"Ο γιος του δάσκαλου" του Γιάννη Ξανθούλη, εκδ. "Διόπτρα"
δημοσιεύθηκε στο diastixo.gr
«Η λαδομπογιά στον καμβά ενός ζωγραφικού έργου, όσο παλιώνει, γίνεται διάφανη. Όταν συμβαίνει αυτό, μπορείς να δεις τις αρχικές γραμμές που έθεσε ο δημιουργός. Το δέντρο φαίνεται μέσ’ από το φόρεμα μιας γυναίκας, ένα παιδί παραμερίζει για να περάσει ο μισοσχεδιασμένος σκύλος, κάποιες φιγούρες ξεπροβάλλουν πίσω από την ώχρα μιας πρόσοψης σπιτιού. Αυτό στη ζωγραφική λέγεται “pentimento”, γιατί ο ζωγράφος άλλαξε γνώμη...» Λίλιαν Χέλμαν, Τζούλια.
Με μότο που αποτελεί, τελικά, και το κλειδί του βιβλίου, ο Γιάννης Ξανθούλης υπογράφει μια ιστορία όπου εκδικείται το παρελθόν και οι νεκροί διεκδικούν τη φωνή και το δίκιο τους. Φυσικά, όλα ξεκινούν «επιστρέφοντας» – μήπως μια επιστροφή στα μυστικά και στα βασικά δεν είναι όλη η ζωή μας;
Αφηγητής, ο Νικόδημος, ένα από τα πέντε παιδιά του δασκάλου, αυτός που επέζησε μαζί με τη μεγάλη του αδελφή και τις δυο δίδυμες, εκείνος που ποτέ δεν αξιώθηκε να ονομαστεί, όπως ο χαμένος του αδελφός, «ο γιος του δάσκαλου». Έχει σπουδάσει και έχει ξενιτευθεί, εργάζεται ως επιμελητής και, υποτίθεται, έχει ξεφύγει. Επιλέγοντας μια δική του «ενσυνείδητη μοναξιά», ρίχνοντας μαύρη πέτρα σε ό,τι τον πόνεσε και τον βαραίνει. Στο μυστήριο της αυτοκτονίας του «ωραίου αδελφού», στα μυστικά της «αγίας τριάδας» με τους δυο εναπομείναντες πια ως γαμπρούς, πρώην φίλους. Εξάλλου, όταν σκοτώθηκε ο Βασίλης, την αποκήρυξαν την αυτοκτονία στο σπίτι, πρώτος ο δάσκαλος, όσο κι αν άφησε εκείνη στους πάντες και για πάντα τη βαριά της σκιά. Διεκδικώντας την ύπαρξή της σαν σχέδιο που διέγραψε ο ζωγράφος από ένα κομμάτι της πινακοθήκης του κόσμου. Έτσι, μια βροχερή μέρα θα σταθεί αρκετή για να φτάσει στα χέρια του μεσήλικα πια Νικόδημου το απαγορευμένο κομμάτι. Ένα βιβλίο σε κάποιο παλαιοπωλείο με τον κινηματογραφικό τίτλο «Γεια σας, παιδιά», που του θυμίζει ελληνικό τίτλο σε ταινία του Λουί Μαλ, θα του γυρίσει απροσδόκητα τις σελίδες του χρόνου. Και μια άγνωστή του Μαρία Ιορδάνου, που υπογράφει, μοιάζει να ξέρει καλά ό,τι αυτός και η οικογένειά του τόσα χρόνια αγνοεί. Τι συνέβη ακριβώς «και έσπασε η φλέβα» εκείνο το χάραμα στου αδελφού του το κεφάλι.
Ολόκληρο το βιβλίο είναι το χρονικό μιας επιστροφής σε ό,τι συνέβη και μας πόνεσε που το ’σβησε η μνήμη, για να μπορέσουν να επιζήσουν οι εναπομείναντες. Και ένα βιβλίο μες στο βιβλίο. Το «Γεια σας, παιδιά» της Μαρίας Ιορδάνου που, απ’ ό,τι θα ανακαλύψει, ήταν ως τότε παραμυθού, και το οποίο είναι η αλήθεια που λείπει στον χρόνο.
Πανταχού παρόντες μες στο βιβλίο θα είναι ως το τέλος οι δυο νεκροί: ο Βασίλης, που δεν άντεξε, και ο δάσκαλος, που είχε σκηνοθετήσει τα πάντα. Η κατέχουσα την αλήθεια, επίσης, μια συγγραφέας νεκρή. Κι αυτός που αξιώνεται να τη μάθει ο φυγάς-γιος, ο Νικόδημος, που τον διέσωσε τελικά «η αηδία του για το τέλειο».
Με δραματικά στοιχεία και ειρωνική αντιμετώπιση στο αμετάκλητο της ζωής, ο Γιάννης Ξανθούλης υφαίνει αριστοτεχνικά ένα γαϊτανάκι συμπτώσεων που ολοκληρώνει νομοτελειακά σχεδόν την εικόνα του κόσμου. Με υπερφυσικά πετάγματα από τον αθώο σαλό, η αιωνιότητα αποκαλύπτεται στο άδολο βλέμμα για ένα ελάχιστο της στιγμής για να ξανασυνεχιστεί αμέσως μετά η κανονικότητα της ζωής, μακριά, όμως, απ’ τον πλανήτη «Τριφύλλι» (το όνομα του χωριού). Η μοναξιά των νεκρών θα συνεχίσει με τους δικούς της κώδικες, αλλά προηγουμένως θα λάμψει το σκίτσο στο σώμα του κόσμου!
Μεγάλος μάστορας όσον αφορά τις αισθήσεις της μνήμης, ο Ξανθούλης θα ζωντανέψει τα πάντα με εικόνες και μυρωδιές, με ξεχασμένους ήχους και με αφή, με όλα εκείνα που μας χαράσσουν χαρακτήρα και υποσυνείδητο στη ζωή και στον χρόνο.
Μια ιστορία θανάτου, που μας χαρίζεται γενναιόδωρα ως ιστορία ζωής.
Ατμόσφαιρα, μυστήριο και χαρακτήρες με όρια ασαφή, τελικά, υπαινίσσονται την ενδεχόμενη λύση στο αίνιγμα.