«Αν εξαιρέσουμε τον Τσε Γκεβάρα και τον Χουάν Περόν, τον οποίο απεχθανόταν ο Μπόρχες, τούτος ο τυφλός porteno παραμένει ο διασημότερος Αργεντινός του 20ου αιώνα»....
Και «Το λήμμα «μπορχεσιανός» εδώ και χρόνια, είναι εξίσου πολυχρησιμοποιημένο στο λογοτεχνικό λεξιλόγιο με τον όρο «καφκικός».
Υπαινικτικός, αλληγορικός, ποιητικός, στυλίστας, ειρωνικός, παραβολικός, μοντέρνος και συνάμα παραδοσιακός, ένας πραγματικά κοσμοπολίτης, ζωντανός μύθος, δημιουργός του «λαβυρίνθου» και του «καθρέφτη», ο Χόρχε Λούις Μπόρχες αποτελεί «μια εμβληματική μορφή της λογοτεχνίας του 20 αιώνα».
Η ζωή του απασχόλησε και απασχολεί παγκοσμίως το αναγνωστικό κοινό σχεδόν όσο και το έργο του. Το γεγονός ότι τυφλώθηκε την εποχή που έγινε διευθυντής στην μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου στο Μπουένος Αιρες, και όντας σε απόσταση αναπνοής απ’ όλα τα βιβλία που εκείνος ως φανατικός βιβλιοφάγος θα επιθυμούσε να διαβάσει, δεν θα μπορούσε εν τούτοις ούτε καν να διακρίνει σκιές, τον έκαναν για πολλά χρόνια ένα ζωντανό μύθο.
Πολλοί έγραψαν προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη ζωή και το έργο του.
Από τις εκδόσεις «Νεφέλη» κυκλοφόρησε πριν από τρία, τέσσερα χρόνια μια «ευφυής και πειστική βιογραφία» όπως ήδη χαρακτηρίστηκε.
Ο συγγραφέας της Τζέιμς Γούνταλ, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, συνεργάτης, μεταξύ άλλων, των εφημερίδων «The Times», «Daily Telegraph» και «Observer» ζει στο Βερολίνο.
Το βιβλίο, «Jorge Luis Borges: Ο άνθρωπος στον καθρέφτη του βιβλίου» (Μετάφραση: Αγγελος Χατζόπουλος, Επιμέλεια: Αννα Μαραγκάκη, Επίμετρο: Δημήτρης Καλοκύρης) είναι μια βιογραφία από την οποία αναδεικνύεται η εικόνα ενός πολύπλοκου ανθρώπου που ούτε αναγνώρισε τη λογοτεχνική επανάσταση την οποία επέφερε.
Βασισμένο σε πρωτογενή έρευνα στο Μπουένος Αιρες, το πορτρέτο του Τζέημς Γούνταλ αποτυπώνει έναν Μπόρχες που ο κόσμος δεν είδε ποτέ και ρίχνει νέο φως στο πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν οι ιστορίες και τα ποιήματά του.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν δίνουν έμφαση στην αινιγματική ανθρώπινη διάσταση του Μπόρχες.
Μια άλλη περίεργη πλευρά της παιδικής ηλικίας του Μπόρχες ήταν ότι δεν είχε πάει σχολείο μέχρι τα εννιά του χρόνια. Ένας από τους λόγους ήταν ότι ήθελαν να τον προφυλάξουν από μεταδοτικές ασθένειες, όπως η φυματίωση...
Σχετικά με την καθυστερημένη ένταξή του στην εκπαίδευση, ο Μπόρχες ήταν πιο αποκαλυπτικός: «... ο πατέρας μου, ως αναρχικός που ήταν, αντιμετώπιζε με δυσπιστία όλους τους θεσμούς». Ο πατέρας Μπόρχες, ως αγνωστικιστής, αντιδρούσε επίσης στην ιδέα να κατηχηθούν τα παιδιά τους με την επίσημη θρησκεία. Ο πολιτικός και θρησκευτικός ατομικισμός του Χόρχε παρέμεινε σταθερός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Τα βιβλία καταλάμβαναν ένα ολόκληρο δωμάτιο του σπιτιού στο Παλέρμο, ταξινομημένα σε ράφια που έκλειναν με τζάμι, και η βιβλιοθήκη ήταν γεμάτη από έργα αγγλικής λογοτεχνίας...
... Όπως θα ομολογούσε αργότερα, η βιβλιοθήκη του πατέρα του ήταν το «κυρίαρχο γεγονός» της ζωής του, πράγμα που ισχύει, τουλάχιστον όσον αφορά τη συγγραφική του δραστηριότητα. Ετσι ο Μπόρχες σχημάτισε την πεποίθηση ότι η ζωή, η ζωή του, ήταν η λογοτεχνία. Αλλα «γεγονότα», όπως για παράδειγμα ο έρωτας και η πολιτική, ήταν πάντοτε ήσσονος σημασίας... Τα βιβλία ήταν για τον Μπόρχες η λυδία λίθος για την πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο ερμήνευε τον κόσμο.
... Άλλη μια ανακάλυψη, μια πραγματικότητα, της παιδικής ηλικίας είναι το πρόσωπό μας. Το είδωλό μας, ιδωμένο στον καθρέφτη του μπάνιου ή της κρεβατοκάμαρας των γονιών, αποτελεί την οπτική απόδειξη της φυσικής μας ύπαρξης, ένα οπτικό τεκμήριο. Για τον Μπόρχες, η αντανάκλαση της σωματικής του υπόστασης στον καθρέφτη υπήρξε από πολύ τρυφερή ηλικία πηγή έντονης ανησυχίας, η οποία εξελίχθηκε σε φοβία. Όταν οι καθρέφτες έχασαν την τρομακτική τους διάσταση, έγιναν στο λογοτεχνικό σύμπαν του Μπόρχες εμβλήματα του «άλλου», του ομοιώματός μας, ή ακόμα του τι θα μπορούσε να συμβεί στην αντίπερα όχθη της πραγματικότητας.
Το 1967 ο Μπόρχες ομολόγησε στον Ρίτσαρντ Μπέργκιν ότι ως παιδί «φοβόταν την επανάληψη του εαυτού του»- μια περίεργη εμμονή στον ίλιγγο που προκαλεί ο πολλαπλασιασμός μας μέσα στον καθρέφτη. Μισούσε αυτό το συναίσθημα, όπως επρόκειτο αργότερα να μισήσει την ιδέα του να βγαίνει κανείς από τα όρια του εαυτού του, μέσω των ναρκωτικών, του αλκοόλ και του σεξ. Ο μεγαλύτερος φόβος του Μπόρχες, η απώλεια της αυτοκυριαρχίας, εγκαινιάστηκε με μια εντελώς ανορθόδοξη συστολή μπροστά στην αναπαραγωγή της ανθρώπινης φυσιογνωμίας...
«Πάντοτε φοβόμουν τους καθρέφτες», θα πει ο Μπόρχες το 1971. «Είχα τρεις μεγάλους καθρέφτες στο δωμάτιό μου όταν ήμουν παιδί και τους φοβόμουν πάρα πολύ, γιατί έβλεπα τον εαυτό μου μέσα στο θαμπό φως- τον έβλεπα τριπλό, και τρόμαζα στη σκέψη ότι αυτές οι τρεις φιγούρες θα άρχιζαν να κινούνται από μόνες τους... Φοβόμουν πάντα το μαόνι, τα κρύσταλλα, έως και το διάφανο νερό».
«Παρόλο που στην ηλικία μου σχεδόν όλοι οι γνωστοί μου έχουν πεθάνει, προτιμώ να ζω τη ζωή μου κοιτάζοντας μπροστά. Το παρελθόν είναι θέμα για ποιήματα, για ελεγείες, αλλά εγώ προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Προτιμώ να περνάω τον καιρό μου σκεπτόμενος το μέλλον, παρόλο που δεν έχω και πολύ μπροστά μου. Ελπίζω πάντως να διατηρήσω το πνεύμα μου. Να συνεχίσω να ονειρεύομαι και να γράφω. Κατάγομαι από μια θλιμμένη χώρα».
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, 1984
«Μια μέρα στη ζωή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες» Suday Times Magazine
«Δώσε μου, Κύριε, το κουράγιο και τη χαρά
να ανεβώ στην κορυφή αυτής της μέρας».
Ο Μπόρχες ούτε έπινε ούτε κάπνιζε. Όμως έτρωγε πολύ, χωρίς να έχει εκλεπτυσμένα γούστα στο φαγητό του: μπριζόλα, τορτίγια και dulce de leche (ένα είδος γλυκού από καραμέλα) αποτελούσαν το διαιτολόγιό του σε όλη του τη ζωή. Ο Μπιόυ αναφέρει ότι έτρωγε «με ταχύτητα» το φαγητό του και έπινε τον καφέ χωρίς γάλα, αλλά «με πολλή ζάχαρη». Στις φωτογραφίες αυτής της περιόδου βλέπει κανείς έναν παχουλό, ατημέλητο άνθρωπο. Ηταν, όπως τον περιγράφει ο Ιμπάρα, «αρκετά ευτραφής, με πολύ λευκό δέρμα και πολύ σκούρα μαλλιά, τραβηγμένα πίσω, και πάντα λίγο μακρύτερα από το συνηθισμένο: από αδιαφορία μάλλον, και όχι για να μοιάζει με καλλιτέχνη». Ο Μπόρχες αδιαφορούσε για το ντύσιμό του, καθώς, όπως ξέρουμε, ανέθετε στη Λεονάρ να αγοράζει τα κοστούμια του. Ηταν κοινωνικός, θυμάμαι ο Μπιόυ, αλλά ταυτόχρονα συνεσταλμένος. Προτιμούσε να αφήνει τους άλλους να τον προσεγγίζουν και αισθανόταν πάντα καλύτερα στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις.
Ο Μπόρχες τον περισσότερο καιρό εργαζόταν. Πολλοί συγγραφείς στο Μπουένος Αιρες κατά τη δεκαετία του ’30 ήταν απασχολημένοι με το «να είναι συγγραφείς», αλλά αυτούς ο Μπόρχες, σύμφωνα με τον Μπιόυ, τους θεωρούσε «ηλίθιους». Εργασία, περισυλλογή και φαντασία, μέσα στο σπίτι αυτά ήταν τα σημαντικά για έναν συγγραφέα. Δεν συμμετείχε στη λογοτεχνική ζωή, παρά μόνο κατά σύντομα διαλείμματα, και αυτό για να γνωρίσει senoras. Πίστευε απλώς ότι αυτού του είδους ο «λογοτεχνικός βίος» δεν ήταν δυνατόν να αποδώσει ενδιαφέροντα βιβλία».
«Όσον αφορά το λογοτεχνικό μου πιστεύω, δηλώνω αυτό που εκφράζει η θρησκευτική έννοια του όρου: είναι δικό μου στο μέτρο που πιστεύω σε αυτό, και όχι επειδή το έχω επινοήσει. Θεωρώ πραγματικά ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός έχει καθολική ισχύ, ακόμη και για όσους καταφέρουν να τον αναιρούν.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι όλη η λογοτεχνία είναι, εντέλει, αυτοβιογραφική».
Χ.Λ. Μπόρχες, 1926 «Η έκταση της ελπίδας μου».
Ο Μπόρχες αφίσταται από τη σχολή του μαγικού ρεαλισμού, της οποίας, ούτως ή άλλως, προηγείται χρονολογικά... Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 θεωρούνταν πατέρας του μαγικού ρεαλισμού, γεγονός που συγκάλυπτε την πραγματική του σημασία, ως ενός αδιαμφισβήτητα Αργεντινού συγγραφέα, οποίος, συναιρώντας ποικίλες παραδόσεις, δημιούργησε μια νέα λογοτεχνία, την οποία διέκριναν η πειθαρχία και η λιτότητα.
Ο Μπόρχες ήταν ένας συγγραφέας ενσυνείδητα μοντέρνος, αλλά χωρίς ίχνος αυτοπεποίθησης για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τον οποίο ο υπόλοιπος κόσμος ανακάλυψε πριν από τους συμπατριώτες του- πριν καλά- καλά ανακαλύψει και ο ίδιος τον εαυτό του. Έτρεφε ανέκαθεν πολύ μικρή εκτίμηση για τα έργα του, ιδίως για την πρόζα του. Όμως η λαμπρότητα του πνεύματός του έγινε βάλσαμο για πολιτισμούς όπως της Γαλλίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, όπου ο μοντερνισμός είχε στρέψει προ πολλού, αφήνοντας άνυδρες τις λογοτεχνίες τους.
Ο Μπόρχες τράφηκε και εμπνεύστηκε από ένα εκπληκτικό πλήθος λογοτεχνικών παραδόσεων...
Σε όλη του τη ζωή, αλλά ιδίως από τότε που τυφλώθηκε εντελώς, του άρεσε να του διαβάζουν Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και Τζέραρντ Μάνλει Χόπκινς. Λόγω της διαμονής του για σπουδές στη Γενεύη, υποχρεώθηκε να μάθει γαλλικά. Γερμανικά έμαθε μόνος του, διαβάζοντας Χάινριχ Χάινε. Λίγο πριν μπει στα εξήντα του χρόνια, και οδεύοντας προς την οριστική τύφλωση, αποτόλμησε ένα παντελώς ασυνήθιστο εγχείρημα αυτοδιδασκαλίας, μαθαίνοντας μόνος του αγγλοσαξονικά- από τα οποία κατόπιν οδηγήθηκε στα αρχαία νορβηγικά.
Αν όλα αυτά κάνουν τον Μπόρχες να μοιάζει με σχολαστικό φοιτητή - με το σακάκι με τα δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες και τα μολύβια στο πέτο, να προσπαθεί να μαζέψει τα χαρτιά που του έπεσαν από τον χαρτοφύλακα στον διάδρομο κάποιας πανεπιστημιακής σχολής-, πρόκειται για μια εντελώς παραπλανητική εικόνα. Μπορεί να ήταν εσωστρεφής, ίσως και ηθελημένα μοναχικός, κατά την περίοδο που αγωνιζόταν να ολοκληρωθεί ως συγγραφέας, από το 1030 έως το 1940, αλλά, πάλι, ποιος θα είχε την απαίτηση από τον δημιουργό του «Φούνες του μνήμονος» και του «Άλεφ» να γίνει άνθρωπος της δράσης, όπως ο Χεμινγουέι;
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΥΦΛΟΤΗΤΑ ΤΟΥ.
Η οριστική απώλεια της όρασής του δεν τον κλόνισε’ τη δέχτηκε σαν μια αναπότρεπτη εξέλιξη. Ηταν γνωστό ότι η συγκεκριμένη πάθηση υπήρχε στην οικογένεια και ότι ήταν κληρονομική. Ανέκαθεν είχε κακό όραση, και ήξερε ότι τα πράγματα θα επιδεινώνονταν. Ετσι, αντιμετώπισε στωικά την κατάσταση. Όπως αποκάλυψε το 1969 το 1969 στον Ρίτσαρντ Μπέργκιν:
«... μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχει κάποιο κέρδος στο να μην μπορείς να διαβάσεις’ σου φαίνεται ότι ο χρόνος κυλάει διαφορετικά. Όταν είχα την όρασή μου και αναγκαζόμουν να μείνω έστω και για μισή ώρα άπραγος, πήγαινα να τρελαθώ. Επρεπε οπωσδήποτε να διαβάζω. Μα τώρα μπορώ να μείνω μόνος μου για πολλή ώρα... Νομίζω ότι πλέον μπορώ να ζω χωρίς καμιά απασχόληση. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να μιλώ σε ανθρώπους ή να κάνω πράγματα».
Η εύγλωττη σιωπή του οραματιστή, η σοφή του καρτερικότητα, και, όταν εκείνες παραμερίζονταν, η ατέλειωτη φλυαρία του μεγάλου συγγραφέα, αποτελούσαν έναν πολύ γοητευτικό συνδυασμό. Ο Μπόρχες τελειοποίησε τις επικοινωνιακές του τεχνικές μετά από πολυετή άσκηση, έχοντας διαμορφώσει μια εικόνα την οποία γνώριζε ότι θα αποδέχονταν τόσο οι θαυμαστές του όσο και οι δημοσιογράφοι.
Η τύφλωσή του ήταν γι’ αυτόν μια ασπίδα. Καλυπτόμενος πίσω της, καλλιέργησε την περσόνα που ο κόσμος με τόσο φανατισμό επιζητούσε και καταβρόχθιζε με μανία. Η εκπληκτική του μνήμη- το βασικότερο προσόν που διέθετε για να αντιμετωπίσει την πάθησή του- και, γενικά, ο ιδιωτικός του βίος, παρέμειναν άθικτα. Είναι ενδεικτικό ΄τι λεπτομέρειες για την αισθηματική του ζωή και τις φιλίες του, όπως, λόγου χάριν, με τον συγγραφέα Μανουέλ Πειρού ή τον ποιητή Κάρλος Μαστρονάρδι, δεν πέρασαν ποτέ σε βιβλία του τύπου «Συζητήσεις» με τον τάδε ή τον δείνα δημιουργό. Παρά ταύτα, ο Μπόρχες υπήρξε και συναισθηματικός και κοινωνικός, και όταν δεν ήταν μόνος- όπως τον περισσότερο καιρό- έδινε άφθονα δείγματα αυτών του των ιδιοτήτων, ιδιαίτερα της τελευταίας, στους οικείους του.
... Tώρα η όραση είχε δευτερεύουσα σημασία. Ο Μπόρχες ήταν υπεύθυνος του κόσμου για τον οποίο είχε γράψει στα βιβλία του. Η βιβλιοθήκη ήταν ένας καθρέφτης όλων όσα ο ίδιος είχε ήδη φανταστεί.
Έμεινε στη θέση του διευθυντή (της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Αυρες) για δεκαοχτώ χρόνια. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που τον είδαν στο στοιχείο του ήταν ο Εμίρ Ροδρίγες Μονεγάλ. Ιδού πως περιγράφει την κάθοδό του με τον Μπόρχες, το 1956, στο υπόγειο της βιβλιοθήκης, όπου φυλασσόταν ο κυριότερος όγκος των βιβλίων:
«Ο Μπόρχες με πήρε από το χέρι και με οδήγησε, βλέποντας μόνο όσο χρειαζόταν ώστε να γνωρίζει πού ακριβώς βρισκόταν κάθε βιβλίο που έψαχνε. Μπορούσε να ανοίξει το βιβλίο στη σελίδα που ήθελε, και χωρίς να πρέπει να διαβάσει απήγγελλε ολόκληρα αποσπάσματα. Περιπλανιόταν μέσα σε διαδρόμους γεμάτους βιβλία. Έστριβε γρήγορα στις γωνίες και έμπαινε σε περάσματα, πραγματικά αόρατα, που έμοιαζαν με σχισμές σε τοίχους από βιβλία. Κατέβαινε στριφογυριστές σκάλες που σταματούσαν απότομα στο σκοτάδι. Δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου φως στους διαδρόμους και τις σκάλες της βιβλιοθήκης. Προσπαθούσα να τον ακολουθήσω, σκοντάφτοντας, πιο τυφλός και ανήμπορος από τον Μπόρχες, γιατί εμένα με οδηγούσαν μόνο τα μάτια μου... Με τραβούσε μαζί του, με έκανε μα πέφτω εξουθενωμένος μες στα σκοτάδια. Ξαφνικά διακρινόταν ένα φως στο τέλος κάποιου άλλου διαδρόμου... Δίπλα στον Μπόρχες, ο οποίος χαμογέλασε σαν μικρό παιδί που έκανε φάρσα σε ένα φίλο του, ξαναβρήκα το φως μου...»
ΜΠΟΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ.
Ο Μπόρχες ήταν διαρκώς ερωτευμένος. Τα συναισθήματά του σπάνια έβρισκαν ανταπόκριση - εάν βρήκαν ποτέ πραγματικά-, και αυτό τον πλήγωνε σε όλη του τη ζωή. Όμως δεν μιλούσε για τον πόνο, ούτε για τον έρωτα ήξερε πως να μιλήσει...
Ποτέ δεν έγραψε για τις γυναίκες που αγάπησε. Ωστόσο, μια από αυτές, πολύ σημαντική αποδέκτρια των τρυφερών συναισθημάτων του, η Εστέλα Κάντο, κατέγραψε τις εμπειρίες της στο βιβλίο <Σκιαγραφώντας τον Μπόρχες>, 1989, το οποίο δίχασε τους μπορχεσιανούς. Κάποιοι θεωρούν ότι η απεικόνισή του ως σχεδόν ανίκανου σεξουαλικά είναι σωστή, και κάποιοι άλλοι ότι δεν θα έπρεπε να γίνεται καμία αναφορά στις δυσκολίες του στον έρωτα. Όποια και αν είναι η αλήθεια, αυτός ο δεσμός, ο οποίος συνήφθη τη δεκαετία του ’40, υπήρξε, από τη σκοπιά του Μπόρχες, συναισθηματική καταστροφή.
Η Εστέλα (μνηστή και έρωτας των νεανικών χρόνων) για τον Μπόρχες:
«Ο,τι και αν έλεγε ο Μόρχες είχε κάτι το μαγικό. Απροσδόκητα, σαν ταχυδακτυλουργός, έβγαζε αντικείμενα μέσα από ένα αστείρευτο καπέλο. Πιστεύω ότι εξέπεμπε σήματα. Και ήταν μαγικά γιατί αποκάλυπταν τον πραγματικό του εαυτό, τον άνθρωπο που κρυβόταν πίσω από τον Τζωρτζι που ξέραμε, τον άνθρωπο που, μέσα στην ντροπαλοσύνη του, πάσχιζε να βγει στην επιφάνεια, να αναγνωριστεί».
Και «... Ο Μπόρχες, ένα συνηθισμένος, εκ πρώτης όψεως, άνθρωπος, ζούσε υπό το μόνιμο βάρος διαταγών. Ο πατέρας του τον είχε προστάξει να γίνει άντρας. Αντίστοιχα, έπρεπε να παντρευτεί για να κερδίσει την κοινωνική αποδοχή. Ως σύζυγος, θα του ήταν ευκολότερο να απελευθερωθεί από τα αισθήματα ενοχής που τον κατέτρυχαν. Με ρώτησε αν καταλάβαινα τι έλεγε: Γιατί να μην παντρευτούμε αμέσως, αφήνοντας κατά μέρος τις ενδείξεις που είχα έως τότε; Του απάντησα ότι ήμουν πρόθυμη να βοηθήσω τον Τζώρτζι και μάλιστα να προσπαθήσω πολύ γι’ αυτό, ο γάμος όμως, τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή, ήταν μια άλλη ιστορία. Δεν μπορούσα να τον δω ως σύζυγο».
ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΖΩΗ.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες άφησε πίσω του μια από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές κληρονομιές του 20ου αιώνα. Στη ζωή του δεν υπήρξε ούτε ήρωας ούτε αγωνιστής’ ήταν ένας ντροπαλός και γενικά συντηρητικός άνθρωπος.
Στην τέχνη, όμως, το έργο του αντανακλούσε μια τόλμη που αρνιόταν πεισματικά να υποκύψει στις συμβάσεις της δικής του κληρονομιάς. Ενστερνίστηκε τα αισθητικά αιτήματα του μοντερνισμού, καταλήγοντας ωστόσο, στα εκπληκτικά έργα του της δεκαετίας του ’40, να τον παρωδήσει. Αψήφησε σχολές και κατηγοριοποιήσεις, παντρεύοντας στην πρόζα του, συνήθως με τις πιο αδιόρατες πινελιές, λογοτεχνικών αιώνων.
Εφερε επανάσταση στα ισπανικά γράμματα, επηρεάζοντας μια ολόκληρη γενιά. Με τη βαθιά γνώση της γλώσσας των Καστιλλιάνων προγόνων του - Γκόνγκορα, Κεβέδο, Θερβάντες- και τον σεβασμό στους αριστοτέχνες του μοντέρνου ισπανικού ύφους- Ρέγες, Ουναμόνο-, έμαθε να εκτιμά μια λογοτεχνία που στον αιώνα του έμοιαζε ξεπερασμένη.
Επίσης, ο Μπόρχες επαναπροσδιόρισε την αξία της εβραικής και αραβικής παράδοσης για τον ισπανικό λογοτεχνικό πολιτισμό’ οι μελέτες και οι εκτιμήσεις των σημιτικών στοιχείων στο έργο του αυξάνονται διαρκώς.
Δεν σταμάτησε εκεί. Η επιθυμία του να γνωρίσει τα πνευματικά επιτεύγματα Ευρώπης και Αμερικής- μέσω της αγγλικής, της βορειοαμερικανικής, της γαλλικής, της γερμανικής, της ιταλικής και της σκανδιναβικής λογοτεχνίας- εμπλούτισε με ασύγκριτο τρόπο τη γλώσσα και τον πολιτισμό της ηπείρου του. Ο Μπόρχες ζούσε για τη λογοτεχνία. Διήγαγε έναν πνευματικό βίο... Ηταν αριστοτέχνης στην υπαινικτικότητα και, αν είχε να επιλέξει μεταξύ ευκρίνειας και αινιγματικότητας στις ιστορίες του, επέλεγε τη δεύτερη. Δημιουργούσε, δεν έπραττε’ η ισπανική λέξη που αποτελεί τον τίτλο του τόμου του 1960, «hacedor» σημαίνει και δημιουργός και αυτός που πράττει), είχε μια γοητευτική αμφισημία για τον πολύγλωσσο Μπόρχες.
Πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του διαβάζοντας, ονειροπολώντας και γράφοντας- κάτι που λίγο ή πολύ επιθυμεί να το πετύχει κάθε συγγραφέας. Το 1970 ο Τζωρτζ Στάινερ έγραψε γι’ αυτόν: «Και μόνο τις «Μυθοπλασίες» αν είχε γράψει, θα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ελάχιστους νέους ονειροπόλους από την εποχή του Πόε και του Μπωντλαίρ. Εχει διευρύνει το τοπίο των αναμνήσεών μας, και αυτό είναι το γνώρισμα του πραγματικά μεγάλου καλλιτέχνη».
Αν μπορούμε να διδαχτούμε κάτι από τον Μπόρχες σήμερα, είναι ότι η ανθρώπινη φαντασία- αυτή η δημιουργική δύναμη του εσωτερικού μας κόσμου- αξίζει να της αφιερώσουμε μια ολόκληρη ζωή.
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΡΧΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ:
· «Η αναφορά του Μπρόντι» (Εξάντας)
· «Λαβύρινθοι» (Πλειάς, Καστανιώτης)
· «Ιστορίες» (Ερμής)
· «Ανθολογία» (Δόμος)
· «Ο δημιουργός και άλλα κείμενα» (Υψιλον)
· «Το βιβλίο της άμμου» (Νεφέλη)
· «Το εγκώμιο της σκιάς» (Υψιλον)
· «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας» (Υψιλον)
· «Ρόδινο και γαλάζιο» (Υψιλον)
· «Οι μεταμορφώσεις της χελώνας» (Υψιλον)
· «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας» (Ερατώ)
· «Το βιβλίο των φανταστικών όντων» (Libro)
· «Εβαρίστο Καριέγκο» (Υψιλον)
· «Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ» (Υψιλον>
· «Ο Δημιουργός» (Υψιλον)
· «Το εγκώμιο της σκιάς» (Υψιλον)
· «Εφτά νύχτες» (Υψιλον)
· «Εισαγωγή στην αμερικανική λογοτεχνία» (Γλάρος)
· «Το χρυσάφι των τίγρεων» (Υψιλον)
· «Η ιστορία της νύχτας και άλλα ποιήματα» (Υψιλον)
· «Σύντομες και παράξενες ιστορίες» (Υψιλον)
· «Τι είναι ο βουδισμός» (Ροές)
· «Μυθοπλασίες» (Υψιλον)
· «Διερευνήσεις» (Υψιλον>
· «Το Άλεφ» (Υψιλον)
· «Τα μονοπάτια της Ιθάκης» (δίγλωσση έκδοση εκτός εμπορίου του Ινστιτούτου Θερβάντες Αθηνών).
· Τρεις τόμοι από τα «Ελληνικά Γράμματα» με «Απαντα τα πεζά», «Ποιήματα» και «Δοκίμια», σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη τα πεζά και τα δοκίμια και Δημήτρη Καλοκύρη, τα ποιήματα.
ΥΓ. Μικρές μπουκίτσες φωτός για το χατίρι της Annabooklover που τον «γνώρισε» και μαγεύτηκε, για την anagnostria που υπέκυψε στη γοητεία του, για τον Μαμαλούκα που τον διαβάζει και είμαι σίγουρη ότι του αρέσει πολύ και βεβαίως για τον Librofilo που του έχει λατρεία (μπορεί περισσότερο κι απ’ ό,τι εγώ που τον επικαλούμαι επί ματαίω, αλλά τον έχω ανάγκη, τι να κάνω). Και βέβαια όσα χρόνια και να περνούν δεν ξεχνώ ποτέ, ότι η Ανθολογία του από τον «Δόμο» σημάδεψε κατά κάποιον τρόπο πριν από πάαααρα πολύ καιρό, ένα μακρινό καλοκαίρι, και τη γνωριμία μου με την Μάρω.
Βλέπετε ο Μπόρχες με έχει βγάλει από σκοτάδια πολλά και με έχει οδηγήσει σε καρδιές αγαπημένων.Εννοείται ότι δεν θα τολμούσα ν’ ανεβάσω κριτική (το έχω κάνει το ατόπημα), αλλά πιστεύω ότι η ίδια η ζωή του έχει την μεγαλύτερη γοητεία και το πιο μεγάλο ενδιαφέρον. Όσο για το έργο του, δικούς του κωδικούς, που καλόν είναι τους ξεκλειδώσει ο καθένας χώρια! Αλλά μπορεί και όχι, θα επανέλθουμε σ’ αυτό.
Πατήστε απλά το κουμπάκι να παίζει όσο θα διαβάζετε:
Moha