«ΤΑ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΤΗΣ ΜΟΚΕΤΑΣ» της Ελένης Γιαννακάκη
Πόσο αιώνιο μπορεί να κρύβεται μέσ’ στο εφήμερο; Πόση ψυχή σε ένα γενικό καθάρισμα; Πόση ζωή σε ένα 24άωρο; Πόσο έγκλημα σε ένα βετέξ; Πόση αρρώστια ή θάνατος – έστω ως ακάρεα- στα αγγελάκια της μοκέτας; Πόσος κοινωνικός ιστός στον μονόλογο μιας νοικοκυράς;
Η Ελένη Γιαννακάκη, καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, τα συνηθίζει αυτά τα δύσκολα. Να περνάει την παθογένεια και τον αμοραλισμό μας, τη σύγχρονη φιλοσοφία και τον καιροσκοπισμό μας μέσα από φαινομενικά «ασήμαντες» καταστάσεις. Τις αχαλίνωτες φιλοδοξίες και τα διεστραμμένα πάθη μέσα από… γκουρμέ συνταγές. Στο «Περί ορέξεως και άλλων δεινών» που κυκλοφόρησε το 2001, όπου ο πανεπιστημιακός σε Σχολή Τροφοδοσίας Λουκάς Κουλούρης μαγειρεύει για τρεις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών. Και μέσα από τους εξομολογητικούς μονολόγους της φοιτήτριας Αννας, της καθηγήτριας μέσης εκπαίδευσης Αρσινόης και της συγγραφέως βιβλίων μαγειρικής Ολγας, ξεπροβάλει με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία η σύγχρονη Ελλάδα με τα ιδεολογικά της αδιέξοδα, την εκποίηση των πάντων και τον άκρατο καταναλωτισμό της ηδονής.
Στα «Χερουβείμ της μοκέτας» η σύγχρονη ηθική περνά μέσα από τα καθαριστικά. Μια αστή νοικοκυρά – γιατί έτσι θέλει, επιθυμεί η ίδια να τους φροντίζει και να τους καθαρίζει, έχει σπουδάσει όμως αρχιτεκτονική- ξεδιπλώνει μεταξύ κρεβατοκάμαρας, κουζίνας και λουτρού, τη ζωή της και την ζωή των γύρω της. Παραθέτει τρίβοντας πλακάκια και πατώματα σκηνές γάμου που με τη σειρά τους περιλαμβάνουν την σύγχρονη αντίληψη ζωή «ν’ αρπάξεις την ευκαιρία». Το ίδιο κάνει, εξάλλου, με απόλυτη αθωότητα όλα αυτά τα χρόνια κι αυτή. Χωρίζει την φίλη της και παντρεύεται το αφεντικό της, αναρριχάται από την πάμπτωχη οικογένειά της στην Σαντορίνη στα αστικά στρώματα των Αθηνών και γενικά, ξεπουλά. Χωρίς τύψεις, μονάχα μια μικρούλα σκιά τοσοδούλα που εξαφανίζει τρίβοντας, τον καρκινοπαθή πατέρα της, τους ευκαιριακούς εραστές της σα να ήτανε κατσαρίδα ή στον τοίχο λεκές. Τις φίλες της που παραμένουν εν δυνάμει αντίπαλοι. Τον αδύναμό της και ενοχικό εαυτό με το να τον απασχολεί με άλλα άμεσης προτεραιότητας επείγοντα και καθημερινά.
Για όλα αυτά, της αρκεί το να πλένει και να ξεπλένει τα χέρια σαν τον Πόντιο Πιλάτο. Να καθαρίζει το σπίτι, το μπάνιο, εξονυχιστικά. «Το βετέξ πρώτον και κύριον, τι θα γινόταν χωρίς το βετέξ; τα γάντια της φυσικά, μάσκα δεν βάζει, πετσετούλα για σκούπισμα, σφουγγάρι, το ειδικό σουγιαδάκι για τους αρμούς…»
Σημασία έχει κι απόψε να κλείσει ο κύκλος, όσο πιο ανώδυνα, πιο συνηθισμένα, πιο ομαλά.
Κι έτσι ακολουθώντας την ο αναγνώστης από δωμάτιο σε δωμάτιο και από το πρωί ως το βράδυ, λεπτό το λεπτό, φτάνει από το χαμόγελο ως το τέλειο σάστισμα. Μέσα από έναν μονόλογο ήσυχο στην αρχή, και κάπως νευρωσικό. Μια γυναίκα καθαρίζει το σπίτι και αλλάζει μοκέτες. Για να φτάσει να καθαρίζει και ό,τι της είναι ενοχλητικό. Ο,τι αποτελεί εμπόδιο για το δρόμο της. Με το ίδιο φιλήσυχο ύφος το ελαφρώς νευρωσικό.
Δίχως τύψεις, καθόλου συγκρούσεις, απόλυτα πεπεισμένη πως έπραξε το σωστό.
Στο βιβλίο οι ανατροπές δεν είναι εξωτερικής φύσης, όλα συμβαίνουν εντός. Και το μυστήριο δεν έγκειται σε αυτό καθ’ εαυτό το έγκλημα αλλά στης ψυχής το ανεξήγητο μυστικό.
Παραφράζοντας για άλλη μια φορά κάτι αποδεκτό και σχεδόν τετριμμένο («περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» σε «περί ορέξεως και άλλων δεινών»), η συγγραφέας πλέκει εδώ την ελεγεία της μοκέτας. Και μέσα από τα ακάρεα και τα μικρόβια μιας αστικής κατοικίας αφήνει να ανθίζουν τα ακάρεα και όλα τα μικρόβια της ψυχής και της εποχής. Αλλά η ηρωίδα της, καθαρίζει τα πρώτα και… καθαρίζει.
«Όσους κλείνει το σπίτι σου», εξάλλου, δηλώνει όλη της τη φιλοσοφία από την πρώτη στιγμή.
Μια ιστορία… άσπρος σίφουνας, που σε κατακτά και λειτουργεί πάνω σου διαβρωτικά αφήνοντάς σε στο τέλος με ανοιχτό το στόμα.
Η συγγραφέας το έχει φροντίσει όλο αυτό σχεδόν… χειρουργικά. Ετσι η ηρωίδα της πλέκει ψιλοβελονιά με λεπτομέρεια στο γαιτανάκι, το μυθιστόρημα της ζωής της. Ο,τι χρειάζεται εξάλλου να δικαιολογήσει είναι «το γραμμένο», όπως έλεγε η μάνα της, και «το γραμμένο δεν ξεγράφεται», αλλά αυτή στην αγία καθημερινότητά της θα πρέπει, σε τελική ανάλυση, να πάει μπροστά.
Ένα καλοδουλεμένο ψυχολογικό και κοινωνικό θρίλερ. Από συνειδήσεις νεκρές για νεύρα γερά.
«ΤΑ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΤΗΣ ΜΟΚΕΤΑΣ» της Ελένης Γιαννακάκη, Εκδ. «Εστία», σελ. 287, τιμή: 16 ευρώ.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Ελένη Γιαννακάκη γεννήθηκε το 1955 στο Ρέθυμνο.
Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Λονδίνου (King’s College), όπου και υπέβαλε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα τον ελληνικό μοντερνισμό.
Εχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες στα ελληνικά και στα αγγλικά για ζητήματα νεοελληνικής πεζογραφίας του 20ου αιώνα.
Ζει στη Μεγάλη Βρετανία και διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Από τις εκδόσεις της Εστίας κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της «Περί ορέξεως και άλλων δεινών» (2001), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2002 του περιοδικού Διαβάζω.
Υγ. Στο βιβλίο έχει αναφερθεί με εξαιρετικά οξυδερκές, αναλυτικό τρόπο ο καλός μου φίλος μίστερ Librofilo. Αλλά δε λέει και να του αφιερώσω την… ελεγεία της μοκέτας!
Η Ελένη Γιαννακάκη γεννήθηκε το 1955 στο Ρέθυμνο.
Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Λονδίνου (King’s College), όπου και υπέβαλε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα τον ελληνικό μοντερνισμό.
Εχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες στα ελληνικά και στα αγγλικά για ζητήματα νεοελληνικής πεζογραφίας του 20ου αιώνα.
Ζει στη Μεγάλη Βρετανία και διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Από τις εκδόσεις της Εστίας κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της «Περί ορέξεως και άλλων δεινών» (2001), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2002 του περιοδικού Διαβάζω.
Υγ. Στο βιβλίο έχει αναφερθεί με εξαιρετικά οξυδερκές, αναλυτικό τρόπο ο καλός μου φίλος μίστερ Librofilo. Αλλά δε λέει και να του αφιερώσω την… ελεγεία της μοκέτας!