«Πριν ήμουν κάποιος που μια μέρα θα γινόταν ταξιτζής, μόνο που δεν το ήξερα».
Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς και «το βιβλίο της κρίσης». Ρεαλιστικό, επώδυνα ατμοσφαιρικό, λιτό και άμεσο, θα μπορούσε να είναι και το μυθιστόρημα – καθρέφτης της επώδυνης παρακμής μας. Ο ήρωάς του, όπως μας συστήνεται, «Αργύρης Τρίκορφος του Ιορδάνη και της Μερόπης» μέσα στα τέσσερα; πέντε; έξι χρόνια της διαρκούς πτώσης του, έπαθε και τα έχασε όλα: τη βιοτεχνία κουμπιών, το σπίτι και το εξοχικό, το αυτοκίνητο και τον τρόπο ζωής του. Τον φίλο του που δεν άντεξε κι έπεσε, τη σχέση του με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Κατόρθωσε παρά τούτα και «σηκώθηκε στα γόνατα», έστω και ενοικιάζοντας ταξί και σπίτι, με χρήματα που ακόμα χρωστά στους τοκογλύφους. Ξανάστρωσε τη ζωή του με τρόπο στριμωγμένο μεν αλλά αφάνταστα αξιοπρεπή, κρατώντας ακόμα ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του.
«Κι όταν με το καλό επιστρέψεις και είμαστε ακόμη εγώ ταξιτζής κι εσύ ποιητής, με παίρνεις και θα έρθω να σε γυρίσω σπίτι σου. Με πληρώνεις τότε…»
Αντέχει ακόμα να βλέπει, να λυπάται, να συμπονά και να «κερνά κούρσες», να αφουγκράζεται τον λυγμό και την σιωπή της πόλης, να μαγειρεύει μακαρόνια και να φροντίζει τα βράδια τα παιδιά του. Ακόμα και να επιστρέφει τα 349.150 ευρώ που θα τα βρει ανασηκώνοντας το πατάκι στο ταξί του.
Παπαδιαμαντική φιγούρα με μια αγνότητα που παραπέμπει στον πρίγκιπα Μίσκιν, δηλαδή, στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, με αυτή την υπέρτατη πράξη καλοσύνης και δικαιοσύνης θα αντιμετωπίσει όλη την παράνοια της μπερδεμένης εποχής μας. Το καλό είναι κακό σήμερα, σχεδόν για όλους: για τον αξιωματικό υπηρεσίας που αισθάνεται να τον ακυρώνει η ακατανόητα καλοσυνάτη πράξη του Αργύρη και για τους τοκογλύφους, για την γυναίκα του και για τους συναδέλφους στην πιάτσα. Ό,τι υπήρξε ως χθές δίκαιο, σήμερα έχει γίνει άδικο, κι έτσι ο Αργύρης θα βρεθεί διπλά αντιμέτωπος, και με τους άλλους αλλά και με την ίδια την συνείδησή του. Με την δεύτερη, ευτυχώς για λίγο, ακόμα κι όταν συνειδητοποιεί πως η καλοσύνη του κυριολεκτικά «έπεσε» στο κενό. Εκείνος που είχε ξεχάσει εκείνα τα καταραμένα λεφτά, δεν ήταν κάποιος αναγκεμένος αλλά ένας κληρονόμος καιροσκόπος. Ως τραγικός ήρωας, ο Αργύρης που θα μπορούσε να είναι και οποιοσδήποτε από μας, θα σταθεί όρθιος παρ’ όλα αυτά. Στην εποχή μας, εξάλλου, «δεν αποτελούσε ειδική περίπτωση. Χωρίς καμιά εγγύηση επιτυχίας χιλιάδες άλλοι σαν αυτόν έδιναν εκείνη τη στιγμή το δικό τους αγώνα. Ποιος ήταν αυτός που θα σήκωνε ψηλά τα χέρια και θα τα παρατούσε στα μισά;»
Η διαπίστωση και οι επιλογές του μονόδρομος: «το μόνο που απομένει, αν δεν θέλει να μείνει για πάντα στο ίδιο σημείο, που μοιάζει το χειρότερο ενδεχόμενο, είναι να αρχίσει να περπατά ξανά, χωρίς να νοιάζεται αν θα συνεχίσει προς τα μπρος ή θα κάνει μεταβολή για να γυρίσει προς τα πίσω. Μακάρι να μην είχε συμβεί τίποτα απ’ όλα αυτά, μακάρι να μην είχε βρει ποτέ εκείνο το δερμάτινο τσαντάκι και να μη χρειαζόταν ν’ αποφασίσει ό,τι αποφάσιζε».
Και το κακό ή ο πάτος, όταν αρχίζει ο κατήφορος, έχει πάντοτε «και πάρα κάτω». Οι αγανακτισμένοι, τα σάντουιτς, η βίαιη επέμβαση της αστυνομίας, οι διαδηλωτές, οι κουκουλοφόροι, οι τουρίστες, ένα χτυπημένο σκυλί και δυο παιδιά, το αόρατο σύνορο, το ανεπαίσθητο κάτι που κάνει το κάθε τι να γίνεται σε χρόνο μηδέν το αντίθετό του, αλλ’ όταν είσαι στη μάχη, ακόμα κι η ήττα σαν έκβαση αποτελεί πολυτέλεια.
«Μα ο θάνατος είναι κι απόφαση», θα σκεφτεί κι έτσι «ο Αργύρης Τρίκορφος του Ιορδάνη και της Μερόπης θα έφευγε από κει ό,τι και αν χρειαζόταν να κάνει. Όρθιος, μπουσουλώντας, έστω και έρποντας, θα έβρισκε τρόπο να φύγει σώος από κείνον τον παραλογισμό. Ξεκουλουριάστηκε, σηκώθηκε στα γόνατα και κοίταξε γύρω του. Σε ακτίνα μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων η πραγματικότητα εξαντλούσε την αυστηρότητά της χωρίς διακρίσεις, δημιουργώντας ένα σκηνικό αλληλοεξόντωσης. Όλοι εναντίον όλων».
Και τότε ακριβώς, επειδή έχει κάποιους να νοιάζεται, θα περάσει σε εκείνους που γίνονται οι ήρωες της ζωής «παρά ταύτα»: «σα να μη φοβόταν πια τίποτα και κανέναν, γιατί είχε πάψει ν’ ανήκει πλέον στον εαυτό του και ό,τι έκανε το έκανε για ένα σημαντικότερο σκοπό από την ασφάλειά του».
Ένα μυθιστόρημα που περιδιαβαίνει δρόμους, πλατείες, κλειστά μαγαζιά, ρημαγμένους ανθρώπους. Μια ιστορία που είναι η ζωή μας, οι σκέψεις, οι συγκρούσεις, η μοναξιά και οι φόβοι μας, η απελπισία κι η απληστία. Ένας παπαδιαμαντικός ήρωας που ανοίγει για χάρη μας μέσα στο έρεβος, δύσκολα, φωτεινά μονοπάτια. «Παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς» ο Πορφύριος επιβεβαιώνεται και το καλό, όσο κι αν ήρθαν τα πάνω- κάτω, εξακολουθεί να υπάρχει, θα υπάρχει. Ένα βιβλίο που είναι ο τόπος κι οι άνθρωποι, η ιστορία που μόλις γράφεται, ακόμα γράφεται, πάντα θα γράφεται: «Έπρεπε να γνωρίζει, οι τόποι είναι οι άνθρωποι’ και αυτό το μέρος μαζί με τους ανθρώπους του είχαν εμπλακεί ξανά σε μια φοβερή δοκιμασία, έναν Αρμαγεδώνα που δεν είχε βέβαια τη δραματικότητα ενός ωκεάνιου κύματος δέκα, είκοσι ή τριάντα μέτρων και δεν θα σκότωνε με τη μια χιλιάδες ούτε θα έθαβε στη λάσπη ολόκληρες πόλεις, μα όποιος είχε μάτια να δει το έβλεπε πως εξελισσόταν σε δοκιμασία εξίσου τρομακτική, γιατί η αβέβαιη έκβασή της ίσως τους στερούσε κάτι σημαντικότερο απ’ τις περιουσίες τους και τον τρόπο ζωής τους’ την περηφάνια τους θα ξεπάστρευε, θα κατάπινε την όρεξή τους για προσπάθεια και διάκριση και θα τους ξέκοβε μια κι έξω τις γενέθλιες αρχές τους, που, όσο και αν είχαν ξεθωριάσει και λησμονηθεί, παρέμεναν σημαντικές. Και έπρεπε όλοι να το σεβαστούν τούτο το επερχόμενο λιάνισμα, ειδικά όσοι ήταν περαστικοί. Αυτό ήταν το σωστό. Όποιος δεν το καταλάβαινε, κακώς βρισκόταν εδώ».
Ένα βαθύτατα ανθρώπινο και σπλαχνικό ιαματικό βιβλίο που αποτελεί ως σπουδαία λογοτεχνία ήδη υπόσχεση: «Κι όμως, τα πράγματα θα καλυτέρευαν κάποτε, αποφάσισε’ πρώτα θα χειροτέρευαν και μετά θα καλυτέρευαν πάλι». Είναι υπόσχεση. Την ανθρωπιά μας δεν μπορεί να την νικήσει κανείς. Ούτε την Τέχνη.
Από τον συγγραφέα που πρωτογνωρίσαμε με την ατμοσφαιρική, υπαινικτική «Συνάντηση» (Ίνδικτος, 2002), συνειδητοποιήσαμε το πόσο υπαρξιακός είναι στο «Βαθύ πηγάδι» (Ίνδικτος, 2003), μας παρέσυρε στην σκοτεινή ανθρώπινη φύση με το «Βαθμό δυσκολίας» (Ίνδικτος, 2004), υπήρξε προφητικός και αλληγορικός στην «Παραβολή» (Καστανιώτης, 2006), μας υπενθύμισε την βαριά σκιά της επταετίας με την «Εφεύρεση της σκιάς» (Καστανιώτης, 2008), και τώρα μας κάνει να ελπίζουμε στην «Πόλη και τη σιωπή» για το καλό που ενυπάρχει στην κόλαση της πραγματικότητας, σαν υπόσχεση παράδεισου. Ένα βιβλίο αφ’ εαυτού του, γαζούλα θεραπευτική. Κι ας τσούζει το ιαματικό ιώδιο…