ο εικοστός πρώτος, θα είναι ο αιώνας της κατάθλιψης. Όλα μάταια. Τα πάντα ματαιότης, που λέει και ο Ευαγγελιστής.
Κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου κανείς να απορεί για το πως εισέβαλε στη ζωή μας ο Ιρβιν Γιάλομ.
Πλάτη με πλάτη με τις συνωμοσιολογίες του Νταν Μπράουν, στα ίδια ράφια με τον ανακουφιστικό Κοέλο, στις ίδιες ευπώλητες προθήκες με τον Ιούδα που φιλά καλά, τις Μάγισσες που μας βοηθούν να κάνουμε την τύχη μας, στην ίδια συλλογιστική του «με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι».
Πρόκειται εξάλλου περί ιδιοφυούς ατόμου. Αλληγορικός σαν Χριστός, ειλικρινής και αποκαλυπτικός σαν άνθρωπος γενναίος, παντογνώστης και ελεήμων σαν Θεός, παρηγορητικός σαν την μαμά μας, καλός δάσκαλος, με αυτές τις ιστορίες διδάσκει τους φοιτητές του, και ακόμα καλύτερος συγγραφέας. Κατορθώνοντας να μετατρέψει σε γρίφο και θρίλερ την άβυσσο της ψυχής μας. Και το σημαντικότερο; Όλα δείχνουν ότι γνωρίζει καλά ο ίδιος τον μίτο. Του λαβυρίνθου που όλοι μας θα διαβούμε, το θελήσουμε ή δεν το θελήσουμε, κάποια στιγμή.
Πέντε βιβλία του, μυθιστορήματα και διηγήματα που κινούνται ανάμεσα στην ψυχανάλυση και την λογοτεχνία, μονοπωλούν τα τελευταία χρόνια την αναγνωστική αγορά. Και οι ομάδες ψυχοθεραπείας γίνονται η ψυχοθεραπεία μας, εμμονή μας και μόδα. Ακόμα και μια «ανοιχτή επιστολή του σε μια νέα γενιά ψυχοθεραπευτών και στους ασθενείς τους», που κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Το δώρο της ψυχοθεραπείας», μπεστ σέλλερ έγινε!
Ούτε που θα μπορούσε να το φανταστεί εκείνο το αγόρι που γεννήθηκε στην Ουώσινγκτον το 1931 από εβραίους γονείς, μετανάστες από το Κέλτς, ένα ρωσικό χωριό κοντά στα σύνορα με την Πολωνία, και μεγάλωσε καταμεσής στο νέγρικο γκέτο, κατοικώντας πάνω από το μπακάλικο της οικογένειας, όταν ξέφευγε δυο φορές την εβδομάδα για να επισκεφθεί τη δημοτική βιβλιοθήκη, ότι θα ερχόταν η ώρα που τα βιβλία του θα κοσμούσαν όλες τις προθήκες και τις βιβλιοθήκες του κόσμου.
Λογοτεχνία, βεβαίως, ο ψυχοθεραπευτής Ίρβιν Γιάλομ άρχισε να γράφει όψιμα. Μόλις τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Κι αυτό «ως προέκταση της διδακτικής του δραστηριότητας», όπως επιμένει να υποστηρίζει. Μετέτρεπε, δηλαδή, την εμπειρία του σε λογοτεχνία αφηγούμενος, όπως και στα επιστημονικά του μαθήματα, διδακτικές ιστορίες.
Κάπως έτσι γεννήθηκε «Ο Δήμιος του έρωτα». Δέκα αληθινές ιστορίες ψυχοθεραπείας από την κλινική εμπειρία του.
«Ο Ιρβιν Γιάλομ γράφει σαν άγγελος για τους δαίμονες που μας πολιορκούν», έγραφαν οι κριτικές.
Στο μυθιστόρημα που ακολούθησε «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» ο συγγραφέας πια Γιάλομ αναζητούσε τη σχέση της φιλοσοφίας του Νίτσε με τις αρχές της ψυχοθεραπείες. Χρησιμοποιώντας ως όχημα την απίθανη σχέση του Νίτσε με τον ψυχαναλυτή του.
«Στο ντιβάνι» που ακολούθησε, «κάθισε» ως και αυτό τον ψυχοθεραπευτή. Αποκαλύπτοντάς μας το παιχνίδι του ποντικιού με την γάτα που παίζει ο ψυχαναλυόμενος με τον αναλυτή του, αλλά και ο αναλυτής με τον ίδιο του τον εαυτό.
«Η θεραπεία του Σοπενάουερ» που κυκλοφόρησε πρόσφατα αναφέρεται σε πρώτο επίπεδο, στην λυτρωτική και ιαματική διαδικασία της ομαδικής ψυχοθεραπείας. Και σε βαθύτερο και ουσιαστικότερο, στο βάσανο όλων μας. Τον μέγα φόβο της οριστικής απώλειας, δηλαδή, του θανάτου.
Ας ξεφυλλίσουμε, όμως, αυτές τις χάρτινες, ιαματικές και απολαυστικές- εν τέλει- λογοτεχνικές… ψυχοθεραπείες.
«Ο ΔΗΜΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ».
Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1990 και αυτομάτως ο διάσημος θεραπευτής έγινε ακόμα διασημότερος συγγραφέας:
«Ο Ιρβιν Γιάλομ γράφει σαν άγγελος για τους δαίμονες που μας πολιορκούν. Αυτές οι υπέροχα δουλεμένες αληθινές ιστορίες προχωρούν πολύ πιο πέρα απ’ τη ψυχοθεραπεία. Είναι διεισδυτικά και συγκινητικά παραμύθια ζωής από έναν σοφό ψυχοθεραπευτή», έγραψε ο Rollo May.
Και η Erica Yong: «Ο Δήμιος του έρωτα είναι ένα από εκείνα τα σπάνια βιβλία που υπαινίσσονται όχι μόνο το μυστήριο αλλά και την ποίηση της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Οι καλύτεροι θεραπευτές είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ποιητές. Μ’ αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο του ο Ιρβιν Γιάλομ ανήκει πλέον σ’ αυτή την κατηγορία».
Και ο Filip Lopet: «Πρόκειται για μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση της κλινικής εμπειρίας σε λογοτεχνία. Τα περισσότερα του Δρα Γιάλομ είναι πιο συναρπαστικά από το 98% των λογοτεχνικών κειμένων που εκδίδονται στις μέρες μας, κι έχει φτάσει σε εντυπωσιακό σημείο ειλικρίνειας ζωγραφίζοντας τον εαυτό του ως έναν ρεαλιστικό χαρακτήρα με σάρκα και οστά: αστείο, γεμάτο ελαττώματα, διεστραμμένο και πάνω απ’ όλα γεμάτο κατανόηση».
Στα περιεχόμενα του βιβλίου, ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με την ψευδαίσθηση του έρωτα, που είτε καλείται για να υπερκαλύψει τον τρόμο του θανάτου, είτε για να σκλαβώσει το κενό μας μπροστά στην άβυσσο της ελευθερίας μας, είτε για να αποδώσει νόημα στην άνευ νοήματος ζωή μας.
Κάτι που ουδόλως τον ευχαριστεί, όπως παραδέχεται: «Δεν μ’ αρέσει να δουλεύω με ερωτευμένους. Ίσως γιατί τους ζηλεύω- κι εγώ ο ίδιος λαχταράω να μαγευτώ. Ίσως πάλι γιατί ο έρωτας και η ψυχοθεραπεία είναι μεταξύ τους ασύμβατα. Ο καλός θεραπευτής πολεμάει το σκοτάδι και ζητάει το φως, ενώ ο έρωτας συντηρείται από το μυστήριο και καταρρέει μόλις αρχίσεις να τον εξετάζεις σχολαστικά. Κι εγώ σιχαίνομαι να γίνομαι ο δήμιος του έρωτα».
Παρ’ όλα αυτά, όμως, στην πρώτη του ιστορία (Ο δήμιος του έρωτα), γλιτώνει την εβδομηντάχρονη Θέλμα από μια παράξενη ερωτική εμμονή. Στην δεύτερη (Αν ήταν νόμιμος ο βιασμός) γλιτώνει τον Κάρλο από την ερωτική λαγνεία που αντέτεινε στον τρόμο του θανάτου. Και ούτω καθ’ εξής.
Υπερτονίζοντας σε όλες τον διπλό ρόλο του θεραπευτή ως παρατηρητή και ως συμμέτοχου. Κάτι που κάνει απολύτως σαφές στο μυθιστόρημά του «Στο ντιβάνι».
«Εμείς οι ψυχοθεραπευτές- αποδέχεται- δεν μπορούμε να κουνάμε το κεφάλι μας με συμπόνια και να προτρέπουμε τους ασθενείς μας να παλέψουν αποφασιστικά με τα προβλήματά τους. – Αναγνωρίζει.- Δεν μπορούμε να τους λέμε εσείς και τα προβλήματά σας. Αντίθετα, πρέπει να μιλάμε για μας και τα προβλήματά μας, γιατί η ζωή μας, η ύπαρξή μας, θα είναι πάντοτε στενά συνδεδεμένη με το θάνατο, ο έρωτας με την απώλεια, η ελευθερία με το φόβο και το μεγάλωμα με τον αποχωρισμό. Είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό».
«ΟΤΑΝ ΕΚΛΑΨΕ Ο ΝΙΤΣΕ».
Στο μυθιστόρημά του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» οι ρόλοι ψυχοθεραπευτή- αναλυόμενου φαινομενικά στην αρχή αντιστρέφονται. Για να γίνει μια ουσιαστικότερη αντιστροφή στην πορεία.
Επινοώντας την συνάντηση δυο ιστορικών προσώπων στη μητρόπολη των διανοητικών ζυμώσεων του 19ου αιώνα, τη Βιέννη, δίνοντας μια ερμηνευτική εκδοχή της ψυχοθεραπείας και της σχέσης της με την υπαρξιακή φιλοσοφία.
Το μυθιστόρημα αυτό που, τελικά, κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο της Κοινοπολιτείας ως το καλύτερο μυθιστόρημα του 1993, μεταφράστηκε σε δεκαέξι γλώσσες κι έγινε μπεστ σέλλερ σε πολλές χώρες, απευθυνόταν πρωτίστως στην ψυχοθεραπευτική κοινότητα. Θέλοντας με αυτό τον τρόπο να εισάγει τον σπουδαστή της ψυχοθεραπείας στις βασικές αρχές της υπαρξιακής θεωρίας με ένα νέο εκπαιδευτικό εργαλείο, το εκπαιδευτικό μυθιστόρημα.
Διότι ο Γιάλομ σ’ αυτό το μυθιστόρημα επεδίωκε να διερευνήσει πρώτον, την ανθρώπινη σχέση που αναπτύσσεται στην ψυχοθεραπεία ανάμεσα στον θεραπευτή και στον θεραπευόμενο, δυο ανθρώπους που ο καθένας έχει τις δικές του ανάγκες. Και δεύτερον, τη σχέση φιλοσοφίας του Νίτσε με τις αρχές της ψυχοθεραπείας.
Η αρχική πρόθεσή του ήταν να γράψει ένα μυθιστόρημα που να εκτυλίσσεται ανάμεσα στον Φρόυντ και τον Νίτσε. Ιστορικά όμως αυτό ήταν αδύνατον. Κατά συνέπεια η πιο αξιοποιήσιμη για τον Γιάλομ περίοδος στη ζωή του Νίτσε ήταν το 1882 όταν, όπως αποκαλύπτεται από τις επιστολές του, ο φιλόσοφος βρισκόταν σε βαθιά απόγνωση, ύστερα από το χωρισμό του με τη Ρωσίδα Λού Σαλομέ, και σκεφτόταν συχνά την αυτοκτονία. Αυτή η περίοδος αναστράφηκε απότομα λίγους μήνες μετά, την άνοιξη του 1883, όταν ο Νίτσε άρχισε με εκπληκτική ενεργητικότητα να γράφει το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα».
Από την άποψη της μυθοπλασίας, όπως σημειώνει ο Γιάλομ, θα μπορούσε να επινοήσει κανείς μια «επιτυχημένη ψυχοθεραπεία», μέσα σ’ αυτήν την περίοδο. Αλλά ο Φρόυντ τότε ήταν μόνο εικοσιεπτά χρονών και δεν είχε ακόμα στραφεί στην ψυχιατρική. Ετσι ο Γιάλομ επέλεξε για τον ρόλο του θεραπευόμενου- θεραπευτή τον Γιότζεφ Μπρόιερ, φίλο και μέντορα του Φρόυντ, που πρώτος διατύπωσε και χρησιμοποίησε ψυχοδυναμική θεωρία και ψυχοδυναμικές μεθόδους το 1881, επιχειρώντας να θεραπεύσει την ασθενή του Βέρθα Πάππενχάιμ.
Και κάπως έτσι ξεκινά και το μυθιστόρημα. Η Λού Σαλομέ, προσεγγίζει τον Γιότζεφ Μπρόιερ και τον εξορκίζει να σώσει τον Νίτσε από την αυτοκτονία και την κατάθλιψη για το καλό της ανθρωπότητας. Αλλά επειδή ο ίδιος ο Νίτσε δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, θα έπρεπε να επικαλεστεί ότι τον θεραπεύει από τους πονοκεφάλους του.
Στην πορεία θα συμβούν πράγματα θαυμαστά για την λυτρωτική δύναμη της ψυχανάλυσης. Ο γιατρός θα χρειαστεί να παραστήσει τον ασθενή, πείθοντας τον Νίτσε πως υποφέρει ο ίδιος από την απόγνωση που επιχειρεί να τον λυτρώσει. Και στην πορεία όντως ο Μπρόιερ θα φτάσει σε απύθμενα βάθη συνειδητότητας, μεταβαλλόμενος όντως ο ίδιος από ψυχοθεραπευτής σε ψυχοθεραπευόμενο.
Αλλά στο τέλος ο Νίτσε, θα το παραδεχθεί:
«Δειλός καθώς ήμουν, προφυλασσόμουν πίσω σου, κι άφηνα εσένα ν’ αντιμετωπίσεις μόνος σου τους κινδύνους και ταπεινώσεις της πορείας».
Κι αμέσως μετά: «Δάκρυα έτρεχαν τώρα στα μάγουλα του Νίτσε, και τα σκούπισε μ’ ένα μαντίλι».
Κι αμέσως μετά: «Καταλαβαίνεις τώρα το έντονο ενδιαφέρον μου για την απελευθέρωσή σου. Η απελευθέρωσή σου μπορεί να είναι και δική μου απελευθέρωση».
Αυτή η όντως παράξενη, εν αρχή, παραπλανητική θεραπεία, θα σταθεί η απαρχή για την μεγάλη φιλία των δυο ανδρών και για την ψυχανάλυση.
Οι δυο άνδρες υποφέροντας κατά τον ίδιο τρόπο από ζωές απολύτως αντιφατικές, ο ένας σιδεροδέσμιος των παιδιών και της γυναίκας του, της δουλειάς και των ασθενών του και ο άλλος βιώνοντας την απόλυτη μοναξιά, θα ανακαλύψουν πως δεν υπάρχει ένας μοναδικός δρόμος, ότι η μοναδική μεγάλη αλήθεια είναι η αλήθεια που ανακαλύπτουμε μόνοι μας.
Ωστόσο ο Νίτσε μετά από μια τεράστια εσωτερική διαδρομή θα φτάσει πια να αποδεχθεί:
«… Να ζεις μια ζωή χωρίς κανέναν να σε παρατηρεί – ξέρεις πως είναι; Συχνά περνάνε μέρες που δεν έχω πει λέξη σε άνθρωπο, εκτός ίσως από «Guten Morgen» και «Guten Abend» στον ξενοδόχο μου. Ναι, Γιότζεφ, σωστά ερμήνευσες το «ούτε τρύπα». Δεν ανήκω πουθενά. Δεν έχω σπίτι, δεν έχω κύκλο φίλων που να μιλάμε καθημερινά, δεν έχω ντουλάπα γεμάτη υπάρχοντα, ούτε οικογενειακή εστία. Δεν έχω καν χώρα, αφού εγκατέλειψα την γερμανική μου υπηκοότητα και ποτέ δεν μένω στο ίδιο μέρος αρκετό καιρό, για να πάρω ελβετικό διαβατήριο».
«Χλευάζω το φόβο της μοναξιάς», αποδέχεται.
Παρ’ όλα αυτά όταν ο Μπρόιερ θα του προτείνει να μείνει σπίτι του, καθ’ όλα μέλος της οικογένειάς του, ο Νίτσε θα αρνηθεί:
«Όχι φίλε μου, η μοίρα μου είναι να ψάχνω την αλήθεια από την πλευρά της μοναξιάς. Ο γιος μου, ο Ζαρατούστρα, θα είναι ώριμος από σοφία, αλλά μοναδικός του σύντροφος θα είναι ένας αετός. Θα είναι ο πιο μόνος άνθρωπος στον κόσμο».
Και κάπως έτσι αποφάσισαν πως «ο καθένας μας πρέπει να τραβήξει το δρόμο του». Αλλά αγαπώντας τη μοίρα του. Διότι μετά από την ψυχαναλυτική διεργασία καταλαβαίνουν ότι, εν τέλει, υπάρχει επιλογή: «Θα μείνω πάντα μόνος, αλλά τι διαφορά, τι υπέροχη διαφορά, να επιλέγω τι κάνω. Amor fati - διάλεξε τη μοίρα σου, αγάπα τη μοίρα σου».
«ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ»
Στο επόμενο μυθιστόρημά του «Στο ντιβάνι» διαφαίνεται ακόμα περισσότερο η συμμετοχή στη διαδικασία της ψυχανάλυσης του ίδιου του ψυχοθεραπευτή.
«Μια συναρπαστική ψυχιατρική περιπέτεια μυστηρίου- όπως έγραψαν οι Los Angeles Times. Ο Γιάλομ χρησιμοποιεί στο τελευταίο του μυθιστόρημα τη μοναδική του δεξιοτεχνία στην ψυχοθεραπεία και την ιδιοφυία του, για να δείξει στον αναγνώστη τι συμβαίνει πραγματικά μέσα στο κεφάλι ενός ψυχιάτρου όταν ασκεί την τέχνη του…»
Ένα απίθανο γαιτανάκι με άξονα την ψυχοθεραπεία, που αποκαλύπτει σε όποιον θέλει να μάθει, το πώς δουλεύει ακριβώς το μυαλό ενός ψυχοθεραπευτή.
Αλλά ταυτοχρόνως και ένα εξαιρετικό μωσαικό τώρα όχι μονάχα της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά των περισσότερων πια κοινωνιών: το χρήμα, η πολυτέλεια, η ματαιοδοξία, ο ατομικισμός, η επιθετικότητα αλλά και το αντίθετό τους, η άλλη όψη. Η μοναχικότητα, η ματαιότητα, η έλλειψη στοργής, η καταφυγή στη χρήση ουσιών… όλα αυτά υπάρχουν και περιγράφονται μέσ’ στο βιβλίο. Με ακρίβεια και κατανόηση.
Στις σελίδες του, ο Γιάλομ βάζει στο μικροσκόπιο την θεραπευτική σχέση, την μεταβίβαση και την αντιμεταβίβαση, τη θεραπευτική συμμαχία και την επανορθωτική σχέση.
Πλάθοντας τα δυο κεντρικά πρόσωπά του, τους ψυχοθεραπευτές Ερνεστ Λας και Μάρσαλ Στράιντερ, ο συγγραφέας ουσιαστικά εικονογραφεί δυο αντίθετους πόλους. Ο πρώτος, υπέρμαχος της ορθόδοξης ψυχαναλυτικής σχολής, που πρεσβεύει την ουδετερότητα του θεραπευτή και την κυρίαρχη θέση της ερμηνείας του θεραπευτικού εργαλείου. Ο δεύτερος, ο Ερνεστ με τους πειραματισμούς του, με την διαφάνεια και την αυτοαποκάλυψη, έχει εξιδανικεύσει την ανθρώπινη πλευρά της θεραπευτικής σχέσης.
Και οι δυο, δεν θ’ αποφύγουν τις παγίδες της.
Ολόκληρο αυτό το μυθιστόρημα του Γιάλομ είναι μια πράξη διαφάνειας. Εφόσον ο συγγραφέας αποφασίζει να αποκαλύψει στο βλέμμα του κοινού το τι συμβαίνει μέσα στο γραφείο αλλά και στη σκέψη των ψυχοθεραπευτών, τη ζωή τους, τις δυσκολίες τους, την ανθρώπινη υπόστασή τους.
Με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και αφάνταστη ειλικρίνεια, ατμόσφαιρα και αφηγηματική ικανότητα να ξεδιπλώνει γεγονότα και προθέσεις, πράξεις και δεύτερες σκέψεις ή υποσυνείδητες τάσεις, ο Γιάλομ σκιαγραφεί ολοζώντανα το θρίλερ της ψυχής και της ύπαρξής μας. Το αίνιγμα της ζωής που χάνει τη λύση του μέσα στην καθημερινότητα.
«Εάν ο Φρόυντ ή ο Γιούνγκ δοκίμαζαν να γράψουν ένα ψυχολογικό θρίλερ, αμφιβάλλω αν οποιοσδήποτε από τους δυο θα παρήγε μια τόσο απίθανη ιστορία, τόσο τεταμένη κι αποτελεσματική», όπως εύστοχα επισημαίνουν οι Los Angeles Times.
«Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ».
«Κάθε ανάσα που παίρνουμε απωθεί τον θάνατο που συνεχώς μας πολιορκεί… Στο τέλος ο θάνατος πρέπει να θριαμβεύσει, γιατί ορίστηκε για μας από τη γέννησή μας και παίζει με το θύμα του μόνο για λίγο, πριν το καταβροχθίσει. Κι όμως, συνεχίζουμε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και με πολλή φροντίδα τη ζωή μας για όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται, όπως θα φτιάχναμε μια σαπουνόφουσκα, όσο μεγαλύτερη μπορούμε παρά την απόλυτη βεβαιότητά μας πως στο τέλος θα σκάσει».
Αρχίζει με ένα απόσπασμα από την θεωρία του Σοπενάουερ το μυθιστόρημα και με έναν ψυχοθεραπευτή που συνειδητοποιεί το επικείμενο τέλος του. Και κατ’ αυτό τον τρόπο θα συνεχίσει μέχρι το τέλος. Δηλαδή, με μια ομάδα ανθρώπων που κάνει ομαδική ψυχοθεραπεία και με τους στοχασμούς του μεγάλου φιλοσόφου να μας εισάγουν στα κεφάλαια.
Υπάρχουν, επίσης, εμβόλιμα κεφάλαια που περιγράφουν τη σχέση του Σοπενάουερ με τους γονείς του, ιδίως με τη μητέρα του, τη ταραχώδη σχέση του με τις γυναίκες, τη δυσπιστία του προς τους ανθρώπους, την απομόνωση ως μια από τις άμυνές του, τις ματαιώσεις που τον καθόρισαν στη ζωή.
Ο τίτλος της ιστορίας, όπως συνήθως, είναι αμφίσημος. Η πρώτη εκδοχή, «Ψυχοθεραπεία με τον Σοπενάουερ». Ο Φίλιπ Σλέιτ, εξάλλου, ένας από τους βασικούς ήρωες, με βασανιστική σεξουαλική εμμονή, πιστεύει ότι γιατρεύτηκε με την κοσμοθεωρία του Σοπενάουερ, διαμορφώνοντας τη ζωή του με εκείνον ως πρότυπο.
Η δεύτερη και επικρατέστερη, που διαφαίνεται πια προς το τέλος του βιβλίου από την ζωή του ίδιου του Σοπενάουερ ότι η φιλοσοφία δεν ήταν παρά ένας τρόπος αυτοβοήθειας. Το μέσον και ο αμυντικός μηχανισμός χάρη στον οποίο κατόρθωνε ο ίδιος να ανταπεξέλθει στην ωμή πραγματικότητα.
Στις σελίδες του βιβλίου, μέσα από την ψυχική περιπέτεια της ομαδικής ψυχοθεραπείας αποκαλύπτονται οι πιο ευάλωτες και απροστάτευτες πλευρές ενός ανθρώπου που όλοι θεωρούσαν απρόσιτο και μισάνθρωπο. Η σκοτεινιά της γοητευτικής κι αστραφτερής Παμ, οι ανασφαλείς αιτίες του ερωτομανούς Φίλιπ και, ξεδιπλώνονται, βεβαίως, οι δοξασίες περί ζωής και θανάτου του Τζούλιους, ενδεχομένως του ιδίου του συγγραφέως. Το αφιερώνει, άλλωστε, «στον κύκλο των ηλικιωμένων φίλων του» που μοιράζονται μαζί του «τις αναπόδραστες απώλειες και συρρικνώσεις της ζωής».
Το φινάλε γεμάτο ελπίδα: «Το άγχος θανάτου είναι ελάχιστο εκεί που είναι μέγιστη η αυτοπραγμάτωση…. Η αίσθηση της πραγμάτωσης, της «ολοκλήρωσης της ζωής σου», όπως το έλεγε ο Νίτσε, μειώνει το άγχος του θανάτου».
Εν τέλει, ένα απρόσμενα φωτεινό μυθιστόρημα, παρά τη σκοτεινιά που στην αρχή του δηλώνει. Καθαρό και αποκαλυπτικό, γοητευτικό και ευφυές, αυτοσαρκαστικό με παρατηρήσεις σοφές για την εμμονή και την ενοχή, το άγχος, το πένθος, τη μελαγχολία, τον έρωτα και την θλίψη. Για το πώς προσποιείται παραπλανητικά πολύ συχνά το ένα το άλλο.
Οσο για την επιχειρηματολογία περί τέλους ζωής, ενδεχομένως και να είναι η μοναδική οδός που θα μας οδηγήσει, τελικά, στην καρδιά της. Δηλαδή, στην όντως ζωή.
Κι όσο για τον Ιρβιν Γιάλομ, αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά, και με αυτό το μυθιστόρημα ότι «οι καλύτεροι θεραπευτές είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ποιητές». Αποδεικνύοντας, επίσης, ότι τη σήμερον ημέρα, μόνον ένας ψυχίατρος πια… μπορεί να μας σώσει!
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Ιρβιν Ντ. Γιάλομ (1931-) είναι επίτιμος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ, όπου για τριάντα χρόνια διετέλεσε καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ.
Μαθητής και συνεργάτης του Rollo May, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους, εν ζωή, εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του εγκυρότερου και πληρέστερου εγχειριδίου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας.
Στον επιστημονικό χώρο είναι ιδιαίτερα γνωστό το κλινικό και ερευνητικό έργο του στην ομαδική ψυχοθεραπεία.
Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει δύο συλλογές διηγημάτων: «Ο δήμιος του έρωτα» και «Η μάνα και το νόημα της ζωής», και τρία μυθιστορήματα:
«Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Η θεραπεία του Σοπενάουερ».
Όλα έχουν γίνει μπεστ- σέλλερ στις πολλές χώρες που κυκλοφόρησαν.
Στις εκδόσεις «Αγρα» κυκλοφορούν τα βιβλία του:
«Όταν έκλεψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Ο δήμιος του έρωτα» και «Θρησκεία και Ψυχιατρική», «Η θεραπεία του Σοπενάουερ», «Το δώρο της ψυχοθεραπείας».
Πρόσφατα κυκλοφόρησε «Η μάνα και το νόημα της ζωής» που εννοείται πέρασε κατ’ ευθείαν στα ευπώλητα.
Γι’ αυτό, το ποστ το αφιερώνουμε σε όλες τις μανούλες της γης, υπενθυμίζοντας εκείνο το πασίγνωστο «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος από καλές προθέσεις».
Καλό καλοκαίρι σε όλους τους φίλους που έφυγαν ή φεύγουν. Να περάσουν υπέροχα λέμε κι ας έχουμε εμείς εδώ μοναξιά. Όταν εκείνοι περνούν καλά, γινόμαστε κι εμείς ευτυχισμένοι….
Χωρίς λόγια εδώ. Μόνο μουσική. Γιατί εδώ δεν πρέπει να μιλάνε τα τραγούδια, πρέπει να μιλάτε εσείς, εμείς, όποιος τέλος πάντων το έχει ανάγκη. Πριν από πέντε χρόνια δεν ήξερα, ή ήξερα και κανένας δεν το ομολογούσε, ούτε έναν άνθρωπο που να έχει καθήσει στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης. Σε ένα χρόνο από τώρα δεν ξέρω αν θα υπάρχει άνθρωπος που ξέρω και δεν θα έχει καθήσει έστω και μια φορά στο ντιβάνι της ψυαχανάλυσης. Ή θα έχει σκεφτεί να το κάνει. Καμιά εντύπωση δεν μου κάνει η επιτυχία του Γιάλομ. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ μια ατελείωτη ουρά έξω από το βιβλιοπωλείο της Εστίας από υπομονετικούς αναγνώστες που περίμεναν μια υπογραφή και μερικά δευτερόπλεπτα ανταλλαγής ενέργειας με τον Ίρβιν Γιάλομ. Μου θύμισε τις πρώτες εποχές του Μεγάρου. Τότε που όλοι είχαμε ανακαλύψει την "Κάρμεν". Και τέλος πάντων, όπως και να έχει, πανέμορφες είναι οι ουρές έξω από ένα βιβλιοπώλείο σε σχέση μ' αυτές μπροστά σε μια τηλεοπτική οθόνη για το "ζετεμάκι" τους:
Moha