2/2/09

Όταν το άλεφ συνάντησε την κυρία Ρίτσα Μασούρα

Το γράψιμο είναι μοναχική δουλειά. Εσύ κι ο κανένας. Εσύ και το χάος. Εσύ και η πληγή. Εσύ και ο φίλος που θα ‘θελες εκείνη τη στιγμή αλλά τώρα πού να τον ενοχλείς. Εσύ και το ακατανόητο. Εσύ και η ζωή σου που- τι να την κάνεις τώρα. Εσύ και η απώλεια. Εσύ και ο χρόνος. Εσύ και το αόρατο. Εσύ και το ανείπωτο. Εσύ ως οφθαλμαπάτη, ψευδαίσθηση, εσύ που όμως όταν πονάς τόσο αληθινή.
Το διάβασμα είναι, επίσης, μια περίεργη κατάσταση. Μοναχική, όπως πίστευα, κι αυτή. Εσύ και κάποιος άγνωστος που κάποτε κάπου κάτι έγραψε. Εσύ και ό,τι διαθέτεις, να το προβάλεις, σαν σε καθρέφτη να το κατανοείς τόσο, καθόλου, να μην το κατανοείς.
Το θέατρο είναι παιχνίδι ομαδικό. Εξαρτάσαι ακόμα κι απ’ την ανάσα, το βλέμμα, το άγγιγμα, την μυρωδιά του άλλου. Απ’ την αύρα. Το αποτέλεσμα, σαν το άδηλο και το ανείπωτο, μαγικό.
Ευτύχησα και το έζησα, με το «Πλήθος είμαι» πρώτα το καλοκαίρι. Και μαγεμένη τώρα με τον «Υγρό Χρόνο» το ξαναζώ. Διαπιστώνοντας γιατί είμαι τόσα πολλά χρόνια με την Αναστασία, πόσο ευαίσθητη είναι η Άννα, και πόσο μεγάλωσε η Χαρά. Πώς έγινε και με κατάλαβε τόσο πολύ η Μελίνα, πώς διασώθηκε η φιλία μου με την Ματίνα και τον Γιώργο νικώντας τον καιρό. Πόσο όμορφα παίζουν πιάνο και κιθάρα ο άλλος Γιώργος και ο Σπύρος, τι όμορφη Σαβίνα γίνεται σε κάθε παράσταση η Αθηνά. Πόσο Άγγελος είναι ο Θάνος.
Και πόσοι πολλοί εν τέλει είναι αυτοί που μ’ αγαπούν. Πώς έτρεξαν αμέσως για να μ’ αγκαλιάσουν κοντά μου η Νεφέλη με το ραβδί της νεράιδας, η Ντανιέλα, ο Γιάννης, η Μαρία, ο Μάνος, ο Μανόλης, ο Γιώργος, ο Κώστας, ο Αντώνης, η Μηλίτσα, ο Ερρίκος, το Νατασσάκι, η Θαλασσινή, η Λιάνα, ο Δημήτρης, ο Κωνσταντίνος, η μικρή Αλεξάνδρα, ο Άγης, η Σοφία, ο Άκης, ο Διονύσης, ο Βασίλης που ήρθε από μακριά, η Κατερίνα που μας φροντίζει από το Βόλο, η Ειρήνη, η Φωτεινή.
Αλλ’ η χαριστική βολή είχε το όνομα «τυφώνας Ρίτσα». Η φίλη μου Ρίτσα Μασούρα που αίφνης το Σάββατο τα ξαναθυμήθηκε όλα για να μου ζεστάνει με τη φιλία της την κουρασμένη μου καρδιά.
Ριτσάκι, αυτά! (το κείμενό σου) ή άλλως

Όταν το άλεφ συνάντησε την κυρία Ρίτσα Μασούρα

«Ήθελα πολύ να πω δυο κουβέντες για την Ελένη. Πείτε το απωθημένο. Μ’ έτρωγε μέσα μου.
Η σχέση μας άρχισε ξαφνικά ένα βράδυ μέσα από μια πολύ συνηθισμένη ενδοδιαδικτυακή επικοινωνία, άγνωστες μεταξύ αγνώστων.
Προς στιγμήν λοιπόν, νόμισα ότι το Άλεφ ( αυτό είναι το μπορχικό μπλογκο-όνομα της Ελένης) είναι κάποιο αγοράκι που ξέρει καλά ελληνικά και γράφει όμορφα κείμενα. Απάντησα λοιπόν σε σχόλιό της με μια ανάλαφρη μαγκιά, να μην προδοθώ κιόλας. Οπότε σε δέκατα του δευτερολέπτου έφτασε ένα μέιλ στον υπολογιστή μου με το ψευδώνυμο Ουλρικε που λέγε τα εξής
«Καλησπέρα, κι έτσι,
η ελένη γκίκα από το Εθνος της Κυριακής είμαι. Απολαμβάνω τα κείμενά σας στην εφημερίδα, και μ' αρέσει πολύ και το μπλογκ.....
Αισθάνομαι λίγο σα να κλέβω εκκλησία με το άλεφ. Για λόγους που ούτε σε μένα μπορώ να εξηγήσω, μου ήρθε να το κάνω με ψευδώνυμο. Αλλά σε σας ήθελα να το πω. Εξάλλου είναι γνωστό σ' αρκετούς, δεν το κρύβω. Τα κείμενα είναι τα κείμενά μου στην εφημερίδα. Διαβάζω σαν σπαστικό από παιδί. Μέγα πάθος. Κάθε Σάββατο είμαι στο Πολυχώρο της Αγκυρας (11 με τέσσερις), έχω την επιμέλεια της νεοελληνικής πεζογραφικής σειράς, Ενα χειρόγραφο κάθε νύχτα, μέγα πάθος κι αυτό. Κερνάω καφέ σε ένα μικρό δωματιάκι. Θα χαρώ να σας κεράσω....Καληνύχτα, ελένη γκίκα ή άλεφ προς ώρας (το Ούλρικε, κρίση στιγμής, ηρωίδα του Μπόρχες, μέγα ψώνιο, μάλλον με έχει κουράσει το ονοματάκι μου ή δεν είμαι αρκετά σοβαρή)».
Από κείνο το βράδυ και οι δυο πιάσαμε την άκρη του νήματος μιας φιλίας που αντέχει στο χρόνο, στις αποστάσεις, στην υπερεργασία, στις αμοιβαίες καταθλίψεις , τα παιδικά φαντάσματα, τις δειλίες, τους φόβους μας και τα ζόρια των γυναικών της δικής μας γενιάς. Αντέξαμε και είμαι εδώ για να δηλώσω δημοσίως πόσο τυχερή νοιώθω που η Ελένη με θεωρεί φίλη της και πόσο θα ‘θελα να κλέβω χρόνο από το χρόνο της για να μαθαίνω τη ζωή.
Γιατί αν κάτι καταλαβαίνω, ακολουθώντας τις ανηφοριές και τα στενοσόκακα του νου της, η ζωή δεν μετουσιώνεται σε μεγαλείο αν δεν πονέσεις αρκετά, αν δεν πονέσεις πολύ. Το ‘χε πει και ο Οκτάβιος Παζ, μου το λέει συχνά και η Ελένη μέσα από τις γραμμές των κειμένων.
Το τελευταίο της βιβλίο «Ο Υγρός Χρόνος» - ο τερματισμός και η μυθοπλασία μιας αμφιλεγόμενης για το μέσο καθωσπρεπισμό σχέσης - είναι άρτια δομημένο λογοτεχνικά με μπαρόκ σύμβολα, αληθινές ή πλασματικές θεωρίες του εσωτερισμού και παράλληλα ξεχειλίζει από ερωτισμό, αισθησιασμό, έρωτα και αγάπη, από αυτές που σπανίως κατακλύζουν τον άνθρωπο. Ένα βιβλίο που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατό να σου δίνεται αυτό που νομίζεις υπέρτατη ευτυχία και σχεδόν αμέσως να το χάνεις....
Κι αν θα μπορούσα με μουσικούς όρους να περιγράψω την εναλλαγή του αυτομαστιγώματος με την υπέρβαση των αδυναμιών των πρωταγωνιστών, θα έλεγα ότι πρόκειται για Μουσική Δωματίου. Ελάχιστοι άνθρωποι ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους. Ενδεχομένως και χωρίς παράθυρο και χωρίς πόρτα. Ίσως γιατί μόνον όταν είσαι τόσο στριμωγμένος, τόσο αδιέξοδος εσωτερικά, μπορεί να σκεφτείς τις καλύτερες αποδράσεις. Για να καταλήξεις βέβαια βγαίνοντας ότι «Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε και πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη. Ο δικός σου αγαπημένος άνθρωπος»....Όλα τ’ άλλα παίρνουν το σχήμα του καλουπιού αργότερα, με τον καιρό....

Η ιερή αταξία της ζωής μας είναι πέρα για πέρα κληρονομική και παραδοσιακή. Χωρίς να καταλαβαίνει από λάθη, η μοίρα μπορεί να είναι ανελέητη, ακόμα και για την παραμικρή απροσεξία.
Ελένη σε ευχαριστώ που μ’ έχεις φίλη.
Ριτς

Ελένη Γκίκα, σ’ ευχαριστώ που σ’ έχω φίλη»


ΥΓ1: Ριτσάκι μου εγώ σ’ ευχαριστώ. Και σ’ αγαπώ.

ΥΓ2: Και για να μη ξεχνιόμαστε, το Σαββατοκύριακο που μας έρχεται οι δυο τελευταίες μας παραστάσεις, κανονικά.
Κι ύστερα, βουτιά πάλι στη μοναξιά μας και στα βιβλία.
Ευχαριστώ όλους που, για μια ακόμα φορά, με αγκαλιάσατε τόσο ζεστά.