“ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΩ ΠΙΑ” του Θανάση Χειμωνά. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 120, € 9
Λιτός, κοφτός, σαφής, υπαινικτικός μέσα στην φαινομενική απλότητά του, βαθιά υπαρξιακός, ο συγγραφέας Θανάσης Χειμωνάς στο καινούργιο του μυθιστόρημα αναζητά τις ρίζες της ερωτικής εμμονής, ακολουθώντας σχεδόν κινηματογραφικά μια απολύτως σύγχρονη ερωτική ιστορία.
Το σκηνικό, αναγνωρίσιμο και καθημερινό. Η Νικόλ, μετά από οκτώ χρόνια απουσίας, και “έτσι ξαφνικά”, επιστρέφει στην Αθήνα από τη Γαλλία.
Στο φέις μπουκ, σε μια επαφή ψευδαισθησιακά υπαρκτή και με το “έτσι θέλω” ειδοποιεί τον Γιάννη που παραμένει στην σχέση αμετακίνητος και ακίνητος, φυσικά και στην Αθήνα.
Παντοτινός υπήκοος, συνεχίζει να την υπηρετεί. Πηγαίνει στο αεροδρόμιο, την ακολουθεί σε κάθε της βήμα, υποστηρίζει τις ερωτικές της επιλογές, της δίνει χώρο, χρόνο, βήμα. Με αντάλλαγμα, την γνωστή μεγάλη φυλακή των εραστών. Ενώ ταυτόχρονα παίζει εκών άκων με την φωτιά, της γνωρίζει τον φίλο του Θοδωρή. Η “Μήδεια” παράσταση γνωριμίας αλλά και κομβικό σημείο, καθοριστική, σκιαγραφεί τη σχέση του πάθους σε συνάρτηση της σχέσης με την Μητέρα.
Έτσι ο Γιάννης και παρότι αυτή η επιστροφή τον είχε βρει αν και ελεύθερο αλλά εν τούτοις σαν ανεπούλωτη πληγή- “Ήξερε ότι ήταν καλά, ότι δεν ήταν παντρεμένος, ότι δεν αγαπούσε καμία, ότι ζούσε μόνος” θα επιστρέψει στην παλιά ερωτική δίνη:
“Η καρδιά του χτυπούσε σαν παιδιού που φοβάται μη χάσει τη μαμά του”. Το τραγούδι του Δήμου Μούτση, εξάλλου, υποδεικνύει τον.. ένοχο απ' την αρχή: “Για όλα φταίνε οι γκόμενες”.
Μια ιστορία φαινομενικά γραμμική, όλα διαδραματίζονται αρχικά στην Αθήνα και ένα καλοκαίρι. Οι διάλογοι εν δυνάμει θεατρικοί, “Όχι για πάντα. Θα γυρίσουμε πίσω. Θα παντρευτούμε. Θα κάνουμε πολλά παιδιά. Θα κυκλοφορούμε ανάμεσα στον κόσμο. Δεν θα φοβόμαστε κανέναν. Σύμφωνοι;”
“Σύμφωνοι”, είπε η Νικόλ.
Μια ιψενική ιστορία που αποδεικνύει ότι όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός ή η ζωή γελά. Πόσο μάλλον ο προδομένος εραστής.
Οι ήρωες, σχεδόν πεντάρφανοι κι οι τρεις. Η Νικόλ, εξάλλου, θα το αποδεχθεί: “Κανέναν. Δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω συγγενείς και φίλους. Ήρθα σε σένα έτσι όπως ήμουν. Γυμνή. Κάνε με ό,τι θες. Σ' αγαπώ”.
“Δεν τα ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα από την Ελλάδα. Μόνο τον Γιάννη. Αυτός τα σκέπασε όλα”.
Η συνέχεια, σε χρόνο σαν τον δικό μας “σήμερα”, που τους ξεπερνά: Η Νικόλ, ερωτικό αντικείμενο για τον Θοδωρή, η Νικόλ διακοπές στο νησί, η Νικόλ στο χωριό του με τους γονείς, η Νικόλ... Και συμφώνως με τις δηλώσεις του Γιάννη “Φίλε, η Νικόλ έχει τελειώσει για μένα”.
Οι δηλώσεις που αποδεικνύουν και το αντιθέτό τους, για μια ζωή. Όπως εκείνη η αρχική που χαρίζει τον τίτλο και στο βιβλίο: “Δεν την αγαπάω πια”.
Ο επίλογος, σε δυο επίπεδα, αυτό που φαίνεται, το σχεδόν μη υπάρχον “Δουλειά σου εσύ. Έχω καινούργια πιστωτική. Είπαμε, απόψε κερνάω”, όσον αφορά την φιλία και την οικονομική κατάσταση- επιλογή. Και ο αεί υπάρχων, η ψυχούλα μας δηλαδή και η όντως ζωή: “Πού θα πήγαινε; Πουθενά. Δεν είχε να πάει πουθενά. Όλοι οι δρόμοι ήταν κλειστοί....”
“Όλοι οι δρόμοι”, οι ίδιοι δρόμοι, σαν την καβαφική Πόλη, ήταν
κλειστοί απ' την αρχή.
Ένα απολύτως σύγχρονο μυθιστόρημα, αμείλικτος καθρέφτης του σύγχρονου ανθρώπου, της εποχής. Οι λέξεις, ελάχιστες, σαν τα αισθήματα. Σχεδόν, μαύρο – άσπρο. Σ' αγαπώ, δεν σ' αγαπώ. Με πονάς, σε πονώ.... Και το πεπρωμένο, κι εκείνο λιτό, σχεδόν λευκό, έρμαιο της στιγμής και του τυχαίου. Εάν ο Γιάννης δεν της είχε γνωρίσει τον Θοδωρή... Εάν η Νικόλ δεν είχε επιστρέψει... Εάν η Νικόλ δεν είχε ακολουθήσει τον Θοδωρή... Επειδή σ' αυτό τον απολύτως εφήμερο κόσμο, όλα θα μπορούσαν να έχουν ή να μην έχουν συμβεί.
Κι ο έρωτας που είναι παραγέμισμα στο κενό, και στις ακραίες του εκφάνσεις, αυτοκαταστροφή.
Η λύση του δράματος, η διαθήκη του πατέρα. Που του καθόρισε την επιβίωση, τον άρτον τον επιούσιον και τελικά την ίδια του αυτή καθ' αυτή την ζωή.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Θανάσης Χειμωνάς γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία και Κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και Δημοσιογραφία στο Λονδίνο.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με δύο διηγήματα στην εφημερίδα “Τα Νέα” - το πρώτο από τα οποία εντάχθηκε στη συλλογή διηγημάτων “Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο” (εκδ. “Κέδρος”, 1997).
Το “Δεν την αγαπάω πια” (Εκδ. Πατάκη, 2010), είναι το έκτο του μυθιστόρημα.
Προηγήθηκαν τα: “Ραμόν” (Εκδ. Κέδρος, 1998),
“Σπασμένα ελληνικά” (Εκδ. Κέδρος, 2000),
“Ανεξιχνίαστη ψυχή” (Εκδ. Πατάκη, 2003),
“Μπλε ώρα” (Εκδ. Πατάκη, 2005),
“Ραγδαία Επιδείνωση” (Εκδ. Πατάκη, 2008).
Τον Μάιο του 2002 το “Ραμόν” εκδόθηκε στη Γαλλία και από τις εκδ. “Alter Edit”, ενώ τον Μάρτιο του 2003 ακολούθησαν τα “Σπασμένα ελληνικά”.
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής