31/3/12

Η συγγραφή της είναι και η δική της «Εδέμ».



15/3/2012

Για το βιβλίο “Η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας”

Της Ελένης Γκίκα


από την Χριστίνα Αλεξάκη


Κυρίες και Κύριοι.

Αξίζει να βιώσουμε απόψε την αληθινή τέχνη με συνοδοιπόρο μας τη δημιουργό Ελένη Γκίκα. Το όχημα της πνευματικής μας συνεύρεσης είναι το τελευταίο της βιβλίο: «Η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας». Συγγραφέας πολυγραφότατη, πολυδιάστατη, πολυδιαβασμένη και πολύχρωμη όπως τα βιβλία της. Καταφεύγει στη γραφή γιατί πιστεύει ότι λυτρώνεται από βιώματα και προβληματισμούς, αυτοπραγματώνεται μέσα στη ζωή∙ ειδάλλως νιώθει απροστάτευτη και ευάλωτη. Η συγγραφή της είναι και η δική της «Εδέμ».

Είναι γυναίκα και σαν γυναίκα γράφει. Οι ηρωίδες της μία ή πολλές είναι γυναίκες σ’ όλη τη γη, σαν όλες εμάς με κοινούς τόπους στη σκέψη, στα βιώματα, στην ακροβασία ανάμεσα στο όνειρο και στις αλήθειες της ζωής. Γυναίκα που υποφέρει και πονάει, δραπετεύει, βρίσκει υποκατάστατα ζωής και ολοκλήρωσης, αντιστέκεται, παθαίνει, νοσταλγεί, θρηνεί και τελικά ελευθερώνεται. Όμως αυτό δεν είναι το άρωμα της ζωής;

Αν και πολυπράγμων η συγγραφέας μας νέμεται σε πολλά χωρίς όμως να στερεί την αφοσίωσή της σε μία γραφή γεμάτη πάθος. Η ζωή μας κατ’ εκείνη είναι ένας συγκερασμός πραγματικότητας και φαντασίας. Η ίδια ομολογεί ότι μια φωτεινή ανάγκη την κάνει να μοιράζεται ό,τι μαθαίνει και ό,τι αγαπά, με τους συνοδοιπόρους αναγνώστες της.

Το νέο της μυθιστόρημα Η Γυναίκα της Βορινής κουζίνας δομείται πάνω στα πρόσωπα τριών γυναικών σαν αρθρώσεις του ίδιου σώματος, ώστε να γίνονται τρία πρόσωπα της ίδιας γυναίκας – καβαφική έμπνευση – «Όλες οι Βερενίκες και οι Κλεοπάτρες θαυμαστές» του ποιητή. Οι ηρωίδες της δίνονται ευρηματικά σαν γυναίκες μπάμπουσκες η μία μέσα στην άλλη. Με δεξιοτεχνία φωτίζει την εσωτερικότητά τους, ενώ παράλληλα εσωτερικεύει τα γεγονότα του περιβάλλοντος.

Ο λόγος της δημιουργού διεισδυτικός, συναισθηματικά φορτισμένος. Η συγγραφέας είχε πει ότι ένα έργο «παραμένει πάντα ανοιχτό στο ενδεχόμενο» αυτή η ρήση της είναι και το έναυσμα, η πρόκληση να εισχωρήσουμε στους μυστικούς κόσμους των ηρώων της, να απολαύσουμε το αναπάντεχο και να αφεθούμε στην αποκρυπτογράφηση των νοημάτων που περικλείουν οι λέξεις της. Θα έλεγα ότι είναι περίφημη «υφάντρα» μ’ ένα λόγο ρευστό, αλλά και σαφώς φιλοσοφικό με αρμονική συμπύκνωση νοημάτων.

Με το εφεύρημα της συναρμολόγησης των νοημάτων μέσα από τις λέξεις η συγγραφέας σκηνοθετεί εικόνες απαράμιλλης αισθητικής και μας αποκαλύπτει τη διακειμενική συνομιλία της με άλλους σπουδαίους δημιουργούς. Στο κείμενό της ψηλαφούμε την ψυχαναλυτική δυναμική του Φρόιντ, του Γιουνγκ, προσεγγίζουμε σκέψεις του Κάφκα και φτάνουμε στο στοχασμό του Ουγκώ και του Σωκράτη.

Η ίδια αποφαίνεται ότι ανακαλύπτουμε την προσωπική ζωή ενός καλλιτέχνη μέσα από τα γραπτά του, ή τους πίνακές του ή τη μουσική του. Έτσι μας προετοιμάζει για να ανακαλύψουμε το μυστικό κώδικα ανάγνωσης ενός κειμένου δυνατού αλλά και συνάμα εσωστρεφούς. Η τέχνη είναι μία, αδιαίρετη, εκφραζόμενη ποικιλοτρόπως αλλά πάντα ενιαία όπως σ’ όλη τη γη η αλήθεια και η ψυχή. Το βιβλίο της ακροβατώντας ανάμεσα στο πεζογράφημα και στην ποίηση γίνεται δοκίμιο περί τέχνης. Η ποιητική της γλωσσική εκφορά μας αποκαλύπτει το Σεφερικό λόγο.

Στο βιβλίο της απολαμβάνει ο αναγνώστης την πολλαπλότητα των επιπέδων για να αντικρύσει τις γυμνές προσωπικές της αλήθειες, να διεισδύσει στον ιδιαίτερο μικρόκοσμό της και να έρθει μαζί της σε συναισθηματική μέθεξη. Ο αναγνώστης ανακαλύπτει μέσα στα πολυεπίπεδα μονοπάτια του βιβλίου τη δική του ψυχολογική και συναισθηματική του μορφή.

Εξερχόμενος βαδίζει την οδό της καταλυτικής γνώσης του και τακτοποιεί συναισθήματα, αντιδράσεις και αλλότριες διαδρομές. Το βασικό μοτίβο στο βιβλίο της μέσα από τη ροή μιας συγκεκριμένης ιστορίας είναι η αποκορύφωση της αγωνίας της γυναίκας που παραμένει τελικά στο περιθώριο της ζωής. Η ίδια ισχυρίζεται ότι το βιβλίο της θα μπορούσε να τιτλοφορείται «Γυναίκες στο περβάζι της ζωής».

Η Ελένη Γκίκα σηματοδοτεί τον πόνο, την αγωνία, τα μετέωρα όνειρα που ξεθωριάζουν στο περβάζι της ζωής, των γυναικών που αναζητούν την πραγμάτωση, ή την αιτία της μη πραγμάτωσης, το φως και το σκοτάδι της ανατροπής, την αυτογνωσία και τη θυσία για όλα αυτά μέσα σ’ ένα τρίπτυχο συγκερασμού παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.

Η γυναίκα της Βορινής κουζίνας είναι το σύμβολο της γυναίκας ως ιδέα και ως άνθρωπος και το κείμενο αποτελεί εγκώμιο και ύμνο στις γυναίκες όλου του κόσμου. Η ηρωίδα ακροβατεί στις σχέσεις της και ισορροπεί το δικό της «εγώ» μέσα στο εσύ των άλλων γυναικών, αναζητώντας παράλληλες πορείες. Η Ελένη Γκίκα στα βιβλία της δίνει ήρωες και ηρωίδες που μέσα από τις αναζητήσεις του εγώ τους επαναπροσδιορίζουν τη ζωή τους, πραγματοποιούν όνειρα και γεύονται αλήθειες.

Μέσα στις σελίδες του βιβλίου πάσχουμε μαζί με τη συγγραφέα, η οποία με το περίτεχνο βιωματικό φορτίο του λόγου της δείχνει την οδύνη της για τις απώλειες τη τέχνης, της μουσικής για την εξαχρείωση και τη βία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και όλα αυτά τα τόσο σημαντικά τα προσεγγίζει με ευγένεια, με αγνότητα, οδοιπορώντας μοναχική στις διαδρομές στη ζωή της.

Ο μοναχισμός δεν την απογοητεύει, ούτε τη φοβίζει γιατί η ουσιαστική μοναξιά λούζεται από το φως της τέχνης. Και εδώ βρίσκεται το πανανθρώπινο μήνυμά της για μας τους κοινούς θνητούς που παραπαίουμε μέσα στο αδυσώπητο της μοναξιάς, στην απόγνωση της αήθειας, εκούσια αόμματοι στο φως του ανέσπερου πολιτισμού.

Η τέχνη εξυγιαίνει, εξανθρωπίζει, καθαίρει, εξαγιάζει, μεταμορφώνει κάθε ποταπό. Επειδή οι καιροί χαλεποί ας πιστέψουμε ότι είναι το άγγιγμα του Μίδα για το άτομο και για τις ανθρώπινες κοινότητες, η Τέχνη.

Επανέρχομαι στην υπέροχη Ελένη Γκίκα για να δηλώσω το θαυμασμό μου για τη λιτή, αλλά ωστόσο ευθύβολη γραφή της, για τη λογοτεχνική της αυτάρκεια που κάνει το γραπτό της ένα συναισθηματικό κρεσέντο. Τα λόγια της μας προκαλούν, διαβάζοντάς τη σε συναισθηματική ωρίμανση και σε αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών αληθειών.

Συνοψίζοντας θα επισήμανα τον καταγγελτικό χαρακτήρα που έχει το μυθιστόρημα με τον οποίο πετυχαίνει να μεταδώσει τα αντιφατικά προσωπεία της γυναικείας φύσης και την ολοκληρωτική διαμαρτυρία της γυναίκας σε όσα η συνείδησή της δεν μπορεί να αποδεχτεί. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι και στις μέρες μας η κραυγή της γυναίκας μετατρέπεται σε γόνιμο πάθος για τη ζωή, για τον έρωτα, την τέχνη, τις αναγεννησιακές δυνάμεις. Η Ελένη Γκίκα πέτυχε με το βιβλίο της με αρωγούς την επικαιρότητα, την ιστορία, τη λογοτεχνία, να συνθέσει με λόγο λιτό, αφηγηματικό και περίτεχνο τον ύμνο στη γυναίκα ως το εμβληματικό σύμβολο της ζωής και της μητρότητας.

Πολλά χρόνια πριν ο Σολωμός διατράνωσε με τον ποιητικό του οίστρο στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» «θαυμάζω τες γυναίκες μας και στο όνομά τους πνέω». Στην πνευματική ξηρασία των ημερών μας αξίζει η παραμυθία μας και είναι το βιβλίο και η τέχνη που θα μας απογειώσει από την άγονη καθημερινότητα.


Η Χριστίνα Αλεξάκη είναι Φιλόλογος και το κείμενό της διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο μπαρ Ενετικόν στο Ηράκλειο Κρήτης.