H
ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ΠΙΕΤΡΗ-ΑΥΓΟΥΣΤΗ
για
το βιβλίο της EΛΕΝHΣ
ΓΚΙΚΑ
“Η
ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΡΙΝΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ”
στην
εκδήλωση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης
Κορωπίου στις 20/1/2013
Απόψε
έχουμε τη μεγάλη χαρά να παρουσιάζουμε
το μυθιστόρημα της κας Ελένης Γκίκα, με
τίτλο: «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας».
Η χαρά μας και η συγκίνηση είναι ακόμα
μεγαλύτερη που παρουσιάζεται το βιβλίο
της στη γενέθλια πόλη της, (επιτρέψτε
μου εγώ να την αποκαλώ Ελένη). Είναι η
δική μας Ελένη. Η Ελένη της αγάπης, της
φιλίας, η Ελένη της καρδιάς, της ταπεινής
ψυχής, που μας τα μοιράζει όλα, τόσο
απλόχερα: τη σοφία της, το στοχασμό της
και ανησυχεί για την κάθε μας στιγμή. Η
Ελένη, που όχι μόνο μοιράζεται, αλλά
αγκαλιάζει τις έγνοιες μας και τους
προβληματισμούς μας, εκφράζεται ποιητικά
μέσα από λεωφόρους δύσκολες, αναζητώντας
πάντα την αλήθεια, με σύμμαχο τη μεγάλη
της πίστη στο Θεό και την απέραντη
τρυφερότητα και αγάπη στον άνθρωπο.
Εξέρχεται νικήτρια στο χρόνο, αντικρούοντας
κάθε δυσκολία με τα πιο όμορφα όπλα, τα
συναισθήματα της φιλίας και της
ταπεινοφροσύνης.
Την
Ελένη, ως αναγνώστρια την γνώρισα από
το βιβλιοπωλείο που διατηρούσε για τρία
χρόνια στην Βασ. Παπά στο Κορωπί. Το
μυστικό μας, κάποιος ποιητής ή ένας
πρωτοεμφανιζόμενος αλλά πολλά υποσχόμενος
συγγραφέας. Περνούσαν στο μεταξύ τα
χρόνια και όποτε συναντιόμασταν στο
δρόμο, υπήρχε πάντα η ίδια αγάπη, η ίδια
έγνοια, η ίδια οικειότητα. Είναι ο
άνθρωπος που έβγαλε τα χειρόγραφά μου
από το συρτάρι και με βοήθησε με κάθε
τρόπο να τα εκδώσω. Την ευχαριστώ μέσα
από την ψυχή μου. Για μας ο χρόνος
αποδείχτηκε σύμμαχος, χαρίζοντάς μας
μια σπουδαία φιλία, διότι η Ελένη «ξέρει
και μπορεί ν’ αγαπά, ξέρει και μπορεί
να γράφει, ξέρει και μπορεί να συγκινεί»
όπως λέει η Μάρω Βαμβουνάκη. Με λόγια
πολύ απλά, μπορείς να διεισδύσεις στο
μεγαλείο της ψυχής της. Ευαίσθητη,
αληθινή, ονειροπόλα, μελαγχολική με μια
παιδική αθωότητα, που την κουβαλά απ’
τα γεννοφάσκια της, γιατί η απλότητα
είναι δείγμα αγάπης, είναι φιλία, είναι
σεβασμός στον εαυτό Σου και μετά στους
φίλους σου. Γι’ αυτό η Ελένη είναι τόσο
δυνατή στα αισθήματά της, γιατί είναι
αληθινή και η αλήθεια σε ξεγυμνώνει, σε
αφοπλίζει, σε κάνει να ονειρεύεσαι, ν’
αγαπάς, διότι ό,τι διαθέτεις στην ψυχή
σου κι ό,τι εντός σου κουβαλάς αποτυπώνεις
στα γραπτά σου, μέσα μας υπάρχουν οι
εικόνες και τα νοήματα, με τα «δώρα του
Θεού» πορευόμαστε, δώρα σπάνια που μόνο
σε μια Ελένη ταιριάζουν. Ο Θεός μας δίνει
τα δώρα της κάθε μέρας απλόχερα, αρκεί
εμείς να τα αναγνωρίσουμε, να τα φυλάξουμε
στο μέρος της καρδιάς μας. Είμαι πολύ
υπερήφανη, που έχω τη αγάπη και την
εμπιστοσύνη της.
Η
Ελένη μας έχει δώσει πάρα πολλά βιβλία
εξαιρετικής συγγραφικής δουλειάς, στο
μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το
παραμύθι.
Με
το μυθιστόρημα «Η γυναίκα της βορινής
κουζίνας» ξεκινάει ένα ταξίδι αυτογνωσίας
και εσωτερικής αναζήτησης, ένα πολυεπίπεδο,
άκρως ποιητικό βιβλίο, διότι ποίηση
είναι η τέχνη να προκαλείς συγκίνηση
χρησιμοποιώντας το παιχνίδι των λέξεων.
Και τι θα γινόμαστε χωρίς λέξεις, χωρίς
ήχο, χωρίς τραγούδια, χωρίς αισθήσεις,
χωρίς δάκρυ;
Στη
λιακάδα των λέξεων χαράζει το δρόμο του
ο Ελύτης, καλώντας μας να τον σεργιανίσουμε
μαζί.
«Στην
κλεψύδρα του χρόνου χτίζει τις ρίζες.
Στο
χέρι του Θεού απλώνει τα κλαδιά.
Ένα
μπουκέτο μενεξέδες και ένα φύσημα Θεού
κι
ανθίζει ο άνθρωπος, για να γεμίσει πέταλα
το
Σύμπαν και ν’ ανθίσουν μεσ’ το χρόνο».
«Μια
μπαλαρίνα στις ροζ στροφές της βάζει
σε κίνηση τη μηχανή του χρόνου», γράφει
η Ελένη, στην ποιητική συλλογή της «22
χρωματικές μεταμφιέσεις».
Μέσα
από το χρόνο γεννιόμαστε, δημιουργούμε,
μεταμορφωνόμαστε έως ότου φτάσουμε στο
αποκορύφωμα της ζωής. Σαν ακροβάτες στο
κενό, όμως τίποτα δεν χάνεται, μονάχα
ξαναρχίζει, μαζί του ταξιδεύουμε,
ερευνώντας το βαθύτερο εαυτό μας. Επίσης
στη νοσταλγία που υποκινεί τη μνήμη και
εξασφαλίζει την οριστική ήττα της λήθης,
διότι στην πορεία όλα μεταμορφώνονται
και μονάχα το όντως υπάρχον παραμένει
ίδιο και αναλλοίωτο. Και η Ελένη το
γνωρίζει πάρα πολύ καλά, ξέρει πώς να
μεταμορφώνει τα άψυχα σε έμψυχα, να
προκαλεί συγκίνηση, να αφυπνίζει
συναισθήματα, να επαναφέρει μαγικές
στιγμές μιας παιδικής ηλικίας, διότι η
ίδια κουβαλά μια παιδική αθωότητα. Αυτό
το μυθιστόρημα είναι μια περιπλάνηση
στο άφθαρτο σώμα του χρόνου, μια τολμηρή
κατάδυση στην ουσία της ύπαρξης, μέσα
από μια διαδικασία μνήμης και αυτογνωσίας,
μια πορεία ζωής που ξεκινά από το Α που
είναι αρχή, άλμα και αναζήτηση, στο Ε
που είναι ερημιά, έρωτας, εφηβεία, στο
Μ μέλι, μαμά, μαχαίρι, στο Σ σάρκα, σταυρός
και σταύρωση στο Θ που συνάντησε το
θαύμα μεσ’ το θάνατο, αφουγκράστηκε το
Θεό στη θύελλα, σαν ακροβάτης στο κενό,
που αρχίζει πάντα, όμως τίποτα δεν
χάνεται, μονάχα ξαναρχίζει πάλι και
πάλι, όπως γράφει η Ελένη στις ποιητικές
συλλογές της: «Άβυσσος, άλμα, άλγος,
αρχίζω», «Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι»,
«Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα», «Σώμα,
σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα», «Θύελλα,
θάμβος, θόλωσα, θυμήθηκα».
Σαν
σπείρα, ανοίγοντας τον κύκλο προς το
άπειρο. Εκείνη η νοσταλγία για το
παρελθόν, που γίνεται εικόνες, αισθήματα,
αγγίγματα, μυρωδιές, που σε στηρίζει ή
σε καταδιώκει.
«Συγγραφέας
είναι εκείνος που κάνει αλήθεια την
αλήθεια σου. Που κάνει ιστορία την
ιστορία σου» είπε ο Ευγένιος Ιονέσκο.
Ουσιαστικά
τα βιώματά μας υλοποιούμε. Τα εγκυμονούμε
στο άπειρο, ως τη μοιραία στιγμή, που
απαιτεί κυτταρική ετοιμότητα.
«Μια γυναίκα,
που στέκει στο παράθυρο και κοιτά μια
ζωή, πέρα από τα βουνά, είναι το πρόσωπο
της μοναξιάς, που συνήθισε τόσο, ώστε
πια, δεν ξέρει αν το επέλεξε ή έτσι
γεννήθηκε». Το σπίτι το επέλεξε για να
‘ναι «όλα τα σπίτια μαζί». Για να μπορεί
ν’ ανοίγεται στον κόσμο και να κλείνεται
όποτε το επιθυμεί. Σαν παπαρούνα την
άνοιξη, κάποιες φορές κι άλλες σαν
σκαντζόχοιρος μέσα στ’ αγκάθια, χελώνα
στο καύκαλο. Συνήθως το ημίφως της πάει.
Σ’ ένα σπίτι τόσο φωτεινό, εκείνη
επιλέγει ημίφως, διότι πίσω από κλειστά
παντζούρια συναντάς τον αληθινό εαυτό
σου, ίσως έτσι αντέχεις το είδωλό σου,
τη σκιά που γυροφέρνει πλάι σου και
παρασύρει αραχνοΰφαντες δαντέλες
μοναξιάς και νοσταλγίας. Ίσως έτσι
αντέχεις καλύτερα τους κραδασμούς της
ψυχής, αισθήματα φυλακισμένα πίσω από
βελούδινες κουρτίνες. «Δημιουργεί το
δικό της σπλαχνικό, σκοτεινό χειμώνα
μέσα στων άλλων το ανελέητο καλοκαίρι,
πατώντας στο γραφείο της το βυσσινί
περσικό δέντρο της ζωής. Βυθίζεται στην
παιδική λαδοπράσινη αγκαλιά-πολυθρόνα,
μετρά δερβίσηδες τα βράδια στην μπάντα
για να κοιμηθεί. Θροΐζουν στα άσπρα –
σάβανα – ρούχα οι περιστροφές. Κύκλος
και ζωή, κύκλος και θάνατος, κύκλος και
ιστορία». ‘Σε μιαν αφετηρία που μοιάζει
με τέλος, αλλά κάτι της λέει ότι πού
ξέρεις; Μπορεί να ‘ναι μόνο η αρχή’.
‘Εδώ στη κουζίνα της, μια ζωή παίζονται
όλα. Χαρές και λύπες, γεννητούρια και
θάνατοι, δύση και αυγή. Το πρώτο δωμάτιο
που κοίταξε όταν πήραν το σπίτι, «μεγάλη
κουζίνα, για να χωρά μια ζωή».
Και χώρεσε.
Όλη της τη ζωή χώρεσε ετούτη η ολοδική
της βορινή κουζίνα. Ο ναός της κι ο τάφος
της. Η δύση της που κάποτε υπήρξε η
ανατολή. «Πορτοκαλιά θα την ντύσω.
Κουρτίνες, πετσετάκια, φλιτζάνια – σαν
να τα λούζει όλη τη μέρα ο ήλιος. Αυτή
θα είναι ο ήλιος μας, γύρω από δω θα
περιστρέφεται όλη μας η ζωή». Ταμπουρωμένη
σε μια κουζίνα –φυλακή, πίσω από θαμπά
τζάμια καρτερίας και προσμονής,
αιχμαλωτίζει τη μοίρα της, προσδοκώντας
κάτι καινούργιο. Κεντάει τα όνειρά της
πάνω σε λευκό χαρτί, κάθε μέρα ζει το
άγγιγμα της ζωής. «Στη βορινή κουζίνα
πρωτομπήκε η Ράνια όταν έφυγε ο Φώτης
για Κάιρο. Χανόταν, το έβλεπα, απομακρυνόταν
καθημερινά. Τότε η ανάγκη μου να της
γράψω έγινε τόσο επιτακτική. Για κάποιο
μυστήριο λόγο, ήμουν σίγουρη ότι τη λένε
κι εκείνη Γερτρούδη. Λοιπόν, θα της
γράψω, κι έτσι θα της απευθυνθώ. Σήμερα
κιόλας, τη μέρα των γενεθλίων μου. Έφυγαν
όλοι. Κι εγώ στην κουζίνα να φτιάχνω
γενέθλιες μαντλέν, για να γιορτάσω μόνον
εγώ – κι ίσως μόλις πάρει το γράμμα μου,
έστω ετεροχρονισμένα και η Γερτρούδη.
Αλλά θα
υπογράφω «Ουλρίκα» και θα είναι αυτό
το δικό μας μικρό μυστικό. Αλλά άμμος ο
Χρόνος και πάει. Έτσι όταν ο Φώτης έφυγε
για το Κάιρο και τα παιδιά για το
Πανεπιστήμιο και ξαναγύρισε η μοναξιά
σ’ ένα σπίτι γεμάτο, τότε άρχισε να
έρχεται αυτή, δειλά κάπως, μ’ εκείνο το
πράσινο φόρεμα, αέρινη και απόμακρη σαν
ξωτικό. «Δεν συναντήθηκαν ποτέ. Μονάχα
στον καθρέφτη. Τώρα πώς γίνεται; Τα
κάνει αυτά τα μαγικά ο καθρέφτης. Έξι
και μία τύψεις μαζί. Εκείνη και η άλλη.
Ο εαυτός και το ψεύδος. Ποιο το πρόσωπο
και ποια η αντανάκλαση.
Στην ίδια
γραμμή κινήθηκαν και οι δυο κι ας
ισχυρίστηκαν «παραλλήλως». Στο ίδιο
περιθώριο, κι ας νόμισαν «κέντρο». Το
περιθώριο αποτελεί κέντρο για του καθένα
τη ζωή. Με ανεπίδοτες λαχτάρες και
καταχωνιασμένες επιθυμίες. Πού η
αυθεντική και πού ο ρόλος; Μόνο οπτασίες,
«πρόσωπα στον καθρέφτη που υπήρξαν,
φαντάσματα που πρωταγωνιστούν σε μια
παρωδία ζωής, άλλοτε όνειρο κι άλλοτε
εφιάλτης. «Είμαστε η ίδια μας η μνήμη,
εκείνο το χιμαιρικό μουσείο των μορφών
που τρεμοπαίζουν, ένας σωρός καθρέφτες
θρυμματισμένοι όπως στα όνειρα, πίσω
από το πρόσωπο που μας κοιτάει δεν
υπάρχει κανείς». Μπόρχες. Ράνια ή
Γερτρούδη και Αρσινόη ή Ουλρίκα οι
ηρωίδες απέναντι αλλά δίπλα, μακριά
αλλά και κοντά, η μία με τα παιδιά και η
άλλη με τα βιβλία παλεύουν το χρόνο, τη
μοναξιά, τη ζωή, κάνουν τα δικά τους
όνειρα, ζουν τη δική τους καθημερινότητα,
η μία στην κουζίνα και η άλλη στο γραφείο.
Η γυναίκα της βορινής κουζίνας ξενυχτά
φτιάχνοντας μαντλέν, η γυναίκα στο
ανατολικό γραφείο διαβάζει βιβλία,
μεταφράζει Πρεβέρ, Πεσσόα. Κι ανάμεσα
τους η γυναίκα στο δυτικό καθρέφτη που
τις βλέπει, που την επινόησαν εκείνες,
ή που υπήρξε εκείνη που τις επινοεί. Το
πρόσωπο και το προσωπείο που είναι το
ένα και όλα τα πρόσωπα μαζί. Κάθε μέρα
ζει το άγγιγμα της ζωής, μόνο ο αγαπημένος
της καθρέφτης γνωρίζει τον αγώνα που
καταβάλλει για να κρατήσει κοντά της
την κάθε στιγμή. Νοιώθει την ψυχή της
ανάλαφρη σαν του μικρού παιδιού, έτοιμη
να πετάξει στο δικό της παράδεισο,
χαράζοντας το χρόνο και αναζητώντας
φτερούγες για ένα ταξίδι ελεύθερης
σκέψης και ελπίδας, αναδιπλώνει το
παρελθόν μέσα από μισοσβησμένες σελίδες
της νιότης, για να περισώσει πολύτιμες
στιγμές. Βυθίζεται στα χρώματα και
αναπνέει το άρωμα από τις παιδικές φωνές
και τα παραμύθια: «Η Αλίκη στη χώρα των
θαυμάτων και «Πολυάννα», «Ωραία
κοιμωμένη». «Απ’ τον ορίζοντα τα χρώματα
δεν τελειώνουν ποτέ. Ουράνιο τόξο στης
νοσταλγίας το λιλά, στης πληγής το ροδί,
στης καρτερίας το τυρκουάζ, στο βυσσινί
των παιδικών μας χρόνων», πεταλούδες
που πλημμυρίζουν το Ουράνιο στερέωμα,
χαρταετοί μικρών παιδιών, που σε τυλίγουν
ως δια μαγείας να ζήσεις το παραμύθι
των παιδικών σου χρόνων, φωνές, γέλια
μικρών παιδιών σε χώρες των θαυμάτων,
ένα άγγιγμα, ένα χάδι πάνω σε μαυρόασπρες
φωτογραφίες, συνδέουν το παρόν με το
παρελθόν. «Η αντανάκλαση του μέλλοντός
μας έχει πάντοτε παρελθούσες ρίζες».
«Ήταν ασφαλές καταφύγιό μου να θυμάμαι»
θα πει η Κική Δημουλά και φαίνεται την
Ελένη την στήριζε. Στο βιβλίο της:
«Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του
κόσμου» γράφει:
«Στα τοιχώματα
ο χρόνος αλλάζει πορεία, ποτέ προς τα
μπρος. Σταθερά προς τα πίσω. Κι όσες
φορές κατόρθωνε σαν μεταλλική λεπίδα
να σκίζει το μέλλον, ήταν για να μπορέσει
να διευκολύνει το παρελθόν να ουρλιάζει
στο άπειρο». Για να μη χαθεί ποτέ η κραυγή
αυτής της γυναίκας στη λήθη.
Γεμίζει
λευκές σελίδες με τα παράπονα και τις
επιθυμίες. Ντύνεται του φόβους της με
προσευχές. «Με λένε Αρσινόη και είμαι
καλά. Μέσα στα κείμενα χάνεται. Γίνεται
ο άλλος. Ο συγγραφέας, η ηρωίδα, ο ήρωας,
το υποκείμενο, το αντικείμενο, η σκέψη,
η σκιά, η μουσική, η σιωπή. Τότε μια
περίεργη σιωπή κυκλώνει το δωμάτιο.
Μέσα από τη σιωπή ζητάει κανείς να
κλάψει, να συγχωρήσει, να αναπλάσει το
δικό του είδωλο, το είδωλο της παιδικής
του Ανάστασης.
«μεσ’ τα
βιβλία, όλα είναι εκεί». Κι αν αυτή τα
ξεχνά, υπάρχει και ο υπολογιστής. Με
απεριόριστη μνήμη. Να περισώσει ό,τι
έφτιαξε, ό,τι επιθυμεί διακαώς να
διασωθεί.
«Με το στίχο
πρέπει να δημιουργήσω το άχαρο σύμπαν
μου», λέει ο Μπόρχες
«Η βιβλιοθήκη
είναι μια πύλη στο χρόνο»
«Μεσ’ τα
βιβλία, όλα είναι εκεί».
Στο προσκέφαλό
της ο Μπόρχες που τη γιάτρεψε, την κράτησε
μια νύχτα, έναν αιώνα, μια στιγμή.
Ο Ντάρελ με
το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο», Ελυάρ,
Ντίκινσον, Χιουζ, Πρεβέρ, Σύλβια Πλαθ,
Γιουρσενάρ, Ντοστογιέφσκι, Ελύτης,
Σεφέρης, Καβάφης, Κάρεν Μπλίξεν, Αν
Σέξτον. Έτσι, γέμισε όλους τους τοίχους
βιβλία. «Με ασφαλίζουν, με προστατεύουν
από το χάος». Η αλήθεια είναι ότι η
αίσθηση και μόνο ότι υπάρχουν με κάνει
να νιώθω πως με προστατεύουν, ότι μου
κρατούν συντροφιά».Άλλωστε σημασία δεν
έχει να διαβάζεις, αλλά να ξαναδιαβάζεις».
Σημασία δεν έχουν τα γεγονότα. Τα γεγονότα
δεν είναι παρά αφετηρίες για την επινόηση
και τον συλλογισμό». Η συγγραφέας τολμά
μια τολμηρή κατάδυση στα άδυτα της
ψυχής, μια «εκ βαθέων εξομολόγηση».
Είναι νύχτες που ματώνουν τα πλήκτρα
και οι λεπτοδείκτες της τρυπούν την
καρδιά. Αυτό το καλοκαίρι το πέρασε με
το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρρελ.
«Σ’ αρέσει
ο Ντάρελ; Ναι, γιατί; Είναι σαν κινούμενη
άμμος. Ολότελα ανοιχτός στο ενδεχόμενο.
Είναι το ίδιο το ενδεχόμενο. Είναι η
ίδια η ζωή». Μετράει αποστάσεις που έχει
διανύσει από το χτες στο σήμερα, πνίγεται
από τον ήχο μουσικής: Τσαικόφσκι και
Μπαχ, Ντβόρτζακ και Ραχμάνινοφ, Πράισνερ,
Θεοδωράκη, Καραΐνδρου. Κι έτσι ο χρόνος
κάνει τον κύκλο του.
«Η λογοτεχνία
όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί
με ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί» η Ελένη
κεντά με δεξιοτεχνία τις λέξεις. Απίστευτο
το παιχνίδι με τις λέξεις. Τις πλάθει
μαγικά με τη φαντασία της. «Όμως οι
λέξεις εφευρέθηκαν κατ’ αρχήν ως άμυνα
στην απόγνωση».
Έτσι κι
αλλιώς η ηρωΐδα τις νύχτες ξαγρυπνά για
να μεταφράζει Πρεβέρ ή για να φτιάχνει
μαντλέν, κλαίγοντας κρυφά για την
προδοσία του άντρα της, για τις κόρες
της που μεγάλωσαν και τίποτα δεν τις
κρατά στο σπίτι, για το γιο της τον έφηβο,
που έχει χαθεί στους δρόμους της Αθήνας
στις τελευταίες ταραχές. Οι δυο μαζί θα
έκαναν την τέλεια εικόνα. Το είδωλο στον
καθρέφτη και ο αντικατοπτρισμός του.
Τόσο αντίθετες και τόσο όμοιες. Μια ζωή
τόσο διαφορετική εν τούτοις τόσο πολύ
ίδια και για τις δύο. Το δικό της «εσύ»
είναι σαν το «εγώ». «Μόνο τα όνειρα είναι
η πραγματική ζωή». Ο καθένας, όνειρο στο
όνειρο ενός άλλου. Μια και μόνο μέρα
του ανθρώπου περιέχει όλες τις μέρες
του αιώνα, από την ασύλληπτη πρωταρχική
μέρα του χρόνου που ένας τρομερός Θεός
σημάδεψε τις μέρες και τις αγωνίες ως
την άλλη τη μέρα που η ροή του πανταχού
παρόντος γήινου χρόνου γυρνάει στην
πηγή της, την Αιωνιότητα και τρεμοσβήνει
στο παρόν, στο μέλλον, στο χτες, σ’ αυτό
που μου ανήκει τώρα. Τελικά ο κόσμος δεν
είναι αυτός που φαίνεται αλλά ένας άλλος
που υπάρχει και που πρέπει εμείς να τον
διακρίνουμε. Ο καθρέφτης είναι η άβυσσος
αλλά και λύση στο αίνιγμα και το πλήρωμα
του χρόνου, τελικά το κλειδί. Κάπως έτσι
πορεύεται κανείς στη ζωή του. Αυτός και
η σκιά του. Εκείνος και ο άλλος, ο αντίθετός
μας, αυτός που μας συμπληρώνει. Αρκεί ο
χρόνος να πάρει το χρόνο του και η καρδιά
μας να μείνει ματιά ανοιχτή στην αβέβαιη
φαινομενικά διαδρομή μας.
Και μόνο
γιατί υπάρχει και γράφει η Ελένη,
προσωπικά της είμαι ευγνώμων. Να είσαι
πάντα καλά, Ελένη.
Σας ευχαριστώ
πολύ όλους εσάς για την υπομονή σας και
το χρόνο που διαθέσατε.