Η
ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΡΙΝΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ/ ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
Της
Τέσυς Μπάιλα
Καλησπέρα κι από μένα, ήθελα
πρωτίστως να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε να βρίσκομαι σήμερα
εδώ και να μιλήσω για ένα τόσο σημαντικό βιβλίο αλλά κυρίως για την ίδια την
Ελένη Γκίκα, έναν άνθρωπο που με αγκάλιασε από τα πρώτα μου βήματα στο χώρο
αυτό, μας στηρίζει στο Λογοτεχνικό Περιοδικό Κλεψύδρα και προσωπικά με τιμά με
τη φιλία και την αγάπη της. Θα ξεκινήσω λοιπόν από μια μικρή, αλλά τόσο
συμπυκνωμένη φράση που σταχυολόγησα από το βιβλίο της Ελένης:
«Ένα έργο παραμένει πάντα ανοιχτό στο
ενδεχόμενο». Ποιο είναι τελικά αυτό το ενδεχόμενο, αναρωτήθηκα, διαβάζοντας
αυτή τη φράση για να καταλάβω, ολοκληρώνοντας το βιβλίο, ότι με αυτή τη φράση-κλειδί
η συγγραφέας Ελένη Γκίκα μας καλεί να ξεκλειδώσουμε τους μυστικούς κόσμους των
ηρώων της και να αναζητήσουμε την ηδονή του αναπάντεχου, που πάντα ξαφνιάζει
όταν κάποιος αποκρυπτογραφήσει τα νοήματα που ενυπάρχουν μέσα στις λέξεις.
Λέξεις που με επιδεξιότητα και σοφία «υφαίνει» η Ελένη Γκίκα σε ένα λόγο που
ρέει.
Ο Αλμπέρ Καμύ έλεγε ότι: «το μυθιστόρημα είναι
φιλοσοφία σε εικόνες» και ακριβώς αυτό είναι που κάνει η Ελένη σε τούτο το
βιβλίο της. Προσεγγίζει με χειρουργική ακρίβεια φιλοσοφικούς στοχασμούς σε μια
αρμονική συμπύκνωση νοημάτων, ένα προσωπικό παιχνίδι στο οποίο μοιάζει να αρέσκεται
η συγγραφέας.
Η
Ελένη Γκίκα στο βιβλίο της αυτό σκηνοθετεί εικόνες υψηλής αισθητικής, μέσα στις
οποίες ο αναγνώστης καλείται να διακρίνει τους πολυδαίδαλους μηχανισμούς που
την ώθησαν στη δημιουργία τους και να τους θέσει σε λειτουργία, ώστε να
αφουγκραστεί μια διακειμενική συνομιλία που υπάρχει μέσα στις σελίδες του
βιβλίου με άλλους, σημαντικούς δημιουργούς.
Άλλωστε
η ίδια έχει πλήρως αφομοιώσει πλήρως το έργο τους και μας το προτείνει, περνώντας
από τον Φρόιντ στον Γιουνγκ, από τον Προυστ στην Ανν Σέξτον, από τον Ντίκενς
στη Γιουρσενάρ, από τον Κάφκα στον Πρεβέρ και από εκεί με την ίδια ευκολία στον
Ουγκώ ή τον Σωκράτη. Μα περισσότερο από όλους ο Μπόρχες και βεβαίως ο Ντάρελ,
τα λόγια του οποίου διατρέχουν το κείμενο, είναι οι προσωπικότητες που την
εμπνέουν και γίνονται η αιτία να υψωθεί ο λόγος της.
Αλλά
και η μουσική συνομιλία του κειμένου είναι εξίσου σημαντική. Από τον
Τσαϊκόφσκι, περνάει στον Μπαχ και τον Ραχμάνινοφ, από την Καραΐνδρου στον Πράισνερ,
τον Θεοδωράκη και τον Ντβόρζακ, από τους Σκόρπιονς στους Μπιτλς με ιδιαίτερη
ευκολία, υπενθυμίζοντας τελικά ότι η τέχνη είναι μία, αδιαίρετη και μοναδική,
ποικιλοτρόπως εκφραζόμενη αλλά πάντα ενιαία, αφού, όπως έχει γράψει ο Φερνάντο
Πεσόα: «η τέχνη ισοδυναμεί με ομολογία
ότι η ζωή δεν αρκεί».
«Ένας καλλιτέχνης δεν ζει
την προσωπική του ζωή όπως εμείς. Την κρύβει, υποχρεώνοντάς μας να πάμε στα
βιβλία του ή στους πίνακές του, στις μουσικές του, αν θέλουμε να αγγίξουμε την
αληθινή συναισθηματική του πηγή», γράφει η ίδια,
αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο τον μυστικό κώδικα ανάγνωσης αυτού του
δυνατού και ταυτόχρονα εσωστρεφούς κειμένου.
Η
Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας είναι παράλληλα λοιπόν ένα δοκίμιο περί τέχνης
γενικότερα, ένα δοκίμιο ωστόσο με ιδιότυπα χαρακτηριστικά, τα οποία αποκτά μέσα από τη σχέση του με το
πεζογράφημα αλλά κυρίως μέσα από τη σχέση του με την Ποίηση. Η Ελένη Γκίκα
διεισδύει μέσα στους ποιητικούς κόλπους της γλωσσικής εκφοράς και καταγράφει
τους σπασμούς μιας έκρηξης, εμπλουτίζοντας το κείμενό της με εικόνες
στοιχειωμένες από τη ποιητική του Ταρκόφσκι, του Σεφέρη, του Τζόυς.
Κι
αν όπως έγραψε ο Καμύ για τον Κάφκα η δύναμη του συνίσταται στο γεγονός ότι σε
αναγκάζει να τον ξαναδιαβάσεις, η δύναμη της Ελένης Γκίκα είναι ο εξαναγκασμός να
διαβείς αναγνωστικά μονοπάτια που η ίδια περπάτησε πριν από σένα, να
ανιχνεύσεις τις προσωπικές της αναγνωστικές αναφορές, αν πρόθεσή σου είναι να
αντικρίσεις γυμνές τις προσωπικές της αλήθειες και μόνο έτσι να τις
κατανοήσεις.
Το
βιβλίο λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα και είναι αυτά τα επίπεδα που προσφέρουν
την αναγνωστική απόλαυση. Δημιουργούν ένα ιδιαίτερο μικρόκοσμο, τον κόσμο της
Ελένης Γκίκα στον οποίο όταν καταφέρει να περάσει ο αναγνώστης, τότε μπορεί και
εισπράττει τον αμητό συναισθημάτων που η συγγραφέας του προσφέρει. Μοιάζει λίγο
με την είσοδο της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, εκεί όπου πάντα, τι περίεργο;
το ενδεχόμενο παραμονεύει.
Μέσα
στα πολυεπίπεδα μονοπάτια του κόσμου αυτού, ο αναγνώστης θα ανακαλύψει την
ψυχολογική και ταυτόχρονα συναισθηματική μορφή τόσο της συγγραφέως όσο και τη
δική του. Η έξοδος από τον κόσμο αυτόν βρίσκεται στην οδό της γνώσης. Μιας
γνώσης που έρχεται καταλυτική, ωστόσο οσμωτικά κατασταλαγμένη, για να βάλει σε
τάξη τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις, τις αλλιώτικες ψυχολογικές και
συναισθηματικές διαδρομές.
Το βιβλίο θα μπορούσε επίσης να λέγεται Γυναίκες στο περβάζι της ζωής, όπως η
ίδια αναφέρει κάπου, αφού πέρα από τη ροή μιας συγκεκριμένης ιστορίας αυτό που
ακριβώς εξετάζεται είναι η αγωνία της γυναίκας που παραμένει στο περιθώριο της ζωής.
Η Ελένη Γκίκα μιλά για τον πόνο και την
αγωνία, για τα όνειρα που χάσκουν ξεθωριασμένα στο περβάζι της ζωής και ζητούν
την πραγμάτωση τους ή συχνότερα το λόγο της μη πραγμάτωσης, το φως και το
σκοτάδι της ανατροπής, την αυτογνωσία και το πάλεμα για τη θυσία κι όλα αυτά σε
ένα χρόνο άχρονο με το παρόν μπλεγμένο στο παρελθόν και το μέλλον. Στο πρόσωπο
μιας γυναίκας, αυτής της Βορινής κουζίνας, η συγγραφέας εγκωμιάζει τη γυναίκα
ως σύμβολο, ως ιδέα, ως άνθρωπο και
υμνεί τις γυναίκες όλου του κόσμου.
Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας
ακροβατεί στις σχέσεις της και γίνεται η ίδια το φως και ταυτόχρονα το σκοτάδι
μέσα στη διαύγεια, ισορροπώντας το δικό της εγώ μέσα στο εσύ των άλλων
γυναικών, αναζητώντας το «πού
συναντιούνται οι δρόμοι τους και πού χωρίζουν-αν χωρίζουν ποτέ», όπως
γράφει η ίδια. Οι ήρωες της Ελένης Γκίκα και οι ηρωίδες της αναζητούν τις πιο
βαθιές τους επιθυμίες και μέσα από αυτές μαθαίνουν να ζουν από την αρχή, να
πραγματοποιούν τα όνειρά τους, να γεύονται τις αλήθειες τους.
Για μια ακόμη φορά η Ελένη Γκίκα
γράφει με ένα λόγο λιτό αλλά περίτεχνο, απλό αλλά σε καμιά περίπτωση απλοϊκό,
με λέξεις που ανακτούν τη σημασία του βιωματικού τους φορτίου και εξαπολύονται
για να καταδείξουν όχι την αγωνία των ηρώων αλλά περισσότερο της ίδιας της συγγραφέως
μια και η Γκίκα πάσχει και γι’ αυτό το λόγο γράφει αυτό το βιβλίο. Πάσχει για
τη λογοτεχνία, για τους ήχους των λέξεων που σβήνουν από το λεξιλόγιό μας, για
την τέχνη που θα έπρεπε να είναι το είδωλο του καθρέφτη στη ζωή όλων μας, για
τη μουσική που χάνεται.
Η Γκίκα σπαράζει για τις χαμένες αξίες, για
τις τρομοκρατικές ενέργειες της εξουσίας, για το σκοτωμένο παιδί των Εξαρχείων,
για τη κόλαση της Αθήνας κάθε φορά που γίνονται επεισόδια. Κι αυτές της τις
αγωνίες καταγράφει μέσα στο βιβλίο της με την αθωότητα της γραφής αλλά και τον
πόνο του πνευματικού ανθρώπου, περιγράφοντας παράλληλα τις μοναχικές της
διαδρομές στη ζωή.
Με τρόπο αποκαλυπτικό, με λιτή αφήγηση
ωστόσο ευθύβολη, με λέξεις-βέλη βγαλμένες από τη φαρέτρα της τέχνης του λόγου,
κατακεραυνώνει τους στόχους της και δημιουργεί εικόνες και συναισθηματικά
κρεσέντα σε μια αναγνωστική διαδικασία που σίγουρα είναι απαιτητική. Ο
αναγνώστης, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις σύγχρονες
κοινωνικές αλήθειες της εποχής και μέσα από το λόγο της συγγραφέως θα ανταμώσει
τη συναισθηματική ωρίμανση στην οποία τον καλεί.
Η Γκίκα μέσα σε ένα υποδειγματικό,
τόσο στη δομή όσο και στον καταγγελτικό του χαρακτήρα, μυθιστόρημα φέρνει
μπροστά στα μάτια μας όλες τις αλήθειες της γυναικείας φύσης, τα αντιφατικά της
προσωπεία και λειτουργεί ως μια απελπισμένη κραυγή, που αιωνίως επιστρέφει σε
μια ολοκληρωτική διαμαρτυρία ενάντια σε όλα όσα η συνείδησή της δεν μπορεί να
αποδεχτεί. Μια κραυγή που μόνο ως πάθος μπορεί να μετατραπεί. Ένα πάθος για τη
ζωή, τον έρωτα, την τέχνη, τις δυνάμεις εκείνες δηλαδή που έχουν τη μοναδική
ικανότητα να αναγεννούν τα πάντα.
«Το σφύριγμα του μοναχικού διαβάτη μέσα στο
σκοτάδι δεν σημαίνει πάντοτε φόβο», έγραψε κάποτε ο Ελύτης και η Γκίκα
μοιάζει να μη φοβάται το σκοτάδι των χαμένων αξιών της ζωής επειδή βαδίζει
παρέα με την τέχνη, το μοναδικό ίσως συντελεστή πολιτισμού και γι’ αυτό τόσο
πολύτιμο, την τέχνη σε όλες τις μορφές, πλεγμένες αναπόδραστα η μία μέσα στην
άλλη. Κι αυτό ακριβώς προτείνει σε όλους μας, να περπατήσουμε κρατώντας απ’ το
χέρι την τέχνη, για να βγούμε στο ξέφωτο του πολιτισμού. Ίσως τελικά αυτό να
είναι το ενδεχόμενο που θα αποκαλυφθεί στον αναγνώστη αυτού του βιβλίου, όταν
αφεθεί στην αναγνωστική του διαδικασία. Αυτό ήταν τουλάχιστον για εμένα.
Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας είναι ήδη ένα καλοτάξιδο βιβλίο και διαγράφει μια σημαντική
πορεία στα ελληνικά γράμματα, γι’ αυτό, το μόνο που θα πω είναι καλή συνέχεια
στις εμπνεύσεις σου Ελένη μου και σ’ ευχαριστώ και πάλι για τούτη την τιμή.