Στην αρχή ήταν
κοντά στο σπίτι της γιαγιάς, σε ένα παλιό
σπίτι με κήπο ανάμεσα αστυνομία και
εφορία. Δεν είχα αδέλφια, κι εκεί είχε
παιδιά. Πολλά παιδιά. Είχε και βιβλία.
Ρώσους, Γάλλους, Έλληνες συγγραφείς,
ήταν βιβλιολάτρης και βιβλιομανής ο
κύριος Γιώργος ο βιβλιοθηκονόμος. Και
παρά την αξιολάτρευτη κύφωση, θα πρέπει
να ήταν κι ο πρώτος μου έρωτας. Είχε
επίσης σε τόμους, και κλασσικά
εικονογραφημένα. Πρέπει να ήμουν στα
πρώτα εκατό νούμερα των δανειζομένων.
Κάθε εβδομάδα έφευγα με ντάνες που
μεγάλωναν όσο μεγάλωνα. Τρία για μένα
και ένα για τη μαμά μου. Ακόμα θυμάμαι,
με το περιβόητο εκείνο“Η ξανθούλα από
την Κούβα”, να την πειράζω. Τα χρεωνόμουν
εγώ, και όσο να 'ναι, δεν ήθελα. Πέντε
μετά εγώ και δυο η μαμά μου κάθε εβδομάδα.
Η σχέση αυτή δεν σταμάτησε ποτέ. Ούτε
όταν άρχισα ως ρεπόρτερ βιβλίου και για
μια τριετία βιβλιοπώλης, να αποκτώ τα
δικά μου. Τα παιδιά της βιβλιοθήκης ήταν
η αμετακίνητη σταθερά μου. Κι έγινε
σχέση αίματος, όταν σκοτώθηκε ο Χρήστος.
Ο Χρήστος εκτός από φίλος της καρδιάς
και ξάδελφος της ξαδέλφης μου, ήταν και
τυπογράφος. Βιβλιοπώλης θα ήθελε. Τα
χρήματα της αποζημίωσης, -φαντάζομαι
δεν του περίσσευαν, αντίθετα- επέλεξε
να τα δώσει ο θείος Τάκης (όλοι θείοι
και θείες είμαστε εδώ) στη Δημοτική
Βιβλιοθήκη για να τιμήσει τη μνήμη του
γιου του. Δυο χρόνια, ράφια, εκδοτικοί
κατάλογοι, παραγγελιές, με βιβλία και
κλάματα πέρασαν, για μένα και την Χρυσούλα
τα πιο ουσιαστικά αν κι επώδυνα της ζωής
μας. Σ' αυτή τη Βιβλιοθήκη στήθηκε η
πρώτη Ομάδα Ανάγνωσης, πρώτα απ' όλα εις
μνήμη Χρήστου και Γιώργου. Πενήντα
συγγραφείς μας τίμησαν, υπογράφοντας
ο καθένας το δικό του βιβλίο. Τα δικά
μου, κάθε φορά που εκδίδονται ντρέπομαι,
τα πηγαίνω και δεν τα πηγαίνω, εκεί έχω
διαβάσει τους πάντες. Τα κορίτσια μάλλον
κατανοούν το πρόβλημα, με βάζουν να
υπογράφω, “εδώ που κάποτε έμαθα να
διαβάζω”. Και τώρα με Λέσχη Ανάγνωσης
και σε μια ολοφώτεινη αίθουσα,- δεν μας
πληρώνει κανείς, θα πληρώναμε,- μαζευόμαστε
και χαιρόμαστε ο ένας στον άλλον.
Η Βιβλιοθήκη
εμπλουτίζεται με δωρεές και επεκτάθηκε
και στον πάνω της όροφο. Κι έτσι εμείς
έχουμε πάλι Εμάς, ξαναβρήκα την Κική με
την οποία κάποτε καθόμαστε στο ίδιο
θρανίο.
Όλο αυτό θα το
αφήσω ατέλειωτο. Όσα ακούστηκαν κι όσα
έγιναν, είναι τόσο μακριά από μας, είναι
άλλος κόσμος. Και σίγουρα, άλλη λογοτεχνία.
Κι όσο γι' αυτά
τα ελάχιστα, είναι για όλους εκείνους
που αγωνίστηκαν κι έφυγαν και όσο να
'ναι κάποιος θα πρέπει να τους μνημονεύει.