«ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ» του Μπέρνχαρντ Σλινκ, Μετάφραση: Αλέξανδρος Κάιμπελ, Εκδ. «Κριτική», σελ. 248, τιμή: 16 ευρώ.
«Ζούμε εξόριστοι. Αυτό που ήμασταν και θέλαμε να παραμείνουμε και ίσως αυτό που είχαμε προορισμό να είμαστε, αυτό το χάνουμε. Ωστόσο σε αντάλλαγμα βρίσκουμε κάτι άλλο. Ακόμη κι όταν νομίζουμε ότι έχουμε βρει αυτό που ψάχνουμε, στην πραγματικότητα είναι κάτι άλλο».
«Ίσως αυτό είναι που ξεχωρίζει τον τρομοκράτη. Δεν αντέχει να ζει εξόριστος. Θέλει να φτιάξει με τις βόμβες την πατρίδα που ονειρεύεται».
Με το βιβλίο του «Διαβάζοντας στη Χάννα» να κάνει το κινηματογραφικό ντεμπούτο και να θέτει ζητήματα που άπτονται της ύπαρξής μας και της νεώτερης ιστορίας (η γερμανική ενοχή απέναντι στους εβραίους) ο συγγραφέας Μπέρνχαρντ Σλινκ στο καινούργιο του μυθιστόρημα αγγίζει ένα έτερο φλέγον ζήτημα, εκείνο του ένοπλου αγώνα. Της κρατικής βίας που γεννά βία και της ανθρώπινης εξορίας από την γη της Επαγγελίας των ονείρων μας.
Η ιστορία αρχίζει με την αποφυλάκιση του Γιοργκ (μέλος της αντιεξουσιαστικής ομάδας Μπάαντερ- Μάινχοφ) μετά από είκοσι χρόνια. Η αδελφή του, επιθυμώντας να «γιορτάσει» την έξοδό του και να φροντίσει την επανένταξη, του ετοιμάζει ένα Σαββατοκύριακο στην εξοχή με παλιούς φίλους.
Ένα Σαββατοκύριακο, όμως, το οποίο εντέλει αρκεί για να γνωρίσει ο αναγνώστης τον Χένερ, επιτυχημένο πια δημοσιογράφο. Την Ίλζε, δασκάλα που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας και προσπαθεί να το κάνει. Τον Ούλριχ, επιχειρηματία οδοντοτεχνίτη. Την Κάριν, μειλίχια επίσκοπο πια όπως οφείλει. Τον δικηγόρο Αντρέας και τον Μάρκο, νεαρό που ευελπιστεί να ξαναδεί τον ήρωά του να επιστρέφει στον αγώνα. Τις οικογένειες των φίλων καθώς και την Κριστίνε, την αδελφή του Γιοργκ φυσικά, με την φίλη της Μαργκαρέτε που έχει επιστρέψει στον τόπο γέννησής της και απολαμβάνει τα ελάχιστα διότι «ο καθένας έχει τη ζωή που επιθυμεί», και «άλλοι φεύγουν, άλλοι παραμένουν για πάντα και κάποιοι άλλοι επιστρέφουν».
Το Σαββατοκύριακο αυτό θα σταθεί καθοριστικό και αποφασιστικό, σαν ομαδικό ψυχαναλυτικό ντιβάνι για να ξεπηδήσουν όλες οι πληγές, όλες οι μνήμες, τα μικρά ή μεγάλα μυστικά και οι προδοσίες. Όλοι μέσα στον χρόνο έχουν γίνει ήδη αλλιώς και έχουν ζήσει μια ζωή ερήμην ή τη ζωή ενός άλλου. Αλλά ακόμα κι εκείνοι που έχουν ζήσει «την δική τους ζωή», «για ένα άδειο πουκάμισο- διαπιστώνουν σήμερα- για μιαν Ελένη».
Και μέσα σε όλους αυτούς και ένα νεαρό παιδί, που αποδεικνύεται ο άγνωστος γιος του τρομοκράτη, έτοιμος «να δικάσει» - όπως όλα τα παιδιά του κόσμου- τον πατέρα: «Είχατε θυμώσει με τη γενιά των πατεράδων σας, με τη γενιά των δολοφόνων, αλλά γίνατε κι εσείς ακριβώς το ίδιο. Θα ‘πρεπε να ξέρεις τι σημαίνει να είσαι παιδί δολοφόνου, κι έγινες πατέρας δολοφόνος, ο δικός μου πατέρας δολοφόνος. Έτσι όπως φαίνεσαι και μιλάς, δε μετανιώνεις για τίποτε απ’ όσα έχεις κάνει. Το μόνο που σε στενοχωρεί είναι ότι η υπόθεση πήγε στραβά και ότι σ’ έπιασαν και πήγες φυλακή. Δε στενοχωριέσαι για τους άλλους, στενοχωριέσαι μόνο για τον εαυτό σου».
Και μέσα σε όλα αυτά και η Ίλζε με το μυθιστόρημα που αποτελεί ενδεχομένως μιαν εκδοχή της όντως ζωής, διότι αφορά τον φίλο τους τον Γιαν, κατά τον Γιοργκ «τον καθαρότερο όλων». Κατά την ιστορία, αυτόχειρα- φυγά από την καθημερινή του ζωή, για να μπορέσει απερίσπαστος να αφοσιωθεί στον αγώνα:
«Σκεφτόταν τη ζωή που τον περίμενε. Μια ζωή φυγάδα και χωρίς κάποιο μέρος, όπου θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα φτάσει να ξεκουραστεί». Κι όμως «ένιωθε ανάλαφρος και ελεύθερος. Τέρμα πια στους ψεύτικους συμβιβασμούς της παλιάς του ζωής. Επιτέλους ζούσε μες στην αυταπάρνηση, στην απολυτότητα, στη μοναδικότητα του αγώνα. Ήταν ελεύθερος, δε χρωστούσε σε κανέναν, δεν είχε υποχρέωση σε καμιά αγάπη, σε καμιά φιλία, σε κανένα σεβασμό, το μόνο του καθήκον ήταν ν’ αφοσιωθεί στην αποστολή. Τι ευτυχία, τι μεθύσι ελευθερίας!».
Και μέσα σ’ όλα αυτά και «η παρηγοριά» από τον Ούλριχ:
«Είμαι ο μεγαλύτερος της παρέας, και ούτε εγώ ξέρω κάποιον που να πραγματοποίησε στη ζωή του όλα τα όνειρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ζωή δεν αξίζει τίποτε. Η γυναίκα μπορεί να είναι καλή ακόμη κι αν δεν είναι ο μεγάλος έρωτας, το σπίτι μπορεί να είναι ωραίο, ακόμη κι αν δεν έχει δέντρα ολόγυρα, και το επάγγελμα μπορεί να είναι αξιοσέβαστο και με καλό εισόδημα, παρόλο που δεν αλλάζει τον κόσμο. Όλα έχουν κάποια αξία κι όμως μπορεί να μην είναι αυτό που ονειρεύτηκες. Αυτός δεν είναι λόγος ν’ απογοητευτείς ούτε λόγος να εκβιάσεις κάτι».
Ένα ψυχαναλυτικό, «πολιτικό», αγρίως υπαρξιακό σαββατοκύριακο που τα εμπεριέχει όλα: την ιστορία και την πολιτική, την τρομοκρατία και την καθεστηκυία τάξη, τον έρωτα και την μοναξιά, την πατρότητα, την οικογένεια και τη φιλία, τους ρόλους με τα ασαφή όρια, την ανθρώπινη ψυχή, την επανάσταση, τη νοσταλγία για μιαν Εδέμ και την ανθρώπινη μοίρα. Την ενοχή και το ιστορικό χρέος. Το σωστό και το λάθος που αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την οπτική γωνία. «Το νόημα» που έχει ή δεν έχει «αυτή η σκατοζωή». Διότι «η ζωή του καθενός πρέπει να έχει κάποιο νόημα».
Ένα βιβλίο 248 σελίδων αντάξιο της Χάννα («Διαβάζοντας στη Χάννα»).Μια ιστορία ίσως και της αυτής συλλογιστικής.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ γεννήθηκε το 1944 στο Μπίλεφελντ της Γερμανίας και μεγάλωσε στη Χαιδελβέργη και στο Μάνχαιμ. Είναι καθηγητής του Δημοσίου Δικαίου και Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου και δικαστής.
Έγινε παγκόσμια γνωστός με το μυθιστόρημά του που κυκλοφορεί στα Ελληνικά με τίτλο «Διαβάζοντας στη Χάννα» (Κριτική 1998) και έγινε bestseller σε όλο τον κόσμο, σημειώνοντας ιδιαίτερη επιτυχία στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Αμερική.
Τα αστυνομικά του μυθιστορήματα «Απόδοση δικαιοσύνης», «Ο γόρδιος φιόγκος», «Τα ίχνη του χρήματος», εξαιρετικά δείγματα αστυνομικής πλοκής που έχουν τιμηθεί με λογοτεχνικές διακρίσεις, καθώς και η συλλογή διηγημάτων «Ερωτικές αποδράσεις» κυκλοφορούν επίσης στις εκδόσεις «Κριτική».
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 43 γλώσσες, ενώ το «Διαβάζοντας στη Χάννα» μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με τίτλο «Σφραγισμένα χείλη».