12/4/11

“Αγαπημένη μου μητέρα, Δεν ξέρω, κάποιον θα βρεις να σου διαβάσει το γράμμα μου...”

επειδή η ζωή, είναι εδώ.


ΓΛΥΚΙΑ- ΞΙΝΗ ΖΩΗ, ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ...” του Χρήστου Δακτυλίδη. Εκδ. “Άγκυρα”, σελ. 310, € 15


Εάν είχε βγει λίγα χρόνια πριν, η εποχή της ευδαιμονίας ίσως μας έκανε να το κρίνουμε ζοφερό, η ζωή μας όλη μια έτοιμη να εκραγεί ψεύτικη φούσκα. Επί των ημερών μας, όμως, το μυθιστόρημα του Χρήστου Δακτυλίδη μπορεί και να αποτελέσει έναν μπούσουλα, μια υγιή μεθοδολογία ζωής, υπενθυμίζοντάς μας αξιακά όλα όσα είχαμε και ξαφνικά από λάθος υπολογισμούς όλοι μας χάσαμε.

Γλυκιά- ξινή ζωή, αβάσταχτη...” ο τίτλος στο βιβλίο του Χρήστου Δαχτυλίδη και στις σελίδες του ατμοσφαιρικά, σπαρταριστά κι ανάγλυφα, το μυθιστόρημα της ίδιας μας της ζωής. Ξεκινώντας από ένα κομβικό σημείο, - ο Γιώργης, ο αδελφός του αφηγητή αρρωσταίνει,- διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου σε ένα καράβι και μέσα στην ίδια διαδρομή χωρά μια ζωή, η ιστορία μιας δύσκολης αλλά γόνιμης πεντηκονταετίας, ένα παλίμψηστο κοινωνικής και πολιτικής πρακτικής, τακτικής.

Σε ένα σπίτι στο λόφο, σε ένα χωριό της Σπάρτης, μέσα από τα ολοκάθαρα ακόμα μάτια ενός παιδιού, ξεδιπλώνεται η έκπληξη, η αποκάλυψη, το παιχνίδι, η φύση, η πείνα, ο έρωτας, η φτώχεια και η ανέχεια, ο πόλεμος, η Κατοχή.

Η ζωή και ο θάνατος, τα παιχνίδια με τις χειροβομβίδες, η εποχή της αθωότητας και το σκίρτημα στο κατώφλι της εφηβείας και της ενήλικης ζωής. Τα κοινωνικά φρονήματα και η εξορία του πατέρα, η σκληρή αυτοθυσιαστική ζωή της μητέρας, η εκποίηση της προίκας, η ζοφερή καθημερινότητα και η υπερηφάνεια, ο τύφος, η απώλεια, το όνειρο της Αθήνας, οι ελπίδες για μια καινούργια ζωή.

Με αφηγηματικά αποκαλυπτικό τρόπο, λιτό και άμεσο, που κατορθώνει μιλώντας απλά να δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα, μας ξαναμαθαίνει την ξεχασμένη τέχνη της όντως ζωής.

Η ζωή ήταν αλλού”, έτσι όπως ζούσαμε. Ο Δαχτυλίδης μας ανοίγει τον παιδικό του παράδεισο κι επαναφέρει μια ξεχασμένη γεμάτη συναισθήματα και αλήθειες Εδέμ στη ζωή. Σε ένα βιβλίο σχεδόν νεκραναστάσιμο, ο αναγνώστης του ως παιδί αντικρίζει αλλιώς, διαφορετικά, τη ζωή:

Έκλαιγα, έκλαιγα, για τον Βασίλη που μας έφυγε, για τον Γιώργη που θα χάσω σε λίγο, για τη μάνα που όλο δουλεύει, για όλη τη ζωή μας την άχαρη που είναι γεμάτη φτώχεια και δυστυχία, για τον Βασίλη μου που έχασα και που δεν θα πάμε ποτέ ξανά μαζί για ψάρεμα...”

Το γέλιο διαδέχεται διαρκώς το κλάμα, αυτό που δεν εκλείπει ποτέ όμως είναι η αγάπη και ο-ένας-για-τον-άλλον, αυτό το μαζί! Παρ' ότι οι συνθήκες χωρίζουν ζευγάρια, αδέλφια, οικογένεια, η σκέψη του ενός για τον άλλον, κι όταν βρεθούν – σα να μην πέρασε ημέρα- ξαναρχίζουν όλα ξανά και ξανά, απ' την αρχή:

Κατάλαβα ότι είχε περάσει κι αυτός μόνος εδώ πολλά. Τον πόλεμο, την κατοχή και την πείνα, την εξορία και ποιος ξέρει πόσα άλλα. Γιατί ήθελα να τον βρω όπως τον θυμόμουν;”

Από τις ποιητικότερες και σπαρακτικότερες στιγμές της αφήγησης, τα γράμματα του αφηγητή στην μητέρα:

Αγαπημένη μου μητέρα,

Δεν ξέρω, κάποιον θα βρεις να σου διαβάσει το γράμμα μου. Επιτέλους, ήρθα και στην Αθήνα! Επιτέλους, ξαναβρήκα πάλι τον πατέρα και τον Γιώργη μας! Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι χαρά ένιωσα όταν αντίκρισα τον πατέρα και μετά τον Γιώργη μας...”

Κι η πείνα, οι νεκροί, οι κουκουλοφόροι, από τις πιο μελανές, αλλά ο άνθρωπος εντέλει διαθέτει μεγάλη αντοχή.

Ο Ευρώτας κι η φύση, αιώνια πηγή δύναμης και ζωής.

Το μπορντέλο στη μέση του πουθενά, η εφηβεία που σκάει σαν μπουμπούκι στον ήλιο, αυθόρμητο γέλιο, ποτέ στη ζωή δεν είναι όλα άσπρο και μαύρο, είναι θέμα οπτικής, αντοχής. Κι ο Χρήστος Δακτυλίδης επειδή το γνωρίζει, μας το προσφέρει απλόχερα και γενναιόδωρα, συλλαβίζει για μας στο κατώφλι μιας ενδεχόμενης απώλειας το μεγάλο τελικό θεικό δώρο που είναι η ζωή, η κάθε ζωή. Εξάλλου, όλα είναι εδώ, κι ο χρόνος, ρόδα τελικά και γυρίζει, το γέλιο περιμένει το δάκρυ, το φως θα διαδεχθεί το σκοτάδι, κι η φύση, οι φίλοι, η αγάπη, η καλοσύνη, τα βασικά, θα είναι πάντοτε εκεί.

Διότι ό,τι αξίζει, ούτε πουλιέται ούτε αγοράζεται, υπάρχει μονάχα για να προσφέρεται, κι ο Δακτυλίδης βρίσκεται εδώ για να μας το πει, να μας το ξαναπεί, μήπως και ξαναπάρουμε το χαμένο μας νήμα ξανά απ' την αρχή.

Ένα κομμάτι ζωής γλυκόπικρο που γίνεται βιβλίο και περικλείει όλους τους χυμούς του χρόνου, του χώρου, μιας εποχής, της ανθρώπινης ψυχής...

Και ναι, στο φινάλε η ανθρωπότητα έχει περάσει και πιο δύσκολα, κι όχι μονάχα επέζησε, αλλά ανακάλυψε και όσα χάσαμε στη ευμάρεια εμείς!

Ο Κώστας Μουρσελάς στον απόλυτο τελικά πρόλογό του, υπογραμμίζει -αφαιρώντας μάσκες και προσωπεία- το σπαρταριστό πρόσωπο της ζωής, υπενθυμίζοντάς μας ό,τι το κάθε τι είναι πολιτικό και ο Θεός στο ελάχιστο, φτάνει αυτό το ελάχιστο να είναι, τελικά, και αληθινό: “Κι από κοντά να μου βγει μια άλλη αλήθεια- κάτι σαν απάντηση- ότι με λίγη αγάπη, μ' έναν καφέ, μια κουβέντα μ' ένα φίλο, με το κορίτσι του, με το αγόρι σου, με δυο- τρία πράγματα, ένα κρασάκι, μια ελιά κι ένα τυράκι, σου φτάνουν να ξεχάσεις πίκρες και καημούς και να παραδεχθείς ότι έστω κι έτσι, άξιζε τον κόπο, άξιζε το τίμημα που πλήρωσες, ότι κι έτσι μπορεί κάποτε να φτάσεις ακόμα και στη βασιλεία των ουρανών”.

Κι εγώ αυτή τη βασιλεία των ουρανών σ' αυτό το κτήριο εδώ την έχω βιώσει. Την έχω ζήσει ένα καλοκαίρι στην Πάρο, μαζί με την Δέσποινα, τον Χρήστο και με τον Κώστα, την βασιλεία των ουρανών.

Να είστε καλά, σας ευχαριστώ!



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:


Ο Χρήστος Δακτυλίδης, γεννήθηκε στη Σπάρτη. Σπούδασε ηθοποιός στη δραματική σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν.

Εργάστηκε στο Θέατρο Τέχνης και για πολλά χρόνια στο ελεύθερο Θέατρο καθώς και στο Εθνικό.

Επίσης, πήρε μέρος σε πολλές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες.

Το “Γλυκιά- ξινή ζωή, αβάσταχτη...” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.


Από την χθεσινή παρουσίαση στον Πολυχώρο της Άγκυρας. Αφιερωμένο στον Κώστα τον Μουρσελά που έχω τόσους πολλούς λόγους να αγαπώ, γιατί μου επιτρέπει πάνω απ' όλα, να τον εκτιμάω.

ελ.