Για την
«πράσινη πέτρα» που, τελικά, δεν είδαμε…
«Μια μέρα, στο Βερολίνο, έλαβα ένα τηλεγράφημα:
«Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως, Ζορμπάς»…
«Όμως δεν έφυγα* δεν τόλμησα πάλι. Δεν μπήκα στο
τρένο, δεν ακολούθησα, τη θεικιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γενναία
παράλογη πράξη. Ακολούθησα τη μετρημένη, κρύα, ανθρώπινη φωνή του λογικού. Και
πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του ξηγούσα…
Κι αυτός μου αποκρίθηκε:«Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες και συ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμουν κάποτε, όταν δεν είχα δουλειά, κι έλεγα με το νου μου:
«Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση;» Μα χτες που έλαβα το
γράμμα σου, είπα: «Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες».
Έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο «Βίος και
πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» που πρωτοκυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1945 από το Τυπογραφείο
Δημητράκου και στο Παρίσι, κυκλοφόρησε το 1947. Με την επανέκδοσή του, το 1954,
βραβεύτηκε ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς.
Στις σελίδες του, το μέγιστο μάθημα και το
συγγραφικό ακατόρθωτο πια, Και κατορθωμένο Και δεδικασμένο: χρονικό και έπος, όπως έχει ήδη γραφτεί [Αιμ.
Χουρμούζιος, 1953], απομνημονεύματα και
θεατρική δημιουργία μαζί, παραμύθι και αλληγορία, η ζωή που έζησε και η ζωή που
εν δυνάμει θα ήθελε ή θα μπορούσε να ζει, η ζωή του έλληνα και της ίδιας της
χώρας μας μέσα στον χρόνο. Η ζωή που γίνεται χάρτινη για να γίνει αιώνια και για
να προσεγγίσει μ’ αυτόν τον τρόπο το άρρητο και το αιώνιο. Ο Καζαντζάκης που
γράφει και ο Καζαντζάκης αυτός που υπήρξε τελικά βαθιά στη ψυχή, ο
ασυμβίβαστος, ο διονυσιακός, ο περιπλανώμενος, ο άτρωτος, ο αρχετυπικός, η
αθωότητα της ψυχής να ατενίζει την κάθε μέρα σαν το αεί υπάρχον θαύμα. Με την
λογοτεχνία ως εναπομείναν όχημα πια, εφόσον έτσι ή αλλιώς «ο Ζορμπάς, αντί να
γίνει για μένα υψηλό, επιταχτικό πρότυπο
ζωής, ξέπεσε κι έγινε φιλολογικό, αλίμονο, θέμα για να μουτζαλώσω
κάμποσες κόλλες χαρτί. Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις τέχνη τη ζωή…» «Ο Ζορμπάς, ο γεμάτος σάρκα και κόκαλα» που
απόγινε στα χέρια του «μελάνι και χαρτί», για να νικήσει, εντέλει, τον χρόνο.
«Τίποτα δικό του δεν πέθανε μέσα μου, ό,τι άγγιξε
το Ζορμπά, θαρρείς κι έγινε αθάνατο», ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα πει,
αποδεχόμενος τον μοναδικό τρόπο να αναμετρηθεί με την λήθη και με τον θάνατο,
με την ίδια ήττα, όταν όλα [λιγνίτης, επιχείρηση, χρήματα] θα γίνουν κάποια
στιγμή παρελθόν, ο Ζορμπάς, όμως, θα γίνει σύμβολο, η Κρήτη, η θάλασσα, το
Αιγαίο, τα βουνά και ο κόσμος θα βρίσκονται, βρίσκονται πάντα κάπου εκεί, όπως
κι εκείνη η πράσινη πέτρα, η ωραία. Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο – μύθος, μια αιώνια παραβολή, η επανάληψη της αιώνιας στιγμής, με τον Ζορμπά στην καταστροφή να χορεύει. Και με τον Καζαντζάκη ν’ συλλαμβάνει με μοναδικό συγγραφικό τρόπο την αρχετυπική ανθρώπινη ψυχή και στιγμή, το υπεράνθρωπο που εν δυνάμει υπάρχει στον πτωτικό άνθρωπο και αποτελεί μια υπόσχεση, την μόνη υπόσχεση για να μη πάει καμία θυσία χαμένη.
«Σίγουρα η καρδιά του ανθρώπου είναι ένας κλειστός λάκκος αίμα, κι άμα ανοίξει τρέχουν να πιουν και να ζωντανέψουν όλοι οι διψασμένοι απαρηγόρητοι ίσκιοι, που ολοένα και πυκνώνονται γύρω μας και σκοτεινιάζουν τον αγέρα. Τρέχουν να πιουν το αίμα της καρδιάς μας, γιατί ξέρουν πώς άλλη ανάσταση δεν υπάρχει. Κι απ’ όλους πιο μπροστά τρέχει σήμερα ο Ζορμπάς με τις μεγάλες δρασκελιές του κι αναμερίζει τους άλλους ίσκιους, γιατί ξέρει πώς γι’ αυτόν γίνεται σήμερα το μνημόσυνο. Ας του δώσουμε λοιπόν το αίμα μας να ζωντανέψει. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε να ζήσει λίγο ακόμα ο εξαίσιος αυτός φυγάς, πιοτής, δουλευταράς, γυναικάς κι αλήτης. Η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα, η πιο λεύτερη κραυγή που γνώρισα στη ζωή μου».
Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1947 και αποτυπώνει σαν καθρέφτης και εκείνο που γίνεται τώρα:
«Στεκόμουν στην πλώρα και περιχαίρουμουν, ως την άκρα του ουρανοθάλασσου, το θάμα* και μέσα στο βαπόρι οι τετραπέρατοι Ρωμιοί, τα μάτια τ’ αρπαχτικά, τα ψιλικατζίδικα μυαλά, οι μικροπολιτικοί καβγάδες, ένα ξεκουρδισμένο πιάνο, τίμιες φαρμακερές κυράτσες, μοχθηρή, μονότονη επαρχιώτικη μιζέρια. Σου ερχόταν να πιάσεις το βαπόρι από τις δυο άκρες, να το βουτήξεις στη θάλασσα, να το τινάξεις καλά -καλά, να φύγουν όλα τα ζωντανά που το μολεύουν- άνθρωποι, ποντίκια, κορέοι- και να το ανεβάσεις πάλι απάνω στα κύματα, αδειανό και φρεσκοπλυμένο.
Κάποτε πάλι μια συμπόνια με κυρίευε* μια συμπόνια βουδική, κρύα, σα συμπέρασμα από πολύπλοκους μεταφυσικούς συλλογισμούς. Συμπόνια όχι για τους ανθρώπους μονάχα παρά και για τον κόσμο αλάκερο που παλεύει, φωνάζει, κλαίει, ελπίζει και δε βλέπει πως όλα είναι φαντασμαγορία του Τίποτα. Συμπόνια για τους Ρωμιούς και για το βαπόρι και για τη θάλασσα και για μένα και για την επιχείρηση του λιγνίτη και για το χειρόγραφο του «Βούδα», για όλα ετούτα τα μάταια συμπλέγματα από ίσκιο και φως, που μια στιγμή αναστατώνουν και μολεύουν τον αέρα».
Ο «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», ένα βιβλίο για την αιώνια μάχη στην ίδια την ανθρώπινη ψυχή και ζωή, που γίνεται και θα γίνεται εις τον αιώνα.