27/9/07
Δεν θα σου ξανακάνω πια κακό!
«Εχουμε ανάγκη την τέχνη για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια», έλεγε ο Νίτσε και το θυμάμαι σε κάθε τι σκοτεινό που με θέλγει αφάνταστα.
Τους αρνητικούς ήρωες λατρέψαμε, ας μην το ξεχνάμε! Με τις εμμονές και με τους ψυχαναγκασμούς μας γράφουμε, επιμένουν οι συγγραφείς.
Τα αστυνομικά, είναι πλέον η λύση της εξίσωσης, η απόδειξη.
Ο Ντιέγκο Ντε Σίλβα, συγγραφέας που γνωρίσαμε από τα «Εγκλήματα» το επαληθεύει περίτρανα με ένα αυταπόδεικτο βιβλίο:
«Θέλω να σε κοιτάζω» ο τίτλος του. Και στις σελίδες του, δυο άρρωστες ψυχές γίνονται καθρέφτης και εξιλαστήριο θύμα, ο ένας για τον άλλον.
Ανά κεφάλαιο, εναλλάσσονται και ξεπροβάλλουν οι ήρωες.
Στο πρώτο κεφάλαιο, με πανεπόπτη αφηγητή, παρουσιάζεται η Τσελέστε. Μαθήτρια ακόμα, μόλις δεκάξι χρονών, απογεύματα βγαίνει απ’ το σπίτι, πηγαίνει στην παραλιακή και στέκεται πάντα στο ίδιο σημείο, περιμένοντας πελάτες. Οι πελάτες θα χρειαστεί να κάνουν τον ίδιο μεγάλο κύκλο δυο και τρεις φορές, μέχρι να το πιστέψουν. Έτσι άβαφη, τόσο απλή, δεν τους περνά με τη μία απ’ το νου, ότι βρίσκεται εκεί γι’ αυτό τον λόγο. «Κατάλαβα καλά;» φράση που η Τσελέστε έχει βαρεθεί πια ν’ ακούει.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ένας άνδρας διαπράττει έναν φόνο. Στεγνώνει το κορίτσι, το πασπαλίζει με ταλκ, αφήνοντας ακάλυπτο ένα μικρό οβάλ κομμάτι στο στήθος. Βγάζει το καπάκι του μαρκαδόρου κι εκεί, άλλοτε με κεφαλαία και άλλοτε με μικρά, γράφει ένα όνομα. Είναι ο ποινικολόγος Ντάβιντε Έλερ, ευφυής, ταλαντούχος και κομψός, που θα τον δούμε παρά κάτω να διαπρέπει στις δίκες.
Δυο υπεράνω πάσης υποψίας άτομα, που η τύχη τα φέρνει έτσι, η αρρώστια τους ή η ζωή, και μπαίνει ο ένας στο δρόμο του άλλου. Η Τσελέστε θα τον δει με μια σακούλα σκουπιδιών και όλο το βάρος αυτού του νεκρού κοριτσιού να βγαίνει απ’ το σπίτι.
Και με αυθάδεια και θάρρος περίσσιο θα μπει στη ζωή του: να την ταράξει, να την αλλάξει. Με τον ίδιο τρόπο που θα παρακολουθήσει κι αυτός την δική της ζωή, θα την αλλάξει, επίσης.
Ξεδιπλώνοντας με ατμοσφαιρικότατο τρόπο τις δυο ζωές, ο συγγραφέας μας γνωρίζει τους δευτεραγωνιστές της ιστορίας.
Τον πατέρα της Τσελέστε που, παρότι σχεδόν απών, «η Τσελέστε θαυμάζει την ομορφιά του ανθρώπου που τη γέννησε». «Της αρέσουν το λεπτό του σώμα, η συμμετρία των ρυτίδων του, η βραδύτητα των κινήσεών του. Ακόμα και τα σημάδια της αρρώστιας που εδώ και σχεδόν δύο χρόνια του ρουφάει τη συγκέντρωση και τη μνήμη του». Ποιος ξέρει αν θυμάται ότι έχει μια κόρη.
Η μάνα της, όμως, όχι μονάχα το θυμάται αλλά και την διεκδικεί, μηνύει τον Έλερ. Και την υπόθεση θα αναλάβει να χειριστεί ένας ήδη γνωστός του κι ανταγωνιστής δικαστής, ο οποίος παρ’ αυτά, τον προστατεύει.
Ο ίδιος, θα αρνηθεί την προστασία και θα επωμιστεί όλα για όσα δεν φταίει: τον βιασμό της Τσελέστε και τον ξυλοδαρμό της από πελάτη. Πέφτει στα γόνατα και «με το αισθησιασμό ενός τυφλού που προσπαθεί ν’ αναγνωρίσει ένα αγαπημένο πρόσωπο» αγγίζει τις μελανιές της. «Δεν θα σου ξανακάνει πια κακό» υπόσχεται και πάντα ο Έλερ κρατά τις υποσχέσεις. Όπως αυτή που της δίνει, όταν του εξηγεί «θέλω να βλέπω». Για την «αναπαράσταση» θα χρειαστεί ένα ακόμα νέο κορίτσι, το δέλεαρ εξάλλου, η γάτα κι οι σοκολάτες, υπάρχει.
Το φινάλε απρόσμενο, όπως και οι διαφοροποιήσεις που υφίστανται οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες. «Όταν δυο προσωπικότητες συναντηθούν, μεταβάλλονται κι οι δυο», ισχυρίζεται ο Γιούνγκ και ο συγγραφέας στο βιβλίο το αποδεικνύει.
Μια ιστορία σκοτεινή και γοητευτική, με ήρωες αντιφατικούς και σάρκινους, με πλοκή που αγγίζει το θρίλερ. Με γλώσσα ασθματική, αισθαντική, εσωτερική, υπαινικτική, με συλλογισμούς νομικούς που εντυπωσιάζουν. Με λεπταίσθητους χειρισμούς όσον αφορά το χρώμα και το άρωμα των συναισθημάτων.
Με ουρανοκατέβατα κεφάλαια τόσο μαγικά και σκοτεινά, σαν ξεχωριστά μαύρα παραμύθια. Όπως αυτό του τέλους, όπου η Τσελέστε συναντά τον μπαμπά, της ανοίγει την πόρτα κι εκείνη πετά. Την απελευθερώνει.
Ένα βιβλίο που απολαμβάνεις πρωτίστως για την ατμόσφαιρα και την κομψή του γραφή, σαν το άνετο, καλοσιδερωμένο κοστούμι του ποινικολόγου. Που παρ’ όλα αυτά τολμά, και λέει με τρόπο κρυστάλλινο, τα πράγματα με τ’ όνομά τους: «Κανένας εδώ μέσα δεν πιστεύει σ’ αυτό που κάνει. Λέει ψέματα ο εγκληματίας με τις χειροπέδες, λέει ψέματα ο φρουρός που τον συνοδεύει, λέει ψέματα ο δικηγόρος, λέει ψέματα ο δικαστής. Λένε ψέματα οι γραμματείς και οι υπάλληλοι των γραφείων. Λένε ψέματα τα συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια, λένε ψέματα οι δικαστικές οργανώσεις και οι εφημερίδες τους. Λένε ψέματα τα συνέδρια, οι ολομέλειες, τα εγκαίνια με τα βελούδα και οι τηλεοράσεις. Λένε ψέματα οι δημοσιογράφοι και οι συνεντευξιαζόμενοι. Κι εγώ είμαι ένα ακόμα ψέμα ανάμεσα στα άλλα».
Ο συγγραφέας Ντιέγκο Ντε Σίλβα ήταν απ’ την αρχή αποφασισμένος να πει την αλήθεια.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Ντιέγκο ντε Σίλβα γεννήθηκε στη Νάπολη το 1964.
Το 2001 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Κάποια παιδιά», που τιμήθηκε με το βραβείο Καμπιέλο.
Εργα του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά, ολλανδικά και πορτογαλικά.
Στα βιβλία του συνδυάζει τους κανόνες του νουάρ μυθιστορήματος με έντονες κοινωνικές αναφορές.
Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει πέντε βιβλία.
Διήγημά του υπάρχει στη συλλογή «Εγκλήματα» (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. «Καστανιώτη», 2006).
Το μυθιστόρημά του «Θέλω να κοιτάζω», κυκλοφόρησε φέτος, επίσης από τις εκδόσεις «Καστανιώτη»).
ΥΓ. Στο βιβλίο πρώτος έχει αναφερθεί με εξαιρετικό τρόπο ο καλός μου φίλος Δημήτρης Μαμαλούκας, του το αφιερώνω.
25/9/07
Το αίνιγμα του άλλου
«Αν εξαιρέσουμε τον Τσε Γκεβάρα και τον Χουάν Περόν, τον οποίο απεχθανόταν ο Μπόρχες, τούτος ο τυφλός porteno παραμένει ο διασημότερος Αργεντινός του 20ου αιώνα»....
Και «Το λήμμα «μπορχεσιανός» εδώ και χρόνια, είναι εξίσου πολυχρησιμοποιημένο στο λογοτεχνικό λεξιλόγιο με τον όρο «καφκικός».
Υπαινικτικός, αλληγορικός, ποιητικός, στυλίστας, ειρωνικός, παραβολικός, μοντέρνος και συνάμα παραδοσιακός, ένας πραγματικά κοσμοπολίτης, ζωντανός μύθος, δημιουργός του «λαβυρίνθου» και του «καθρέφτη», ο Χόρχε Λούις Μπόρχες αποτελεί «μια εμβληματική μορφή της λογοτεχνίας του 20 αιώνα».
Η ζωή του απασχόλησε και απασχολεί παγκοσμίως το αναγνωστικό κοινό σχεδόν όσο και το έργο του. Το γεγονός ότι τυφλώθηκε την εποχή που έγινε διευθυντής στην μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου στο Μπουένος Αιρες, και όντας σε απόσταση αναπνοής απ’ όλα τα βιβλία που εκείνος ως φανατικός βιβλιοφάγος θα επιθυμούσε να διαβάσει, δεν θα μπορούσε εν τούτοις ούτε καν να διακρίνει σκιές, τον έκαναν για πολλά χρόνια ένα ζωντανό μύθο.
Πολλοί έγραψαν προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη ζωή και το έργο του.
Από τις εκδόσεις «Νεφέλη» κυκλοφόρησε πριν από τρία, τέσσερα χρόνια μια «ευφυής και πειστική βιογραφία» όπως ήδη χαρακτηρίστηκε.
Ο συγγραφέας της Τζέιμς Γούνταλ, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, συνεργάτης, μεταξύ άλλων, των εφημερίδων «The Times», «Daily Telegraph» και «Observer» ζει στο Βερολίνο.
Το βιβλίο, «Jorge Luis Borges: Ο άνθρωπος στον καθρέφτη του βιβλίου» (Μετάφραση: Αγγελος Χατζόπουλος, Επιμέλεια: Αννα Μαραγκάκη, Επίμετρο: Δημήτρης Καλοκύρης) είναι μια βιογραφία από την οποία αναδεικνύεται η εικόνα ενός πολύπλοκου ανθρώπου που ούτε αναγνώρισε τη λογοτεχνική επανάσταση την οποία επέφερε.
Βασισμένο σε πρωτογενή έρευνα στο Μπουένος Αιρες, το πορτρέτο του Τζέημς Γούνταλ αποτυπώνει έναν Μπόρχες που ο κόσμος δεν είδε ποτέ και ρίχνει νέο φως στο πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν οι ιστορίες και τα ποιήματά του.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν δίνουν έμφαση στην αινιγματική ανθρώπινη διάσταση του Μπόρχες.
Μια άλλη περίεργη πλευρά της παιδικής ηλικίας του Μπόρχες ήταν ότι δεν είχε πάει σχολείο μέχρι τα εννιά του χρόνια. Ένας από τους λόγους ήταν ότι ήθελαν να τον προφυλάξουν από μεταδοτικές ασθένειες, όπως η φυματίωση...
Σχετικά με την καθυστερημένη ένταξή του στην εκπαίδευση, ο Μπόρχες ήταν πιο αποκαλυπτικός: «... ο πατέρας μου, ως αναρχικός που ήταν, αντιμετώπιζε με δυσπιστία όλους τους θεσμούς». Ο πατέρας Μπόρχες, ως αγνωστικιστής, αντιδρούσε επίσης στην ιδέα να κατηχηθούν τα παιδιά τους με την επίσημη θρησκεία. Ο πολιτικός και θρησκευτικός ατομικισμός του Χόρχε παρέμεινε σταθερός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Τα βιβλία καταλάμβαναν ένα ολόκληρο δωμάτιο του σπιτιού στο Παλέρμο, ταξινομημένα σε ράφια που έκλειναν με τζάμι, και η βιβλιοθήκη ήταν γεμάτη από έργα αγγλικής λογοτεχνίας...
... Όπως θα ομολογούσε αργότερα, η βιβλιοθήκη του πατέρα του ήταν το «κυρίαρχο γεγονός» της ζωής του, πράγμα που ισχύει, τουλάχιστον όσον αφορά τη συγγραφική του δραστηριότητα. Ετσι ο Μπόρχες σχημάτισε την πεποίθηση ότι η ζωή, η ζωή του, ήταν η λογοτεχνία. Αλλα «γεγονότα», όπως για παράδειγμα ο έρωτας και η πολιτική, ήταν πάντοτε ήσσονος σημασίας... Τα βιβλία ήταν για τον Μπόρχες η λυδία λίθος για την πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο ερμήνευε τον κόσμο.
... Άλλη μια ανακάλυψη, μια πραγματικότητα, της παιδικής ηλικίας είναι το πρόσωπό μας. Το είδωλό μας, ιδωμένο στον καθρέφτη του μπάνιου ή της κρεβατοκάμαρας των γονιών, αποτελεί την οπτική απόδειξη της φυσικής μας ύπαρξης, ένα οπτικό τεκμήριο. Για τον Μπόρχες, η αντανάκλαση της σωματικής του υπόστασης στον καθρέφτη υπήρξε από πολύ τρυφερή ηλικία πηγή έντονης ανησυχίας, η οποία εξελίχθηκε σε φοβία. Όταν οι καθρέφτες έχασαν την τρομακτική τους διάσταση, έγιναν στο λογοτεχνικό σύμπαν του Μπόρχες εμβλήματα του «άλλου», του ομοιώματός μας, ή ακόμα του τι θα μπορούσε να συμβεί στην αντίπερα όχθη της πραγματικότητας.
Το 1967 ο Μπόρχες ομολόγησε στον Ρίτσαρντ Μπέργκιν ότι ως παιδί «φοβόταν την επανάληψη του εαυτού του»- μια περίεργη εμμονή στον ίλιγγο που προκαλεί ο πολλαπλασιασμός μας μέσα στον καθρέφτη. Μισούσε αυτό το συναίσθημα, όπως επρόκειτο αργότερα να μισήσει την ιδέα του να βγαίνει κανείς από τα όρια του εαυτού του, μέσω των ναρκωτικών, του αλκοόλ και του σεξ. Ο μεγαλύτερος φόβος του Μπόρχες, η απώλεια της αυτοκυριαρχίας, εγκαινιάστηκε με μια εντελώς ανορθόδοξη συστολή μπροστά στην αναπαραγωγή της ανθρώπινης φυσιογνωμίας...
«Πάντοτε φοβόμουν τους καθρέφτες», θα πει ο Μπόρχες το 1971. «Είχα τρεις μεγάλους καθρέφτες στο δωμάτιό μου όταν ήμουν παιδί και τους φοβόμουν πάρα πολύ, γιατί έβλεπα τον εαυτό μου μέσα στο θαμπό φως- τον έβλεπα τριπλό, και τρόμαζα στη σκέψη ότι αυτές οι τρεις φιγούρες θα άρχιζαν να κινούνται από μόνες τους... Φοβόμουν πάντα το μαόνι, τα κρύσταλλα, έως και το διάφανο νερό».
«Παρόλο που στην ηλικία μου σχεδόν όλοι οι γνωστοί μου έχουν πεθάνει, προτιμώ να ζω τη ζωή μου κοιτάζοντας μπροστά. Το παρελθόν είναι θέμα για ποιήματα, για ελεγείες, αλλά εγώ προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Προτιμώ να περνάω τον καιρό μου σκεπτόμενος το μέλλον, παρόλο που δεν έχω και πολύ μπροστά μου. Ελπίζω πάντως να διατηρήσω το πνεύμα μου. Να συνεχίσω να ονειρεύομαι και να γράφω. Κατάγομαι από μια θλιμμένη χώρα».
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, 1984
«Μια μέρα στη ζωή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες» Suday Times Magazine
«Δώσε μου, Κύριε, το κουράγιο και τη χαρά
να ανεβώ στην κορυφή αυτής της μέρας».
Ο Μπόρχες ούτε έπινε ούτε κάπνιζε. Όμως έτρωγε πολύ, χωρίς να έχει εκλεπτυσμένα γούστα στο φαγητό του: μπριζόλα, τορτίγια και dulce de leche (ένα είδος γλυκού από καραμέλα) αποτελούσαν το διαιτολόγιό του σε όλη του τη ζωή. Ο Μπιόυ αναφέρει ότι έτρωγε «με ταχύτητα» το φαγητό του και έπινε τον καφέ χωρίς γάλα, αλλά «με πολλή ζάχαρη». Στις φωτογραφίες αυτής της περιόδου βλέπει κανείς έναν παχουλό, ατημέλητο άνθρωπο. Ηταν, όπως τον περιγράφει ο Ιμπάρα, «αρκετά ευτραφής, με πολύ λευκό δέρμα και πολύ σκούρα μαλλιά, τραβηγμένα πίσω, και πάντα λίγο μακρύτερα από το συνηθισμένο: από αδιαφορία μάλλον, και όχι για να μοιάζει με καλλιτέχνη». Ο Μπόρχες αδιαφορούσε για το ντύσιμό του, καθώς, όπως ξέρουμε, ανέθετε στη Λεονάρ να αγοράζει τα κοστούμια του. Ηταν κοινωνικός, θυμάμαι ο Μπιόυ, αλλά ταυτόχρονα συνεσταλμένος. Προτιμούσε να αφήνει τους άλλους να τον προσεγγίζουν και αισθανόταν πάντα καλύτερα στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις.
Ο Μπόρχες τον περισσότερο καιρό εργαζόταν. Πολλοί συγγραφείς στο Μπουένος Αιρες κατά τη δεκαετία του ’30 ήταν απασχολημένοι με το «να είναι συγγραφείς», αλλά αυτούς ο Μπόρχες, σύμφωνα με τον Μπιόυ, τους θεωρούσε «ηλίθιους». Εργασία, περισυλλογή και φαντασία, μέσα στο σπίτι αυτά ήταν τα σημαντικά για έναν συγγραφέα. Δεν συμμετείχε στη λογοτεχνική ζωή, παρά μόνο κατά σύντομα διαλείμματα, και αυτό για να γνωρίσει senoras. Πίστευε απλώς ότι αυτού του είδους ο «λογοτεχνικός βίος» δεν ήταν δυνατόν να αποδώσει ενδιαφέροντα βιβλία».
«Όσον αφορά το λογοτεχνικό μου πιστεύω, δηλώνω αυτό που εκφράζει η θρησκευτική έννοια του όρου: είναι δικό μου στο μέτρο που πιστεύω σε αυτό, και όχι επειδή το έχω επινοήσει. Θεωρώ πραγματικά ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός έχει καθολική ισχύ, ακόμη και για όσους καταφέρουν να τον αναιρούν.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι όλη η λογοτεχνία είναι, εντέλει, αυτοβιογραφική».
Χ.Λ. Μπόρχες, 1926 «Η έκταση της ελπίδας μου».
Ο Μπόρχες αφίσταται από τη σχολή του μαγικού ρεαλισμού, της οποίας, ούτως ή άλλως, προηγείται χρονολογικά... Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 θεωρούνταν πατέρας του μαγικού ρεαλισμού, γεγονός που συγκάλυπτε την πραγματική του σημασία, ως ενός αδιαμφισβήτητα Αργεντινού συγγραφέα, οποίος, συναιρώντας ποικίλες παραδόσεις, δημιούργησε μια νέα λογοτεχνία, την οποία διέκριναν η πειθαρχία και η λιτότητα.
Ο Μπόρχες ήταν ένας συγγραφέας ενσυνείδητα μοντέρνος, αλλά χωρίς ίχνος αυτοπεποίθησης για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τον οποίο ο υπόλοιπος κόσμος ανακάλυψε πριν από τους συμπατριώτες του- πριν καλά- καλά ανακαλύψει και ο ίδιος τον εαυτό του. Έτρεφε ανέκαθεν πολύ μικρή εκτίμηση για τα έργα του, ιδίως για την πρόζα του. Όμως η λαμπρότητα του πνεύματός του έγινε βάλσαμο για πολιτισμούς όπως της Γαλλίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, όπου ο μοντερνισμός είχε στρέψει προ πολλού, αφήνοντας άνυδρες τις λογοτεχνίες τους.
Ο Μπόρχες τράφηκε και εμπνεύστηκε από ένα εκπληκτικό πλήθος λογοτεχνικών παραδόσεων...
Σε όλη του τη ζωή, αλλά ιδίως από τότε που τυφλώθηκε εντελώς, του άρεσε να του διαβάζουν Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και Τζέραρντ Μάνλει Χόπκινς. Λόγω της διαμονής του για σπουδές στη Γενεύη, υποχρεώθηκε να μάθει γαλλικά. Γερμανικά έμαθε μόνος του, διαβάζοντας Χάινριχ Χάινε. Λίγο πριν μπει στα εξήντα του χρόνια, και οδεύοντας προς την οριστική τύφλωση, αποτόλμησε ένα παντελώς ασυνήθιστο εγχείρημα αυτοδιδασκαλίας, μαθαίνοντας μόνος του αγγλοσαξονικά- από τα οποία κατόπιν οδηγήθηκε στα αρχαία νορβηγικά.
Αν όλα αυτά κάνουν τον Μπόρχες να μοιάζει με σχολαστικό φοιτητή - με το σακάκι με τα δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες και τα μολύβια στο πέτο, να προσπαθεί να μαζέψει τα χαρτιά που του έπεσαν από τον χαρτοφύλακα στον διάδρομο κάποιας πανεπιστημιακής σχολής-, πρόκειται για μια εντελώς παραπλανητική εικόνα. Μπορεί να ήταν εσωστρεφής, ίσως και ηθελημένα μοναχικός, κατά την περίοδο που αγωνιζόταν να ολοκληρωθεί ως συγγραφέας, από το 1030 έως το 1940, αλλά, πάλι, ποιος θα είχε την απαίτηση από τον δημιουργό του «Φούνες του μνήμονος» και του «Άλεφ» να γίνει άνθρωπος της δράσης, όπως ο Χεμινγουέι;
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΥΦΛΟΤΗΤΑ ΤΟΥ.
Η οριστική απώλεια της όρασής του δεν τον κλόνισε’ τη δέχτηκε σαν μια αναπότρεπτη εξέλιξη. Ηταν γνωστό ότι η συγκεκριμένη πάθηση υπήρχε στην οικογένεια και ότι ήταν κληρονομική. Ανέκαθεν είχε κακό όραση, και ήξερε ότι τα πράγματα θα επιδεινώνονταν. Ετσι, αντιμετώπισε στωικά την κατάσταση. Όπως αποκάλυψε το 1969 το 1969 στον Ρίτσαρντ Μπέργκιν:
«... μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχει κάποιο κέρδος στο να μην μπορείς να διαβάσεις’ σου φαίνεται ότι ο χρόνος κυλάει διαφορετικά. Όταν είχα την όρασή μου και αναγκαζόμουν να μείνω έστω και για μισή ώρα άπραγος, πήγαινα να τρελαθώ. Επρεπε οπωσδήποτε να διαβάζω. Μα τώρα μπορώ να μείνω μόνος μου για πολλή ώρα... Νομίζω ότι πλέον μπορώ να ζω χωρίς καμιά απασχόληση. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να μιλώ σε ανθρώπους ή να κάνω πράγματα».
Η εύγλωττη σιωπή του οραματιστή, η σοφή του καρτερικότητα, και, όταν εκείνες παραμερίζονταν, η ατέλειωτη φλυαρία του μεγάλου συγγραφέα, αποτελούσαν έναν πολύ γοητευτικό συνδυασμό. Ο Μπόρχες τελειοποίησε τις επικοινωνιακές του τεχνικές μετά από πολυετή άσκηση, έχοντας διαμορφώσει μια εικόνα την οποία γνώριζε ότι θα αποδέχονταν τόσο οι θαυμαστές του όσο και οι δημοσιογράφοι.
Η τύφλωσή του ήταν γι’ αυτόν μια ασπίδα. Καλυπτόμενος πίσω της, καλλιέργησε την περσόνα που ο κόσμος με τόσο φανατισμό επιζητούσε και καταβρόχθιζε με μανία. Η εκπληκτική του μνήμη- το βασικότερο προσόν που διέθετε για να αντιμετωπίσει την πάθησή του- και, γενικά, ο ιδιωτικός του βίος, παρέμειναν άθικτα. Είναι ενδεικτικό ΄τι λεπτομέρειες για την αισθηματική του ζωή και τις φιλίες του, όπως, λόγου χάριν, με τον συγγραφέα Μανουέλ Πειρού ή τον ποιητή Κάρλος Μαστρονάρδι, δεν πέρασαν ποτέ σε βιβλία του τύπου «Συζητήσεις» με τον τάδε ή τον δείνα δημιουργό. Παρά ταύτα, ο Μπόρχες υπήρξε και συναισθηματικός και κοινωνικός, και όταν δεν ήταν μόνος- όπως τον περισσότερο καιρό- έδινε άφθονα δείγματα αυτών του των ιδιοτήτων, ιδιαίτερα της τελευταίας, στους οικείους του.
... Tώρα η όραση είχε δευτερεύουσα σημασία. Ο Μπόρχες ήταν υπεύθυνος του κόσμου για τον οποίο είχε γράψει στα βιβλία του. Η βιβλιοθήκη ήταν ένας καθρέφτης όλων όσα ο ίδιος είχε ήδη φανταστεί.
Έμεινε στη θέση του διευθυντή (της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Αυρες) για δεκαοχτώ χρόνια. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που τον είδαν στο στοιχείο του ήταν ο Εμίρ Ροδρίγες Μονεγάλ. Ιδού πως περιγράφει την κάθοδό του με τον Μπόρχες, το 1956, στο υπόγειο της βιβλιοθήκης, όπου φυλασσόταν ο κυριότερος όγκος των βιβλίων:
«Ο Μπόρχες με πήρε από το χέρι και με οδήγησε, βλέποντας μόνο όσο χρειαζόταν ώστε να γνωρίζει πού ακριβώς βρισκόταν κάθε βιβλίο που έψαχνε. Μπορούσε να ανοίξει το βιβλίο στη σελίδα που ήθελε, και χωρίς να πρέπει να διαβάσει απήγγελλε ολόκληρα αποσπάσματα. Περιπλανιόταν μέσα σε διαδρόμους γεμάτους βιβλία. Έστριβε γρήγορα στις γωνίες και έμπαινε σε περάσματα, πραγματικά αόρατα, που έμοιαζαν με σχισμές σε τοίχους από βιβλία. Κατέβαινε στριφογυριστές σκάλες που σταματούσαν απότομα στο σκοτάδι. Δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου φως στους διαδρόμους και τις σκάλες της βιβλιοθήκης. Προσπαθούσα να τον ακολουθήσω, σκοντάφτοντας, πιο τυφλός και ανήμπορος από τον Μπόρχες, γιατί εμένα με οδηγούσαν μόνο τα μάτια μου... Με τραβούσε μαζί του, με έκανε μα πέφτω εξουθενωμένος μες στα σκοτάδια. Ξαφνικά διακρινόταν ένα φως στο τέλος κάποιου άλλου διαδρόμου... Δίπλα στον Μπόρχες, ο οποίος χαμογέλασε σαν μικρό παιδί που έκανε φάρσα σε ένα φίλο του, ξαναβρήκα το φως μου...»
ΜΠΟΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ.
Ο Μπόρχες ήταν διαρκώς ερωτευμένος. Τα συναισθήματά του σπάνια έβρισκαν ανταπόκριση - εάν βρήκαν ποτέ πραγματικά-, και αυτό τον πλήγωνε σε όλη του τη ζωή. Όμως δεν μιλούσε για τον πόνο, ούτε για τον έρωτα ήξερε πως να μιλήσει...
Ποτέ δεν έγραψε για τις γυναίκες που αγάπησε. Ωστόσο, μια από αυτές, πολύ σημαντική αποδέκτρια των τρυφερών συναισθημάτων του, η Εστέλα Κάντο, κατέγραψε τις εμπειρίες της στο βιβλίο <Σκιαγραφώντας τον Μπόρχες>, 1989, το οποίο δίχασε τους μπορχεσιανούς. Κάποιοι θεωρούν ότι η απεικόνισή του ως σχεδόν ανίκανου σεξουαλικά είναι σωστή, και κάποιοι άλλοι ότι δεν θα έπρεπε να γίνεται καμία αναφορά στις δυσκολίες του στον έρωτα. Όποια και αν είναι η αλήθεια, αυτός ο δεσμός, ο οποίος συνήφθη τη δεκαετία του ’40, υπήρξε, από τη σκοπιά του Μπόρχες, συναισθηματική καταστροφή.
Η Εστέλα (μνηστή και έρωτας των νεανικών χρόνων) για τον Μπόρχες:
«Ο,τι και αν έλεγε ο Μόρχες είχε κάτι το μαγικό. Απροσδόκητα, σαν ταχυδακτυλουργός, έβγαζε αντικείμενα μέσα από ένα αστείρευτο καπέλο. Πιστεύω ότι εξέπεμπε σήματα. Και ήταν μαγικά γιατί αποκάλυπταν τον πραγματικό του εαυτό, τον άνθρωπο που κρυβόταν πίσω από τον Τζωρτζι που ξέραμε, τον άνθρωπο που, μέσα στην ντροπαλοσύνη του, πάσχιζε να βγει στην επιφάνεια, να αναγνωριστεί».
Και «... Ο Μπόρχες, ένα συνηθισμένος, εκ πρώτης όψεως, άνθρωπος, ζούσε υπό το μόνιμο βάρος διαταγών. Ο πατέρας του τον είχε προστάξει να γίνει άντρας. Αντίστοιχα, έπρεπε να παντρευτεί για να κερδίσει την κοινωνική αποδοχή. Ως σύζυγος, θα του ήταν ευκολότερο να απελευθερωθεί από τα αισθήματα ενοχής που τον κατέτρυχαν. Με ρώτησε αν καταλάβαινα τι έλεγε: Γιατί να μην παντρευτούμε αμέσως, αφήνοντας κατά μέρος τις ενδείξεις που είχα έως τότε; Του απάντησα ότι ήμουν πρόθυμη να βοηθήσω τον Τζώρτζι και μάλιστα να προσπαθήσω πολύ γι’ αυτό, ο γάμος όμως, τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή, ήταν μια άλλη ιστορία. Δεν μπορούσα να τον δω ως σύζυγο».
ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΖΩΗ.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες άφησε πίσω του μια από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές κληρονομιές του 20ου αιώνα. Στη ζωή του δεν υπήρξε ούτε ήρωας ούτε αγωνιστής’ ήταν ένας ντροπαλός και γενικά συντηρητικός άνθρωπος.
Στην τέχνη, όμως, το έργο του αντανακλούσε μια τόλμη που αρνιόταν πεισματικά να υποκύψει στις συμβάσεις της δικής του κληρονομιάς. Ενστερνίστηκε τα αισθητικά αιτήματα του μοντερνισμού, καταλήγοντας ωστόσο, στα εκπληκτικά έργα του της δεκαετίας του ’40, να τον παρωδήσει. Αψήφησε σχολές και κατηγοριοποιήσεις, παντρεύοντας στην πρόζα του, συνήθως με τις πιο αδιόρατες πινελιές, λογοτεχνικών αιώνων.
Εφερε επανάσταση στα ισπανικά γράμματα, επηρεάζοντας μια ολόκληρη γενιά. Με τη βαθιά γνώση της γλώσσας των Καστιλλιάνων προγόνων του - Γκόνγκορα, Κεβέδο, Θερβάντες- και τον σεβασμό στους αριστοτέχνες του μοντέρνου ισπανικού ύφους- Ρέγες, Ουναμόνο-, έμαθε να εκτιμά μια λογοτεχνία που στον αιώνα του έμοιαζε ξεπερασμένη.
Επίσης, ο Μπόρχες επαναπροσδιόρισε την αξία της εβραικής και αραβικής παράδοσης για τον ισπανικό λογοτεχνικό πολιτισμό’ οι μελέτες και οι εκτιμήσεις των σημιτικών στοιχείων στο έργο του αυξάνονται διαρκώς.
Δεν σταμάτησε εκεί. Η επιθυμία του να γνωρίσει τα πνευματικά επιτεύγματα Ευρώπης και Αμερικής- μέσω της αγγλικής, της βορειοαμερικανικής, της γαλλικής, της γερμανικής, της ιταλικής και της σκανδιναβικής λογοτεχνίας- εμπλούτισε με ασύγκριτο τρόπο τη γλώσσα και τον πολιτισμό της ηπείρου του. Ο Μπόρχες ζούσε για τη λογοτεχνία. Διήγαγε έναν πνευματικό βίο... Ηταν αριστοτέχνης στην υπαινικτικότητα και, αν είχε να επιλέξει μεταξύ ευκρίνειας και αινιγματικότητας στις ιστορίες του, επέλεγε τη δεύτερη. Δημιουργούσε, δεν έπραττε’ η ισπανική λέξη που αποτελεί τον τίτλο του τόμου του 1960, «hacedor» σημαίνει και δημιουργός και αυτός που πράττει), είχε μια γοητευτική αμφισημία για τον πολύγλωσσο Μπόρχες.
Πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του διαβάζοντας, ονειροπολώντας και γράφοντας- κάτι που λίγο ή πολύ επιθυμεί να το πετύχει κάθε συγγραφέας. Το 1970 ο Τζωρτζ Στάινερ έγραψε γι’ αυτόν: «Και μόνο τις «Μυθοπλασίες» αν είχε γράψει, θα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ελάχιστους νέους ονειροπόλους από την εποχή του Πόε και του Μπωντλαίρ. Εχει διευρύνει το τοπίο των αναμνήσεών μας, και αυτό είναι το γνώρισμα του πραγματικά μεγάλου καλλιτέχνη».
Αν μπορούμε να διδαχτούμε κάτι από τον Μπόρχες σήμερα, είναι ότι η ανθρώπινη φαντασία- αυτή η δημιουργική δύναμη του εσωτερικού μας κόσμου- αξίζει να της αφιερώσουμε μια ολόκληρη ζωή.
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΡΧΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ:
· «Η αναφορά του Μπρόντι» (Εξάντας)
· «Λαβύρινθοι» (Πλειάς, Καστανιώτης)
· «Ιστορίες» (Ερμής)
· «Ανθολογία» (Δόμος)
· «Ο δημιουργός και άλλα κείμενα» (Υψιλον)
· «Το βιβλίο της άμμου» (Νεφέλη)
· «Το εγκώμιο της σκιάς» (Υψιλον)
· «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας» (Υψιλον)
· «Ρόδινο και γαλάζιο» (Υψιλον)
· «Οι μεταμορφώσεις της χελώνας» (Υψιλον)
· «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας» (Ερατώ)
· «Το βιβλίο των φανταστικών όντων» (Libro)
· «Εβαρίστο Καριέγκο» (Υψιλον)
· «Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ» (Υψιλον>
· «Ο Δημιουργός» (Υψιλον)
· «Το εγκώμιο της σκιάς» (Υψιλον)
· «Εφτά νύχτες» (Υψιλον)
· «Εισαγωγή στην αμερικανική λογοτεχνία» (Γλάρος)
· «Το χρυσάφι των τίγρεων» (Υψιλον)
· «Η ιστορία της νύχτας και άλλα ποιήματα» (Υψιλον)
· «Σύντομες και παράξενες ιστορίες» (Υψιλον)
· «Τι είναι ο βουδισμός» (Ροές)
· «Μυθοπλασίες» (Υψιλον)
· «Διερευνήσεις» (Υψιλον>
· «Το Άλεφ» (Υψιλον)
· «Τα μονοπάτια της Ιθάκης» (δίγλωσση έκδοση εκτός εμπορίου του Ινστιτούτου Θερβάντες Αθηνών).
· Τρεις τόμοι από τα «Ελληνικά Γράμματα» με «Απαντα τα πεζά», «Ποιήματα» και «Δοκίμια», σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη τα πεζά και τα δοκίμια και Δημήτρη Καλοκύρη, τα ποιήματα.
ΥΓ. Μικρές μπουκίτσες φωτός για το χατίρι της Annabooklover που τον «γνώρισε» και μαγεύτηκε, για την anagnostria που υπέκυψε στη γοητεία του, για τον Μαμαλούκα που τον διαβάζει και είμαι σίγουρη ότι του αρέσει πολύ και βεβαίως για τον Librofilo που του έχει λατρεία (μπορεί περισσότερο κι απ’ ό,τι εγώ που τον επικαλούμαι επί ματαίω, αλλά τον έχω ανάγκη, τι να κάνω). Και βέβαια όσα χρόνια και να περνούν δεν ξεχνώ ποτέ, ότι η Ανθολογία του από τον «Δόμο» σημάδεψε κατά κάποιον τρόπο πριν από πάαααρα πολύ καιρό, ένα μακρινό καλοκαίρι, και τη γνωριμία μου με την Μάρω.
Βλέπετε ο Μπόρχες με έχει βγάλει από σκοτάδια πολλά και με έχει οδηγήσει σε καρδιές αγαπημένων.Εννοείται ότι δεν θα τολμούσα ν’ ανεβάσω κριτική (το έχω κάνει το ατόπημα), αλλά πιστεύω ότι η ίδια η ζωή του έχει την μεγαλύτερη γοητεία και το πιο μεγάλο ενδιαφέρον. Όσο για το έργο του, δικούς του κωδικούς, που καλόν είναι τους ξεκλειδώσει ο καθένας χώρια! Αλλά μπορεί και όχι, θα επανέλθουμε σ’ αυτό.
Πατήστε απλά το κουμπάκι να παίζει όσο θα διαβάζετε:
Moha
19/9/07
Η ελεγεία της… μοκέτας
Πόσο αιώνιο μπορεί να κρύβεται μέσ’ στο εφήμερο; Πόση ψυχή σε ένα γενικό καθάρισμα; Πόση ζωή σε ένα 24άωρο; Πόσο έγκλημα σε ένα βετέξ; Πόση αρρώστια ή θάνατος – έστω ως ακάρεα- στα αγγελάκια της μοκέτας; Πόσος κοινωνικός ιστός στον μονόλογο μιας νοικοκυράς;
Η Ελένη Γιαννακάκη, καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, τα συνηθίζει αυτά τα δύσκολα. Να περνάει την παθογένεια και τον αμοραλισμό μας, τη σύγχρονη φιλοσοφία και τον καιροσκοπισμό μας μέσα από φαινομενικά «ασήμαντες» καταστάσεις. Τις αχαλίνωτες φιλοδοξίες και τα διεστραμμένα πάθη μέσα από… γκουρμέ συνταγές. Στο «Περί ορέξεως και άλλων δεινών» που κυκλοφόρησε το 2001, όπου ο πανεπιστημιακός σε Σχολή Τροφοδοσίας Λουκάς Κουλούρης μαγειρεύει για τρεις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών. Και μέσα από τους εξομολογητικούς μονολόγους της φοιτήτριας Αννας, της καθηγήτριας μέσης εκπαίδευσης Αρσινόης και της συγγραφέως βιβλίων μαγειρικής Ολγας, ξεπροβάλει με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία η σύγχρονη Ελλάδα με τα ιδεολογικά της αδιέξοδα, την εκποίηση των πάντων και τον άκρατο καταναλωτισμό της ηδονής.
Στα «Χερουβείμ της μοκέτας» η σύγχρονη ηθική περνά μέσα από τα καθαριστικά. Μια αστή νοικοκυρά – γιατί έτσι θέλει, επιθυμεί η ίδια να τους φροντίζει και να τους καθαρίζει, έχει σπουδάσει όμως αρχιτεκτονική- ξεδιπλώνει μεταξύ κρεβατοκάμαρας, κουζίνας και λουτρού, τη ζωή της και την ζωή των γύρω της. Παραθέτει τρίβοντας πλακάκια και πατώματα σκηνές γάμου που με τη σειρά τους περιλαμβάνουν την σύγχρονη αντίληψη ζωή «ν’ αρπάξεις την ευκαιρία». Το ίδιο κάνει, εξάλλου, με απόλυτη αθωότητα όλα αυτά τα χρόνια κι αυτή. Χωρίζει την φίλη της και παντρεύεται το αφεντικό της, αναρριχάται από την πάμπτωχη οικογένειά της στην Σαντορίνη στα αστικά στρώματα των Αθηνών και γενικά, ξεπουλά. Χωρίς τύψεις, μονάχα μια μικρούλα σκιά τοσοδούλα που εξαφανίζει τρίβοντας, τον καρκινοπαθή πατέρα της, τους ευκαιριακούς εραστές της σα να ήτανε κατσαρίδα ή στον τοίχο λεκές. Τις φίλες της που παραμένουν εν δυνάμει αντίπαλοι. Τον αδύναμό της και ενοχικό εαυτό με το να τον απασχολεί με άλλα άμεσης προτεραιότητας επείγοντα και καθημερινά.
Για όλα αυτά, της αρκεί το να πλένει και να ξεπλένει τα χέρια σαν τον Πόντιο Πιλάτο. Να καθαρίζει το σπίτι, το μπάνιο, εξονυχιστικά. «Το βετέξ πρώτον και κύριον, τι θα γινόταν χωρίς το βετέξ; τα γάντια της φυσικά, μάσκα δεν βάζει, πετσετούλα για σκούπισμα, σφουγγάρι, το ειδικό σουγιαδάκι για τους αρμούς…»
Σημασία έχει κι απόψε να κλείσει ο κύκλος, όσο πιο ανώδυνα, πιο συνηθισμένα, πιο ομαλά.
Κι έτσι ακολουθώντας την ο αναγνώστης από δωμάτιο σε δωμάτιο και από το πρωί ως το βράδυ, λεπτό το λεπτό, φτάνει από το χαμόγελο ως το τέλειο σάστισμα. Μέσα από έναν μονόλογο ήσυχο στην αρχή, και κάπως νευρωσικό. Μια γυναίκα καθαρίζει το σπίτι και αλλάζει μοκέτες. Για να φτάσει να καθαρίζει και ό,τι της είναι ενοχλητικό. Ο,τι αποτελεί εμπόδιο για το δρόμο της. Με το ίδιο φιλήσυχο ύφος το ελαφρώς νευρωσικό.
Δίχως τύψεις, καθόλου συγκρούσεις, απόλυτα πεπεισμένη πως έπραξε το σωστό.
Στο βιβλίο οι ανατροπές δεν είναι εξωτερικής φύσης, όλα συμβαίνουν εντός. Και το μυστήριο δεν έγκειται σε αυτό καθ’ εαυτό το έγκλημα αλλά στης ψυχής το ανεξήγητο μυστικό.
Παραφράζοντας για άλλη μια φορά κάτι αποδεκτό και σχεδόν τετριμμένο («περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» σε «περί ορέξεως και άλλων δεινών»), η συγγραφέας πλέκει εδώ την ελεγεία της μοκέτας. Και μέσα από τα ακάρεα και τα μικρόβια μιας αστικής κατοικίας αφήνει να ανθίζουν τα ακάρεα και όλα τα μικρόβια της ψυχής και της εποχής. Αλλά η ηρωίδα της, καθαρίζει τα πρώτα και… καθαρίζει.
«Όσους κλείνει το σπίτι σου», εξάλλου, δηλώνει όλη της τη φιλοσοφία από την πρώτη στιγμή.
Μια ιστορία… άσπρος σίφουνας, που σε κατακτά και λειτουργεί πάνω σου διαβρωτικά αφήνοντάς σε στο τέλος με ανοιχτό το στόμα.
Η συγγραφέας το έχει φροντίσει όλο αυτό σχεδόν… χειρουργικά. Ετσι η ηρωίδα της πλέκει ψιλοβελονιά με λεπτομέρεια στο γαιτανάκι, το μυθιστόρημα της ζωής της. Ο,τι χρειάζεται εξάλλου να δικαιολογήσει είναι «το γραμμένο», όπως έλεγε η μάνα της, και «το γραμμένο δεν ξεγράφεται», αλλά αυτή στην αγία καθημερινότητά της θα πρέπει, σε τελική ανάλυση, να πάει μπροστά.
Ένα καλοδουλεμένο ψυχολογικό και κοινωνικό θρίλερ. Από συνειδήσεις νεκρές για νεύρα γερά.
«ΤΑ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΤΗΣ ΜΟΚΕΤΑΣ» της Ελένης Γιαννακάκη, Εκδ. «Εστία», σελ. 287, τιμή: 16 ευρώ.
Η Ελένη Γιαννακάκη γεννήθηκε το 1955 στο Ρέθυμνο.
Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Λονδίνου (King’s College), όπου και υπέβαλε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα τον ελληνικό μοντερνισμό.
Εχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες στα ελληνικά και στα αγγλικά για ζητήματα νεοελληνικής πεζογραφίας του 20ου αιώνα.
Ζει στη Μεγάλη Βρετανία και διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Από τις εκδόσεις της Εστίας κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της «Περί ορέξεως και άλλων δεινών» (2001), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2002 του περιοδικού Διαβάζω.
Υγ. Στο βιβλίο έχει αναφερθεί με εξαιρετικά οξυδερκές, αναλυτικό τρόπο ο καλός μου φίλος μίστερ Librofilo. Αλλά δε λέει και να του αφιερώσω την… ελεγεία της μοκέτας!
10/9/07
Τα ταξίδια του Reader
στα μπλογκς. Φίλους καλούς καρδιάς του χρωστώ και μια αναδεξιμιά χάρμα, τη νουβαντίτσα. Ακόμα και το ότι είμαι η άλεφ, μπορεί να του χρωστώ, πολλά κεραυνοβόλα σίγουρα του χρωστώ και βέβαια πια μου λείπει εκείνο το αμίμητο, ανεκδιήγητο "καλή μου κυρία" και "καλή μου κυρία" τώρα που απόκτησα για κείνον το όνομα το κανονικό. Κι έτσι με πολύ χαρά, σήμερα, φιλοξενούμε με τον Moha τα δικά του ταξίδια.
Διότι όπου κι αν είναι, ό,τι κι αν κάνει, ο Reader's - diggest μας βλέπει και μας αγαπά.
Εξάλλου αυτή εδώ η ζωή είναι τόσο απρόβλεπτη, τελικά, έτσι ώστε κανείς και ποτέ δεν ξέρει....
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ ΤΟΚΙΟ
Φτάνεις μισοκοιμισμένος από το ταξίδι, πατάς το πόδι στο αεροδρόμιο και δεν βλέπεις ούτε για δείγμα πινακίδα στα αγγλικά ή με λατινικούς χαρακτήρες. Οποιον ρωτάς σου απαντάει yes με υπόκλιση και καταλαβαίνεις ότι κανείς δεν μιλάει λέξη αγγλικά ή άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα. Χαμένος στη μετάφραση, μπαίνεις στο τραίνο που τρέχει με ταχύτητα διαστημοπλοίου και μαθαίνεις γρήγορα ότι το Τόκιο δε υπάρχει αλλά αποτελείται από 13 διαφορετικές πόλεις. Στο εστιατόριο ο κατάλογος είναι στα γιαπωνέζικα και δείχνεις στον σερβιτόρο το πιάτο του διπλανού που σου αρέσει. Στο μίνιμαλ δωμάτιο του ξενοδοχείου χωράς ή εσύ ή η βαλίτσα οπότε κλείνεις δίκλινο για να βολευτείς. Επίσης μαθαίνεις ότι στα γιαπωνέζικα ξενοδοχεία το τσεκ ιν είναι απαραίτητα στις 2 το μεσημέρι και το τσεκ άουτ στις 10 το πρωί. Σε αποζημιώνουν τα χάι τεκ μπιχλιμπίδια που αγοράζεις σε εξευτελιστικές τιμές ή το τελευταίας τεχνολογίας λαπ τοπ στο μισό της "ελληνικής" τιμής του. Μαθαίνεις να ζεις με νοήματα, να υποθέτεις όσα δεν ξέρεις και να ψωνίζεις από αυτόματους πωλητές.
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ:
Οποιος την γνώρισε μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 ξέρει τη ράμπλα που είναι καθαρή, το Πορτ Ολύμπικο και τη μεταμορφωμένη Βαρκελώνη. Οι πιο παλιοί θυμούνται τη ράμπλα με τους πορτοφολάδες, τα πρεζόνια, τις πόρνες και τις ανατριχιαστικές σειρήνες περιπολικών και ασθενοφόρων όλο το βράδυ. Υπόκλιση στον Γκαουντί στη ΛαΣαγράδα Φαμίλια η στην ΛαΚάζαΜιλά με την κυματοειδή μορφή και δομή, θέα από ψηλά στον λόφο του Μονζούικ (εκτός από το τελεφερίκ υπάρχει και ο ποδαρόδρομος), μεσημεριανός καφές στην πλάθα Καταλούνια όπου χαζεύεις μερικές από τις πιο ωραίες γυναίκες του πλανήτη μαζεμένες. Και σε ένα από τα στενάκια της ράμπλα υπάρχει το Caracoles για Ισπανική κουζίνα. Οποιος δεν θέλει να φάει τη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού, τα....καρακόλες (σαλιγκάρια δηλαδή) διαλέγει τη θέση και το τραπέζι του Σαλαδόρ Νταλί (κάτω από τη φωτογραφία του) και....βολεύεται με αστακομακαρονάδα. Οι νύχτες στο Πορτ Βελ και στη Μπαρτσελονέτα δεν τελειώνουν ποτέ ή καλύτερα αρχίζουν πολύ μετά τα μεσάνυχτα και τα ποτά είναι φτηνά. Φυσικά και φανατικά απέχουμε από τις ταυρομαχίες γιατί ο ταύρος είναι περήφανο ζώο και το κόλπο σικέ. Εκτός αν ξέρουμε ότι είναι το κακό Σαββατοκύριακο του ταυρομάχου.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενίαR.D.
3/9/07
Ξεχρεώνοντας μάταιες ενοχές
«Υπάρχουν νέφη αδιαπέραστα από το μάτι», ούτε λόγος.
«Κι αυτό που απομένει το καταστρέφει η μνήμη». Γι’ αυτό και η λογοτεχνία, οφείλει να θυμάται. Τουλάχιστον αυτό κάνει ο Sebald. Μαζεύοντας μια ζωή (μικρή ζωή) σαν τον φιλάργυρο μνήμες εξορίστων. Ξεριζωμένες μνήμες. Μανιώδης συλλέκτης ξεριζωμένων ζωών.
Το αποτέλεσμα στα καθ’ ημάς, δυο σπουδαία (παγκοσμίως) βιβλία. Κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Αγρα» και αποκαλύπτουν ένα διαφορετικό πρόσωπο της λογοτεχνίας. Αποτελώντας αφ’ αυτού τους μια διαφορετική λογοτεχνική πρόταση.
Οι «Ξεριζωμένοι», σπονδυλωτό μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα σε μαρτυρία, χρονικό, δοκίμιο και βιογραφία, περιλαμβάνει τέσσερις εξόριστες- ξεριζωμένες ζωές. Στις 271 σελίδες του βιβλίου, ο Δρ Χένρυ Σέλγουιν, πρόσφυγας από τη Λιθουανία που αναζήτησε καταφύγιο στο Λονδίνο, χτίζοντας μια λαμπρή καριέρα ως χειρουργός, δεν μπορεί να διαχειριστεί τον ξεριζωμό και τη μοναξιά του. Ο δημοδιδάσκαλος σε μια γερμανική πόλη, Πάουλ Μπεράιτερ, που έχασε τη θέση του και την αγαπημένη του υπό το ναζιστικό καθεστώς, ανασύρεται σπαράγματα από τον αφηγητή και παλιό μαθητή του. Ο ΄Αμπροζ Άντελβαρτ, μετανάστης των αρχών του αιώνα στη Νέα Υόρκη, μπάτλερ ενός εβραίου τραπεζίτη, χάνει σιγά –σιγά τα λογικά του και εισάγεται σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα οικειοθελώς. Και τέλος ο ζωγράφος Μαξ Φέρμπερ, που φυγαδεύτηκε το 1939 στην Αγγλία παλεύει με τον όλεθρο νυχθημερόν, γκρεμίζοντας ή μάλλον μουτζουρώνοντας ό,τι κι αν φτιάξει.
Ξεριζωμένος μαζί τους και ο συγγραφέας – αφηγητής. Αποκομμένος απ’ την καταγωγή του και τη γονεική παρουσία που εμφανίζεται και στο επόμενο βιβλίο αρκετά ισχυρή σαν Θεός – τιμωρός. Σαν πατριός, δηλαδή, ούτε καν πατέρας.
Διότι και στο «Άουστερλιτς» ο κεντρικός ήρωας, ο Άουστερλιτς είναι εβραίος που για αρκετά χρόνια αγνοεί την ίδια του την καταγωγή.
«Ποτέ μου δεν μου είχε περάσει η σκέψη για την πραγματική καταγωγή μου, είπε ο Άουστερλιτς. Και ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι ανήκω σε μια κοινωνική ή επαγγελματική τάξη ή σε ένα δόγμα. Ενιωθα εξίσου άβολα ανάμεσα στους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους όσο και στη μικροαστική ζωή και τον περισσότερο καιρό δεν κατάφερνα να συνάψω στενές φιλίες. Δεν προλάβαινα να γνωρίσω κάποιον και άρχιζα να σκέφτομαι ότι είχα έρθει πολύ κοντά του, δεν προλάβαινε να ασχοληθεί κάποιος μαζί μου και άρχιζα να απομακρύνομαι».
Έτσι ακριβώς συνέβαινε και με τον αφηγητή. Τον οποίο συναντούσε με παράδοξο τρόπο σε περίεργα μέρη (συνήθως σταθμούς τρένων και όχι τυχαία) και με τον οποίο συζητούσε για τον χρόνο και την αρχιτεκτονική (χωροχρόνο).
Ο συγγραφέας, από έναν περίεργο χρέος (κάτι σαν προπατορικό αμάρτημα) θα αφιερώσει μια ζωή στήνοντας ένα είδος αντιμνημείου σε πρόσωπα που μοιάζει να μη χωρούν πουθενά (δίχως ρίζες πόσο μακριά μπορεί να φτάσουν, άραγε, τα κλαδιά;) Για να υποστηρίξει το θέμα του, θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα: φωτογραφίες, χειρόγραφα ντοκουμέντα, σελίδες αλληλογραφίας και ημερολογιακές σελίδες, προσωπικές συνομιλίες και εκμυστηρεύσεις.
Αριστουργηματικές σελίδες εκείνες που αφορούν την μνήμη και το χρόνο (για να μη ξεχάσουμε κάνουμε τέχνη), οι σκέψεις που αφορούν την γλώσσα και το χαμένο παρελθόν. Το οποίο ξεθάβεται σπαράγματα, από το σώμα σχεδόν του κάθε ήρωα. Κάτι το οποίο και αργεί να συμβεί. Σαν τα φαντάσματα κυκλοφορούν, αινιγματικά και ακατάταχτα μέχρι το μέσον του βιβλίου, υποκύπτοντας τελικά, στο χάος, στο πουθενά.
Κι ο Sebald, «συλλέκτης, αρχειοθέτης θα λέγαμε ιστοριών ζωής» μοιάζει σα να τις αξιώθηκε τελικά (ό,τι μας καίει βρίσκουμε, γράφοντας, τους δικούς μας λύνουμε άλυτους γρίφους). Διότι «όλες αυτές οι φωτογραφίες, οι διηγήσεις, οι συναντήσεις, τα βιβλία, τα άρθρα εφημερίδων, οι εικόνες και τα χωρία βιβλίων» δεν θα μπορούσαν να βρουν καταλληλότερο αφηγητή. Επειδή δεν αρκεί να έχουμε στόχο, αλλά θα πρέπει κι ο στόχος αυτός να μας θέλει: Με ό,τι έχουμε βλέπουμε. Με ό,τι διαθέτουμε, πορευόμαστε, και δίχως προσωπικό ξεριζωμό, δεν αντιλαμβανόμαστε κανένα ξεριζωμό.
Δυο αριστουργηματικά, στην εκτέλεση και στη σύλληψή τους, βιβλία και ένας συγγραφέας απόλυτα ταυτισμένος μ’ αυτά.
Ανταποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, οφείλω να πω ότι τον Sebald τον οφείλω στον ενθουσιασμό του Librofilo, ο οποίος ομολογουμένως διαβάζει υποδειγματικά. Και του αφιερώνω το ποστ λέμε!
«ΟΙ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ» του W.G.Sebald, Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης, Εκδ. «Αγρα», σελ. 271, τιμή: 18 ευρώ.
Ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ γεννήθηκε στις 18 Μαίου του 1944 στο Βέρταχ του Άλλγκου, στη νοτιοδυτική Βαυαρία. Ο πατέρας του υπηρέτησε στον χιτλερικό στρατό, διετέλεσε υπό γαλλική αιχμαλωσία, ενώ στη δεκαετία του ’50 κατατάχτηκε στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, απ’ όπου αποστρατεύτηκε το 1971 με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη.
Το 1948 η οικογένεια μετακόμισε στην κοντινή κωμόπολη Ζόντχοφεν. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο του Όμπερσντορφ, το 1963, ο νεαρός Μαξ- όπως προτιμούσε να τον φωνάζουν- σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Φράιμπουργκ. Τις σπουδές του τις ολοκλήρωσε ωστόσο στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φριμπούρ, στη γαλλόφωνη Ελβετία, και στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1968 με την διπλωματική του πάνω στο έργο του Carl Sterneheim με τίτλο «Κριτής και θύμα της εποχής του Κάιζερ Βίλχελμ Β’».
Από το 1966 έως το 1968 υπήρξε επιμελητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Από το 1970 εγκαταστάθηκε στο Νόριτς της Ανατολικής Αγγλίας, όπου δίδασκε σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία στο εκεί Πανεπιστήμιο.
Υπήρξε συνεργάτης του Ινστιτούτου Γκαίτε, το 1988 ανέλαβε την έδρα Ευρωπαικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, ενώ το 1989 ίδρυσε το Βρετανικό Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης.
Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας βρήκε τραγικό θάνατο στις 14 Δεκεμβρίου 2001, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε με φορτηγό.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες, ενώ ο ίδιος έχει τιμηθεί με το λογοτεχνικό βραβείο του Βερολίνου (1994) και της Βρέμης (2002), το βραβείο Heinrich Boll (1997), το βραβείο Heinrich Heine (2000) κ.α. Επίσης υπήρξε υποψήφιος για το Ευρωπαικό Αριστείο Λογοτεχνίας (1996).
Στα σημαντικότερα έργα του «Οι ξεριζωμένοι» (1992), «Οι δακτύλιοι του Κρόνου» (1998), «Άουστερλιτς» (2001) κ.α.
Φτιάξε καμιά εικόνα για να σου μείνει καμιά εικόνα να έχεις να θυμάσαι. Όπως θα έχεις στα χέρια σου τον Sebald, όπως θα πέφτουν και τα φύλλα όποιου δέντρου απέμεινε, όπως θα πέφτουν τα πρωτοβρόχια και το χώμα θα μυρίζει όπως παλιά βάλε και στο repeat αυτό εδώ:
Moha